Η γλώσσα που μετήλθε ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, στο πλαίσιο χθεσινής του συνέντευξης στην εφημερίδα Le Parisien είναι αλήθεια ξένη προς τα πολιτικά ήθη και έθιμα της γαλλικής και ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής.
«Τους ανεμβολίαστους θέλω πολύ να τους τσαντίσω. Και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε μέχρι το τέλος. Αυτή είναι η στρατηγική. Δεν θα τους βάλω φυλακή, δεν θα τους εμβολιάσω με το ζόρι. Από τις 15 Ιανουαρίου δεν θα μπορείτε να πάτε σε ένα εστιατόριο, δεν θα μπορείτε να πιείτε ένα ποτό, έναν καφέ, να πάτε στο θέατρο, στον κινηματογράφο…», ήταν τα όσα είπε (μεταξύ άλλων) ο Μακρόν, δίνοντας άθελά του τη σπάνια ευκαιρία στα ελληνικά ΜΜΕ να ακριβολογήσουν όταν έκαναν λόγο για «σάλο».
Η αντίδραση σύσσωμης της αντιπολίτευσης -από την ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν έως την εκπρόσωπο της θεσμικής κεντροδεξιάς Βαλερί Πεκρές και τον ηγέτη της «Ανυπότακτης Γαλλίας» Ζαν-Λυκ Μελανσόν- ήταν εντονότατη και εν πολλοίς δικαιολογημένη, με τον Μακρόν να κατηγορείται για καλλιέργεια τεχνητής πόλωσης και διχασμού.
Όμως η καταφυγή σε αυτή την ασυνήθιστη γλώσσα δεν έχει να κάνει με κάποιο λεκτικό ατόπημα ή κάποια υποτιθέμενη έκρηξη του ενοίκου των Ηλυσίων Πεδίων. Τουναντίον, συνιστά κίνηση ψυχρού τακτικισμού εντασσόμενη σε μια λογική που σκοπό έχει να ενδυναμώσει το ηγετικό του προφίλ, ενόψει και των προεδρικών εκλογών του Απριλίου. Μια απλή ανάγνωση των δημοσκοπικών ευρημάτων εξάλλου αρκεί ώστε να επιβεβαιώσει τα παραπάνω.
Έτσι, η πολυδιάσπαση τόσο της Αριστεράς (που μόνο αν καταλήξει σε έναν ευρύ συνασπισμό έχει τύχη να δει υποψήφιό της στον Β’ γύρο) όσο και της Ακροδεξιάς (όπου ο Ερίκ Ζεμούρ έχει αποδυναμώσει καίρια την εκστρατεία της Μαρίν Λεπέν), προϊδεάζει για έναν περίπατο Μακρόν. Αν όμως η υποψήφια των Ρεπουμπλικάνων, Βαλερί Πεκρές, κατορθώσει τελικά να πάρει «κεφάλι» στο ντέρμπι της δεξιάς «πολυκατοικίας» η μάχη της Προεδρίας δεν θα είναι εύκολη. Κι αυτό γιατί η συντηρητική Πεκρές, ως εκπρόσωπος της θεσμικής, συστημικής Δεξιάς της χώρας δεν είναι καθόλου εύκολο να προκαλέσει την πανδημοκρατική συσπείρωση που προκάλεσαν οι υποψηφιότητες του πατρός και της κόρης Λεπέν το 2002 και 2017 αντίστοιχα.
Ταυτόχρονα, η απόφαση του Γάλλου προέδρου ήδη από τον πρώτο χρόνο της θητείας του για εγκατάλειψη του αρχικά ορμητικού κεντρισμού που διακήρυττε, χάριν της ασφάλειας των αξιών της παραδοσιακής συντήρησης, από το αδιάκοπο κρεσέντο αστυνομικής βίας έως την περικοπή φόρων για τους πλούσιους, δημιουργεί το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα σε δύο μετριοπαθώς δεξιές ατζέντες που σε μεγάλο βαθμό συγκλίνουν.
Είναι σε αυτό το το δίλημμα που ο 44χρονος πολιτικός επιχειρεί να απαντήσει, μετατρέποντας την αντιπαράθεση προγραμμάτων σε κόντρα προσώπων και ηγεσίας, δίνοντας κατ’ επέκταση έμφαση στον δυναμισμό και την αποφασιστικότητά του. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψιν ότι στη Γαλλία τα ποσοστά εμβολιασμού του ενήλικου πληθυσμού πλησιάζουν το 90% η κίνηση Μακρόν να «συγκρουστεί» με τους ανεμβολίαστους φαίνεται να είναι μια κίνηση με ελεγχόμενο ρίσκο και χαμηλό κόστος.
Υπάρχει όμως κι ένα σοβαρό ρίσκο, που ο προερχόμενος από τον χώρο όμως της τραπεζικής Μακρόν είναι βέβαιο ότι έχει υπολογίσει. Αυτό έχει να κάνει με την ίδια την εισαγωγή ενός είδους πολιτικής «πυγμής» απεχθούς προς την πλειονότητα των πολιτών ακόμη και για τα δεδομένα του «καισαρικού» ημιπροεδρικού συστήματος. Η γραμμή που χωρίζει την ηγετικότητα από τον κουτσαβακισμό είναι συχνά λεπτή και η εμμονή ενός πολιτικού να επανέρχεται όλο επιθετικότερα σε ένα ζήτημα που ο ίδιος διατείνεται πως λίγο-πολύ έχει λύσει φανερώνει περισσότερο αδυναμία παρά σφρίγος.
Είναι πάνω σε αυτό το πεδίο που με τη σειρά της η αντιπολίτευση θα προσπαθήσει να δώσει απαντήσεις και να προσφέρει εναλλακτική. Το δυστύχημα της υπόθεσης -όπως έχουμε τονίσει σχετικά πρόσφατα- είναι πως αυτές οι απαντήσεις δεν αναμένονται από τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο.