Οι Γερμανοί πολίτες προσέρχονται σήμερα 26 Σεπτεμβρίου του 2021 στις κάλπες για τις ιστορικής σημασίας βουλευτικές εκλογές, οι οποίες σηματοδοτούν το τέλος της ηγεμονίας της Άνγκελα Μέρκελ μετά από 16 χρόνια στην Καγκελαρία.
Οι δημοσκοπήσεις μέχρι και την τελευταία στιγμή έδιναν ένα μικρό προβάδισμα στην κεντροαριστερά έναντι της συντηρητικής παράταξης της απερχόμενης Καγκελαρίου. Η εκλογική μάχη απεδείχθη τελικά αμφίρροπη, η ταυτότητα του επόμενου Καγκελάριου θα είναι άγνωστη για αρκετό καιρό, και ο “μεγάλος συνασπισμός” είναι η μόνη βεβαιότητα για την επόμενη ημέρα στη Γερμανία.
Πολιτικά κόμματα και διεκδικητές
Τρία κόμματα φαίνεται να διεκδικούν τις απαραίτητες έδρες, για να ηγηθούν μιας κυβέρνησης συνασπισμού, η οποία θα επιλέξει τον επόμενο ή την επόμενη Καγκελάριο.
Χριστιανοδημοκρατική Ένωση
Το συντηρητικό κόμμα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) της κ. Μέρκελ κυριαρχεί στη γερμανική πολιτική για δεκαετίες μαζί με το αδελφό του κόμμα στη Βαυαρία, τη Χριστιανοκοινωνική Ένωση.
Ο επικεφαλής του CDU, Άρμιν Λάσετ, θα μπορούσε να ήταν ο φυσικός διάδοχος της Μέρκελ στην Καγκελαρία. Αλλά, μια φωτογραφία στην εποχή των social media, στάθηκε αρκετή για να τον φέρει σε μειονεκτική θέση παρόλο που είχε πάρει το “δακτυλίδι” από την “πετυχημένη” κυρία Μέρκελ. Ο Άρμιν Λάσετ καταγράφηκε να γελάει, ενώ ο πρόεδρος της χώρας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ έκανε δηλώσεις για τους πληγέντες από τις φονικές πλημμύρες που σάρωσαν τη δυτική Γερμανία τον περασμένο Ιούλιο. “Ήμουν στον δρόμο όλη μέρα, έκανα συναντήσεις που αληθινά με συγκλόνισαν. Και γι’ αυτό με ενοχλούν ακόμα περισσότερο αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα γέλιου”, απολογήθηκε το καλοκαίρι ο κ. Λάσετ στο τηλεοπτικό δίκτυο WDR. “Ήταν ανάρμοστο, δεν είναι εντάξει το να γελάς μια τέτοια στιγμή”, έγραψε στο Twitter, αλλά αυτή η εικόνα τον στιγμάτισε.
Ο Μάρκους Σέντερ, πρωθυπουργός της Βαυαρίας και αρχηγός της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU), του αδελφού κόμματος του CDU, είναι πιο δημοφιλής από τον Λάσετ. Ο Σέντερ διεκδικεί τη θέση της Καγκελαρίας, αλλά ο Λάσετ είναι απίθανο να του δώσει την υποψηφιότητα.
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα
Το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) έχει υπάρξει κυβερνητικός εταίρος των Συντηρητικών και, μέχρι και τις παραμονές της ψηφοφορίας, ήταν λίγο μπροστά τους στις δημοσκοπήσεις.
Ο Όλαφ Σολτς, υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, είναι ο υποψήφιος του κόμματος για Καγκελάριος και έχει πραγματικές πιθανότητες νίκης.
Πράσινοι
Ένα ακόμα κόμμα στη Γερμανία που στο παρελθόν έχει υπάρξει κόμμα εξουσίας με τον Γιόσκα Φίσερ στη θέση του υπουργού Εξωτερικών. Και ακόμα “πληρώνει” αυτή τη συμμετοχή που συνδέθηκε με τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς στην τότε Γιουγκοσλαβία. Με “προεκλογικό όχημα” την κλιματική αλλαγή και την κοινωνική δικαιοσύνη, οι Πράσινοι ηγήθηκαν αρχικά των δημοσκοπήσεων. Η ηγέτης των Πρασίνων, Αναλένα Μπέρμποκ, δεν έχει κυβερνητική εμπειρία, αλλά θα μπορούσε να οδηγήσει το κόμμα της σε έναν συνασπισμό.
