Έχει πλέον περάσει ένας χρόνος από τον σύντομο, αλλά πολύνεκρο πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Το Αζερμπαϊτζάν φαίνεται να έχει επισφραγίσει τον έλεγχο των περιοχών που απέσπασε από τους Αρμένιους αυτονομιστές, ενώ πλέον βρίσκεται σε τροχιά διεκδίκησης περισσότερων προνομίων, εκμεταλλευόμενο τα πλεονεκτήματα που απέκτησε έναντι της πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά λαβωμένης Αρμενίας. Μία από τις βασικές επιδιώξεις της αζέρικης πλευράς εδώ και ένα χρόνο είναι η δημιουργία και ο έλεγχος διαδρόμων που θα ενώσουν το Μπακού με την απομονωμένη ημιαυτόνομη περιοχή του Ναχιτσεβάν και κατά συνέπεια με την Τουρκία. Η τελευταία έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου, εξοπλίζοντας με στρατιωτικούς, οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους το αδελφό έθνος του Αζερμπαϊτζάν.
Ακόμη και μετά τον πόλεμο, η Τουρκία συνέχισε να δείχνει την έμπρακτη στήριξη στο Αζερμπαϊτζάν, μέσα από τις κοινές στρατιωτικές ασκήσεις τόσο σε θάλασσα όσο και σε έδαφος, ενώ δεν έχει κρύψει την επιθυμία της να δημιουργήσει στρατιωτική βάση στην αζερική ενδοχώρα και να επενδύσει στις νεοαποκτηθείσες περιοχές του Ναγκόρνο- Καραμπάχ. Μέσα από όλες αυτές τις κινήσεις η Άγκυρα ξεδιπλώνει και τις βλέψεις της για την διείσδυση και τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής του Νότιου Καυκάσου. Βέβαια οι συγκεκριμένες στοχεύσεις δεν περνούν απαρατήρητες από τις υπόλοιπες δυνάμεις που κυκλώνουν τον Καύκασο. Αρχικά το Ιράν έχει επιδείξει ήδη τη δυσαρέσκεια του για την παρουσία τουρκικών δυνάμεων στην Κασπία Θάλασσα, καθώς αισθάνεται να απειλούνται ζωτικά του συμφέροντα. Την ίδια στιγμή, η κρίση στις διμερείς σχέσεις μεταξύ Τεχεράνης και Μπακού τους τελευταίους μήνες, έχει προκαλέσει σημαντικούς διπλωματικούς τριγμούς.
Ανήσυχη φαίνεται να είναι και η Ρωσία, η οποία έπαιξε κρίσιμο ρόλο τόσο στη λήξη των εχθροπραξιών μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, αλλά και στις εν συνεχεία διαπραγματεύσεις. Η Μόσχα, η οποία ως τώρα αποτελεί την εγγυήτρια δύναμη της ειρήνης και σταθερότητας στον Νότιο Καύκασο έχει ήδη δηλώσει τον προβληματισμό της σχετικά με τις κινήσεις της Τουρκίας, ενώ δεν έχει κρύψει πως, αν κριθεί αναγκαίο, θα αναλάβει δράση για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της. Άλλωστε, είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε πως ο Καύκασος αποτελεί την πίσω αυλή της Ρωσίας και πως η Τουρκία παραμένει μία Νατοϊκή δύναμη.
Ένα χρόνο μετά τον πόλεμο, η κατάσταση στην περιοχή του Καυκάσου παραμένει ρευστή, παρά τη φαινομενική σταθεροποίηση. Ύστερα από μία σειρά συναντήσεων σε σχετικά θετικό κλίμα, Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν φαίνεται πλέον να έχουν καταλήξει σε μία μίνιμουμ συμφωνία, η οποία αφορά τη δημιουργία κάποιων διαύλων επικοινωνίας και την κατασκευή διαφόρων δρόμων μεταξύ των δύο κρατών. Παρά όμως το θετικό κλίμα, οι συμφωνίες αυτές συνεχίζουν να πραγματώνονται με πολύ αργά βήματα. Η δημιουργία πάντως οικονομικών δικτύων αποτελεί ζήτημα υψίστης σημασίας για όλες τις δυνάμεις που βρίσκονται στην περιοχή, ιδιαίτερα κρίσιμη είναι όμως για την Αρμενία. Η τελευταία βρίσκεται εδώ και τρεις δεκαετίες απομονωμένη, με τα σύνορα της κλειστά στα δυτικά και ανατολικά, ενώ το αποτέλεσμα του πολέμου, σε συνδυασμό με την πανδημία, έχουν επιδεινώσει την οικονομική κατάσταση της χώρας, με τον κλοιό να έχει σφίξει ακόμη περισσότερο. Καθώς λοιπόν η αρμενική εξωτερική πολιτική συνεχίζει να βρίσκεται σε διακαή αναζήτηση οικονομικών πόρων από την Ε.Ε., τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, για να υπερβεί τα αδιέξοδα της, ένας σχετικά αναπάντεχος συνομιλητής εμφανίστηκε στο τραπέζι – και δεν είναι άλλος από την Τουρκία.
Εδώ και αρκετούς μήνες πλέον η Άγκυρα στέλνει σήματα για το άνοιγμα των συνόρων με την Αρμενία, με την τελευταία να δείχνει θετική προς μία τέτοια κατεύθυνση. Τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών παραμένουν κλειστά αφότου με απόφαση της Τουρκίας σφραγίστηκαν εξαιτίας του πρώτου πολέμου του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Η απόφαση αυτή αποδυνάμωσε τόσο την οικονομία της Αρμενίας όσο και των ανατολικών επαρχιών της Τουρκίας. Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, υπήρξαν προσπάθειες για το ξεμπλοκάρισμα των συνόρων, οι οποίες όμως έπεσαν στο κενό, κυρίως λόγω της παρέμβασης του Αζερμπαϊτζάν. Αυτήν τη φορά όμως η κατάσταση είναι πλέον διαφορετική, καθώς το ζήτημα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ έχει επιλυθεί, τουλάχιστον για την Άγκυρα και το Μπακού, και το ενδεχόμενο να ανοίξουν ξανά τα σύνορα μοιάζει πιο κοντά από ποτέ.
Σε οικονομικό επίπεδο, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ωφελήσει και τις δύο πλευρές. Αρχικά για την Αρμενία θα αποτελέσει μία σημαντική δόση οξυγόνου στην οικονομία της, ενώ θα αυξηθούν οι εμπορικές της δραστηριότητες και θα ξαναζωντανέψουν οι περιοχές που βρίσκονται στα σύνορα με την Τουρκία. Για την τελευταία, η περίπτωση ανοίγματος των συνόρων θα ενισχύσει την οικονομία στις ανατολικές επαρχίες της. Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι και σήμερα όλες οι εμπορικές συναλλαγές και οι μετακινήσεις γίνονται μέσω της Γεωργίας, η οποία είναι και η πιο κερδισμένη από την υπάρχουσα κατάσταση.
Το κρίσιμο όμως ζήτημα δεν είναι η οικονομία, αλλά η γεωπολιτική, καθώς η Τουρκία θα έχει πλέον αποκτήσει ένα ακόμη πλεονέκτημα όσον αφορά τη περαιτέρω διείσδυση της στην περιοχή του Καυκάσου και την διασύνδεση της με το Αζερμπαϊτζάν. Από την άλλη πλευρά, η ανάγκη της Αρμενίας για ενίσχυση της οικονομίας της, φαίνεται να την κάνει αρκετά βιαστική σχετικά με το ξεμπλοκάρισμα των συνόρων. Ήδη λοιπόν οι δύο χώρες έχουν ανακοινώσει την έναρξη των διαβουλεύσεων γύρω από την γενικότερη ομαλοποίηση των σχέσεων τους. Είναι σημαντικό πως η Τουρκία επέλεξε ως επικεφαλής των διαπραγματεύσεων τον έμπειρο Σερντάρ Κιλίτς, πρέσβη της Τουρκίας στις ΗΠΑ, με βαρύ βιογραφικό. Η επιλογή αυτή δείχνει και την σημασία που αποδίδει η Άγκυρα στη διευθέτηση των ζητημάτων με την Αρμενία. Αντιθέτως, η Αρμενία επέλεξε τον σχετικά νέο και πολιτικά άπειρο Ρουμπέν Ρουμπινιάν για τη συγκεκριμένη θέση.
Η Τουρκία φαίνεται να έχει τα περισσότερα πλεονεκτήματα στη διαπραγμάτευση με την Αρμενία για την ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων και το άνοιγμα των συνόρων. Παρόλα αυτά το Γερεβάν έχει να αντιμετωπίσει ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα, που αποτελεί και το κυρίαρχο στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων. Αυτό δεν είναι άλλο από το ζήτημα της Αρμενικής Γενοκτονίας. Στο συγκεκριμένο ζήτημα τον πρώτο λόγο διεκδικούν τα μέλη της ισχυρής αρμενικής διασποράς και όχι αδίκως, καθώς μεγάλο μέρος τους είναι και φυσικοί απόγονοι των ξεριζωμένων και άρα διεκδικητές των τουρκικών αποζημιώσεων. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, αν σκεφτούμε πως ο βασικό πολιτικό εκφραστή της διασποράς αποτελεί η Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία, η οποία μάλιστα αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο αρμένικο κοινοβούλιο, αντιπολιτευόμενη τον Πασινιάν.
Οποιοσδήποτε λοιπόν λανθασμένος χειρισμός από την αρμενική πλευρά στα θέματα με την Τουρκία, που θα μπορούσε να δυσαρεστήσει περισσότερη την ήδη εξοργισμένη με τον Πασινιάν διασπορά, θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλους τριγμούς στο ασταθές κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό της χώρας. Η ομαλοποίηση των σχέσεων Αρμενίας-Τουρκίας θα μπορούσε να φέρει πολλά οφέλη. Παρόλα αυτά, κάθε βήμα πρέπει να υλοποιηθεί με μεγάλη προσοχή, χωρίς να προσπεράσει κόκκινες γραμμές που επιβιώνουν από το παρελθόν. Η Αρμενία έχει μεγάλη ανάγκη από μία τέτοια κίνηση, καθώς η οικονομία της βρίσκεται σε συνεχή πίεση, το σημαντικότερο όμως είναι να επιτύχει μία συμφωνία που θα ωφελήσει και τις δύο πλευρές και όχι να βρεθεί με μία δεύτερη, αυτή τη φορά πολιτική, συνθηκολόγηση.