Σχεδόν το σύνολο της πολιτικής τάξης στην Ιταλία (ακόμη και η αμφιταλάντευση του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος, Pd μπορεί να ερμηνευθεί έτσι) ξεσηκώθηκε, με πρωτοστάτες τους Ματέο Σαλβίνι (Λέγκα) και Κάρλο Καλέντα (Δράση) με πολεμικές ιαχές ενάντια στην ανακοίνωση δύο (CGIL, UIL) από τα τρία μεγάλα ιταλικά συνδικάτα για απεργιακές κινητοποιήσεις στις 16 Δεκεμβρίου.
Η όψιμη αντίδραση των συνδικάτων, που άργησαν σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις να δείξουν επαρκή αντανακλαστικά προτού και όταν εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο ο προϋπολογισμός, βρήκε έκφραση σε μία απλή 8ωρη γενική απεργία. Μία «εξαναγκασμένη» εκ των περιστάσεων απάντηση μπροστά σε ένα αδιέξοδο μετά την άρνηση του δοτού πρωθυπουργού, Μάριο Ντράγκι, να υποχωρήσει στα αιτήματα για το συνταξιοδοτικό, τον κατώτατο μισθό και το ταμείο ανεργίας και την επαίσχυντη απόρριψη από τη δεξιά πλειοψηφία στην πρόταση για αναστολή των φοροελαφρύνσεων στα μεγάλα εισοδήματα υπέρ ενός ταμείου αλληλεγγύης.
Απάντηση που και πάλι κρίνεται χλιαρή-εξ ου προκύπτει μάλλον και η απορία της κυβέρνησης για τη σκοπιμότητα μίας τόσο ανεπίκαιρης και άσκοπης στο τέλος απεργιακής κινητοποίησης. Ωστόσο, όσο «άτεχνη» και ‘post festam’ (κατόπιν εορτής) να είναι η απεργία τούτη-που μάλιστα έρχεται και μετά την απεργία των καθηγητών και του προσωπικού στα σχολεία την Παρασκευή- τόσο «αναχρονιστική» ήταν και η καταδίκη της από τα κόμματα ή η άκομψη σιωπή τους που ισοδυναμεί με έμμεσο ονειδισμό της απεργίας ή ακόμη χειροτέρα με ατολμία και δειλία.
Τα ίδια τα κόμματα της κυβέρνησης μπορεί να μοιάζουν διχασμένα ανάμεσα στη διάτορη καταδίκη (Λέγκα και Forza Italia) και το ψέλλισμα για διάλογο (PD) ή την επαμφοτερίζουσα στάση (M5S), στην ουσία όμως κινούνται στον ίδιο κοινό παρανομαστή: να μη διακοπεί η πορεία της χώρας προς την ανάπτυξη και την είσπραξη των κονδυλίων του Υπερταμείου της ΕΕ για την Ανάκαμψη, που τόσο θα βοηθήσει το ιταλικό επιχειρείν. Το «επιχειρηματολογείν» των κομμάτων κι όλη αυτή η διήγηση για τον πληθωρισμό, τους κινδύνους για την οικονομία και την ανάπτυξη, τη δυσφήμιση των παρωχημένων και συμφεροντολόγων συνδικαλιστών, που η δράση τους θα καταστεί επιζήμια για όλους τους πολίτες, φορτώνοντας πάνω τους το κόστος της αποτυχίας των μέτρων, φροντίζουν να παρασύρουν την κοινωνία, αποσπώντας τη συναίνεσή της στις πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται από το κυβερνητικό διευθυντήριο και την εργοδοσία.
Άλλωστε και αυτή τη στιγμή τα συνδικάτα –μετά και την άρνηση του έτερου μεγάλου συνδικάτου CISL να λάβει μέρος στη «συμβατική», όπως καταγγέλλει διαμαρτυρία ή και να διαχωρίσει τη θέση του, παίζοντας το παιχνίδι της κυβέρνησης- δηλώνουν, σχεδόν με ύφος ηττοπάθειας και παραίτησης, πως παρά την προκήρυξή της εξακολουθούν να επιδιώκουν έστω και in extremis τον διάλογο με την κυβέρνηση.
Η διχαστική και διασπαστική διαφοροποίηση της κεντροδεξιάς CISL θύμισε τον ρόλο που είχε παίξει στον συνδικαλισμό και παλιότερα σε κρίσιμες ώρες: όταν το 1948 μετά τη δολοφονική απόπειρα κατά του Παλμίρο Τολιάτι, ηγέτη του ΙΚΚ, είχε αρνηθεί να συμμετάσχει στη γενική απεργία ή όταν το 2011 είχε διαχωρίσει τη θέση της στις διαμαρτυρίες για τους επαίσχυντους «Νόμους Φορνέρο» για τις συντάξεις.
Βέβαια, δεν έχουν άδικο όσοι χαρακτηρίζουν την αντίδραση, σχεδόν επέμβαση, των πολιτικών κομμάτων στη διοργάνωση των απεργιών, τόσο των καθηγητών και του προσωπικού στα σχολεία, όσο και των συνδικάτων, ως μία προσβολή και καταπάτηση της λειτουργίας της κοινοβουλευτικής εξουσίας. Κανένα Σύνταγμα και ουδείς κοινοβουλευτικός κανόνας επιτρέπει την παρέμβαση όποιου είδους στις αποφάσεις και τις δράσεις της κοινωνίας των πολιτών και των φορέων της έκφρασής της, όπως είναι τα συνδικάτα. Ο ωμός τρόπος και η φρασεολογία, όπως και η συντεταγμένη διαστρέβλωση μέσω του φιλικού στο νυν πολιτικό «κατεστημένο» Τύπου της όποιας διεκδίκησης ως μέσο αποσταθεροποίησης του Ντράγκι ή ως «ταφόπλακα» του Προγράμματος Ανάκαμψης κι Ανθεκτικότητας, μαρτυρούν μία διάθεση να καταλυθούν τελείως-μετά τη de facto και νομοθετική κατάργηση των εργασιακών συνθηκών-και το έσχατο οχυρό των δικαιωμάτων του εργαζόμενου, η απεργία. Μία κατάργηση, που βαθμηδόν έχει δρομολογηθεί χάρις στην «κατάσταση εξαίρεσης» που έχει επιβάλει η πανδημία Covid-19. Δείγματα αυτής της επιδίωξης να καταλυθεί το δικαίωμα στην απεργία είτε με τον καταναγκασμό, είτε με την αποτροπή, την ωμή καταστολή και τις διώξεις ή τη διαστρέβλωση, διαπιστώσαμε στην απεργία των λιμενεργατών στην Τεργέστη ή στις κινητοποιήσεις για συμπαράσταση στους απολυμένους της GNK στη Φλωρεντία ή στις 5 Νοεμβρίου με τους απολυμένους της Whirlpool στη Νάπολη.
Η ομοβροντία των κομμάτων της Ιταλίας κατά της απεργίας μοιάζει να αρνείται, απηχώντας τον ορισμό του αφηρημένου και αποστασιοποιημένου από τον κορμό του Εγελιανού κράτος ( όπου οι μηχανισμοί της εξουσίας και η ουσία κι έννοιά του είναι διαφοροποιημένη, έως και αντίπαλος, στην κοινωνία των πολιτών) τη βασική συνταγματική πρόβλεψη πως η κοινωνία των πολιτών κι οι φορείς της έχουν δικαιώματα και επιπλέον λόγο στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων που την αφορά. Ή, και τούτο είναι ακόμη πιο τρομακτικό, αποτελεί έναν αντίλαλο της αντίληψης του Καρλ Σμιτ (στις μελέτες του για τον Χομπς ή την «πολιτική θεολογία») για το κράτος ως ηγεμόνα που καθορίζει τη στιγμή και τα όρια της «κατάστασης εξαίρεσης», στην οποία αναστέλλονται όλα τα δικαιώματα και θεσμίζεται η βούληση του «ηγέτη».
Και πράγματι, αυτή η αντίδραση των κομμάτων, ακριβώς όπως η παρέμβαση την περασμένη εβδομάδα για την αποτροπή μίας φορολογικής ισότητας κι αλληλεγγύης, φανερώνει την σπουδή της σημερινής εξοικονομικευμένης στον ιδεολογικό πυρήνα και τη δράση της πολιτικής να εξαλείψει από το καθημερινό λεξιλόγιο και να δυσφημίσει έννοιες όπως «δικαιοσύνη, ισότητα», «κοινωνικά και εργατικά δικαιώματα».