Προεκλογικά η Αναλένα Μπέρμποκ ήταν ο κύριος στόχος ψευδών ειδήσεων της τηλεόρασης, των εντύπων, του διαδικτύου και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σύμφωνα με έρευνα. Η Αναλένα Μπέρμποκ βρέθηκε στην πρώτη θέση μεταξύ των δέκα πολιτικών που πλήττονται συχνότερα από ψευδείς ειδήσεις. Το 25% της παραπληροφόρησης αφορά στην Πράσινη πολιτικό. Στη δεύτερη και τρίτη θέση βρίσκονται η καγκελάριος Μέρκελ και ο υποψήφιος καγκελάριος Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) Άρμιν Λάσετ με 13% και 10 % αντίστοιχα. Το 56%, δηλαδή κάθε δεύτερος περίπου ενήλικος στην Γερμανία, έχει ακούσει ή διαβάσει ψευδείς ειδήσεις για την Μπέρμποκ, σύμφωνα με έκθεση της μη κυβερνητικής οργάνωσης Avaaz, η οποία βασίζεται σε δεδομένα τα οποία συλλέχθηκαν μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της 31ης Αυγούστου του τρέχοντος έτους από τους συντάκτες ελέγχου των γεγονότων του Γερμανικού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Συνασπισμοί Τζαμάικα ή Κένυα
Οι κυβερνητικοί συνασπισμοί στη Γερμανία καθορίζονται από τα χρώματα των κομμάτων με ονομασίες από σημαίες κρατών όπως η Τζαμάικα, η Κένυα ή τον συνδυασμό χρωμάτων σε σηματοδότες. Εδώ και ημέρες λέγονται πολλά για συνασπισμούς κόκκινου-κόκκινου-πράσινου εάν κερδίσει η κεντροαριστερά, ή συνασπισμοί Κένυας και Τζαμάικα εάν νικήσει το CDU.
Μεγάλος Συνασπισμός ή “Μαύρο – Κόκκινο”
Πρόκειται για τον κυβερνητικό συνασπισμό ανάμεσα στην Χριστιανοδημοκρατική Ένωση και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Ο μεγάλος συνασπισμός συνήθως σημαίνει την τυπική συμμαχία των δύο μεγαλύτερων, κεντρώων κομμάτων της Γερμανίας – τα δύο κόμματα που οι περισσότεροι Γερμανοί θεωρούν ως τις πλέον ασφαλείς επιλογές για μια ισχυρή ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Σε αυτήν ακριβώς τη συμμαχία, κεντροδεξιών και κεντροαριστερών, οφείλει τρεις από τις τέσσερις θητείες της στην Καγκελαρία η Άνγκελα Μέρκελ. Σχεδόν όλα τα γερμανικά κρατίδια έχουν “βιώσει” σε τοπικό επίπεδο έναν τέτοιον συνασπισμό. Ωστόσο, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις φαίνεται ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια ο μεγάλος συνασπισμός σε ομοσπονδιακό επίπεδο είναι μάλλον αδύνατος, καθώς τα δύο μεγαλύτερα κόμματα δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν το 50%.
Μαύρος – Κίτρινος συνασπισμός
Η Χριστιανική Ένωση και το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP): ο σχεδόν “φυσικός” δεξιός και κεντροδεξιός συνασπισμός της Γερμανίας, ο οποίος κυβέρνησε στο μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής γερμανικής πολιτικής ιστορίας. Η τελευταία φορά που βρέθηκε στη κυβέρνηση το CDU/CSU και το FDP ήταν από το 2009 έως το 2013 με Καγκελάριο την Άνγκελα Μέρκελ. Ωστόσο, πριν από την απερχόμενη “Σιδηρά Κυρία” της ΕΕ, ο πολιτικός της πατέρας, ο Χέλμουτ Κολ ηγήθηκε πέντε συνασπισμών με το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) από το 1982 έως το 1998. Ο υποψήφιος της Χριστιανικής Ένωσης, ο Άρμιν Λάσετ, ο πολιτικός που ουσιαστικά επέβαλε η Άνγκελα Μέρκελ στη βάση του κόμματος, ηγείται μιας κυβέρνησης συνασπισμού με το FDP στο πολυπληθέστερο κρατίδιο της Γερμανίας, στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, από το 2017. Ωστόσο, σε ομοσπονδιακό επίπεδο τα δύο αυτά κόμματα δεν καταφέρνουν να συγκεντρώσουν ούτε στο ελάχιστο τις ψήφους για να λάβουν το πράσινο φως από την Μπούντεσταγκ.
Κόκκινος-Πράσινος Συνασπισμός
Δηλαδή: Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι. Η κεντροαριστερά της Γερμανίας είδε τα καλύτερά της χρόνια με τον καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ από το 1998 έως το 2005 και τον υπουργό Εξωτερικών των Πρασίνων Γιόσκα Φίσερ. Ωστόσο, οι μετέπειτα αποφάσεις και των δύο, είτε πρόκειται για μια θέση διευθύνοντος συμβούλου σε ρωσικές ενεργειακές εταιρείες είτε για την απόφαση των Πρασίνων να υιοθετήσουν την μεταρρυθμιστική “Ατζέντα 2010”, οδήγησαν και τα δύο κόμματα στο παρασκήνιο.
Τζαμάικα: Μαύρο-Κίτρινο-Πράσινο
Χριστιανοδημοκράτες (CDU), Φιλελεύθεροι (FDP) και Πράσινοι. Τα χρώματα της σημαίας της Τζαμάικα. Ο συγκεκριμένος συνασπισμός δεν έχει κυβερνήσει ποτέ σε ομοσπονδιακό επίπεδο παρά μόνο σε κρατίδια της Γερμανίας, όπως στο Ζάαρλαντ.
Μαύρο, κόκκινο, κίτρινο : Σημαία της Γερμανίας
Τα χρώματα της γερμανικής σημαίας. Όπου μαύρο, οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU και CSU), κόκκινο οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) και τέλος κίτρινο οι Φιλελεύθεροι του FDP. Τα τρία αυτά κόμματα συγκεντρώνουν άνετα την απαραίτητη πλειοψηφία, για να λάβουν ψήφο εμπιστοσύνης από τη γερμανική κάτω Βουλή. Ωστόσο ο “συνασπισμός της Γερμανίας” ονομάζεται έτσι, διότι έχει τα χρώματα της γερμανικής σημαίας σε αυτήν ακριβώς τη σειρά. Σε περίπτωση που το SPD ξεπεράσει τους Χριστιανοδημοκράτες στις εκλογές, τότε ναι μεν εξακολουθούν να υφίστανται τα τρία χρώματα της γερμανικής σημαίας, αλλά το κόκκινο θα προηγείται.
Συνασπισμός Κόκκινο – κόκκινο – Πράσινο
Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Αριστερά. Ο εφιάλτης που προωθούν οι Χριστιανοδημοκράτες όταν οι δημοσκοπήσεις δεν τους ευνοούν. Αυτός ο συνδυασμός θα μπορούσε μόνο υποθετικά να κυβερνήσει στη Γερμανία, καθώς η Αριστερά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα καταφέρει να συγκεντρώσει το 5% των ψήφων που απαιτείται για να μπει στη γερμανική κάτω βουλή.
Ο φωτεινός σηματοδότης
Σοσιαλδημοκράτες. Πράσινοι και Φιλελεύθεροι. Δηλαδή: κόκκινο, πράσινο, πορτοκαλί. Ένας φωτεινός σηματοδότης που μπορεί να διαχειρίζεται την κυκλοφορία πεζών, και οχημάτων αλλά σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι θα κάνει το ίδιο και στη γερμανική πολιτική σκηνή. Ωστόσο το 2021 είναι διαφορετικό. Οι Φιλελεύθεροι του FDP έχουν δηλώσει ότι είναι διατεθειμένοι να συμμαχήσουν ακόμα και με τον “διάβολο” αρκεί να επιστρέψουν στην εξουσία.
Η über-Μπούντεσταγκ έρχεται
Περίπου 60,4 εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες άνω των 18 ετών προσέρχονται στις κάλπες, για να αναδείξουν τη νέα ομοσπονδιακή κάτω Βουλή – την Μπούντεσταγκ. Η ψηφοφορία μέσω των επιστολικών ψήφων ξεκίνησε πριν από την 26η του Σεπτέμβρη και φέτος ελέω πανδημίας αναμένεται να έχει την τιμητική της. Οι ειδικοί είχαν προειδοποιήσει εδώ και μήνες για την αύξηση της επιστολικής ψήφου στις επικείμενες ομοσπονδιακές εκλογές.
