Όταν στα μέσα Αυγούστου ο Καναδός πρωθυπουργός Τζαστίν Τριντό ανακοίνωνε την διάλυση του κοινοβουλίου, προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές για την 20ή Σεπτεμβρίου, όλα τα προγνωστικά προμήνυαν μια άνετη επικράτηση για το κυβερνών Φιλελεύθερο Κόμμα (LPC) και ενδεχομένως την επανάκτηση της χαμένης στις εκλογές του 2019 πλειοψηφίας στη Βουλή των Κοινοτήτων για τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Η χώρα μόλις είχε ξεπεράσει τις ΗΠΑ σε ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης και η πλειοψηφία των ερωτώμενων πολιτών συμφωνούσε με το ότι η κυβέρνηση “τα πηγαίνει καλά” όσον αφορά τον χειρισμό της πανδημίας, γεγονός που εξασφάλιζε στους κυβερνώντες σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα 5-10 μονάδων. Όπως επισήμαινε μάλιστα ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας ερευνών κοινής γνώμης Abacus Data, Ντέιβιντ Κολέτο, μοναδικός ικανός παράγοντας να ανατρέψει την εικόνα κυριαρχίας που εξέπεμπε ο Τριντό και η παράταξή του ήταν η έλευση ενός τέταρτου κύματος της πανδημίας. Την κατάσταση εξάλλου διευκόλυνε η εικόνα του αντιπολιτευόμενου Συντηρητικού Κόμματος (CPC) το οποίο φάνταζε μέχρι πρόσφατα τόσο κατακερματισμένο που μερίδα των στελεχών του πόνταρε σε μια ήττα με σκοπό μια “επανεκκίνηση”.
Όμως την απόλυτα ευνοϊκή για τον Τριντό και το κόμμα του αρχή ακολούθησε η ολοκληρωτική αλλαγή του προεκλογικού σκηνικού, με τη σταδιακή μείωση της διαφοράς ανάμεσα στα δύο κόμματα και αργότερα την διαρκή εναλλαγή τους όσον αφορά την πρωτιά σε επίπεδο κόμματος. Και τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα δεδομένου πως σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις σχετικά με το ποιος είναι ο καταλληλότερος πρωθυπουργός o Τριντό διατηρεί προβάδισμα στα όρια του στατιστικού λάθους ή έρχεται δεύτερος πίσω από τον ηγέτη των Συντηρητικών, Έριν Ο’ Τουλ, μια εξέλιξη που επισφραγίζει την διάρρηξη της εικόνας του υπερδημοφιλούς “εθνικού” ηγέτη που με τόση επιμέλεια είχε καλλιεργήσει για τον εαυτό του τα προηγούμενα χρόνια και η οποία λειτουργούσε προωθητικά για τους Φιλελεύθερους.
Πού θα μπορούσε να αποδοθεί αυτή η ξαφνική αντιστροφή των προγνωστικών, που ίσως στοιχίσει στον νυν κυβερνών κόμμα την εξουσία στις επικείμενες εκλογές;
Επιχειρώντας κανείς να εξηγήσει μια τέτοια ανατροπή θα πρέπει να σταθεί πρώτα και κύρια στον καταλυτικό ρόλο των ίδιων των εκλογών ως πυροκροτητή πολιτικών εξελίξεων. Και αυτό γιατί, αν και στην προσπάθειά του να αιτιολογήσει την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες ο πρωθυπουργός επικαλέστηκε την ανάγκη να δοθεί ευρύτερη εντολή στην κυβέρνησή του για την αντιμετώπιση της πανδημίας και για την ανάκαμψη από τις οικονομικές επιπτώσεις της, όλα δείχνουν ότι η πλειοψηφία των εκλογέων αδυνατεί να κατανοήσει τη σκοπιμότητα της διενέργειας εκλογών εν μέσω ενός ακόμη επιδημικού κύματος. Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα έρευνας της γαλλικής εταιρείας Ipsos, στην οποία καταγράφεται ένα εντυπωσιακό 68% των ερωτώμενων να θεωρεί πως δεν υπήρχε ουσιαστικός λόγος καταφυγής στις κάλπες υπό τις παρούσες συνθήκες και ενόσω το κοινοβούλιο έμοιαζε να λειτουργεί δίχως ιδιαίτερα προβλήματα.
Εκτός όμως από τον οπορτουνισμό που καταλογίζεται στην κυβέρνηση οι πρόωρες εκλογές υπενθύμισαν σε τι βαθμό το κυβερνών LPC έχει ξεμείνει από νικηφόρο αφήγημα. Ενδεικτικό είναι ότι εκτός από την εμμονική αναπαραγωγή της λέξης “σταθερότητα”, η προεκλογική εκστρατεία των Φιλελεύθερων περιορίστηκε στην ανάγκη υλοποίησης του εξαγγελθέντος από την αρχή του 2021 πακέτου στήριξης της οικονομίας για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού, ύψους 100 δισ. καναδικών δολαρίων (78 δισ. δολαρίων ΗΠΑ), και την επέκταση της πληρωμένης άδειας ασθενείας κατά δέκα ημέρες για τους υπαλλήλους του ευρύτερου δημοσίου. Πρόκειται για ένα όχι και τόσο γενναιόδωρο “δόλωμα”, μιλώντας αυστηρά με όρους κάλπης, και καθώς το κόμμα του Τριντό βρίσκεται επί έξι συναπτά έτη στην εξουσία τόσο φειδωλές υποσχέσεις τείνουν να δημιουργούν περισσότερα ερωτήματα γιατί δεν υλοποιήθηκαν μέχρι σήμερα παρά στο γιατί εξαγγέλλονται.