Πέρα όμως από την, εύλογη για τον ρόλο των σημερινών κομμάτων στη νομή της εξουσίας με τους εργοδότες και το κεφάλαιο στην εποχή της οικονομικοποίησης της πολιτικής, η δυνατότητά τους σήμερα να έρχονται και να καυτηριάζουν με τέτοιο τρόπο μία απεργία αντλείται κατά κύριο λόγο από την αδυναμία των ίδιων των συνδικάτων και την αυτο-απαξίωσή τους τις τελευταίες δεκαετίες.
Ουσιαστικά πρόκειται για μία «κατάντια» των ίδιων των συνδικάτων, γιατί ενώ τόσον καιρό συναινούσαν σιωπηλά με τις επιλογές των κυβερνήσεων και της εργοδοσίας, σήμερα βρίσκονται στη θέση να διεκδικήσουν εκείνα τα «ψιχία» που κάποτε τους πετούσαν . Η σημερινή «αγανάκτηση» των συνδικαλιστών για την κώφευση του Ντράγκι στα αιτήματά τους και την αδιαφορία για τις βιοτικές ανάγκες των εργαζομένων αποτελεί την απόδειξη για την εκκωφαντική διάψευση της «ψευδούς συνείδησης» του εργάτη. Δείχνει πόσο αντιφατικές είναι οι χίμαιρες που έτρεφε ως τώρα για τη ζωή του, μέσα στο παραγωγικό και καταναλωτικό φαντασιακό πλαίσιο που έχει οικοδομήσει η νέα φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού-και οι αντικειμενικές υλικές συνθήκες της ζωής του. Η πεποίθηση, που την καλλιέργησε και η ίδια η αστική τάξη και τα μέσα ενημέρωσής της, πως δεν πρόκειται για έναν πραγματικό «ταξικό πόλεμο», αλλά για μία απλή αντιπαράθεση για τις αυξήσεις μισθών, παραβλέποντας πως η παραγωγή σχετίζεται άμεσα με τις αμοιβές και πως το κέρδος εξαρτάται από τη μείωσή τους, καθώς και με την υπεραξία της ίδιας της κοινωνικοποιημένης εργασίας.
Τα συνδικάτα έχουν αποτύχει, με αντίτιμο μία έκαστη μικρή ικανοποίησης σε μία κλαδική διεκδίκηση, να αποτρέψουν την αλαζονική αρπακτικότητα των πολιτικών και των εργοδοτών, που μόνοι αυτοί καθορίζουν τις σχέσεις παραγωγής και εργασίας, θεωρώντας ότι το Κράτος είναι επιχείρηση και πως τα κοινά αγαθά είναι επενδυτικές δυνατότητες.
Έχοντας όμως αποτύχει να καθορίσουν τις εξελίξεις, αφήνοντας την πρωτοβουλία αποκλειστικά στους πολιτικούς, τους τεχνοκράτες να εισάγουν, σχεδόν χωρίς αντιπαραθέσεις νόμους καταστροφικούς για το εργατικό κίνημα. Είτε νόμους, που αφορούν τις απολύσεις και την εξουδετέρωση των πιο μαχητικών εργατικών στοιχείων, όπως και την καλλιέργεια της μαζικής αδιαφορίας. Ή για το κλείσιμο ή τη μεταφορά στο εξωτερικό δραστηριοτήτων και εταιρειών, με τη μαζική απόλυση εργατών ως «άχρηστους» πλέον, «παρωχημένους» ή μη ανταγωνιστικούς.
Για τις δημόσιες αναθέσεις και συστήματα υπεργολαβίας που διευρύνουν την εργασιακή εκμετάλλευση, την εποχιακή και μερική εργασία, με την υπέρβαση των διαπραγματεύσεων με τα συνδικάτα. Τα συνδικάτα επέτρεψαν να ανθίσει η «μαύρη», η εποχιακή κι ανασφάλιστη, «μαθητευόμενη» εργασία, που κατακερμάτισαν την εργατική τάξη και τελικά την καθαίμαξαν. Τα συνδικάτα, συναρτημένα με την εξουσία, τη νομή και την ανάδειξη στελεχών τους σε πολιτικούς που τελικά υπηρέτησαν την εξουσία τούτη, καλλιέργησαν την απάθεια και την πειθώ στις νομοθεσίες της εξουσίας. Η υποταγή στις διατάξεις για την απεργία, η ατολμία μπροστά στην ποινικοποίηση της «καταχρηστικής» και απροειδοποίητης απεργίας, η πειθήνια συγκατάθεση στα όργανα ελέγχου.