Η επιστολική ψήφος καθιερώθηκε στη Γερμανία το 1957, ώστε να διευκολύνονται όλοι οι ψηφοφόροι στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Ο φόβος του νέου κορονοϊού, οι ακόμα μεγαλύτερες ουρές με αποστάσεις, μάσκες και αντισηπτικά απομάκρυναν τους Γερμανούς από τα εκλογικά τμήματα, όπως συνέβη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου καταγράφηκε αύξηση των επιστολικών ψήφων στις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 2020. Ακόμα και η απερχόμενη καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, επέλεξε την επιστολική ψήφο. “Ψηφίστε όπου θέλετε” ήταν το μότο του κόμματος των Πρασίνων στη Γερμανία και μόνο το εθνολαϊκιστικό κόμμα “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD) ήταν αντίθετο.
Ωστόσο, η ανακοίνωση των πρώτων exit poll που αναμένεται στις 19:00 (ώρα Ελλάδας) δεν θα έχει υπολογίσει τις επιστολικές ψήφους και αυτό μπορεί να περιπλέξει την κατάσταση και τα πρόωρα επινίκια.
Πόσες είναι οι έδρες προς διεκδίκηση στην Μπούντεσταγκ; Τουλάχιστον 598 αλλά μπορεί και περισσότερες. Όπως σημειώνει το Politico: “Μπορεί να μην γνωρίζουμε ακόμη την ταυτότητα του επόμενου Καγκελάριου της Γερμανίας, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εκλεγεί από ένα κοινοβούλιο πολύ μεγαλύτερο από το σημερινό. Όχι η Γερμανία δεν μεγάλωσε ως χώρα, αλλά το εκλογικό της σύστημα έχει τέτοιες ιδιαιτερότητες, ώστε ο αριθμός των μελών της Μπούντεσταγκ να μην είναι σταθερός. Οι Γερμανοί ψηφοφόροι σήμερα ρίχνουν δύο ψήφους, μία για τον υποψήφιο στην τοπική εκλογική περιφέρειά τους και μια δεύτερη για το κόμμα. Εάν ένα κόμμα κερδίσει περισσότερες έδρες μέσω της πρώτης ψήφου έναντι της δεύτερης, ενεργοποιείται μια διαδικασία με την οποία το κόμμα διατηρεί αυτές τις έδρες και τα άλλα κόμματα αποζημιώνονται για την ανισορροπία που δημιουργεί”.
“Με βάση τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, η πρόβλεψή μου είναι ότι η επόμενη Μπούντεσταγκ θα έχει 860 έδρες”, εκτιμά ο Κρίστιαν Έσε, καθηγητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Στουτγκάρδης, ο οποίος έχει εμπλακεί στη διαμάχη για έναν μεταρρυθμισμένο εκλογικό νόμο εδώ και χρόνια. Η εκτίμηση του Έσε δεν είναι το πιο ακραίο σενάριο μεταξύ αυτών που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή στα γερμανικά μέσα ενημέρωσης, αλλά θα σήμαινε ακόμα 151 έδρες περισσότερες από το τρέχον σύνολο.
“Το προβλεπόμενο μέγεθος του κοινοβουλίου είναι στην πραγματικότητα μόνο 598, δηλαδή ο αριθμός των εκλογικών περιφερειών – 299 – πολλαπλασιασμένος με δύο”, συνέχισε ο καθηγητής Κρίστιαν Έσε. “Αλλά εάν ένα κόμμα κερδίσει περισσότερους άμεσους υποψηφίους μέσω της πρώτης ψηφοφορίας από ό, τι θα ήταν επιλέξιμο να έχει μέσω της δεύτερης ψηφοφορίας, έχει το δικαίωμα στις λεγόμενες ‘προεξοχές’, οι οποίες στη συνέχεια πρέπει να αποζημιωθούν μέσω της λεγόμενης ‘ισοπέδωσης των εδρών’ και ‘Έτσι, τα άλλα κόμματα δεν τίθενται σε μειονεκτική θέση”.
Ένα υποθετικό σενάριο: Ας υποθέσουμε ότι το συντηρητικό Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) κερδίζει 110 έδρες στην ψηφοφορία των εκλογικών περιφερειών και 100 στην ψήφο για το κόμμα. Σε αυτό το σενάριο το CDU αποσπά δέκα περισσότερες έδρες από ό,τι του αναλογούν βάσει της δεύτερης κάλπης. Μερικές φορές οι ψηφοφόροι στηρίζουν έναν άλλο υποψήφιο στην περιφέρεια τους και άλλο κόμμα. Ωστόσο, το CDU έχει τώρα 10 περισσότερες θέσεις από ό, τι θα έπρεπε, ένα άδικο πλεονέκτημα. Για να ισοπεδωθούν οι όροι ανταγωνισμού, σε όλα τα άλλα κόμματα εκχωρούνται οι λεγόμενες θέσεις ισορροπίας. Αυτό αυξάνει τον αριθμό των αντιπροσώπων για όλα τα άλλα κόμματα σε ποσοστό. Σε αυτό το παράδειγμα, οι έδρες τους θα αυξάνονταν κατά 10% των εκλογικών τους αποτελεσμάτων για να διορθωθεί η ανισορροπία.