Σε πλήρη αντίθεση πάλι με την πορεία της κυβέρνησης, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν κατορθώσει να παρουσιάσουν πειστικότερες προγραμματικές εναλλακτικές, εκπλήσσοντας δυσάρεστα το φιλελεύθερο στρατηγικό επιτελείο που απειλείται εκ δεξιών και εξ ευωνύμων.
Ειδικότερα, από τα δεξιά της κυβέρνησης, οι Συντηρητικοί έχουν καταφέρει υιοθετώντας μια κεντρώα ατζέντα, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την αύξηση των κονδυλίων για τη διατήρηση των φυσικών πόρων και την επένδυση 1% του ΑΕΠ για τη δημιουργία νέων δομών υγείας και νοσοκομειακών κλινών, να δημιουργήσουν σοβαρό ρήγμα στην εικόνα του κόμματος της δημοσιονομικής πειθαρχίας που τους αποδιδόταν ως τώρα. Ο ίδιος ο Ο’ Τουλ, αν και βάλλεται το τελευταίο διάστημα για την υπόσχεσή του να άρει την απαγόρευση των πωλήσεων τουφεκιών εφόδου (όπως για παράδειγμα το AR-15, που είχε χρησιμοποιηθεί μεταξύ άλλων στη σφαγή του 2012 στο Σάντι Χουκ των ΗΠΑ), θεωρείται στοιχειωδώς προοδευτικός στα κοινωνικά ζητήματα, όντας υπέρμαχος του δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση και του γάμου μεταξύ των ομόφυλων ζευγαριών, δυσκολεύοντας αφάνταστα την επίκληση από πλευράς Φιλελευθέρων του “μπαμπούλα” της συντηρητικής παλινόρθωσης.
Στα αριστερά δε, το σοσιαλδημοκρατικό Νέο Δημοκρατικό Κόμμα (NDP) φαίνεται να κερδίζει συνεχώς έδαφος, βασισμένο σε μια ελκυστική για το ευρύτερο αριστερό ακροατήριο εκλογική πλατφόρμα, που περιλαμβάνει προτάσεις ομοσπονδιακού χαρακτήρα και απεύθυνσης, όπως η επέκταση της παιδικής φροντίδας σε εθνικό επίπεδο και η ένταξη των παροχών ψυχικής και οδοντικής φροντίδας στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της χώρας.
Πόσο αντίθετη αλήθεια είναι η τωρινή κατάσταση με το όχι τόσο μακρινό 2015, όταν ως νεοεκλεγείς τότε πρωθυπουργός ο Τριντό απολάμβανε τα διθυραμβικά σχόλια του φιλελεύθερου Τύπου παγκοσμίως, κλέβοντας λίγη από τη λάμψη του πατέρα του, ενώ πολλοί έσπευδαν να κάνουν λόγο για μακρόχρονη παραμονή του υιού στην εξουσία, περιγράφοντας τον λαμπερό πολιτικό ως πρότυπο μετασχηματιστικής ηγεσίας.
Έκτοτε όμως έχουν μεσολαβήσει μόνο απογοητεύσεις για όσους πίστεψαν στο παιδί-θαύμα της καναδικής πολιτικής. Η εγκατάλειψη της υπόσχεσης για μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος, η παντελώς ανακόλουθη με το φιλοπεριβαλλοντικό του προφίλ επιθετική επέκταση των αγωγών πετρελαίου, οι υποσχέσεις για φορολόγηση των πλουσίων που προσέκρουσαν στις ευνοϊκές για τον επιχειρηματικό κόσμο περικοπές ύψους 10,5 δισ., ο σε πλήρη αντίθεση με την φεμινιστική ρητορική διπλασιασμός των πωλήσεων οπλικών συστημάτων στο μισογυνικό καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας και η προσωπική του εμπλοκή σε σκάνδαλα διαφθοράς που αναδεικνύουν την προνομιακή μεταχείριση φίλων και γνωστών έχουν κάνει πολλούς από τους πολίτες που τον στήριξαν στο παρελθόν προσδοκώντας την πολυπόθητη αλλαγή να αισθάνονται προδομένοι, θρυμματίζοντας το γυαλιστερό πρωθυπουργικό είδωλο.
Αποτελεί έτσι μια θαυμάσια ειρωνεία από αυτές που μόνον η πολιτική δύναται να σκαρώσει, το ότι οι εκλογές που υποτίθεται θα έδιναν στον Τζαστίν Τριντό την αυτοδυναμία που θα του “έλυνε τα χέρια” για μια άνετη τετραετία έχουν εξελιχθεί σε έναν πραγματικό εφιάλτη, θυμίζοντας την περίπτωση της πανωλεθρίας της (πολύ λιγότερο χαρισματικής επικοινωνιακά) Τερέζα Μέι στις βρετανικές εκλογές του 2017. Ασφαλώς τίποτα δεν έχει κριθεί ακόμη και η πιθανότητα ο Τζαστίν Τριντό να επανακάμψει έστω στο “παρά ένα” δεν πρέπει να αποκλειστεί, ιδίως σε μια τόσο “σφιχτή” κούρσα. Αυτό που δεν δείχνει να επανακάμπτει ωστόσο σε περίπτωση ακόμη και της επανεκλογής του ανδρός είναι η δυνατότητά του να πλασάρει τον εαυτό του ως την προσωποποίηση της αλλαγής. Η περίοδος της “Τριντομανίας” μοιάζει να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.