Ο επί μακρόν υποστηρικτής της κατάργησης των τιμωρητικών αυτών ιδρυμάτων, Ζακ Λεσάζ ντε Λα Χαγιέ, αντανακλά δεκαετίες αγώνων κατά των φυλακών και το προσωπικό του ταξίδι από κρατούμενος σε ακτιβιστή. Ο Σκοτ Μπράνσον γράφει:
«Όταν είδα ότι ο Ζακ Λεσάζ ντε λα Χαγιέ (Jacques Lesage de La Haye) κυκλοφόρησε ένα ακόμη βιβλίο με τίτλο ‘Η κατάργηση των φυλακών’, δημοσιευμένο από τον γαλλικό ριζοσπαστικό οίκο ‘Εκδόσεις Λιμπερτάλια’, επιδίωξα, μέσω των αναρχικών ραδιοφωνικών μου δικτύων, να έρθω σε επαφή μαζί του. Ο Ζακ είναι ένας αναρχικός με μεγάλη ιστορία στο χώρο και αγωνίζεται για την κατάργηση των φυλακών στην Γαλλία, ενώ παρουσίαζε για πολλά χρόνια και την ραδιοφωνική εκπομπή, με την ίδια θεματική, ‘Κόντρα στους τοίχους’ (Ras les murs). Το βιβλίο του υπόσχεται να είναι το επιστέγασμα των γραπτών και του αγώνα του εναντίον των φυλακών καθώς και της αλληλεγγύης του σε ανθρώπους εντός και εκτός των κάτεργων.
Ως μεταφραστής και αναρχικός, πάντα έχω στο νου μου να βρω νέα γραπτά να μεταφράσω στα Αγγλικά, έτσι ώστε να ενώσω κινήματα από όλον τον κόσμο μεταξύ τους και ειδικότερα, να περιορίσω τα εθνικά χάσματα μεταξύ συντρόφων. Ο Ζακ ήταν εξίσου ενθουσιασμένος που επικοινωνούσε με έναν αναρχικό και ακτιβιστή κατά του θεσμού της φυλακής, ο οποίος εδράζεται στην Αμερική. Δεν ήταν σίγουρος για το τι γίνεται εδώ [στις ΗΠΑ], αλλά ήταν πολύ ευχαριστημένος όταν έμαθε για τον αποφασιστικό και οργανωμένο αγώνα που γίνεται σήμερα. Από τότε που ήρθαμε σε επαφή, είχαμε τακτικές συζητήσεις, όχι μόνο για τον κοινό μας σκοπό και τις πολιτικές μας πεποιθήσεις, αλλά και περί σεξουαλικότητας, πανδημίας και καθημερινότητας.
Όπως φαίνεται και στα παρακάτω, το κίνημα στην Γαλλία έχει συρρικνωθεί, παρόλο που η ανάγκη για την κατάργηση των φυλακών μόνο να μεγαλώνει μπορεί. Στο ‘Η Κατάργηση των φυλακών’, ωστόσο, ο Ζακ παραθέτει δεκαετίες σκέψης και σχεδιασμού με στόχο την απαλλαγή της κοινωνίας από τις φυλακές, ερευνά μια πληθώρα κειμένων και χρησιμοποιεί τις δικές του εμπειρίες, καθώς υπήρξε κρατούμενος επί πολλά έτη, με στόχο να αναδείξει την απόλυτη αποτυχία των φυλακών να πετύχουν τον υποτιθέμενο λόγο ύπαρξης τους. Από την αναρχική σκοπιά του, ο Ζακ αναγνωρίζει, ότι η πραγματική κατάργηση των φυλακών, θα απαιτούσε την πραγματοποίηση μιας κοινωνικής επανάστασης, αφού η δομή της κοινωνίας στην οποία ζούμε σήμερα χρειάζεται τις φυλακές ως μέσα καταστολής και κρατικής τρομοκρατίας. Από την άλλη, το όραμα του Ζακ για την κατάργηση των φυλακών δεν είναι άμεσο και δεν εξαρτάται από μια χρονικά συνεπή ή αιματηρή επανάσταση. Αντίθετα, ακροβατεί μεταξύ της στήριξης των κρατουμένων, που έχουν γίνει ήδη έρμαια της βίας των φυλακών, και της προσπάθειάς του να μετατρέψει το σύστημα αυτό σε ένα ευρύτερο δίκτυο φροντίδας και αυτονομίας.
