Εάν παρακολουθήσουμε τις σχετικές με την κλιματική αλλαγή δηλώσεις των ομιλουσών κεφαλών που μας κυβερνούν, τα πράγματα δείχνουν να βρίσκονται επιτέλους σε μια τροχιά μάλλον θετική. Υπάρχει βέβαια ένα φάσμα απόψεων, το οποίο όμως έχει σαφώς μετατοπιστεί τελευταία προς την αναγνώριση του προβλήματος ως πραγματικού. Από την αίσθηση του επείγοντος που εκπέμπουν πλέον κάποιοι δυτικοί ηγέτες μέχρι την κάπως πιο ψύχραιμη (ή μήπως χαλαρή;) στάση του Πούτιν (που όμως ορίζει ως στόχο για την πατρίδα του την “ουδετερότητα άνθρακα” μέχρι το 2060), δεν υπάρχει πια στη διεθνή σκηνή μια φωνή καθαρού αρνητή όπως αίφνης ήταν ο Τραμπ. Άρα, έστω και με καθυστέρηση, έστω και την τελευταία στιγμή, ο κόσμος αρχίζει να συνειδητοποιεί το επείγον του πράγματος, άρα υπάρχει ελπίδα. Σωστά;
Λάθος. Θα επιχειρηματολογήσουμε ότι εάν ικανοποιείστε με τις γενικώς μπαρουφολογικές και κενές περιεχομένου δηλώσεις των ομιλουσών κεφαλών σε Ανατολή και Δύση, τότε είστε (είμαστε) άξιοι της τύχης σας [κάτι που προφανώς δεν ισχύει αν ταυτοχρόνως ανήκετε στο πάντα δύσπιστο και πάντα φιλέρευνο αναγνωστικό κοινό του “Κοσμοδρομίου”] και ότι δυστυχώς, παρά τα διεθνώς λεγόμενα, οι ενδείξεις είναι ότι, για να το πούμε σε επιστημονική γλώσσα, πρέπει άμεσα να πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας, γιατί αν περιμένουμε από δαύτους, τη βάψαμε.
Το παρελθόν…
Η COP26 είναι η 26η από μια σειρά Διασκέψεων του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (United Nations Climate Change Conference: λέγεται COP από το Conference of the parties, ορολογία που έχει να κάνει με τις διεθνείς συνθήκες). Διεξάγεται στην Γλασκώβη, με την επίσημη συνεργασία της Ιταλίας και διαρκεί από τις 31 Οκτωβρίου ως τις 12 Νοεμβρίου. Περιλαμβάνει μια σειρά από συναρπαστικά δρώμενα, με πρώτο ανάμεσά τους την καταιγίδα από (κενούς περιεχομένου) λόγους διεθνών ηγετών. Βέβαια η COP26 δυστυχώς υπέστη ένα σοβαρό χτύπημα επειδή δεν συμμετέχει ο Βλαδίμηρος Πούτιν, που έστειλε μια κάπως σνομπ βιντεοσκοπημένη δήλωση (χωρίς περιεχόμενο ευτυχώς), αλλά τελικά την κατάσταση την έσωσε με την παρουσία της η διεθνούς φήμης Ελληνίδα υπουργός Παιδείας η οποία ενθουσίασε το διεθνές κοινό με τις καίριες και κενές περιεχομένου παρεμβάσεις της, στοιχείο που έσπευσαν να τονίσουν τα εγχώρια αντικειμενικά και έγκυρα μέσα.
Άλλες ατραξιόν περιλαμβάνουν τον πρόεδρο Μπάιντεν, τον Ερντογάν που δεν πήγε επειδή ήθελε (σε συνδιάσκεψη για το κλίμα) αυτοκινητοπομπή 80 λιμουζινών για την ασφάλειά του, και φυσικά τον Μπόρις “Μπόζο” Τζόνσον που παίζει -σχεδόν- εντός έδρας. Αλλά φυσικά το τσίρκο δεν σταματά εδώ. Η συνδιάσκεψη περιλαμβάνει απελπιστικά βαρετές συνεδριάσεις επιτροπών ειδικών, χρωματιστά χάπενινγκ από μη κυβερνητικές οργανώσεις και μαχητικές διαδηλώσεις από ακτιβιστές στο δρόμο, όπου συμμετέχει φυσικά και η Γκρέτα. Και εννοείται ότι με ευγενική χορηγία του σκωτσέζικου κράτους υπάρχει και η πάντα καλοδεχούμενη (και απαραίτητη για να έλκεται το ενδιαφέρον του κοινού) αστυνομική βία· η τελευταία, αν και όχι ιδιαίτερα αποτελεσματική (αφού κατέγραψε δυστυχώς ελάχιστες συλλήψεις), σε μια παγκόσμια πρώτη, κατάφερε εκτός από διαδηλωτές να συλλάβει και το τέρας του Λόχνες.
Μπορούμε παρ’ όλα αυτά να έχουμε κάποιες προσδοκίες από το ανακοινωθέν της λήξης του πανηγυριού αυτού; Ναι, το μάλλον αναμενόμενο αποτέλεσμα θα είναι μια ωραία μεγάλη διεθνής συμφωνία. Αυτό δεν συνέβηκε και στην τελευταία COP, στο Παρίσι το 2015; Σε αυτήν είχε διατρανωθεί με ατσάλινη αποφασιστικότητα η βούληση των κυβερνήσεων να περιοριστεί η αύξηση θερμοκρασίας στον 1,5 οC πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Δυστυχώς όμως, η πολύ επιτυχημένη αυτή άσκηση δημοσίων σχέσεων, μικρή σχέση είχε με την πραγματικότητα. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για το Κλίμα του ΟΗΕ, είναι αρκετά πιθανό τον περίφημο αυτό 1,5 βαθμό πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα να τον φτάσουμε ήδη ως το 2030 και εν πάση περιπτώσει θα τον φτάσουμε μέχρι το 2050, ανεξάρτητα πλέον από το τι μέτρα θα λάβουμε από δω και πέρα – τόσο προχωρημένη είναι η κατάσταση.
Πριν το Παρίσι, η προηγούμενη μεγάλη συμφωνία ήταν το Πρωτόκολλο του Κιότο (αιωνία του η μνήμη, αν το θυμάστε). Το πρωτόκολλο ήταν μια αμοιβαία δεσμευτική, πολυμερής συνθήκη που προέβλεπε συγκεκριμένους στόχους για τα κράτη μέλη: προφανώς, ουδέποτε εφαρμόστηκε. Η πλήρης και διαφανής αποτυχία του οδήγησε στο μοντέλο του Παρισιού, δηλαδή στο μοντέλο των εθελοντικών δεσμεύσεων χωρών για κάποιους μεγαλεπήβολους στόχους χωρίς όμως συγκεκριμένο βηματισμό ή ανάληψη δεσμεύσεων. Η επιτυχία αυτού του δεύτερου μοντέλου είναι εκθαμβωτική: αντίθετα με το Κιότο, ουδείς έχει αποκηρύξει, ακόμα και σήμερα, το Παρίσι. Όλοι λένε ότι έχουν θέσει στόχους σε συμφωνία με αυτό, λ.χ. για “ουδετερότητα άνθρακα” μέχρι το 2050, ή το 2060 (Ρωσία και Κίνα), ή έστω, το 2070 για την πιο ρεαλίστρια Ινδία.
Ωστόσο, ο αριθμός των χωρών που έχουν υποβάλλει ένα χρονοδιάγραμμα, έστω και ασαφές, για την επίτευξη αυτού του στόχου ανέρχεται στο μηδέν. Το μόνο που έχουμε είναι οι στόχοι χωρίς την παραμικρή ιδέα για το πώς και εάν μπορούν να επιτευχθούν. Τα κράτη εθελοντικά θέτουν τους στόχους τους, τις περιβόητες NDCs (Nationally Determined Contributions, Εθνικά Καθορισμένες Συνεισφορές) και από μόνα τους δεν τους εφαρμόζουν, αλλά τους χρησιμοποιούν για να προσποιηθούν ότι συνεργάζονται μεταξύ τους. Πρόκειται απλώς για εκστρατείες δημοσίων σχέσεων και feel good παρεμβάσεων όπως λ.χ. για τα πλαστικά καλαμάκια και την κατάργησή τους ή, για όσους έχουν λεφτά, για αντικατάσταση συμβατικών με ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Σύμφωνα με έναν παρατηρητή της COP26, “καμιά από τις χώρες που έχουν θέσει στόχο το καθαρό μηδέν (net zero) δεν έχει εφαρμόσει ως τώρα επαρκείς βραχυπρόθεσμες πολιτικές, ώστε να θέσει εαυτόν σε τροχιά ικανοποίησης των μηδενικών εκπομπών”.
Στη Γλασκώβη ακόμα σήμερα συζητούνται “τεχνικά” (αλλά ουσιαστικά) θέματα που υποτίθεται είχαν λυθεί στο Παρίσι, όπως λ.χ. τους κανόνες με βάση τους οποίους λειτουργούν οι αγορές εκπομπών άνθρακα, τον τρόπο που θα επιτευχθεί η διαφανής καταγραφή των εκπομπών από τις κυβερνήσεις, το πώς θα καθοριστούν κοινά διεθνή πλαίσια για τους στόχους μείωσης κτλ. Είναι σαφές ότι ούτε στη Γλασκώβη θα επιτευχθεί συμφωνία για αυτά τα “τεχνικά” ζητήματα.
Η ουσία των συνδιασκέψεων για το κλίμα είναι στην πραγματικότητα διαφορετική από την διόρθωση του κλίματος. Οι πολιτικές που σχετίζονται με αυτές είναι η προσπάθεια για μετάθεση του κόστους σε άλλους. Η Βραζιλία εκβιάζει τη διεθνή κοινότητα να πληρώσει για το σταμάτημα της καταστροφής των δασών του Αμαζονίου. Η Ρωσία και οι υπόλοιπες εξαρτημένες από τους υδρογονάνθρακες μονοθεματικές οικονομίες έχουν να αντιμετωπίσουν το φάσμα της παντελούς απαξίωσής τους μέσα σε διάστημα λίγων δεκαετιών. Οι αναπτυσσόμενες χώρες χρειάζονται την ακόμα φτηνή και αξιόπιστη (αλλά καταστροφικά επικίνδυνη) ενέργεια των υδρογονανθράκων προκειμένου να εκβιομηχανιστούν. Και οι αναπτυγμένες χώρες είναι δέσμιες των παγιωμένων συμφερόντων: την τρέχουσα δομή των επιχειρήσεων, μια δομή που προσφέρει κερδοφορία και είναι διαρθρωμένη γύρω από το τρέχον πρότυπο καπιταλισμού. Κανείς (εκτός από λίγους τυχερούς που έχουν καβαλήσει χρηματιστηριακές φούσκες, σαν τον Έλον Μασκ) δεν έχει τη δυνατότητα να επενδύσει τα τεράστια ποσά που χρειάζονται για ένα οικονομικά αβέβαιο μέλλον. Εάν είστε επενδυτής, το να επενδύσετε σε “καθαρές” τεχνολογίες, οι οποίες δεν θα αποδώσουν και το να καταστραφεί ο κόσμος είναι ένα και το αυτό. Το δεύτερο μάλιστα έχει το πλεονέκτημα ότι μέχρι να καταστραφεί ο κόσμος, τα κέρδη θα συνεχίσουν να έρχονται. Είναι μια κάποια μικρή παρηγοριά και αυτό.
Ιστορικά ο καπιταλισμός με τα γιγαντιαία τεχνολογικά άλματα που έχει καταφέρει τους τελευταίους δύο με τρεις αιώνες, μετράει την επιτυχία του με την διαρκή αύξηση του προϊόντος, το οποίο μετριέται σε χρήμα, ή στην πραγματικότητα ισοδύναμα, σε ενέργεια. Κάθε επανάσταση στο παραγωγικό πρότυπο, κάθε νέα τομή στις μεθόδους παραγωγής (άρα και στις μεθόδους υποταγής της εργασίας στο κεφάλαιο) από τον ατμό και τη βιομηχανική επανάσταση, μετά στο τρένο, στο αυτοκίνητο και τον εξηλεκτρισμό, ήταν συνδεμένη κάθε φορά με την εκθετική αύξηση της παραγόμενης ενέργειας από το σύστημα. Ακόμα και σήμερα, στην “μεταβιομηχανική” εποχή μας, οι μεγαλύτεροι καταναλωτές ενέργειας στην Αμερική είναι τα data center των μεγάλων εταιρειών πληροφορικής. Αυτή τη στιγμή δεν είναι δυνατή η μετάβαση σε ένα “πράσινο” μοντέλο παραγωγής ενέργειας με τρόπο που οι βιομηχανίες και οι επιχειρήσεις να συνεχίσουν να λειτουργούν απρόσκοπτα βελτιώνοντας ταυτόχρονα την κερδοφορία τους. Το νέο πρότυπο, αν ένα τέτοιο υπάρχει σε καπιταλιστικά συμφραζόμενα, θα είναι αναγκαστικά ακριβό στην αρχή, άρα αδύνατο να αντικαταστήσει άμεσα το προηγούμενο σχήμα.
