Αυτή η επέτειος της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα από τη ναζιστική συμμορία βρίσκει τουλάχιστον τους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς της στη φυλακή και το κόμμα τους εκτός νόμου. Παρότι ήδη από τον Οκτώβριο του 2020 και την απόφαση του Εφετείου, μέχρι σήμερα έχουν αποφυλακιστεί ήδη τρεις από τους καταδικασθέντες, μπορεί κανείς να πει πως στα 8 χρόνια από τη δολοφονία, υπάρχει πλέον κάποια δικαίωση της θυσίας του Παύλου Φύσσα.
Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε πέρυσι τον Οκτώβριο, λίγο πριν την απόφαση του εφετείου. Το θέμα της συνδρομής του κράτους στην ανάδειξη της Χρυσής Αυγής και στην αστυνομική ασυλία της ακροδεξιάς, παραμένει επίκαιρο. Όχι μόνο γιατί πλέον έχουμε τρεις υπουργούς από το βαθύτατο και συνοδοιπορούν ΛΑΟΣ και την εκφορά του λόγου της Χρυσής Αυγής από πλειάδα στελεχών της ΝΔ, αλλά και γιατί η ασυλία των ναζί δεν είναι καθόλου προφανές πως έχει τελειώσει ούτε σε ό,τι αφορά τα σώματα ασφαλείας, αλλά ούτε και τη δικαιοσύνη. Άλλωστε η πρόταση της εισαγγελέως της δίκης της Χ.Α. στο εφετείο, μπορεί να σόκαρε αλλά ενδέχεται να σηματοδοτεί πως τμήμα των Ελλήνων δικαστικών και πάντως η ηγεσία του δικαστικού σώματος, αντιμετωπίζει τη σκληρή ακροδεξιά, με ανοχή. Ενώ αντιθέτως μεταχειρίζεται ΄όσους αντιλαμβάνεται ως “αντιφρονούντες” ως πολίτες με περιορισμένα δικαιώματα.
Το ακραίο κράτος και η άνοδος του ναζισμού στην Ελλάδα
Στο συγκλονιστικό του άρθρο εν όψει της ανακοίνωσης της απόφασης στη δίκη της Χρυσής Αυγής, ο Δημήτρης Κουσουρής αναφέρει πως
…Λίγο μετά από εκείνη την απόπειρα δολοφονίας [εναντίον του ιδίου], και όσο ακόμα ήμουν στην εντατική, η πρώτη αντίδραση του τότε Υπουργού Δημοσίας Τάξεως του ΠΑΣΟΚ, Γιώργου Ρωμαίου, για μια δολοφονική ενέργεια που έγινε μπροστά στα δικαστήρια μέρα-μεσημέρι και δεν είχε καν καταγραφεί στο βιβλίο συμβάντων του οικείου Αστυνομικού Τμήματος, ήταν πως επρόκειτο για μια σύγκρουση «ακροκινούμενων ομάδων».
“Μια κρίσιμη απόφαση”, Marginalia
Η έωλη ρητορική αυτή, που συνέκρινε τις πρωτοβουλίες του εργατικού και του φοιτητικού κινήματος με τον στρατιωτικοποιημένο, δολοφονικό τραμπουκισμό, ήταν η πάγια αντίδραση του συστημικού πολιτικού κόσμου απέναντι στις καταγγελίες για τη δράση του ναζιστικού και φασιστικού παρακράτους. Και αυτό είναι μια αθλιότητα που έχει μακρά παράδοση στη χώρα.
Για να αρχίσουμε από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα: Στα πλαίσια της έρευνας για τον εντοπισμό του αποκαλούμενου “Περίανδρου”, υπαρχηγού της Χρυσής Αυγής τότε και δράστη της δολοφονικής επίθεσης στον Κουσουρή, συστάθηκε στην ΕΛΑΣ μια 6μελής ειδική ομάδα για τη σύλληψή του η οποία απέτυχε μεν να τον βρει (παραδόθηκε ο ίδιος το 2005, καταδικάστηκε αρχικά σε 21 και μετά σε 12 χρόνια, και αποφυλακίστηκε το 2010), αλλά, όπως περιέγραφε η Μαρίλη Μαργωμένου στην Καθημερινή τον Φλεβάρη του 2008, συνέταξε μια αναφορά για τα αίτια της αποτυχίας της, που εξηγούσε πως η Χρυσή Αυγή ήταν πολύ κοντά με την ΕΛΑΣ, ακόμα και τροφοδοτώντας την οργάνωση με εξοπλισμό και κάνοντας τα στραβά μάτια στην εγκληματική της δράση (εδώ θυμόμαστε το “είμαι δικός σας” που απηύθυνε ο Ρουπακιάς στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν). Στο άρθρο περιγράφεται η περίπτωση του φοιτητή Αλέξανδρου το 2003 που
“…μαχαιρώθηκε στη σχολή του από μέλη της Χρυσής Αυγής και πήγε στο τμήμα να το καταγγείλει, [και] δεν μπόρεσε να κάνει ούτε καν μήνυση. «Ο διευθυντής της ασφάλειας είπε να μη φέρω καν μάρτυρες», λέει. «Γιατί δεν μπορώ να κατηγορήσω έναν ολόκληρο πολιτικό χώρο με τη μήνυσή μου». Που θα πει πως κανείς απ’ όσους μαχαίρωσαν μέχρι τώρα οι Χρυσαυγίτες δεν μπορεί να κάνει μήνυση. Και αυτό προφανώς, ισχύει και για την επόμενη φορά που τα ΜΑΤ θα παρακολουθούν «αμήχανα» ένα ακόμη μέλος της Χρυσής Αυγής ενώ μαχαιρώνει έναν ακόμη διαδηλωτή…”
…μια αποστροφή που παραπέμπει τραγικά στο μαχαίρωμα και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Το 2012 η Βρετανική εφημερίδα Guardian δημοσίευσε μαρτυρία ανώτερου αστυνομικού που επιβεβαίωνε πως η κατάσταση στο μεταξύ είχε μάλλον χειροτερεύσει.
Με δεδομένη τη στενή σχέση των μηχανισμών καταστολής με την ωμότερη ακροδεξιά, το κράτος σε όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής της οργάνωσης έβρισκε προσχήματα να μην κάνει τίποτα. Η εμμονή σε μια αμφίπλευρη αποκήρυξη των “δύο άκρων” από το πολιτικό σύστημα ήταν επί της ουσίας σήμα δίωξης της άλλης πλευράς. Όταν ο τότε πρωθυπουργός Αντώνη Σαμαράς καταφερόταν εναντίον των άκρων (βάζοντας στην ισοδυναμία με τη Χρυσή Αυγή… τον ΣΥΡΙΖΑ), είχε ως βασικό σύμβουλο έναν στενό συνομιλητή των ναζί ο οποίος έχαιρε και του θαυμασμού τους.
Την ιδέα της εξίσωσης της νόμιμης δράσης ενός κοινοβουλευτικού κεντροαριστερού κόμματος με την ένοπλη και οργανωμένη εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, δεν την είχε μόνο ο Αντώνης Σαμαράς, αλλά ήταν η γραμμή της κυβέρνησής του, καθώς ήταν και επωδός του κυβερνητικού εκπροσώπου του. Και αυτό ήταν η γραμμή όλης της συγκυβέρνησης…
Το σημαντικό ήταν πως αυτή η εξωφρενική ισοδυναμία γινόταν η αφορμή για την παρατεταμένη αδράνεια του κράτους και τα στραβά μάτια στη σύγκλιση της Χ.Α. με την ΕΛΑΣ. Η έκταση των επιθέσεων στα χρόνια πριν και κατά τη διάρκεια της ανόδου της Χρυσής Αυγής, η αδράνεια της αστυνομίας και η απάθεια του δικαστικού συστήματος, παρέπεμπε είτε σε μια αστυνομία εκτός ελέγχου του κράτους, ή σε μια κρατικά καθοδηγούμενη ανοχή.
Δεν είναι παράδοξο πως και την ίδια την ημέρα της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, στη διαδήλωση που είχε οργανωθεί στο Κερατσίνι, οι χρυσαυγίτες “επιχειρούσαν” δίπλα-δίπλα με τα ΜΑΤ, ενώ οι αντιφασιστικές μοτοπορείες που είχαν οργανωθεί από τον αναρχικό χώρο στο 2012, αντιμετωπίστηκαν με κτηνώδη βία από την αστυνομία, αλλά και βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ (και φυσικά οι δράστες της απαλλάχθηκαν στο δικαστήριο από κάθε κατηγορία), ενώ η βία και η τρομοκρατία της Χρυσής Αυγής στο κέντρο της Αθήνας συνεχιζόταν χωρίς κανένα εμπόδιο.
Οπότε μπορεί κανείς να κάνει μια εικασία: αν δεν είχε πέσει νεκρός, αν τον είχε πάρει ξώφαλτσα η μαχαιριά, ο Παύλος Φύσσας θα ήταν υπόδικος αντιμετωπίζοντας βαρύτερο κατηγορητήριο από τους θύτες. Η περίπτωσή του θα χρησιμοποιούνταν τώρα από τα ίδια κυκλώματα και μέσα που αμέσως μετά τη δολοφονία και ιδιαίτερα σήμερα ανακάλυψαν τον αντιφασισμό (αφού εξέθρεψαν τον φασισμό), ως υποδειγματική περίπτωση της θεωρίας των δύο άκρων: δύο “συμμορίες” που τσακώνονται και προκαλούν ταραχές. Αυτή άλλωστε ήταν η κυρίαρχη μορφή ξεπλύματος των επιθέσεων της ναζιστικής συμμορίας από τους πολιτικούς της σπόνσορες και τα ΜΜΕ τους μέχρι εκείνη τη στιγμή.