Του Κώστα Ράπτη, αναδημοσίευση από το Capital.gr
Κατά τη θυελλώδη συνεδρίαση του Ευρωκοινοβουλίου χθες Τρίτη με αντικείμενο το “πολωνικό ζήτημα” που ταλανίζει την Ε.Ε., μετά και την απόφαση του (ελεγχόμενου από την εκτελεστική εξουσία) συνταγματικού δικαστηρίου της Πολωνίας να θεωρήσει ασύμβατες με τον ανώτατο νόμο της χώρας τέσσερις προβλέψεις των κοινοτικών συνθηκών, ο Γερμανός επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού κόμματος Μάνφρεντ Βέμπερ τόνισε χαρακτηριστικά, απευθυνόμενος προς τον Πολωνό πρωθυπουργό Ματέους Μοραβιέτσκι: “Προκαλείτε ρήγματα και διαμάχες στην Ε.Ε., αποδυναμώνετε την Ευρώπη και ο μόνος που ικανοποιείται είναι ο Βλαντιμίρ Πούτιν”.
Η αποστροφή αυτή έχει κάτι το παράδοξο, αν αναλογισθεί κανείς ότι η πολωνική συλλογική συνείδηση χρωματίζεται καθοριστικά από την ιστορική φοβία ακριβώς για τη χώρα του Βλαντίμιρ Πούτιν – και δευτερευόντως για τη χώρα του Μάνφρεντ Βέμπερ, που άλλωστε, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μεταξύ των “27” διατηρεί επωφελέστατες σχέσεις με τη Ρωσία, όπως κατέδειξε και η ολοκλήρωση της κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, παρά τις αντιδράσεις Ουάσιγκτον και Βρυξελλών.
Ο Μάνφρεντ Βέμπερ μιλά σαν να μην έχει η Πολωνία πρωταγωνιστικό ρόλο στον νέο ψυχρό πόλεμο που έχει ξεσπάσει με το βλέμμα στραμμένο προς Ανατολάς και σαν μην ήταν η Βαρσοβία διαχρονικά προσανατολισμένη προς τον αγγλοσαξωνικό παράγοντα για την αντιμετώπιση των ανησυχιών της. Aυτός ακριβώς που επέφερε το μέχρι πρότινος αδιανόητο πλήγμα στον “μη αντιστρεπτό” χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ένωσης με το Brexit.
Ο επικεφαλής του ΕΛΚ επικαλείται το δημοφιλές σχήμα συσχέτισης της εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την συσπείρωση έναντι εξωτερικών ανταγωνιστών. Όμως η συσπείρωση που ταυτίστηκε με τις παλαιοψυχροπολεμικές και νεοψυχροπολεμικές εντάσεις είναι αυτή του ατλαντικού χώρου υπό αμερικανική ηγεμονία και όχι μιας στρατηγικά αυτόνομης Ε.Ε.
Μάλιστα, σε μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση, οι κλυδωνισμοί που επιφέρει το “πολωνικό ζήτημα” στο εσωτερικό της Ε.Ε. συγχρονίζονται με την επισημοποίηση του ρήγματος σε ευρασιατικό επίπεδο, με την απόφαση της Μόσχας να διακόψει, ως στερούμενες αντικειμένου, τις διπλωματικές σχέσεις της με το ΝΑΤΟ, μετά την απέλαση άλλων οκτώ μελών της αντιπροσωπείας της στις Βρυξέλλες.
Πρόκειται για τα γεωπολιτικά συμφραζόμενα (και διλήμματα) της ευρωπολωνικής κρίσης, τα οποία η επικέντρωση της συζήτησης σε νομικό και “αξιακό” επίπεδο, δεν αφήνει να διαφανούν καθαρά.
Η απαρέσκεια της Βαρσοβίας στην “ολοένα και στενότερη ένωση” και οι κατηγορίες της ότι το Ευρωδικαστήριο διευρύνει με τη δύναμη της αδράνειας, ούτως ειπείν, τη δικαιοδοσία του πέρα από αυτήν που του εκχωρήθηκε με τις ιδρυτικές συνθήκες απηχούν επακριβώς τις βρετανικές αιτιάσεις προ του Brexit. Και δεν αποτελούν, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, παρά την επένδυση με εθνοκυριαρχική-δημοκρατική γλώσσα των αντιστάσεων στην ανάδυση μιας “γερμανικής Ευρώπης”.
Το να αντιτείνει κανείς ότι το πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο είναι μη νομίμως συγκροτημένο, όπως διαπίστωσε το Ευρωδικαστήριο, δεν συνιστά απλώς έναν ενδιαφέροντα φαύλο κύκλο, αλλά και συγκαλύπτει το κατά το Politico “βρόμικο κοινό μυστικό” των Βρυξελλών ότι στη σύγκρουση με την Πολωνία καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη νίκη, διότι τα μέσα πίεσης έχουν όρια αποτελεσματικότητας.
Άλλωστε τα “δύο μέτρα και σταθμά” που καταγγέλλει ο Μοραβιέτσκι αποτελούν πραγματικότητα. Όχι μόνο διότι το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο και το Conceil d’ Etat της Γαλλίας έχουν προ πολλού σχετικοποιήσει με τη νομολογία τους την προτεραιότητα του κοινοτικού δικαίου έναντι του εθνικού, αλλά και διότι στο επίπεδο των περιλάλητων “αξιών” (του σεβασμού των μειονοτήτων, του πλουραλισμού κ.ο.κ.) η κατάσταση πνευμάτων στη Δυτική Ευρώπη έχει αλλάξει.
Τι έχει λ.χ. να ζηλέψει πραγματικά η συντηρητική καθολική Πολωνία από την εκστρατεία που έχει εξαπολύσει, στο όνομα της γαλλικής ρεπουμπλικανικής παράδοσης, το υπουργείο Παιδείας του Εμανουέλ Μακρόν ενάντια στην woke culture, ήτοι την μαχητική εκδοχή της πολιτικής ορθότητας που έρχεται από την άλλη άκρη του Ατλαντικού;