Αναδημοσίευση του Βαγγέλη Δ. Μαρινάκη στο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων #1 του ΕΝΑ
Μπορεί μια αλεπού να νικήσει έναν λύκο; Στο –εκ πρώτης όψεως άσχετο με τα ενεργειακά ζητήματα– δίλημμα κλήθηκε να απαντήσει ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν στο πρόσφατο συνέδριο της “Λέσχης Βαλντάι” στο Σότσι της Ρωσίας.
Αναφερόμενος ειδικότερα στην αρνητική στάση που η Ευρωπαϊκή Ένωση επιφυλάσσει απέναντι στη ρωσική προσφορά για μακροπρόθεσμα συμβόλαια παροχής υγροποιημένου φυσικού αερίου, ο 67χρονος ηγέτης δεν δίστασε να παρομοιάσει την Ένωση με κακότυχο λύκο που αιχμαλωτίζεται χάρη στην πονηριά μιας αλεπούς, για να προσθέσει, όλο νόημα, πως είναι διατεθειμένος να προμηθεύσει τα κράτη-μέλη της με όσο αέριο χρειάζονται, αρκεί αυτά να δρομολογήσουν το ταχύτερο τη χορήγηση άδειας στον αγωγό North Stream 2 (ακριβέστερα στους δύο παράλληλους αγωγούς του), ο οποίος συνδέει Ρωσία και Γερμανία μέσω Βαλτικής Θάλασσας.
Θα περίμενε κανείς μια τέτοια πρόταση –κινούμενη κατά μήκος της λεπτής γραμμής που χωρίζει την ειρωνεία από τον εκβιασμό– να μη μείνει αναπάντητη, πρωτίστως από τη θεσμική ηγεσία της ΕΕ και δευτερευόντως από τα κράτη-μέλη της. Κι όμως, η απάντηση των Βρυξελλών στα υπονοούμενα της Μόσχας υπήρξε, ως είθισται, καθυστερημένη και υπολειπόμενη συντονισμού, τεμαχισμένη ανάμεσα στα επιμέρους συμφέροντα των κρατών.
Από τη μια πλευρά, σε μια χαλαρή –πλην παράδοξη σε αυτή τη συγκυρία– σύμπλευση των ευρωπαϊκών θεσμών με την Πολωνία, η τελευταία έσπευσε να αιτηθεί τη διεξαγωγή έρευνας με αντικείμενο τη χειραγώγηση της αγοράς από την κρατικά ελεγχόμενη Gazprom, όσο ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής Ζοζέπ Μπορέλ παραδεχόταν πως η σοβούσα ενεργειακή κρίση “έχει βαθιές γεωπολιτικές ρίζες” και η επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν διαπίστωνε, με σκωπτική διάθεση, πως, παρότι η Gazprom τιμά τα συμβόλαιά της, δεν ανταποκρίθηκε στην αυξημένη ζήτηση, όπως συνήθιζε τα προηγούμενα χρόνια.
Στον αντίποδα, οι συνήθεις ύποπτοι των “27” δεν έχουν πρόβλημα να καταστήσουν σαφές πως δεν αποτελούν μέρος του προβλήματος, με τον απερχόμενο πρωθυπουργό της Τσεχίας Αντρέι Μπάμπις να παροτρύνει, στο πλαίσιο της τελευταίας συνεδρίασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τους υπόλοιπους ηγέτες να ακολουθήσουν το παράδειγμα της προσφάτως υπογράψασας 15ετές συμβόλαιο παροχής ρωσικού φυσικού αερίου Ουγγαρίας, καλώντας τους παράλληλα να ξεχάσουν την ιδέα της ενεργειακής απεξάρτησης από τη Μόσχα. Των απρόθυμων της Κεντρικής Ευρώπης είχε προηγηθεί εξάλλου (κατά διόλου περίεργο τρόπο) η παρέμβαση της απερχόμενης Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, η οποία προειδοποίησε για λήψη λανθασμένων μέτρων και βιαστική επίρριψη ευθυνών στη Ρωσία, τονίζοντας ότι “είχαμε συνηθίσει πρόσφατα σε πολύ χαμηλές τιμές φυσικού αερίου”.
