Ίσως το πιο σύντομο ανέκδοτο στις τελευταίες εξελίξεις στο Αφγανιστάν, ήταν “ο αφγανικός στρατός”.
Οι υποτιθέμενοι 300.000 πάνοπλοι (χάρις στους αφειδείς εξοπλισμούς τους, με το αζημίωτο βέβαια, από τη Δύση) οπλίτες, ένα στιβαρό σώμα που εκγυμναζόταν από ειδικούς στον πόλεμο και φερόταν ότι συμμετείχε και στις επιχειρήσεις πεδίου, μόλις έμειναν μόνοι τους διαλύθηκαν στα εξ ων συνετέθησαν.
Ωσάν να μην υπήρξαν ποτέ.
Τώρα αν κάτι παραμένει από αυτούς είναι μόνο κάποιες μικρές ομάδες μαχητών, συγκεντρωμένες στην περιοχή Παντσίρ– τη μόνη που φαινόταν να αντιστέκεται στους Ταλιμπάν. Πάρα πολλοί άλλοι εξ αυτών διέφυγαν και αναζητούν κρησφύγετα στο Ιράν και την Τουρκία, γνωρίζοντας καλά πως με τη μετάβαση της εξουσίας στους Ταλιμπάν θα βρεθούν στο στόχαστρό τους, καθώς υπηρέτησαν τις κατατροπωθείσες κυβερνήσεις που συνεργάσθηκαν με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Η σχεδόν αμαχητί κατάρρευση του αφγανικού στρατού, έχει δημιουργήσει εύλογες απορίες για τούτην την απουσία της έστω και παραμικρώτερης αντίστασης.
Όταν, προτού αλωθεί η Καμπούλ, τα τείχη της οποίας έπεσαν πριν ακόμη ηχήσουν οι σάλπιγγες των Ταλιμπάν, ανώτερος στρατιωτικός αξιωματικός του Πενταγώνου, ο στρατηγός Μαρκ Μίλεϊ, είχε ισχυρισθεί επικαλούμενος τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες πως ο αφγανικός στρατός θα αντέξει πολλές εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια μέχρι να πέσει όταν θα έχουν αποχωρήσει οι αμερικανικές δυνάμεις.
Τις ίδιες εσφαλμένες πληροφορίες κι εκτιμήσεις επικαλέσθηκε και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ντόμινικ Ράαμπ για να δικαιολογήσει και την αστοχία του Λονδίνου.
Μόνο που τελικά το διάστημα τούτο διήρκεσε μόλις 11 ημέρες κι οι απαντήσεις για τούτο το φιάσκο θα πρέπει να αναζητηθούν ακόμη και στους στόχους που υπηρέτησε η επέμβαση κι η κηδεμονία του Αφγανιστάν από τις ξένες δυνάμεις και τους εντεταλμένους πολιτικούς της χώρας.
Στόχοι που στο ελάχιστο απάλυναν τα χρόνια δεινά που ανάγκαζαν (ακόμη και την εποχή της υποτιθέμενης προστασίας του από την διεθνή δύναμη ISAF) τον πληθυσμό να “φεύγει αειφυγίαν” όπως θα έλεγε κι ο Αισχύλος.
Οι ξένες δυνάμεις, υπηρετώντας πρώτιστα τα συμφέροντα των δυτικών επιχειρήσεων που ανέλαβαν με απ’ ευθείας ανάθεση την “ανοικοδόμηση”, την “ασφάλεια” και την “πρόοδο”, ελάχιστα συνέβαλαν σε αυτό “εφ’ ω ετάχθησαν”.
Ούτε ο πόλεμος σταμάτησε, ούτε οι διωγμοί των αντιπάλων των Ταλιμπάν ή των τοπικών πολεμάρχων, ούτε και οι φυλετικές διακρίσεις.
Ούτε και κρατική διαφθορά, σε ανώτατο και τοπικό επίπεδο, μειώθηκε, ούτε η θρυλούμενη καταπολέμηση του εμπορίου οπίου, η οποία μάλιστα ηεξαπλώθηκε ακόμη και σε κρατικές γαίες, με την επεξεργασία του να γίνεται πλέον ad hoc κι όχι στο εξωτερικό, με τα 8.000 εκτάρια καλλιεργιών της παπαρούνας το 2001 (χρονιά της επέμβασης) να έχουν αυξηθεί σε 224.000 το 2020 (σύμφωνα με τις υπηρεσίες του ΟΗΕ).
Αλλά ούτε κι οι κοινωνικές συνθήκες βελτιώθηκαν, ο αναλφαβητισμός ιδίως των κοριτσιών δεν καταπολεμήθηκε και ούτε και η θέση της γυναίκας (όσο κι εάν σήμερα χύνουμε κροκοδείλια δάκρυα) βελτιώθηκε: απεναντίας, ο εκλεκτός των Αμερικανών πρόεδρος Χαμίντ Καρζάι το 2014 είχε θεσπίσει τον σκοταδιστικό κώδικα συμπεριφοράς των γυναικών και είχε μπλοκάρει τον νόμο για την προστασία τους από ενδοοικογενειακή βία. Όλα τούτα υπό την αιγίδα της ISAF, του ΝΑΤΟ και του ΟΗΕ. Αναπόφευκτο η δυσπιστία του λαού προς την κυβέρνηση της Καμπούλ και τους προστάτες του να αντανακλά και στον ίδιο τον ξενοκίνητο στρατό της χώρας.
Βέβαια, οι χιμαιρικές φρεναπάτες του Μίλεϊ διαψεύσθηκαν από τα διαδοχικά Επειδή τα λόγια του Μίλεϊ διαψεύστηκαν από τα διαδοχικά δημοσιεύματα στον Τύπο, που απεκάλυπταν πως ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν γνώριζε τη σοβαρότητα της κατάστασης, πλην όμως επέμεινε στην απόφαση για αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων στις 31 Αυγούστου.
Βέβαια, στην απόφαση τούτη βάρυνε η σφαλερή (υπερ) εκτίμηση για τις πραγματικές δυνατότητες των αφγανικών δυνάμεων. Άλλωστε, κανείς δεν θα μπορούσε να φαντασθεί πως βάσει του τεράστιου κόστους της 20ετούς κηδεμονίας του Αφγανιστάν , σύμφωνα με το παν/μιο Brown 800 δισεκ. δολάρια για τη συνολική επιχείρηση και 85 δισεκ. για τον στρατό, δεν θα είχε καταλήξει στην στη δημιουργία ενός κάπως αξιόμαχου στρατεύματος. Κανένα μάθημα όμως δεν διδάχθηκαν οι αμερικανικές αρχές, ακόμη και μετά τη δημοσίευση της έκθεσης για την 20χρονη επιχείρηση από τον Γενικό Επιθεωρητή των ΗΠΑ για την Ανασυγκρότηση του Αφγανιστάν (Sigar) για το Κογκρέσο.Σε τούτη την έκθεση ο SIGAR επεσήμαινε πως τα προηγμένα όπλα, οχήματα και συστήματα εφοδιασμού, όπως αυτά που χρησιμοποιεί ο δυτικός στρατός “είναι πέρα από τις δυνατότητες των αφγανικών δυνάμεων, που στην πλειονότητά τους έχουν στελέχη αναλφάβητα και αμόρφωτα”.
Μιά μεγάλη αλήθεια, γιατί η γενιά τούτη των Αφγανών νέων που στελεχώνουν και τις υπηρεσίες και τον στρατό, προέρχονταν από τα χρόνια που οι Ταλιμπάν διατηρούσαν τη σκαιά τους εξουσία (1996-2001). Εκείνα τα χρόνια, όχι μόνον δεν υπήρχε στρατός κι οργανωμένη δομή του, αλλά ούτε καν εκπαίδευση. “Όταν στα μετέπειτα χρόνια”, επισημαίνεται στην έκθεση, “στήθηκαν οι ένοπλες δυνάμεις (…) υπήρχαν πολλά ανεκπλήρωτα κενά, μηδενική ηγεσία, οι διοικητές ήσαν τοπικοί πολέμαρχοι στο μισθολογιο των ΗΠΑ και δρούσαν πάντα βάσει αμερικανικών διαταγών, πάντα εξαρτημένη από το “σιτηρέσιο” της Ουάσιγκτον χωρίς δική τους επιχειρησιακή, στρατηγική ή υλικοτεχνική ικανότητα κι επιμελητεία. Η δε βάση, ήταν αναγκασμένη να υπηρετεί με επισφαλείς μισθούς και συνθήκες, και μάλιστα κάποιοι εξ αυτών σήμερα εξακολουθούν να πολεμούν καίτοι δεν έχουν πληρωθεί για έξι ή επτά μήνες”, όπως τονίζεται.
Το αμερικανικό δημόσιο ραδιόφωνο NPR δημοσίευσε προ ημερών ένα άρθρο που απαριθμεί τον καταστροφικό απολογισμό της πραγματικής κατάστασης του αφγανικού στρατού: ηγέτες που ήσαν εξαφανισμένοι κι ως εκ τούτου δεν έχαιραν σεβασμού κι υπακοής. Διοικητές που αγόραζαν τη χειρότερη ποιότητα φαγητού για τους στρατιώτες και κρατούσαν και πωλούσαν το ρύζι ή τα καύσιμα για λογαριασμό τους, ακόμη και τα καυσόξυλα για να ζεσταίνονται οι στρατιώτες, που κρύωναν. Οπλίτες που ήσαν ντυμένοι με ράκη και δεν μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους λόγω του οπίου, των κακουχιών και του διαρκούς πολέμου. Κυρίως δε, η ανησυχητική έλλειψη εκπαίδευσης, που καθιστούσαν τους οπλίτες και διοικητές ανήμπορους να διαβάσουν έναν χάρη, ή μία αναφορά και τις οδηγίες για τη συντήρηση των όπλων τους, τα οποία ούτε κάν ήξαιραν να λύσουν και ξαναδέσουν. Πράγματα που η Ουάσιγκτον γνώριζε, αλλά κλείνοντας τα μάτια, επαναλάμβανε την επωδό πως καθημερινά ο αφγανικός στρατός βελτιώνεται και μπορεί να πολεμήσει μόνος του.
Ιδίως τούτη η προβληματική δόμηση του στρατού επετάθη όταν πριν δύο χρόνια ξεκίνησε ο “εξατομισμός” (atomization) της διασποράς και διατήρησής τους, ώστε να εκτιμάται πως μόλις το ένα έκτο των υποτιθέμενων 300.000 οπλιτών είχε πολεμήσει πράγματι εναντίον των Ταλιμπάν, με τους υπόλοιπους να φυτοζωούν, να έχουν λιποτακτήσει, ένεκα της διαφθοράς, της εγκατάλειψης των οπλιτών και την απουσία μέριμνας για τα θύματα πολέμου και των οικογενειών τους.
Μάλιστα τούτη την εγκατάλειψη κι από τους, διεφθαρμένους και κερδοσκόπους, ντόπιους πολέμαρχους και τους Αμερικανούς, επικαλούνται σήμερα όσοι Αφγανοί εξακολουθούν να πολεμούν ή να καταδιώκονται από τους Ταλιμπάνκαλούνται να εξηγήσουν πως κατέρρευσε η άμυνά τους: “δεν τα παρατήσαμε εμείς, εκείνοι μας εγκατέλειψαν”, τονίζουν κι επισημαίνουν πως χωρίς μία βασική αεροπορική κάλυψη ήταν δύσκολο να αντιμετωπίσουν τους Ταλιμπάν. Μία εκδοχή που επιβεβαιώνει και ο, εμβληματικός, πρώην διοικητής της της ISAF και της USFOR-A Ντέιβιντ Πετρέους, που απαριθμώντας στο New Yorker τα σφάλματα της αμερικανικής πλευράς, επσήμανε πως “κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ εξαναγκάσαμε την αφγανική κυβέρνηση, στην οποία ούτε καν επετράπη να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για το μέλλον της ίδιας της χώρας στη Ντόχα, να απελευθερώσει περισσότερους από 5.000 μαχητές Ταλιμπάν–οι οποίοι τελικά αποδείχθηκαν αποφασιστικοί στην ανακατάληψη της εξουσίας–χωρίς όμως να πάρουμε κάτι ουσιαστικό ως αντάλλαγμα. Η δε νέα κυβέρνηση (Μπάιντεν) έβγαλε ένα πολύ βιαστικό πόρισμα κι αποφάσισε να αποσύρει τις δυνάμεις, κάτι που είχα προειδοποιήσει πως θα μετανιώσουμε”. Όπερ και εγένετο.
Όπως τόνισε η αποχώρηση των των τακτικών αεροπορικών ελεγκτών που είχε αναπτύξει η Ουάσινγκτον, καθώς και των 18.000 εργολάβων που διαχειρίστηκαν το σύστημα συντήρησης, κατέστησαν αδύνατη την επιβίωση μίας έστω και μέτριας αφγανικής αεροπορίας. “Αυτή η αεροπορία εργάστηκε πολύ, πολύ σκληρά. Μετέφερε κομάντος πολύ καλά εκπαιδευμένους από τις ομάδες Ειδικών Επιχειρήσεων μας και καλά εξοπλισμένους. Στις πρώτες μάχες κρατούσαν τους Ταλιμπάν, αλλά νομίζω ότι κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν ότι κανείς δεν τους υποστήριζε πια, δεν υπήρχε επείγουσα τροφοδοσία, ενισχύσεις, εκκένωση έκτακτης ιατρικής ή στενή αεροπορική υποστήριξη”, τονίζει στην ίδια συνέντευξη εξηγεί ο Πετρέους.
Στην ανυπαρξία υλικής υποστήριξης θα πρέπει επιπλέον να προστεθεί και η “ψυχολογική κατάρρευση” του αφγανικού στρατού με την είδηση πως η οι Αμερικανοί και οι ξένες δυνάμεις αποσύρονται. “Έπραξαν αυτό που νομίζω ότι κάνουν τα στρατεύματα σε αυτές τις συνθήκες, όταν μείνουν μόνα τους, αβοήθητα και απομονωμένα. Μαζί με τους τοπικούς ηγέτες αυτών των περιφερειών ή επαρχιών, είτε συνάπτουν συμφωνία είτε διαπραγματεύονται την παράδοση, είτε φεύγουν. Η κατάρρευση ήταν μεταδοτική, μια επιδημία, βασικά, παράδοσης “,επισημαίνει ο πρώην στρατηγός.
Τα λίγα αφγανικά στρατεύματα που απομένουν εξακολουθούσαν να καλύπτουν έως τον τελευταίο τους Αμερικανούς στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, ενώ ασχολήθηκαν και με την ασφαλή απομάκρυνση των δικών τους ανθρώπων, που σε αντίθεση με άλλους πολιτικούς εργαζόμενους, όπως μεταφραστές ή προσωπικό των πρεσβειών, δεν είχαν εισιτήριο για να φύγουν από τη χώρα. Το υπόλοιπο στράτευμα, είτε λιποτάκτησε, είτε αποδεχόταν τις υποτιθέμενες αμνηστίες που χορηγούσαν οι Ταλιμπάν καθώς εισέλαυναν προς την Καμπούλ. Κάποιους οι Ταλιμπάν τους πλήρωνε για να μην πολεμήσουν άλλο. Άλλοι πούλησαν τον οπλισμό τους ή έστησαν δικά τους δικά τους σημεία ελέγχου με εντολή των ηγετών της εποχής– κάτι που έκαναν άλλωστε και πολλοί από αυτούς όταν είχαν αρχίσει να κατατάσσονται στο στρατό στο παρελθόν.
Άλλοι που κρύβονται στη χώρα, καταδιώκονται από τους νέους κυρίους της.
Το CNN μετέδωσε πως κατάλογοι του στρατιωτικού προσωπικού ήδη έχουν πέσει στα χέρια των Ταλιμπάν μετά την κατάληψη του του Υπουργείου Άμυνας και του Υπουργείου Εσωτερικών, τα αρχεία των οποίων δεν είχαν προλάβει να καταστρέψουν οι υπάλληλοι. Γνωρίζουν επακριβώς ποιός είναι ποιός και πού εργαζόταν. Σε πόλεις όπως η Κανταχάρ, έχουν καταγραφεί μη επαληθευμένες εικόνες από υποτιθμένες σφαγές στρατιωτών και πολιτικού προσωπικού.
Υπολογίζεται πως μέχρι τέλους αμύνθηκαν περίπου 18.000 κομάντος και πληροφοριοδότες και από αυτούς 2.000 με 2.500 βρίσκονται ακόμη στον Βορρά, στο Παντσίρ, και αντιμάχονται τους Ταλιμπάν και ακόμη προσπαθούν να πείσουν τους Δυτικούς πως πρέπει να τους βοηθήσουν, πρωτίστως για να τους βοηθήσουν να διασώσουν ό,τι μπορεί να διασωθεί από το καταρρακωμένο γόητρο της 20ετούς επιχείρησης για τη δημιουργία ενός στρατού στο Αφγανιστάν, που αποδείχθηκε ένα φιάσκο.