Οι αναποφάσιστοι
Στην προεκλογική περίοδο, περισσότερο από το ένα τρίτο των ψηφοφόρων δεν ήταν σίγουρο ποιον θα ψηφίσουν. Καλώντας όλους τους Γερμανούς να ψηφίσουν, ο πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ είπε: “Όποιος συμμετέχει θα ακουστεί, όποιος δεν ψηφίσει αφήνει τους άλλους να αποφασίσουν για αυτόν”.
Όπως αναφέρει η DW, τις τελευταίες ημέρες τα γερμανικά κόμματα έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να κερδίσουν την ψήφο των αναποφάσιστων πολιτών. Έως και το Σάββατο, χθες, θα πραγματοποιούνταν μικρές και μεγάλες συγκεντρώσεις, θα λειτουργούσαν εκλογικά περίπτερα σε πεζόδρομους και πλατείες και οι υποψήφιοι βουλευτές θα επισκέπτονταν σπίτια.
Σε δημοσκόπηση του Δεύτερου Γερμανικού Προγράμματος (ZDF) το 35% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν σίγουρο αν θα συμμετάσχει στις εκλογές και σε περίπτωση που θα συμμετείχε δεν γνωρίζει ποιο κόμμα θα ψηφίσει. Αυτός ο υψηλός αριθμός αναποφάσιστων καθιστά αδύνατο για τα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων να προβλέψουν ποιο κόμμα θα αναδειχθεί την Κυριακή τελικά πρώτο. Πάντως, και η έρευνα του ZDF αναδεικνύει πρώτο κόμμα τους Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι συγκεντρώνουν ένα 25%. Στη δεύτερη θέση παραμένουν τα χριστιανικά κόμματα CDU και CSU, τα οποία αυξάνουν το ποσοστό τους κατά μια μονάδα στο 23%.
Οι Πράσινοι κυμαίνονται στο 16,5% (+0,5%), το ακροδεξιό AfD στο 10% (-1%), οι Φιλελεύθεροι στο 11% και το κόμμα της αριστεράς Die Linke στο 6%. Επικρατέστερος υποψήφιος για το αξίωμα του Καγκελαρίου είναι και σε αυτή τη δημοσκόπηση ο Σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς. Το 47% των ερωτηθέντων θα τον προτιμούσαν για Καγκελάριο, ένα 20% τον υποψήφιο των χριστιανικών κομμάτων, Άρμιν Λάσετ, και το 16% την πολιτικό των Πρασίνων, Αναλένα Μπέρμποκ.
Πώς γίνεται η επιλογή του Καγκελάριου
Συνήθως το κόμμα συνασπισμού με τις περισσότερες έδρες επιλέγει Καγκελάριο. Αλλά η δημιουργία συνασπισμού απαιτεί χρόνο καθώς τα κόμματα πρέπει να συμφωνήσουν σε κοινή βάση και να παζαρέψουν τους υπουργικούς διορισμούς. Όταν επιτευχθεί συμφωνία, τα μέλη του νεοεκλεγμένου κοινοβουλίου ψηφίζουν για την έγκριση της νέας Καγκελαρίας.
Πότε θα ξέρουμε το αποτέλεσμα
Οι νικητές και οι ηττημένοι θα πρέπει να είναι ξεκάθαροι μέσα σε λίγες ώρες από το κλείσιμο της ψηφοφορίας. Αυτό συνέβη το 2017, όταν η Άνγκελα Μέρκελ εκφώνησε μια επινίκια αλλά μαζεμένη ομιλία, για να σηματοδοτήσει τα συντριπτικά αποτελέσματα του κόμματός της. Αλλά οι συνομιλίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης μπορεί να διαρκέσουν εβδομάδες, όπως το 2017, όταν υπήρξε μια αποτυχημένη προσπάθεια σχηματισμού συνασπισμού της Τζαμάικα με το CDU (μαύρο), τους Πράσινους και το FDP (κίτρινο).