(Αναδημοσίευση από το Ασσόδυο)
Τυχερή η πόλη που έχει ποτάμι.
Τυχερή η πόλη που έχει νερά που ρέουν, που δεν λιμνάζουν, τυχερή σαν έχει σπίτια στις όχθες του ποταμού να ακούνε την ιστορία που ταξιδεύει (…).
Όταν ψάχνεις την ιστορία ενός τόπου και των ανθρώπων που τον κατοικούν, πρέπει να μάθεις να ακούς τη σιωπή. Η πόλη δεν βρίσκεται εκεί για σένα, εσύ βρίσκεσαι τυχαία εκεί. Για να καταλάβεις την ιστορία της πόλης και των ανθρώπων της, πρέπει να ακούσεις τη σιωπή. Κατόπι, θ’ αρχίσεις να διακρίνεις. Γιατί η σιωπή εν τέλει δεν είναι άδεια: κατοικείται! Αλλά μπορεί να γίνει και ανυπόφορη: να περιμένεις, να αφουγκράζεσαι άδικα, να μη συμβεί τίποτα.
Αλλά όταν συμβεί κάτι, θα είναι πολύ κοντά στην αλήθεια που διψάς να δεις και ν’ ακούσεις. Η αλήθεια που αναβρύζει από τη σιωπή θ’ αρχίσει να κυλάει με το ρυθμό του νερού (…)
Ξέρω πως πρέπει να ξεπεράσω το θυμό που με πνίγει για την κοινωνική πραγματικότητα στον τόπο μας. Ήδη ο χρόνος έχει γυρίσει πολύ πίσω, και η χειρότερη φαντασία διστάζει να κάνει λόγια τα μελλούμενα.
Εμείς που ασχολούμαστε με την τέχνη μοιάζουμε γραφικοί και ξεπερασμένοι μπροστά στο «μεταμοντερνισμό» της πολιτικής που εφαρμόζεται ασύστολα, που εξαφανίζει λέξεις και έννοιες.
Πώς να μιλήσει κάποιος τώρα για ζητήματα πολιτισμού και τέχνης; Πώς να μιλήσει κανείς για σύγχρονη ελληνικότητα σε μια χώρα που Πωλείται;
Κατανόηση λοιπόν του τόπου όπου ζούμε. Κατανόηση του Άλλου. Και βεβαίως κατανόηση του εαυτού. Κι αυτό επείγει. Δύσκολα θέματα. Ο καλλιτέχνης αναγκάζεται να επιχειρεί επικίνδυνες διαδρομές σε γλιστερά εδάφη και πάντα όριζε τον εαυτό του σαν ποιητή και φιλόσοφο.
Αν είσαι καλά γυμνασμένος σε παρόμοιους κινδύνους στη βασική σου δουλειά, μπορεί να τα καταφέρεις να μην αδικήσεις κανέναν, να μη θελήσεις να επιβάλεις τις θεωρίες σου στους άλλους. Και το καταφέρνεις επειδή η κατάληξη της σκέψης σου έπεται του έργου. Είναι η φιλοσοφία του μάστορα, που γνωρίζει την πηγή απ’ όπου τρέχει ο οίνος της τέχνης.
Οι θεωρίες καμιά φορά γίνονται διαχωριστικές γραμμές ή λεπίδες που σκοτώνουν».