*Το παρών κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση από το blog του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Ακόμη κι αν υπήρχε πριν από λίγους μήνες, σήμερα καμία αμφιβολία δεν διατηρείται για το ότι οι γερμανικές κοινοβουλευτικές εκλογές που θα διεξαχθούν σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες είναι οι πλέον παράξενες των τελευταίων ετών.
Δεν είναι μόνο οι -απροσδόκητες έως πρότινος- δημοσκοπικές ανατροπές που διαδέχτηκαν η μια την άλλη, με την υποψηφία των Πρασίνων για την καγκελαρία, Αναλένα Μπέρμποκ, να αναιρεί μεταξύ Απριλίου και Μαΐου την «πάγια» πρωτοκαθεδρία της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) και κατόπιν το διαρκώς διευρυνόμενο προβάδισμα της συντηρητικής συμμαχίας να μειώνεται σταδιακά, ώστε να δώσει τις τελευταίες 15 ημέρες τη θέση του στην άνοδο και την πρωτιά του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), έπειτα από 15 ολόκληρα χρόνια, έστω και σε επίπεδο ερευνών κοινής γνώμης μέχρι στιγμής.
Ούτε μπορεί ασφαλώς να διαφύγει της προσοχής το γεγονός πως η Άνγκελα Μέρκελ σπάει ακόμη ένα «ταμπού» της γερμανικής πολιτικής ζωής, καθώς εκτός από πρώτη γυναίκα Καγκελάριος θα γίνει και η πρώτη εν ενεργεία ηγέτης της χώρας που δεν διεκδικεί την επανεκλογή της από την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας το 1949. Βέβαια έχει ήδη συμπληρώσει τέσσερις πλήρεις θητείες ως Καγκελάριος.
Αυτό που κάνει όμως τις φετινές εκλογές τόσο ξεχωριστές είναι ότι στον επικρατέστερο -σύμφωνα πάντα με τις έρευνες κοινής γνώμης- διάδοχο της Μέρκελ, σοσιαλδημοκράτη νυν υπουργό Οικονομικών και αντικαγκελάριο, Όλαφ Σολτς, αποδίδεται ταυτόχρονα από τους αντιπάλους του ταυτόχρονα η αντιφατική, πρωτότυπη και διπλή συνάμα «κατηγορία» του «μερκελισμού» και του φλερτ με την άκρα Αριστερά.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος, η μομφή προς τον 63χρονο πολιτικό είναι πως αυτός δεν αρκείται στο να εκμεταλλεύεται την παρακαταθήκη της απερχόμενης κυβέρνησης αλλά έχει υιοθετήσει και το πνεύμα μετριοπάθειας της επικεφαλής της, σε μια προσπάθεια να παρουσιαστεί ως η φυσική της συνέχεια. Πρόκειται για μια ερμηνεία που θα ενέπιπτε στη θεατρική δραστηριότητα της κωμωδίας, αν δεν αποκάλυπτε τον εκνευρισμό που επικρατεί στους κόλπους της συντηρητικής παράταξης. Κι αυτό γιατί εκτός του ότι ως «νούμερο 2» της υφιστάμενης κυβέρνησης συνασπισμού ο υποψήφιος του SPD έχει κάθε δικαίωμα να δρέψει τους όποιους καρπούς της προηγούμενης περιόδου, η προτίμηση των πολιτών στο πρόσωπό του δεν έγκειται στη συμπεριφορική ομοιότητα με την απερχόμενη Καγκελάριο, όσο στο γεγονός ότι αποτελεί οικείο πρόσωπο για τους περισσότερους Γερμανούς από τη μακρά θητεία του σε κομματικά και κυβερνητικά πόστα.