Είχαν αποκαταστήσει εκείνην την κάθετη σχέση μεταξύ ηγεμόνα και υπηκόων στην «ανεξάρτητη πολιτική κοινωνία» που βασίζεται στην ειρηνική συνύπαρξη, την όπως ονόμαζε κι ο Τζον Όστιν (The Province of Jurisprudence Determined and the Uses of the Study of Jurisprudence,) «συνήθεια της υπακοής». Ακόμη και τώρα, τα συνδικάτα δηλώνουν πως «στηρίζουμε την πολιτική Ντράγκι, αλλά απεργούμε», δεν έχουν αναλάβει άλλη ενεργό δράση την ώρα που 300 εργαζόμενοι στη Whirlpool της Νάπολης, παρά τη συμφωνία της κυβέρνησης με την εταιρεία, απολύονται οριστικά, άλλοι 422 στην GNK της Φλωρεντίας, ενημερώθηκαν με sms πως ξανανοίγει η διαδικασία για τη δική τους απόλυση, ενώ τούτες τις μέρες αποσφραγίστηκε, μάλιστα και με ομογνωμία των συνδικάτων, η συμφωνία για τον διάδοχο της Alitalia αερομεταφορέα ΙΤΑ, που προβλέπει μαζικές απολύσεις χιλιάδων εργαζομένων. Πώς να μην κουνάνε το δάκτυλο τα κόμματα, που είναι υπεύθυνα για την κατάσταση τούτη, στα μέχρι σήμερα αδρανή συνδικάτα, που «συμφωνούνε με την πολιτική Ντράγκι». Αν μη τι άλλο έχουν δίκαιο να βλέπουν μία «αντίφαση εν τοις όροις» στην απεργία αυτή.
Σήμερα, τα συνδικάτα είναι αδύναμα να αντιδράσουν στις νέες συνθήκες παρόλο που στους πρώτους δέκα μήνες οι νεκροί στους χώρους εργασίας έχουν ξεπεράσει τους χίλιους, ενώ έχουν αυξηθεί οι καταγγελίες για ελλιπή μέτρα ασφαλείας και για τους τραυματισμούς. Απώλειες που συνήθως η εργοδοσία τις εξισώνει με την αστοχία και την παλαιότητα ενός εξαρτήματος, που είναι αναλώσιμο προκειμένου να διατηρηθεί η παραγωγή και το κέρδος να μείνει αλώβητο. Και ουσιαστικά ο συνδικαλισμός δεν αντέδρασε δυναμικά στη γελοία κατάργηση από τον αρμόδιο υπουργό Μπρουνέτα των απροειδοποίητων ελέγχων της επιτροπής εργασίας στους χώρους δουλειάς: το μόνο μέτρο που εντόπιζε τις παρατυπίες των εργοδοτών στα μέτρα ασφαλείας, την απασχόληση, τους μισθούς και την ασφάλιση των εργαζομένων.
Εξήντα χρόνια μετά το ιστορικό συνέδριο της CGIL στο Λιβόρνο, όπου τέθηκαν οι βάσεις για τον ρόλο του συνδικάτου μέσα στην επιχείρηση, τη «διαρθρωμένη επιλογή» της συνδικαλιστικής δράσης που θα καθόριζαν την πάλη των εργατών μέσα στις μεγάλες φάμπρικες στα κατοπινά χρόνια, σε ένα annus mirabilis όπου εκδίδονται τα «Κόκκινα Τετράδια» των Παντσιέρι και Τρόντι, που με τις μελέτες τους για την επέκταση του μοντέλου οργάνωσης του εργοστασίου στην κοινωνία και για την στρωμάτωση της εργατικής βάσης, θα προλειάνουν το έδαφος για το Οπεραϊστικό Κίνημα και τις παραφυάδες του, που θα οδηγούσαν στις νικηφόρες για το κίνημα κινητοποιήσεις του «Θερμού Φθινοπώρου» του 1969, η σημερινή εικόνα των συνδικάτων να τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις, θυμίζοντας την ήττα της Fiat το 1980, μόνο θλιβερή μπορεί να χαρακτηρισθεί. Ιδίως όταν φθάνει στο σημείο να δέχεται πατερναλιστικές επικρίσεις ή και κατηγορίες ακόμη από τα πολιτικά κόμματα, που απεργάζονται την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων.