Σημαντικές συνέπειες στις ευρύτερες εξελίξεις του Περσικού Κόλπου και της Μέσης Ανατολής αναμένεται να προκαλέσει η έκβαση των σκληρών διαπραγματεύσεων που ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 2021 στη Βιέννη μεταξύ της κυβέρνησης του νέου προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν και της απερχόμενης κυβέρνησης του Ιρανού τότε απερχόμενου προέδρου Χασάν Ροχανί για τη διατήρηση (ή και εκσυγχρονισμό…) της διεθνούς συμφωνίας του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Εάν καρποφορήσουν και οδηγήσουν σε μία νέα συμφωνία, είναι φανερό πως θα αποκλιμακώσουν την επικίνδυνα φορτισμένη κατάσταση εξυπηρετώντας τις μακροπρόθεσμες προτεραιότητες των ΗΠΑ στην εξωτερική πολιτική ρίχνοντας ακόμη μεγαλύτερο βάρος στην αντιπαράθεση με την Κίνα. Εάν αποτύχουν θα προκαλέσουν μία ακόμη μεγαλύτερη κούρσα εξοπλισμών που θα συμφέρει μεσοπρόθεσμα μεγάλα κέρδη στις αμερικανικές πολεμικές βιομηχανίες ωστόσο δεν θα ευνοήσει απαραίτητα και τους σχεδιασμούς προτεραιοτήτων στον Λευκό Οίκο. Η αύξηση της έντασης στον Περσικό θεωρείται πως θα σκληρύνει περαιτέρω τη στάση αντιπάλων (σε ενεργειακό και γεωπολιτικό επίπεδο) του Ιράν όπως η Σαουδική Αραβία (που προσπαθεί να διατηρήσει την ηγεμονική θέση της παρά την δυσμενή, για αυτήν, έκβαση του πολέμου στην Υεμένη ενώ επιχειρεί να περιορίσει δραστικά την εξάρτηση της σαουδαραβικής οικονομίας από το πετρέλαιο) αλλά και το Ισραήλ, που επιδιώκει φανερά να βρει νέες αγορές και «εταίρους» στη Μέση Ανατολή με βατήρα τις συμφωνίες του Αβραάμ που ξεκίνησαν με τα Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και το Σουδάν και ελπίζει να συνεχίσει με άλλες χώρες (π.χ. Κατάρ, Ιράκ. κ.α.).
Για τους παραπάνω λόγους (και όχι μόνον…) οι γύροι διαπραγμάτευσης του Ιράν με τις ΗΠΑ στην έδρα της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) στη Βιέννη με μεσολαβητή τον Ισπανό διπλωμάτη Ενρίκε Μόρα έχουν τη δική τους ξεχωριστή σημασία σε όσα διαδραματίζονται στην Μέση Ανατολή.
Τα αποτελέσματα της πρώτης φάσης των διαπραγματεύσεων μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου 2021 δεν ήταν ευκαταφρόνητα. Ωστόσο δεν μπόρεσαν να οδηγήσουν στη διατήρηση ή ενίσχυση της διεθνούς συμφωνίας του 2015, μεταξύ άλλων, λόγω των εκλογών που διεξήχθησαν τον Ιούνιο στο Ιράν για την εκλογή νέου προέδρου. Μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου το Ιράν προχώρησε σε μία προσπάθεια αναθέρμανσης των σχέσεων με χώρες της περιοχής δίνοντας προτεραιότητα στις σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία. Αυτό εξηγεί γιατί την άνοιξη του 2021 Ιρανοί διπλωμάτες συναντήθηκαν στη Βαγδάτη με Σαουδάραβες ομολόγους τους πραγματοποιώντας τις πρώτες συνομιλίες των τελευταίων τεσσάρων χρόνων. Η επιλογή του νικητή των ιρανικών προεδρικών εκλογών του Ιούνη, Εμπραχίμ Ραϊσί, να μην βιαστεί στη συγκρότηση και αποστολή νέας διαπραγματευτικής ομάδας στη Βιέννη έχει σχέση με την διακηρυγμένη αλλαγή προτεραιοτήτων της κυβέρνησής του που είναι η ομαλοποίηση και αναθέρμανση σχέσεων του Ιράν με γειτονικές και χώρες της ευρύτερης περιφέρειας του Περσικού Κόλπου και της Μέσης Ανατολής.
Σε κάθε περίπτωση είναι προφανές πως η απερχόμενη κυβέρνηση του Ιρανού προέδρου Χασάν Ροχανί δεν μπορούσε να δεσμεύσει με τις αποφάσεις της την κυβέρνηση του διαδόχου του, Εμπραχίμ Ραϊσί. Ως εκ τούτου χρειάστηκαν πέντε μήνες μέχρι να ολοκληρώσει το Ιράν τη συγκρότηση νέας διαπραγματευτικής ομάδας υπό τον Αλί Μπαγκερί Κάνι και έως ότου ο νέος υπουργός Εξωτερικών Χοσεΐν Αμιραμπντολαχιάν προχωρήσει στην επανέναρξη της διαπραγμάτευσης με την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τις άλλες χώρες μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Ρωσία, Κίνα) στο τέλος Νοέμβρη.
Όταν ξανάρχισε στις 29 Νοεμβρίου ο έβδομος γύρος διαπραγμάτευσης, οι συνομιλίες διακόπηκαν απότομα λίγες μέρες μετά και ξανάρχισαν την προτελευταία βδομάδα του Δεκέμβρη για περίπου μία ώρα με ορισμένους εκ των διαπραγματευτών (όπως οι Ιρανοί) να δηλώνουν πως σημειώθηκε «πρόοδος», άλλοι (Αμερικανοί, Ευρωπαίοι) πως ο χρόνος περνά και το Ιράν έχει «μη ρεαλιστικές» απαιτήσεις (π.χ. άρση όλων των κυρώσεων που επέβαλαν ΗΠΑ και ΕΕ μετά το 2017) και ορισμένοι (π.χ. Ρώσος διαπραγματευτής Μιχαήλ Ουλγιάνοφ) πως σημείωσαν «αρκετή επιτυχία». Οι προσπάθειες συνέχισης των διαπραγματεύσεων με έναν όγδοο γύρο την προτελευταία βδομάδα του Δεκεμβρίου είχε προγραμματιστεί να συνεχιστούν ενώ παρέμεναν όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά.
Δεν θα πρέπει, από την άλλη, κανείς να παραβλέψει τις ασφυκτικές πιέσεις που κατέβαλε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021 το Ισραήλ, τόσο επί της προηγούμενης κυβέρνησης του Μπέντζαμιν Νετανιάχου όσο και επί της σημερινής του Ναφτάλι Μπένετ, προκειμένου να εμποδιστούν οι προσπάθειες διατήρησης της διεθνούς συμφωνίας του 2015. Το Ισραήλ απαιτεί την «επικαιροποίηση» της διεθνούς συμφωνίας του 2015 ή την κατάργησή της . Σε περίπτωση αλλαγής ζητά εγγυήσεις για την μακρόχρονη αποτροπή απόκτησης πυρηνικών όπλων από το Ιράν, την αλλαγή βασικών όρων που έχουν ήδη λήξει ή αναμένεται να λήξουν σε λίγα χρόνια (π.χ. η πενταετής παράταση του διεθνούς εμπάργκο όπλων κατά του Ιράν που έληξε το 2020, οι οκταετείς περιορισμοί στο ιρανικό βαλλιστικό πρόγραμμα που εκπνέουν το 2023, οι περιορισμοί στο ειρηνικό πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν που θα διαρκούσαν άλλα 10 χρόνια, δηλαδή ως το 2025), την επιβολή δραστικών περιορισμών στο περιφερειακό ρόλο του Ιράν και στο βαλλιστικό του πρόγραμμα ή και στο προηγμένο πρόγραμμα στρατιωτικών, μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones).
Τις πιο ασφυκτικές πιέσεις το Ισραήλ τις ασκεί στις ΗΠΑ απειλώντας να προχωρήσει μονομερώς σε παράτολμες (και πολλαπλώς επικίνδυνες για τη διεθνή ύφεση και ειρήνη) ενέργειες ώστε να εξασφαλίσουν τα δικά του γεωπολιτικά συμφέροντα. Σε αυτό το πλαίσιο απειλεί να βομβαρδίσει ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις διακηρύσσοντας πως οι όποιες εξελίξεις ή συμφωνία στη Βιέννη «δεν το δεσμεύουν»…