Υπό αυτή την έννοια δεν αποτελεί έκπληξη ότι σε μια περίοδο διεθνούς αναστάτωσης λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας και της κατάρρευσης του Αφγανιστάν, ο στωικισμός του Σολτς φαίνεται να συνιστά εγγύηση σταθερότητας σε μια χώρα της οποίας οι πολίτες δείχνουν να αποστρέφονται πάνω από όλα τη αστάθεια. Δεν θα πρέπει επίσης να λησμονείται πως η δυνατότητα του SPD να προβάλει ως φαβορί για την πρωτιά στις επερχόμενες εκλογές πάει «χέρι-χέρι» τόσο με τα ατοπήματα της υποψήφιας των Πρασίνων όσο και με εκείνα του συντηρητικού υποψηφίου Άρμιν Λάσετ. Πρόκειται εξάλλου για μια ιδιότυπη «εκδίκηση» για το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, του οποίου πολλά μέλη αποδίδουν τη σταδιακή πτώση δημοφιλίας στη μοναδική ικανότητα της Άνγκελα Μέρκελ να λαμβάνει εύσημα για λαοφιλείς πολιτικές που έχουν αρχικά εισηγηθεί ελάσσονες εταίροι της, όπως για παράδειγμα η κατάργηση της στρατιωτικής θητείας ή η καθιέρωση του κατώτατου μισθού.
Σε ό,τι αφορά τον «φόβο» της συνεργασίας με το Die Linke, που τόσο αρέσκεται να χρησιμοποιεί ως φόβητρο το CDU, ο Σολτς φαίνεται πως διαθέτει πάλι απάντηση. Διασαφηνίζοντας πως θα επιδιώξει τη συνεργασία με όποιο κόμμα δεν θέτει σε αμφισβήτηση την παραμονή σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, αλλά μην αποκλείοντας ρητά έναν συνασπισμό που να περιλαμβάνει το αριστερό κόμμα, κατορθώνει να μην αποβάλει το ατού της σταθερότητας που εκπέμπει όσο ασκεί τη δέουσα πίεση εξ ευωνύμων του κόμματος του. Έτσι, σε αναλογία και με την πρόσφατη εμπειρία του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν, ο υποψήφιος Καγκελάριος θέτει εν τοις πράγμασι στο ευρύτερο αριστερό ακροατήριο το δίλημμα αν είναι προτιμότερη μια στοιχειωδώς προοδευτική κυβέρνηση ικανή να εγγυηθεί επιμέρους νίκες, όπως η αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 12 ευρώ την ώρα (από 9,6 που είναι σήμερα) και η κατάργηση μιας σειράς φοροαπαλλαγών για τα μεγάλα εισοδήματα, δίχως να υπονομεύεται βέβαια ο σκληρός πυρήνας των συμφερόντων της εγχώριας οικονομικής ελίτ ή η συνέχεια της κυβερνητικής συγκατοίκησης με τη Δεξιά σε πρωταγωνιστικό ρόλο, με όσα αυτή σημαίνει. Παράλληλα, ο «μπαμπούλας» της Αριστεράς επιτρέπει στον Σολτς να έχει ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί σε περίπτωση που τρίτος εταίρος της εξουσίας είναι το Φιλελεύθερο Κόμμα (FDP).
Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι σύμφωνα με το δεύτερο κανάλι της γερμανικής τηλεόρασης ZDF το 60% των ερωτηθέντων δεν θεωρεί ότι ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος πρέπει εκ των προτέρων να αποκλείσει τη σύμπραξη με την Αριστερά δείχνει πως τα παλιά «ταμπού» έχουν απολέσει την ισχύ τους, εις βάρος της στρατηγικής των Χριστιανοδημοκρατών, που φαντάζουν εγκλωβισμένοι σε παλιομοδίτικες μεθόδους άσκησης πολιτικής. Αν προστεθεί στο όλο σκηνικό και το ρεπορτάζ των Financial Times, που αναφέρει ότι τοπικά παραρτήματα του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος παρακαλούν τα κεντρικά να μην τους στείλουν αφίσες με το πρόσωπο του Άρμιν Λάσετ, είναι εύλογο να συνδέει κανείς την αδικαιολόγητα επιθετική στάση του κόμματος της Άνγκελα Μέρκελ υπό τον φόβο αυτό να περιέλθει μια κρίση ταυτότητας ανάλογη του SPD μετά την περίοδο διακυβέρνησης από τον Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Σε αυτή τη συγκυρία δεν θα πρέπει να θεωρηθεί διόλου τυχαίο ότι η διέξοδος που προκρίνουν ηγετικά στελέχη της συντηρητικής παράταξης, όπως ο «άρχων της διαπλοκής», Φρίντριχ Μερτς ή ο αρχηγός του Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών «αδελφών», Μάρκους Ζέντερ, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι η στροφή προς τα πιο δεξιά και ο επαναπατρισμός ψηφοφόρων του ακροδεξιού AfD.