“Απλώς γυρνούσε σπίτι της” έγραφε το πλακάτ σε μια φωτογραφία από τις πολλές αγρυπνίες στην μνήμη της Σάρα Έβεραρντ. Τέτοιες εικόνες από τις μαζικές αντιδράσεις στη Βρετανία αναπαράχθηκαν και στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, όπως επίσης και οι λεπτομέρειες του φρικτού εγκλήματος. Η Έβεραντ απήχθη, βιάστηκε, στραγγαλίστηκε, αποτεφρώθηκε και ό,τι έμεινε από το σώμα της μέσα ένα σάκο πετάχτηκε μέσα σε μια λίμνη την ίδια νύχτα του περασμένου Μαρτίου.
Ο απαγωγέας, βιαστής και φονιάς της, εν ενεργεία αστυνομικός της υπηρεσίας προστασίας υψηλών προσώπων της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου, προετοίμασε διεξοδικά το έγκλημα (όχι όμως σε σχέση με το συγκεκριμένο θύμα – στη θέση της Σάρα θα μπορούσε να ήταν μια οποιαδήποτε άλλη γυναίκα), έκανε χρήση της υπηρεσιακής του ταυτότητας και των αρμοδιοτήτων που έχουν δοθεί στην αστυνομία για την επιβολή των μέτρων για την πανδημία του Covid-19 για να τη συλλάβει προσχηματικά και στη συνέχεια να την απαγάγει. Στην ελληνική ειδησεογραφία πέρασαν κάπως και οι άμεσες αντιδράσεις που προκάλεσε η είδηση του τριπλού εγκλήματος στη Βρετανία, και, στις καλύτερες περιπτώσεις, κάποια νέα για τον τρόπο που η αστυνομία του Λονδίνου αντιμετώπισε και διέλυσε τις μαζικές αγρυπνίες στη μνήμη της Σάρα.
Δυο περίπου εβδομάδες μετά την καταδίκη του απαγωγέα, βιαστή και φονιά της τριαντατριάχρονης, είναι μάλλον ασφαλές να πούμε πως η ιστορία αυτού του εγκλήματος έκλεισε τον κύκλο της στην ελληνική ειδησεογραφία με τον πιο ανώδυνο για τα καθ’ημάς (στην Ελλάδα) τρόπο. Και αυτό γιατί, ενώ η είδηση του εγκλήματος προσφέρθηκε απλόχερα στο κοινό, αποσιωπάται εν πολλοίς η κλιμακούμενη αντίδραση για το ρόλο της αστυνομίας σε σχέση τόσο με την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, όσο και με την επιμονή των έμφυλων διακρίσεων και του σεξισμού στο εσωτερικό της αστυνομίας.
Στη Βρετανία είναι τέτοια η αντίδραση απέναντι στην αστυνομία, ώστε ήδη η σημασία της διερεύνησης της υπόθεσης Έβεραντ να παραλληλίζεται με εκείνες της δολοφονίας του Στήβεν Λώρενς και της τραγωδίας του γηπέδου Χίλσμπορο. Στην τελευταία αποκαλύφθηκε η έκταση της συστημικής συγκάλυψης των ευθυνών της αστυνομίας για τον άδικο χαμό 96 ανθρώπων που ποδοπατήθηκαν στο γήπεδο, ενώ στην πρώτη περίπτωση αποκαλύφθηκε η έκταση των ρατσιστικών αντιλήψεων που εμποτίζουν την πρακτική της αστυνομίας, με τρόπο τόσο καταλυτικό ώστε καθιερώθηκε στο λεξιλόγιο της βρετανικής δημόσιας ζωής η έννοια του “θεσμοποιημένου ρατσισμού”. Θα είναι άραγε αφορμή η περίπτωση της Έβεραρντ να αρχίσουμε να μιλάμε επιτέλους για τον “θεσμοποιημένο σεξισμό” στην αστυνομία;
Η υπουργός Εσωτερικών της Βρετανίας υποχρεώθηκε ήδη να συστήσει μια (κουτσουρεμένη) εξεταστική επιτροπή, η οποία θα διερευνήσει εάν η αστυνομία θα μπορούσε (και συνεπώς θα όφειλε) να είχε εξασφαλίσει, πρώτον, την πρόληψη της βλάβης σε βάρος της Έβεραρντ και, δεύτερον, το να μην υπηρετεί ο δολοφόνος ως αστυνομικός πριν την απαγωγή της. Ο δράστης ήταν γνωστός για τη συμπεριφορά του, αφού είχε εμπλακεί σε καταγγελίες για άσεμνη συμπεριφορά ήδη από τη θητεία του στην αστυνομία του Κεντ. Αυτές δεν διερευνήθηκαν, ενώ ένα ακόμη περιστατικό είχε διαφύγει από τον έλεγχο κατά τη διαδικασία της επιλογής, όταν προσλήφθηκε στην αστυνομία. Στο πέρασμά του από μια άλλη αστυνομική δύναμη είχε γίνει γνωστός με το παρατσούκλι “ο βιαστής”. Τώρα αποκαλύφθηκε ότι τον περασμένο Φεβρουάριο είχε πάλι εμπλακεί σε καταγγελία για άσεμνη συμπεριφορά, είχε ανταλλάξει με άλλους συναδέλφους του εξαιρετικά σεξιστικό υλικό πριν από τον φόνο, ενώ και μετά από τον τελευταίο, συνάδελφοί του κατέθεσαν θετικά σε σχέση με το χαρακτήρα του. Αυτό που αναδεικνύει η υπόθεση είναι μια κουλτούρα σεξισμού και συγκάλυψης στην αστυνομία τέτοια που ο δικαστής που επέβαλε την ποινή αισθάνθηκε την ανάγκη να παρατηρήσει πως “δεν μπορεί κανείς να υπαινιχθεί πως η Μητροπολιτική Αστυνομία επιχείρησε έστω και για μια στιγμή να συσπειρωθεί για να προστατεύσει έναν δικό της άνθρωπο”.
Είναι άραγε η τραγική απώλεια της Σάρα Έβεραρντ η ιδιαίτερη εκείνη στιγμή στην οποία διάφορα ιστορικά ρεύματα συναντιούνται για να ενεργοποιήσουν μια δυναμική αλλαγής; Στη Βρετανία όλοι πλέον μιλάνε ανοιχτά για πράγματα που, αν και γνωστά και τεκμηριωμένα από καιρό, δεν άλλαζαν. Η αστυνομία υπολείπεται κραυγαλέα στη δίωξη των εγκλημάτων βίας κατά των γυναικών, όπως η σεξουαλική παρενόχληση, η ενδοοικογενειακή βία και ο βιασμός: για παράδειγμα, λιγότερο από 2% των υποθέσεων βιασμού καταλήγουν σε δίωξη του δράστη. Ανάμεσα στα θύματα υπάρχει διάχυτη δυσπιστία για την προθυμία της αστυνομίας να διερευνήσει τις υποθέσεις και να συλλέξει το αποδεικτικό υλικό, ενώ συχνή είναι και η αίσθηση πως η μεταχείρισή τους είναι άδικη και δυσμενής κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας.
Αυτά, τη στιγμή που μια πρόσφατη επίσημη έκθεση έκανε ρητά λόγο για “επιδημία βίαιων και κακοποιητικών (εγκληματικών) πράξεων εναντίων γυναικών και κοριτσιών στην Αγγλία και Ουαλία”. Εξίσου τεκμηριωμένη είναι και η άνιση ως και δυσμενής μεταχείριση των γυναικών εργαζομένων στην αστυνομία σύμφωνα το στρατηγικό κείμενο της Βρετανικής Ένωσης Γυναικών στην Αστυνομία, ενώ με αφορμή την υπόθεση της Έβεραρντ μίλησαν ανοιχτά για την εμπειρία τους γυναίκες αστυνομικοί, όπως η πρώην αρχηγός της αστυνομίας του Νότινγχαμ, η οποία, έχοντας κακοποιηθεί σεξουαλικά από ανωτέρους της την εποχή που ήταν χαμηλόβαθμη, έκανε λόγο για “τοξική κουλτούρα σεξισμού” στην αστυνομία.
Ίσως είναι όλα αυτά που έχουν προκαλέσει και την άμεση αντίδραση του “κόμματος της αστυνομίας”, το οποίο μέσω κυβερνητικών και μιντιακών στομάτων έσπευσε να παράσχει τις κατάλληλες διαβεβαιώσεις προς τους πολίτες πως θα πρέπει να συνεχίσουν να εμπιστεύονται την αστυνομία. Ακόμη και η Επίτροπος (αρχηγός) της Μητροπολιτικής Αστυνομίας έκανε λόγο για μεμονωμένο περιστατικό, προσχωρώντας στη θεωρία-δικαιολογία του “σάπιου μήλου”. Τον χαρακτήρα της αστυνομίας όμως δεν τον δίνουν οι ευσυνείδητες μονάδες, αλλά τα συστήματα οργάνωσης και εργασίας, δηλαδή τα δομικά χαρακτηριστικά της αστυνομίας. Η κριτική εγκληματολογική έρευνα στην αστυνομία δείχνει πως ο σεξισμός είναι διακριτικό χαρακτηριστικό της περιβόητης αστυνομικής “επαγγελματικής κουλτούρας”, εξίσου με την επιθετική αρρενωπότητα, το συντηρητισμό, το ρατσισμό, την ψυχολογία της πολιορκούμενης ομάδας, η οποία πάει χέρι-χέρι με μια ιδιότυπη και αμείλικτη επαγγελματική ομερτά.
