Ένα ευάριθμο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας -ακριβέστερα όσοι από το 20% δεν είδαν ένα από τα τρία γνωστά δημοφιλή σίριαλ-διάλεξε λίγες ώρες πριν να παρακολουθήσει το debate των πέντε υποψηφίων για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής.
Και αν η απουσία του πρώην πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου θεωρήθηκε ως επικίνδυνο ρίσκο για τον ίδιο και την υποψηφιότητα του, τελικά μάλλον δικαιώνει την επιλογή του η τελική εικόνα της (πρώτης) προεκλογικής τηλεοπτικής αναμέτρησης.
Επιχειρώντας να συνοψίσει κανείς τα συμπεράσματα της τηλεμαχίας θα έλεγε πως δεν προσέφερε το παραμικρό στον δρόμο για την εσωκομματική κάλπη της 5ης Δεκεμβρίου, εκτός από τη διάψευση όσων ήλπιζαν στο αντίθετο και τη νύστα όσων -ανάμεσά τους ο γράφοντας- επέλεξαν μαζοχιστικά την παραμονή τους μπροστά από τη μεγάλη οθόνη.
Κι αυτό γιατί επιβεβαίωσε την εικόνα που είχαμε για όλους τους υποψήφιους. Ειδικότερα:
- Ο Παύλος Χρηστίδης επιβεβαίωσε ότι είναι ένας πραγματικός «αέρας», αφού τίποτα από όσα είπε δεν κατέληξε στην διατύπωση της παραμικρής προγραμματικής πρότασης. Επιπλέον, μόνο αρνητική εντύπωση μπορεί να προκαλέσει η συνεχής επίκληση από μέρους του ονόματος της Φώφης Γεννηματά, σε μια προσπάθεια να οικειοποιηθεί τη μνήμη της και να κεφαλαιοποιήσει την κληρονομία της σε πολιτικό επίπεδο.
- Ο Ανδρέας Λοβέρδος μας έκανε ακόμη μια φορά σαφές πως είναι υποψήφιος σε λάθος κόμμα. Υπερασπίστηκε την αυστηροποίηση των ποινών ως τη βασική λύση για την μείωση της εγκληματικότητας, άσκησε κριτική στην κυβέρνηση Μητσοτάκη γιατί εφαρμόζει (!) τη Συμφωνία των Πρεσπών και όταν ρωτήθηκε για την σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική που προτάσσει δεν δίστασε να μιλήσει για «αφελληνισμό των ακριτικών περιοχών». H επιλογή του δε να αναφερθεί στο ζήτημα της έμφυλης βίας μόνο ως επιδεικτική άσκηση υποκρισίας δύναται να εκληφθεί, όταν δεν έχει δείξει το παραμικρό ίχνος μεταμέλειας για την διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών το δίολου μακρινό 2012. Δεν είναι τυχαίο που στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έσπευσαν να σχολιάσουν δεικτικά πως ο κ. Λοβέρδος είναι εξαιρετικός για πρόεδρος του . . .ΛΑΟΣ.
- Ο Παύλος Γερουλάνος αν και σταθερά ευπρεπής δεν κατόρθωσε να ξεκαθαρίσει πως θα υλοποιηθεί σε πρακτικό επίπεδο ο στόχος της αποκέντρωσης, που τόσο φανατικά επαναλαμβάνει ήδη από τις δημοτικές εκλογές του 2019, δίνοντας την εντύπωση πως εξακολουθεί να βρίσκεται σε αυτοδιοικητικό mood.
- Ο Χάρης Καστανίδης έχει κατορθώσει να καταγραφεί ως ο εκπρόσωπος του κλασικού ΠΑΣΟΚ, γεγονός που επαληθεύτηκε και στο debate. Υπήρξε επίσης ο πλέον εκφραστικός των «5», με τις κινήσεις των χεριών του να θυμίζουν μαέστρο εν τω μέσω κονσέρτου. Στα μείον του η παλιακή χρήση του λόγου του και το πομπώδες ύφος, η άρνησή του ωστόσο να προχωρήσει στη διατύπωση ερωτήματος προς τους συνυποψηφίους του εγγράφεται στις ελάχιστες εκπλήξεις μιας όχι τόσο ενδιαφέρουσας βραδιάς.
- Ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν αναίρεσε την εικόνα σοβαρότητας την οποία έχει καλλιεργήσει επιμελώς, και πέτυχε να ενσωματώσει στις απαντήσεις του στοιχεία του πολιτικού λόγου που έχει διαμορφώσει προεκλογικά (εμμονική χρήση της έννοιας της αυτονομίας, παραλληλισμός του ίδιου με τις περιπτώσεις Κόστα και Σάντσεθ). Δεν κατάφερε όμως κι αυτός να πει κάτι πέρα από τα όσα ξέρουμε ήδη για την υποψηφιότητά του.
Δέον να σημειωθεί πως το κοινό σημείο που διέτρεξε τις τοποθετήσεις και των πέντε υποψηφίων ήταν η (χιλιοδιακηρυγμένη) πρόθεσή τους να κρατήσουν ίσες αποστάσεις από την κακιά Δεξιά και τον λαϊκιστή ΣΥΡΙΖΑ, με τον Ανδρέα Λοβέρδο να τονίζει -όπως αναμενόταν- το δεύτερο σκέλος πολύ περισσότερο του πρώτου.
Δεδομένων λοιπόν των παραπάνω ο Γιώργος Παπανδρέου έχει κάθε λόγο να αισθάνεται δικαιωμένος που προτίμησε να μείνει σπίτι ώστε να απολαύσει την παρέα της Τρέλας!
Υγ: Ο τρόπος διεξαγωγής των debate είναι κι αυτός μια όψη του προβληματικού τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται η ΕΡΤ ειδικά και η ελληνική τηλεόραση γενικά την έννοια του πολιτικού διαλόγου. Σε μια περίοδο που οι πολιτικοί δεν διστάζουν να αναμετρηθούν face to face ενώπιον δημοσιογράφων και να εκτεθούν στην πιο «καυτή» σάτιρα η ελληνική τηλεόραση δεν διστάζει να μας θυμίζει πόσο «χωριό» είμαστε δημοσιογραφικά.
Το χθεσινό debate ήταν τόσο βαρετό όσο και τα προηγούμενα γιατί το δούνε και λαβείν ανάμεσα σε πολιτική και δημοσιογραφική ελίτ -παρών ας μην λησμονούμε και στην δημόσια τηλεόραση- έχει οδηγήσει σε μια άτυπη συμφωνία που αποτρέπει κάθε πιθανότητα να γίνει ένας ζωντανός και γόνιμος διάλογος, γεγονός που θα έφερνε τα δύο μέρη αυτού του άτυπου consensus στη δυσάρεστη θέση να μιλήσουν ειλικρινά. Κι αυτό είναι το τελευταίο που θα ήθελε κανείς τους.