Ο Τζο Μπάιντεν συνομιλεί με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, προκειμένου οι δύο πλευρές να κάνουν ένα βήμα πίσω από το χείλος της αβύσσου που ανοίγει η προοπτική μιας πολεμικής σύγκρουσης με αφορμή την ουκρανική κρίση.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συναντά τον Βλαντίμιρ Πούτιν στο Σότσι, προκειμένου να ξεφύγουν οι ελληνορωσικές σχέσεις από τις πολικές θερμοκρασίες στις οποίες τις οδήγησαν οι απελάσεις Ρώσων διπλωματών το 2018, η μετατροπή της χώρας μας σε μια απέραντη αμερικανική βάση και βέβαια το ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα.
Και όμως: μέσα σε όλες αυτές τις σημαντικές εξελίξεις των τελευταίων 24ώρων κάποιος στέκει σαν παραφωνία, επιμένοντας να τοποθετείται νεοψυχροπολεμικά και εμπρηστικά.
Σε συνάντησή του με Ουκρανούς δημοσιογράφους στο Φανάρι, με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Νικολάου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος δήλωσε μεταξύ άλλων: «Το όνειρο των αδελφών μας των Ρώσων είναι να έχουν την ηγεσία της Ορθοδοξίας. Αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, διότι οι Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και η πράξη της Εκκλησίας -δια μέσου των αιώνων- το πρωτείο το έχουν δώσει στον Κωνσταντινουπόλεως (…) Η Κωνσταντινούπολη θα είναι πάντα πρώτη Εκκλησία, εις το σύστημα των Ορθοδόξων Εκκλησιών, και η αδελφή Ρωσική Εκκλησία θα είναι Πέμπτη».
Συνεχίζοντας στο πνεύμα της περίφημης αποστροφής «σκασίλα μου» κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αμερική, ο κ. Βαρθολομαίος πρόσθεσε: «Με υβρίζουν οι Ρώσοι αδελφοί μας λέγοντας ότι έχω παπικές αξιώσεις και τα λοιπά. Αυτά τα συγχωρώ, τα αντιπαρέρχομαι, ειλικρινά δεν με ενδιαφέρουν, τι θα πουν ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ, ο Αντώνιος Μπορίσπολ και οι άλλοι. Ας πούνε ό,τι θέλουν. Αυτό που μας ενοχλεί είναι όταν αμφισβητούνται τα δικαιώματα και τα προνόμια του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Διότι αυτά μας τα έδωσαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι, δεν τα πήραμε μόνοι μας. Σε αυτά όταν τα αμφισβητούν οι Ρώσοι είναι αγνώμονες και είναι αδιάβαστοι».
Ο ίδιος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην «απελευθέρωση» της Ουκρανικής Εκκλησίας από την επιρροή της Μόσχας, υποστηρίζοντας ότι οι Ουκρανοί θέλουν την δική τους, ανεξάρτητη, Εκκλησία και αυτό είναι πιο έντονο, καθώς οι πολιτικές σχέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας είναι πολύ τεταμένες: «Και τώρα ήρθε η ιστορική στιγμή, η Μητέρα-Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως να πραγματοποιήσει αυτό το παλαιό όνειρό σας».
Αναφερόμενος στην επίσκεψή του το καλοκαίρι στο Κίεβο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης συμπλήρωσε: «Είδα την πίστη και την ευγνωμοσύνη των Ουκρανών για αυτό που έγινε, για την Αυτοκεφαλία τους. Και το άλλο, η πολύ καλή διάθεση του κράτους προς την Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Πολύ καλή διάθεση και επιθυμία συνεργασίας».
Συμβαίνει βέβαια τα πράγματα να είναι πολύ πιο περίπλοκα, όπως κατέδειξε η αποστολή του “Κοσμοδρομίου” στην Ουκρανία τις ίδιες εκείνες ημέρες. Ο κ. Βαρθολομαίος επέλεξε να μην «δει» τις εναντίον του διαδηλώσεις από Ορθόδοξους πιστούς.