Το βιβλίο του Ζακ παρέχει μια διδακτική εισαγωγή στην πρακτική προσέγγιση του αγώνα κατά των φυλακών. Περιγράφει εκτενώς την συναισθηματική και σωματική εξαχρείωση όσων βρίσκονται παγιδευμένοι στο αμείλικτο σύστημα των φυλακών, καταδεικνύοντας επίσης πως οι μηχανισμοί της φυλακής πέρα από ένα συνεχές μαρτύριο και αργό θάνατο στους φυλακισμένους, παρέχουν και κάλυψη στο κράτος για τον ευρύτερο κοινωνικό πόλεμο εναντίον των ανθρώπων, που δεν έχουν (ακόμη) φυλακιστεί. Παρόλο που για τον Ζακ το κίνημα ενάντια στις φυλακές και η αναρχία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, δεν θεωρεί την κατάργηση των φυλακών ως κατήχηση σε πολιτική ιδεολογία, αλλά μάλλον σαν μορφή φροντίδας και βοήθειας, που δημιουργείται από την ανάγκη των ανθρώπων για αλληλοϋποστήριξη και ελευθερία. Όπως επισημαίνει, παρόλο που η κατάργηση αυτή μοιάζει σαν ένα άπιαστο όνειρο, μιας και θα προϋπέθετε την κατάρρευση όλων των ιδρυμάτων του ρατσιστικού καπιταλισμού και του κράτους, είναι ωστόσο κάτι που όντως συμβαίνει σήμερα, σε διάφορους βαθμούς και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Όπως οι υποστηρικτές της κατάργησης τονίζουν, η φυλακή είναι μια σχετικά πρόσφατη εφεύρεση και ο τρόπος που επιβάλλεται σήμερα έχει αναπτυχθεί παράλληλα με την κυριαρχία των αποικιοκρατικών δυνάμεων και του ρατσιστικού καπιταλισμού. Όσο το κράτος και ο καπιταλισμός κηρύττουν ένα παρατεταμένο πόλεμο με σκοπό την αποξένωση των ανθρώπων από ουσιαστικούς τρόπους να ευημερούν και να ζήσουν όπως τους αρμόζει, εμείς κρατάμε το γεγονός, ότι οι άνθρωποι καινοτομούν διαρκώς, ώστε να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον ακόμα και ενώπιον της γεννημένης από το κράτος μαζικής καταστροφής.
Σε όσα ακολουθούν, ο Ζακ αναφέρεται στις προσωπικές του ιστορίες από την φυλακή, στον αγώνα του ως ακτιβιστής και στις σπουδές του ως ψυχολόγος. Μέρος του καθήκοντός μας ως ακτιβιστές ενάντια σε αυτόν τον θεσμό καταστολής, είναι η διατήρηση διαχρονικών ιδεών και έμπνευσης, πέρα από γενιές. Εδώ, θέλω να παρουσιάσω (στμ σημειώνει στα αγγλικά, από όπου και μεταφράσαμε στα ελληνικά) στους αναγνώστες, τους στοχασμούς του Ζακ, πέρα από το βιβλίο του. Ο Ζακ παρέχει μια οπτική, που συνδέει την κοινωνική και συναισθηματική καταστροφή εντός και εκτός φυλακής, οπτική που μας βοηθάει να αντιληφθούμε το βίαιο οικοσύστημα μέσα στο οποίο ζούμε ενώ οραματιζόμαστε έναν κόσμο βασισμένο στην αλληλεγγύη. Τέλος θεωρεί ότι η κατάργηση των φυλακών θα έρθει ‘χτίζοντας’ όλο και περισσότερες από αυτές τις μορφές αλληλοβοήθειας, μέχρι οι φυλακές να αποδειχθούν παρωχημένες».
Η Συνέχεια μίας Ξεχασμένης Μάχης
Άρθρο του Ζακ Λεσάζ ντε Λα Χαγιέ
«Έχω αριστοκρατικές ρίζες: μητέρα μου ήταν η Παγιέν Ντε Λα Γκαραντερί, πατέρας μου ο Λεσάζ ντε Λα Χαγιέ. Έλαβα μια πολύ αυστηρή εκπαίδευση, γεμάτη βία και ψυχρότητα. Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος σε υπερωκεάνια ταξίδια, οπότε απουσίαζε συχνά, με εξαίρεση δύο μήνες το χρόνο που επέστρεφε, έχοντας πάρει την άδειά του. Μεγαλώνοντάς μας μόνη, η μητέρα μου είχε την πεποίθηση ότι ήταν καθήκον της να αναλάβει και τον πατρικό ρόλο, που στο μυαλό της σήμαινε να τιμωρεί βίαια κάθε ένδειξη ανυπακοής. Η πρακτική αυτή ασκήθηκε εντατικά στα δύο μεγαλύτερα της παιδιά, τον μικρό μου αδερφό Ζαν-Πολ και εμένα. Μας χαστούκιζε και μας έδερνε πολύ συχνά. Ωστόσο, είχε μια διαφορετική αντιμετώπιση στα δύο άλλα παιδιά της, την αδερφή μας και τον μικρότερο μας αδερφό, διότι συνειδητοποίησε τα λάθη που είχε κάνει με εμάς, αφού είχαμε και οι δύο καταλήξει εγκληματίες και εκτίαμε ποινές στη φυλακή.