Επιπλέον, ακόμα και ο στόχος της “ουδετερότητας άνθρακα” είναι μια φούσκα, ένα ξεκάθαρο ψεύδος. Ουδετερότητα θα επιτευχθεί όταν το σύνολο της οικονομίας παράγει συνολικά μηδενικές εκπομπές άνθρακα. Δύο είναι οι τρόποι που μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο χωρίς να καταργηθούν οι παραδοσιακές μορφές παραγωγής ενέργειας: Ο πρώτος τρόπος είναι η εξισορρόπηση της παραγωγής με την δέσμευση του παραγόμενου διοξειδίου. Για παράδειγμα, εάν καίτε κάρβουνο για την παραγωγή ρεύματος, το παραγόμενο διοξείδιο του άνθρακα το δεσμεύετε στην υψικάμινο και το αποθηκεύετε μόνιμα, λ.χ. σε ανθρακικά πετρώματα στο υπέδαφος. Ακόμα καλύτερα: κατασκευάζετε μηχανές που να μπορούν να απορροφήσουν το περίσσευμα διοξειδίου κατευθείαν από την ατμόσφαιρα. Δυστυχώς, είναι αδύνατο να εφαρμοστεί αυτή η μέθοδος μαζικά και η παραγωγή ενέργειας να είναι έστω και οριακά κερδοφόρα. Ακόμα χειρότερα, οι επενδύσεις που θα χρειαστούν είναι τεράστιες. Σύμφωνα με ένα υπολογισμό θα χρειαζόταν 1 με 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ για να κατασκευαστούν αρκετές τέτοιες μηχανές που να μπορούν να δεσμεύουν 2,3 Gton (εκατομμύρια τόνους) CO2 το χρόνο. Αυτή τη στιγμή παράγονται στον πλανήτη 40 Gton CO2 ετησίως. Μέχρι το τέλος του αιώνα, θα χρειαστούν 10.000 τέτοιες εγκαταστάσεις για να απορροφήσουν το διοξείδιο που θα έχει στο μεταξύ εκπεμφθεί.
Ο δεύτερος τρόπος είναι ακόμα πιο επικίνδυνος και αδιέξοδος και έχει να κάνει με το εμπόριο δικαιωμάτων παραγωγής αερίων θερμοκηπίου. Αυτή τη στιγμή, το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού παράγει πάνω από 12% (και μέχρι το 2030 πάνω από 16%) των συνολικών αερίων θερμοκηπίου. Σε κάθε ένα από αυτούς τους πλουσιότερους ανθρώπους αντιστοιχούν 70 τόνοι αερίων, αντί για 2,3 που αναλογούν παγκοσμίως κατά κεφαλήν σύμφωνα με το Παρίσι. Το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού πάλι, ευθύνεται για έναν τόνο κατά κεφαλήν αντί για τους 2,3. Οι χώρες που μολύνουν δεν έχουν παρά να βρουν κάποια φτωχή αφρικανική χώρα που παράγει λιγότερα αέρια από το μερίδιό της και να της προτείνουν ένα ντιλ του τύπου: “Εσύ παράγεις 1 τόνο ανά άτομο αντί για 2,3 που έχεις δικαίωμα. Πόσα θες να μου πουλήσεις τη διαφορά των 1,3 τόνων για τα εκατομμύρια των κατοίκων σου;” Οι δυτικοί πληρώνουν έτσι κάτι ψίχουλα (λίγα εκατομμύρια ως περιβαλλοντικό “πρόστιμο”, που χρησιμοποιούνται υποτίθεται για την ανάπτυξη των φτωχότερων χωρών, αλλά στην πραγματικότητα τα τσεπώνουν οι διεθνείς αετονύχηδες) και να συνεχίσουν χαρούμενες να παράγουν αέρια με ήσυχη τη συνείδησή τους.
Το πόσο μακριά από τις ανάγκες του πλανήτη είναι όλα αυτά ίσως να το δείχνουν οι υποσχέσεις του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ για “πράσινους στρατούς” (συζήτηση που άνοιξε πρώτη η Ελβετία για τον δικό της στρατό εδώ και λίγα χρόνια). Οι στρατοί των μεγάλων δυνάμεων είναι και μεγάλοι παραγωγοί αερίων θερμοκηπίου: 140 χώρες εκπέμπουν λιγότερα αέρια από τον μεγαλύτερο στρατό του κόσμου, τον αμερικανικό, ο οποίος χρειάζεται γιγαντιαίες ποσότητες υγρών καυσίμων για να υποστηρίξει τις υπερπόντιες “ειρηνευτικές” του δραστηριότητες. Είναι προφανής επομένως η ανάγκη για μετάβαση των Νατοϊκών (αλλά όχι μόνο) στρατών στην πράσινη οικονομία.
Το “Κοσμοδρόμιο” προσφέρει σήμερα στη διεθνή κοινότητα μια κάπως ριζοσπαστική αλλά εύκολη και χαμηλού κόστους λύση για το πρόβλημα αυτό, η οποία θα εφαρμοστεί σε δύο πανεύκολα βήματα. Πρώτο βήμα, άμεση απόσυρση όλων των στρατών στα όρια των συνόρων των κρατών τους, ώστε να επιτευχθεί άμεση μείωση των εκπομπών λόγω της κατάργησης περιττών περιπολιών στην άλλη άκρη της γης. Βήμα δεύτερο: Κατάργηση όλων των μηχανοκίνητων τμημάτων, και αντικατάσταση των μεταλλικών όπλων (η βιομηχανική κατεργασία του μετάλλου προκαλεί εκπομπές αερίων) από ξύλινες οικολογικές σφεντόνες που θα δίνονται στα, αυστηρά πεζοπόρα και κωπηλατικά πλέον, γενναία στρατεύματά μας. Στο μεσοδιάστημα που θα χρειαστεί μέχρι οι ηρωικές, αλλά δυστυχώς και γραφειοκρατικά αγκυλωμένες, Νατοϊκές αρχές μας να εφαρμόσουν αυτή την λύση (κάτι που αναμφισβήτητα θα γίνει λόγω των οικονομιών που προσφέρει), θα προτείναμε στο περιβαλλοντικό κίνημα να μην μένει αργό, αλλά να υιοθετήσει άμεσα το ενδιάμεσο αίτημα για “πρασίνισμα” των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στην μορφή ακριβώς που το προτείνει ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ. Οφείλουμε να απαιτήσουμε εδώ και τώρα το άμεσο πρασίνισμα των στρατών, γιατί είναι αδιανόητο να παράγουν επικίνδυνα για τη ζωή των μελλοντικών γενεών αέρια θερμοκηπίου κάθε φορά που χρειάζεται να σκοτώνουν τις παρούσες γενιές.
… δεν Καθορίζει Πάντα το Μέλλον
Το παραγωγικό μοντέλο αυτή τη στιγμή βασίζεται σε μια σειρά από τέτοιου τύπου παράλογες παραδοχές για το μέλλον. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή τη στιγμή το κεφάλαιο δεν είναι έτοιμο να αλλάξει τον τρόπο που κερδοφορεί (ή, όπως λέγεται, “η τεχνολογία δεν είναι ώριμη”). Όλοι ξέρουν ότι κάτι πρέπει να γίνει, γιατί αν συνεχιστεί η κατάσταση, πολύ σύντομα δεν θα υπάρχει χώρος για κερδοφορία ούτως ή άλλως, αλλά κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό που πρέπει να γίνει. Αυτός είναι ο λόγος που στην επίσημη ιστοσελίδα της COP26 φιγουράρουν τα λογότυπα 11 πολυεθνικών (μερικές από τις οποίες μεγάλοι παραγωγοί αερίων οι ίδιες), που είναι περήφανοι χορηγοί της σεμνής αυτής τελετής. “Αναγνωρίζουμε το πρόβλημα”, είναι σαν να λένε, “αλλά δεν είμαστε εμείς τα κορόιδα που θα την πληρώσουν”.
Θα πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ ότι δεν είναι αδιανόητος ένας “πράσινος” καπιταλισμός. Εάν η ενέργεια ρέει και είναι σχετικά φτηνή, τα πράγματα μπορούν να λειτουργήσουν μια χαρά: η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο μπορεί να λειτουργήσει (θεωρητικά τουλάχιστον) χωρίς την παραγωγή επικίνδυνων αερίων. Αυτό που λείπει και θα συνεχίσει να λείπει, είναι ένας τρόπος να μεταβούμε σε αυτό το θαυμαστό μέλλον, χωρίς να διαταραχθεί πολύ η τρέχουσα ιεραρχία. Δυστυχώς η κατάσταση χρειάζεται ακριβώς τέτοιες διαταραχές, τόσο σε επίπεδο πολυεθνικών που θα χάσουν τη σημασία τους (όπως οι πετρελαϊκές που μας εκβιάζουν αυτή τη στιγμή, προκειμένου να επιτύχουν μια καλύτερη τιμή εξόδου από την αγορά όσο ακόμα είναι καιρός) όσο και σε επίπεδο ιμπεριαλιστικής αλυσίδας με απροσδιόριστες ανακατατάξεις σε αυτήν. Οι κυβερνήσεις δηλώνουν έτοιμες να υπερασπιστούν μεν το περιβάλλον από τη μία αλλά, λένε χωρίς να ντρέπονται, και το “πορτοφόλι” των υπηκόων τους με χαμηλές τιμές ενέργειας από την άλλη, τη στιγμή που αφήνουν τις ενεργειακές πολυεθνικές να κάνουν ο,τι θέλουν· η προφανής ιδέα τα κράτη να διαθέσουν ενέργεια σε διατίμηση στα φτωχότερα στρώματα που δεν μπορούν να σηκώσουν τα αυξημένα κόστη είναι εκτός της συζήτησης. Ακόμα χειρότερα: έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που οι πρώτοι που πρέπει να χάσουν, όχι μόνο πληρώνοντας τα κόστη της μετάβασης αλλά επίσης μειώνοντας την κατανάλωσή τους είναι οι πλούσιοι. Όσο αυτό περνάει από το χέρι των ηγετών μας, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει.
Οι ως τώρα COP έχουν παραγάγει (κυρίως μέσω των βαρετών επιστημονικών επιτροπών τους) το σύνολο των γνώσεων που έχουμε για την εξέλιξη του κλίματος και για τα βήματα που οφείλουν να γίνουν, προκειμένου να διορθωθεί η κατάσταση – ένα σημαντικό αλλά ανεπαρκέστατο κατόρθωμα. Καμία από τις προηγούμενες 25 COP δεν κατάφερε να κατασκευάσει ένα μοντέλο διεθνούς συνεννόησης για το κλίμα (πέρα από το επίπεδο των διακηρύξεων). Καμία CΟP δεν κατάφερε να έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, να θέσει συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα. Καμία δεν έχει τη δυνατότητα να πείσει ευρύτερα λαϊκά στρώματα σε όλον τον πλανήτη για τα αναγκαία βήματα και τις αλλαγές στις συνθήκες ζωής που πρέπει να γίνουν. Τα πράγματα χειροτερεύουν από μια σειρά παράγοντες: την αυξανόμενη συγκέντρωση πλούτου (που χειροτέρεψε πολύ με την επιδημία) και τις ιλιγγιώδεις ανισότητες, τους ανερχόμενους εθνικισμούς και τους ανταγωνισμούς μεταξύ κρατών και μεταξύ πρώτου και τρίτου κόσμου. Επιπλέον την ήδη δύσκολη κατάσταση έρχονται να συμπληρώσουν και τα συμφέροντα των ως τώρα μεγάλων παιχτών (πετρελαϊκών κτλ. που παλεύουν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν τη λεία τους), τα μίντια (που παροξύνουν τους ανταγωνισμούς και απαγορεύουν συμβιβαστικές κινήσεις των ηγετών, ονομάζοντάς τες υποχωρήσεις ή προδοσίες) και βέβαια τον δηλητηριώδη ρόλο των κοινωνικών μέσων και της παραπληροφόρησης που είναι οργανικά συνδεδεμένη με αυτά.
Αν η ως τώρα ιστορία των COP είναι οδηγός, τα πράγματα είναι δύσκολα. Όμως η Ιστορία έχει έναν παιδαγωγικό ρόλο: δεν είμαστε υποχρεωμένοι να μαθαίνουμε μόνο από τα δικά μας λάθη: βλέποντας την ιστορία, μπορούμε να μαθαίνουμε και από τα λάθη των προηγούμενων. Πρέπει επειγόντως να βρεθεί ένας άλλος βηματισμός (να βρούμε έναν άλλον βηματισμό!) στο ζήτημα του κλίματος, γιατί, όπως προείπαμε, αν το αφήσουμε στις ομιλούσες κεφαλές που μας κυβερνούν, τότε το επιστημονικό συμπέρασμα είναι ότι τη βάψαμε.