Η κριτική εγκληματολογική έρευνα για την αστυνομική “επαγγελματική κουλτούρα” αποδίδει σε τελική ανάλυση τις ρίζες της τελευταίας στα στρατοκρατικά και γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά του κυρίαρχου μοντέλου της επαγγελματικής αστυνομίας. Το μοντέλο αυτό είναι η πηγή της βλάβης, βίας, κακοποίησης και αυθαιρεσίας, που προκαλεί η σημερινή αστυνομία στους πολίτες αλλά και στους εργαζόμενους σε αυτή. Η αυταρχική αναδιάρθρωση του σημερινού καπιταλισμού και η σχετική με αυτή πολιτική αντεπίθεση του ιδεολογήματος “νόμος και τάξη” ενισχύουν τα χαρακτηριστικά αυτά και κρατάνε στη ζωή αυτό το μοντέλο επαγγελματικής αστυνομίας, το οποίο είναι πέρα για πέρα χρεωκοπημένο.
Δεν είναι λοιπόν αξιοπερίεργο το πως, σε ό,τι αφορά τα ελληνικά συστημικά μέσα ενημέρωσης και το συστημικό δημόσιο λόγο γενικότερα, αυτή η συζήτηση που εξελίσσεται στη Βρετανία αποσιωπάται. Η τελευταία προφανώς δεν είναι βέβαια ότι θα οδηγήσει κάπου, αλλά πάντως στην Ελλάδα μια τέτοια συζήτηση είτε δεν είναι εφικτό να γίνει, είτε σκοπίμως παρεμποδίζεται. Για τα επιμέρους φαινόμενα, τόσο αυτά που έχουν να κάνουν με τη σχέση αστυνομίας και πολιτών (γυναικών), όσο και τη θέση των γυναικών στην αστυνομία, τα διαθέσιμα στατιστικά μεγέθη είναι σχεδόν ανύπαρκτα, όπως σπανίζουν και οι σχετικές επίσημες ή μη εκθέσεις, αλλά και τα σχετικά εμπειρικά ερευνητικά δεδομένα.
Εν μέσω γενικής συσκότισης, η ηγεμονία του δόγματος “νόμος και τάξη” δημιουργεί και θεσμικά πλέον τον κίνδυνο να ενισχυθούν οι τιμωρητικές τάσεις του συστήματος, αν και είναι απίθανο έτσι να προστατεύονται περισσότερο τα θύματα, ενώ η ίδια κυβερνητική πολιτική πλειοδοτεί στην ενίσχυση των στρατοκρατικών, γνωστής τοξικότητας, τάσεων της αστυνομίας. Οι εγχώριοι εργολάβοι του κόμματος της αστυνομίας έχουν αναλάβει τη συκοφάντηση στο δημόσιο λόγο ακόμη και της έννοιας της γυναικοκτονίας, την ίδια στιγμή που συνεχίζουν να αιωρούνται αμφιβολίες για την προσέγγιση της αστυνομίας σε πρόσφατες υποθέσεις. Και μέσα σε όλα αυτά, η αναζωπύρωση της οργανωμένης ακροδεξιάς στο δημόσιο χώρο και λόγο αναμφίβολα δρομολογεί νέες ιδεολογικές οπισθοδρομήσεις για την ελληνική κοινωνία.
Η δυσμενέστατη αυτή συγκυρία δεν αποκλείει μόνο την οδό της προοδευτικής θεσμικής μεταρρύθμισης, της οποίας τα όρια είναι έτσι και αλλιώς δεδομένα, αλλά δοκιμάζει και τα όρια του καταγγελτικού λόγου, ο οποίος παραδοσιακά ευδοκιμεί στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων, δημιουργεί, νομίζω, την ανάγκη για τη γενίκευση και τη συστηματοποίηση, όσο γίνεται, της καταγραφής του σεξισμού και της σεξιστικής βίας και κακοποίησης εκεί όπου συμβαίνει και “από τα κάτω”, με πρωτοβουλίες πολιτών και εργαζομένων, και επιτροπές παρακολούθησης (monitoring groups), με τη στήριξη νομικών και κοινωνικών επιστημόνων, και τρόπο δουλειάς τέτοιο, ώστε να αναδεικνύεται και να τεκμηριώνεται η έκταση και η σοβαρότητα των φαινομένων αυτών. Στην πορεία αυτή θα φανούν και θα κριθούν επίσης η σοβαρότητα και η ειλικρίνεια των δυνάμεων της κεντρικής πολιτικής σκηνής που διατείνονται πως διεκδικούν την υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής και απελευθέρωσης. Τώρα όμως από κάπου αλλού και κάπως αλλιώς πρέπει να γίνει η αρχή.