Επέλεξε να μην δει ούτε ποιός εσμός ολιγαρχών και νεοναζιστών συγκροτεί το ουκρανικό καθεστώς, το οποίο ευγνωμονεί για τη συνεργασία του, ούτε ποιό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό δράμα επήλθε μετά το 2014 σε μια χώρα με τόσες δυνατότητες, όπως η Ουκρανία.
Επιλέγει να μνημονεύει κάθε χρόνο εντός εκκλησίας τα θύματα του ιστορικού μύθου του «Χολοντομόρ», αλλά να μην λέει κουβέντα για τους δεκάδες ανθρώπους που οι νεοναζί έκαψαν ζωντανούς στο Μέγαρο των Συνδικάτων στην Οδησσό τον Μάιο του 2014 ή για τους αμάχους πολίτες του που το ουκρανικό καθεστώς βομβαρδίζει σχεδόν καθημερινά στο Ντονμπάς.
Επιλέγει να τροφοδοτεί έναν πεπαλαιωμένο αντιρωσικό ουκρανικό εθνικισμό, που χωρίζει δύο λαούς οι οποίοι πορεύτηκαν σφιχταγκαλιασμένοι σε όλη την ιστορική διαδρομή τους.
Επιλέγει να παρουσιάζει ως εκκλησιαστική χειραφέτηση τη διαίρεση, δηλ. το γεγονός ότι η προϋπάρχουσα στην Ουκρανία εκκλησιαστική δομή και το ποίμνιό της περιθωριοποιήθηκαν εν μία νυκτί, με τη συνέργεια της πολιτικής εξουσίας, για να αναγορευθεί σε «Αυτοκέφαλη Εκκλησία» μία μειοψηφία αμφιλεγόμενης κανονικότητας. Και έπεται συνέχεια στον λοιπό μετασοβιετικό χώρο.
Επιλέγει να μην βλέπει (ή να νομίζει ότι κανένας άλλος δεν βλέπει) την πολιτική εργαλειοποίηση του εκκλησιαστικού ζητήματος στα τωρινά εκρηκτικά συμφραζόμενα, όταν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διεκδικεί ευθαρσώς την πατρότητα του ουκρανικού αυτοκεφάλου και ο πρέσβυς Πάιατ αποτελεί συχνότατο επισκέπτη του Φαναρίου.
Επιλέγει να μην βλέπει ότι εμπλέκεται (και πάντως όχι κατευναστικά) σε μία σύγκρουση για την οποία χύνεται αίμα και διακυβεύεται η παγκόσμια ειρήνη.
Επιλέγει να φέρνει σε δύσκολη θέση την ελληνική διπλωματία, παγιδευμένη καθώς είναι αυτή ανάμεσα στην υπεράσπιση των δικαίων της εναπομείνασας κωνσταντινουπολίτικης ομογένειας και την ανάγκη διατήρησης ενός μίνιμουμ καλών σχέσεων με την Ρωσία, χώρα μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και φυσικό στήριγμα της χώρας μας απέναντι στην τουρκική επιβουλή.
Επιμένει να μην αναλογίζεται τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για το κύρος της Ορθοδοξίας και την δυνατότητά της να συμμετέχει με μία φωνή στους διεθνείς διαλόγους, εάν παραταθεί η παρούσα διαίρεση.
Επιμένει να μην αντιλαμβάνεται ότι δεν ζούμε πια σε έναν κόσμο όπου η βούληση των ΗΠΑ αποτελεί υπέρτατο νόμο και ότι στην επόμενη στροφή του δρόμου, με τυχόν νέους συσχετισμούς στο “τετράγωνο” Ουάσιγκτον-Μόσχα-Άγκυρα-Αθήνα, κινδυνεύει να βρεθεί μόνος και «αδειασμένος».
Επιμένει να απασχολεί τον βυθισμένο σε τόσες κρίσεις σύγχρονο κόσμο με δικαιοδοτικές διαφωνίες, εκκλησιαστικά παιχνίδια ισχύος και ντοκουμέντα του 17ου αιώνα.
Η κοινή γνώμη κρίνει. Η Ιστορία επίσης. Για τον Θεό, ας μας το πεί ο ίδιος ο Παναγιώτατος ως αρμοδιότερος.