Και είναι αυτή ακριβώς η συζήτηση περί τιμών που δημιούργησε μια ακόμη ομαδοποίηση εντός της ΕΕ, όταν εννέα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, απέρριψαν τη γαλλοϊσπανική πρόταση για αποσύνδεση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας από την αγορά φυσικού αερίου, θεωρώντας άδικη για τους καταναλωτές τη διαφορά μεταξύ των τιμών που πρέπει να πληρώσουν και το “εξαιρετικά χαμηλό κόστος” της πυρηνικής ενέργειας και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Πρόκειται για μια άρνηση όχι και τόσο αθώα, θα αναλογιζόταν κάποιος κακόπιστος, σκεπτόμενος πως, τη στιγμή που η ενεργειακή κρίση είχε αρχίσει να πλήττει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, 26 εταιρείες –οι μισές εκ των οποίων γερμανικές–, μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης Διαχειριστών Δικτύων Μεταφοράς Φυσικού Αερίου (ENTSOG), είδαν τα κέρδη τους να μεγεθύνονται το πρώτο εξάμηνο του 2021.
Στο μεταξύ παραμένει ερώτημα αν η Ρωσία (ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, η Gazprom), η οποία παρέχει στην Ευρώπη το 35% περίπου όλου του αερίου της και είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής της, δύναται να επηρεάσει ουσιαστικά την κατάσταση στην αγορά της ΕΕ, καθώς εκτιμάται πως ο συνολικός όγκος παραγωγής φυσικού αερίου της εταιρίας έχει μειωθεί περί το 20% τα τελευταία δέκα χρόνια. Και παρά τις διαβεβαιώσεις του επικεφαλής του ρωσικού ενεργειακού κολοσσού Αλεξέι Μίλερ πως η παροχή φυσικού αερίου στις ευρωπαϊκές αποθήκες θα αρχίσει όταν θα έχει ολοκληρωθεί η πλήρωση των εγχώριων εγκαταστάσεων, ενεργειακοί αναλυτές αμφισβητούν ότι η εταιρεία μπορεί εγκαίρως να καλύψει το έλλειμμα στην Ευρώπη μεμονωμένα. Αληθεύει, επίσης, πως η αύξηση των τιμών συνιστά φαινόμενο σχετιζόμενο και με την παγκοσμιοποιημένη φύση του προϊόντος, η δραστική αύξηση της ζήτησης του οποίου σε ένα μέρος της υφηλίου –στην Ασία, και ιδιαίτερα στην Κίνα εν προκειμένω– μειώνει την προσφορά σε άλλες περιοχές.
Επιστρέφοντας στα της ΕΕ, το γεγονός ότι της διαβεβαίωσης Μίλερ προηγήθηκε ανακοίνωση της Επιτρόπου Ενέργειας, που έθετε στο στόχαστρο –εμμέσως πλην σαφώς– την Gazprom, κατόπιν του προαναφερθέντος αιτήματος της Βαρσοβίας, έρχεται σε ζωηρή αντίθεση με την αγωγή του Ευρωκοινοβουλίου κατά της Κομισιόν για την αποτυχία της να χρησιμοποιήσει τον μηχανισμό κυρώσεων κατά κρατών-μελών που παραβιάζουν τους κανόνες. Αποτελεί δε η παραπάνω αλληλουχία γεγονότων ένα ακόμη τεκμήριο αφενός της εξασθένισης του γαλλογερμανικού άξονα και αφετέρου της θλιβερής υπενθύμισης πως οι θεσμοί της Ένωσης ακολουθούν δυο μέτρα και δυο σταθμά απέναντι στα κράτη που την αμφισβητούν, με την οικονομική παράμετρο να υπερέχει της αξιακής.
Πώς θα μπορούσε άραγε να περιγραφεί η συνθήκη σύμφωνα με την οποία το πλέον αντιτιθέμενο στο ευρωπαϊκό θεσμικό κεκτημένο κράτος-μέλος μπορεί να ορίσει τις εξελίξεις; Υλικό για σεμινάριο διακυβερνητικής παραφροσύνης, σενάριο πολιτικής σάτιρας ή απλά πολωνική εξαίρεση; Θα μπορούσε να ήταν και φάρσα, αν δεν είχε προηγηθεί η ελληνική τραγωδία…