Με ένα ανατριχιαστικό “προσκλητήριο νεκρών” ξεκίνησε χθες, Τετάρτη 18 Αυγούστου 2021, η προκαταρκτική δικαστική διαδικασία για τη δημόσια ακρόαση της επίσημης έρευνας που διεξάγεται στη Μελβούρνη από Βασιλική Επιτροπή (Royal Commission) για την τραγωδία με τους μαζικούς θανάτους από κορονοϊό στο Γηροκομείο της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας “Βασιλειάς” στο προάστιο Fawkner, πέρυσι τέτοια εποχή (Ιούλιος – Αύγουστος 2020).
Τα 50 ονόματα των τροφίμων, που βρήκαν το θάνατο στα αυστραλιανά νοσοκομεία, όπου μεταφέρθηκαν σε άθλια κατάσταση από το συγκεκριμένο Γηροκομείο (οι 45 από τους 50 πέθαναν από κορονοϊό), εκφωνήθηκαν στην αίθουσα του δικαστηρίου ενώπιον του δικαστή John Cain, επικεφαλής Ιατροδικαστή της Πολιτείας της Βικτώριας (Victorian State Coroner), ο οποίος ερευνά τις συνθήκες θανάτου των (κυρίως ελληνικής καταγωγής) ηλικιωμένων της “Βασιλειάδας” Μελβούρνης.
Η εκφώνηση των ονομάτων των νεκρών, καθώς και η προκαταρκτική διαδικασία, έγιναν απουσία των συγγενών τους από την αίθουσα, εξ αιτίας των αυστηρών μέτρων εγκλεισμού και περιορισμού της κυκλοφορίας των πολιτών της Πολιτείας της Βικτώριας λόγω έξαρσης του κορονοϊού τις τελευταίες εβδομάδες.
“Όσο συγκλονιστικοί κι αν είναι αυτοί οι αριθμοί, δεν λένε όλη την ιστορία” δήλωσε στο δικαστήριο ο βοηθός του επικεφαλής ιατροδικαστή, δικηγόρος QC (αντίστοιχο του παρ’ Αρείω Πάγω) Peter Rozen, ο οποίος στη συνέχεια προχώρησε σε αποκαλυπτικές λεπτομέρειες των έως τώρα ευρημάτων της έρευνας, ξεδιπλώνοντας με δραματικό τρόπο τις απαράδεκτες συνθήκες που επικρατούσαν στο Γηροκομείο της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας όταν “χτυπήθηκε” από τον κορονοϊό.
Μοιραίες καθυστερήσεις της Διεύθυνσης
Σύμφωνα με μαρτυρίες μελών του προσωπικού του Γηροκομείου, τροφίμων και συγγενών τους, το πρώτο κρούσμα στη “Βασιλειάδα”» Μελβούρνης που ανιχνεύθηκε με κορονοϊό ήταν μέλος του προσωπικού, στις 8 Ιουλίου 2020. Έως τις 13 Ιουλίου η Διεύθυνση του ιδρύματος επέτρεψε στη συγκεκριμένη υπάλληλο να εργαστεί για δύο βάρδιες (ερχόμενη σε άμεση επαφή -και χωρίς καν ειδική μάσκα- με τροφίμους και συναδέλφους της), ενώ παράλληλα δεν ενημέρωσε άμεσα και με επίσημο τρόπο τις τοπικές αρμόδιες επί της πανδημίας Αρχές για το επιβεβαιωμένο κρούσμα στις εγκαταστάσεις της.
Κατά τις επόμενες μέρες το Γηροκομείο (που είναι το χειρότερα πληγέν από την πανδημία μεταξύ των γηροκομείων όλης της Αυστραλίας) έπεσε σε δίνη, καθώς όλο και περισσότερα μέλη του προσωπικού και ηλικιωμένοι διαγιγνώσκονταν θετικά στον ιό και απομονώνονταν. Παρ’ όλα αυτά, οι διοικούντες του αρνήθηκαν να λάβουν άμεση βοήθεια με “ένεση πρόσθετου προσωπικού” από την αυστραλιανή κυβέρνηση (όπως τους προτάθηκε εξ αρχής), για ν’ αντιμετωπίσουν την επείγουσα και επικίνδυνη κατάσταση. Τελικά, η κυβέρνηση αποφάσισε να πάρει τα πράγματα στα χέρια της, αναλαμβάνοντας η ίδια τη Διεύθυνση και διαχείριση του Γηροκομείου.
Όμως η κατάσταση είχε βγει πια εκτός ελέγχου και όταν ήλθε νέο προσωπικό για ν’ αντικαταστήσει ολοσχερώς το μόνιμο που είχε τεθεί συνολικά σε καραντίνα (γύρω στις 20 Ιουλίου πέρισυ), τα πράγματα έγιναν δραματικά.
Τραγικές συνθήκες για τους ηλικιωμένους
Σύμφωνα με τον κ. Rozen, το νέο προσωπικό (που εστάλη από ιδιωτική εταιρία συνεργαζόμενη με την κυβέρνηση) ήταν εντελώς ανεκπαίδευτο για περιποίηση ηλικιωμένων και, μάλιστα, πολλοί απ’ αυτούς μετά τις πρώτες μία δύο μέρες σταμάτησαν να παρουσιάζονται για εργασία, σοκαρισμένοι από όσα έβλεπαν στους χώρους του Γηροκομείου. Ενδεικτικά της διάδοχης κατάστασης στη “Βασιλειάδα” είναι ότι εστάλησαν για εργασία άτομα με εμπειρία απλού νοσοκόμου μόλις ενός ή δύο χρόνων, χωρίς να έχουν ιδέα πώς να κάνουν π.χ. μπάνιο σε έναν ηλικιωμένο ή σε κατάκοιτο άτομο, χωρίς να γνωρίζουν πώς να μαγειρεύουν ειδικό διαιτολόγιο και, κυρίως, “εξωφρενικά ανήκουστο εκ μέρους των Αρχών”, χωρίς συνοδεία διερμηνέων για να συνεννοούνται με τους τροφίμους –οι περισσότεροι των οποίων ήταν ελληνικής καταγωγής με βασική γνώση της αγγλικής γλώσσας.
Κατά τη μαζική μεταφορά τους στα νοσοκομεία μετά τις 24 Ιουλίου 2020, πάντα κατά τη συγκλονιστική χθεσινή κατάθεση του βοηθού του επικεφαλής ιατροδικαστή της Βικτώριας, κ. Rozen, διαπιστωνόταν ότι οι ηλικιωμένοι έπασχαν από σοβαρή αφυδάτωση, “λιμοκτονούσαν μέχρι θανάτου”, υπέφεραν από βαθιά τραύματα κατάκλισης (“μέχρι του σημείου που διακρίνονταν οι τένοντές τους βαθιά κάτω από το δέρμα τους, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα στα 20 χρόνια που εργάζομαι”, του ανέφερε μία νοσοκόμα σε νοσοκομείο της Μελβούρνης, που κλήθηκε να περιποιηθεί ηλικιωμένο της “Βασιλειάδας» εκείνη την εποχή) και γενικώς βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση υγείας. Εξ ου και σχεδόν οι μισοί από αυτούς (από ένα σύνολο 117 ηλικιωμένων) πέθαναν τις επόμενες μέρες σε νοσοκομεία της Μελβούρνης.
Η “Βασιλειάδα” της Μελβούρνης κυριολεκτικά άδειασε τις επόμενες εβδομάδες από τροφίμους και προσωπικό και έως τώρα, παρά τις αλλαγές στο διευθυντικό της σχήμα από τα μέσα Σεπτεμβρίου 2020 με πρωτοβουλία της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας (στην οποία ανήκει το Γηροκομείο), δεν έχει καταφέρει να εμπνεύσει ξανά εμπιστοσύνη στην Ομογένεια, με αποτέλεσμα να έχουν καλυφθεί μόνο οι 45 από τις περίπου 120 κλίνες που διαθέτει.
Η έρευνα, εκτός από τις συνθήκες που επικρατούσαν στη “Βασιλειάδα” Fawkner κατά το ξέσπασμα και στη διάρκεια του δεύτερου κύματος της πανδημίας, διερευνά επίσης τις ευθύνες όλων των εμπλεκομένων: και της Διεύθυνσης της “Βασιλειάδας” Μελβούρνης και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Αυστραλίας (που έχει αρμοδιότητα για τις Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων), και της πολιτειακής κυβέρνησης της Βικτώριας (που διαχειριζόταν τη συνολική αντίδραση της Πολιτείας στην πανδημία).
Η ομαδική αγωγή
Η ακροαματική διαδικασία στο Ειδικό αυτό Δικαστήριο της Βικτώριας (Coroners Court of Victoria) θα συνεχιστεί μέσα στις επόμενες εβδομάδες, ενώ αναμένεται να ξεκινήσει -παράλληλα- και η εκδίκαση της ομαδικής αγωγής δεκάδων αδικοχαμένων συγγενών ηλικιωμένων τροφίμων της “Βασιλειάδας” Fawkner, που έχουν προσφύγει διεκδικώντας μεγάλες αποζημιώσεις από τον Οργανισμό Γηροκομείων της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας για την απώλεια των αγαπημένων τους «λόγω αμέλειας» των υπευθύνων και του προσωπικού του συγκεκριμένου Γηροκομείου.
Όπως κατέθεσε χθες στην προκαταρκτική διαδικασία ο ομογενής δικηγόρος Γιάννης Καράντζης, (του δικηγορικού γραφείου Carbone Lawyers της Μελβούρνης που εκπροσωπεί τουλάχιστον 15 ενάγοντες): “Είναι σημαντικό να μην υπάρξουν άλλες καθυστερήσεις. Εδώ μιλάμε για πραγματικούς ανθρώπους, που βρίσκονταν στα χέρια μιας εγκατάστασης που είχαν εμπιστευθεί κι αφέθηκαν να λιμοκτονήσουν και να πεθάνουν”.
Οι εξελίξεις αυτές έρχονται περίπου 40 μέρες μετά την επιβολή αυστηρών κυρώσεων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αυστραλίας στη ναυαρχίδα του Οργανισμού Γηροκομείων της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, στη “Βασιλειάδα” Νέας Νότιας Ουαλίας, στο προάστιο Randwick του Σίδνεϊ, για σωρεία παραβάσεων των κανονισμών για τη φροντίδα Ηλικιωμένων –όπως πρώτοι αποκαλύψαμε στις 8.8.2021.
Σημειώνεται ότι ο Οργανισμός Γηροκομείων “Η Βασιλειάς” (St Basil’s Aged Care) της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας λειτουργεί ήδη από τα χρόνια του 1960 και διαθέτει -ιδίως από τη δεκαετία του 1980 και μετά- σημαντικές μονάδες γηροκομείων (κυρίως για την εξυπηρέτηση των ηλικιωμένων ελληνικής καταγωγής, αλλά όχι μόνο) σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Αυστραλίας. Οι μονάδες αυτές διευθύνονται από διοικητικά συμβούλια οριζόμενα από τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας (ο οποίος, βάσει των Καταστατικών της Αρχιεπισκοπής και του εν λόγω Οργανισμού, είναι ο ανώτατος επικεφαλής όλου του Οργανισμού, ως ex officio Πρόεδρος). Στα 60 και πλέον χρόνια λειτουργίας του, πάντως, ο Οργανισμός ουδέποτε αντιμετώπισε τόσα και τέτοιου μεγέθους προβλήματα, όσα προέκυψαν από πέρυσι και στη Μελβούρνη και στο Σίδνεϊ, με αποτέλεσμα να κλονιστεί σοβαρά η εμπιστοσύνη των Ομογενών μας προς αυτόν –όπως φανερώνει, εκτός των άλλων, πληθώρα σχολίων στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης στην Αυστραλία.
Το ζήτημα των εξελίξεων στη “Βασιλειάδα” παρακολουθούν στενά τα μεγαλύτερα αυστραλιανά ΜΜΕ.