Όταν ο Ζαν-Πολ ήταν 16 και εγώ 17 αντιμετωπίσαμε προβλήματα με την αστυνομία, επειδή είχαμε αποπειραθεί μια κλοπή που τελικά απέτυχε. Δεν υπήρξαν συνέπειες, όμως χάσαμε πλήρως τον έλεγχο της κατάστασης. Όχι μόνο συνεχίσαμε τις κλοπές, αλλά ξεκινήσαμε και τις ληστείες. Μαζί με δύο φίλους μας, πήραμε μέρος σε μία ληστεία σε τραίνο. Δυστυχώς η κατάσταση ξέφυγε, ένας άνθρωπος έχασε την ζωή του. Ένας από τους φίλους μας τον χτύπησε θανάσιμα με ένα ρόπαλο κλεμμένο από τον πατέρα του, που ήταν συνταγματάρχης στο σώμα μηχανικών του στρατού. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι η άκρη του ήταν ενισχυμένη με μόλυβδο.
Μας συνέλαβαν όλους το 1957 και ο φίλος μας Ζαν-Κλοντ, καταδικάστηκε σε θάνατο. Ωστόσο, έπειτα από έφεση, του επιβλήθηκε ισόβια κάθειρξη. Η ποινή που ορίστηκε σε εμένα και τον αδερφό μου ήταν 20 χρόνια καταναγκαστικών έργων. Ο αδελφός μου δεν κατάφερε να αντέξει το σοκ. Η ψυχολογική του κατάσταση χειροτέρευσε, μέχρι που τον έστειλαν στην ψυχιατρική πτέρυγα, όπου δυστυχώς θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του. Λόγω μείωσης των ποινών και μιας υπό βαρείς όρους αναστολής, ο Ζαν-Κλοντ αποφυλακίστηκε μετά από 13,5 χρόνια.
Όσο για εμένα, φτάνοντας στο Maison Centrale – τη φυλακή, ασχολήθηκα ξανά με την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και πήρα απολυτήριο με ειδίκευση στην φιλοσοφία. Συνέχισα με την εγγραφή μου στο Πανεπιστήμιο της Κάεν, μιας και βρισκόμουν σε ποινικό ίδρυμα της ίδιας πόλης. Λόγω του εγκλεισμού μου, ήταν αδύνατη η δια ζώσης παρακολούθηση, οπότε λάμβανα μέσω αλληλογραφίας τα μαθήματα μου, πράγμα που έκανε την ακαδημαϊκή μου σταδιοδρομία πολυετή και δύσκολη. Πήρα το θεωρητικό μου πτυχίο και έκανα μέρος των σπουδών μου στην ψυχολογία, τις οποίες ολοκλήρωσα όταν αποφυλακίστηκα, οπότε απέκτησα και ένα μεταπτυχιακό προχωρημένης ειδίκευσης (le diplôme d’études supérieures spécialisées, DESS, μια παλιότερη μορφή διπλώματος).
Η βία της μητέρας μας προξένησε βία εναντίον της κοινωνίας από εμένα και τον αδερφό μου. Δυστυχώς, όντας μόνος απέναντι στον κρατικό μηχανισμό ο Ζαν Πωλ δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Όσο για εμένα, καθώς συνέχιζα τις σπουδές μου στον τομέα της ψυχολογίας, ξεκίνησα την αυτοανάλυση. Είχα μάθει ότι ο Φρόυντ, πατέρας της ψυχανάλυσης, δεν μπορούσε να έχει τον προσωπικό του ψυχαναλυτή, οπότε εκτελούσε την συγκεκριμένη πρακτική. Ακολούθησα το παράδειγμά του με τη βοήθεια του βιβλίου “Αυτοανάλυση” της Κάρεν Χόρνει. Η διαδικασία κράτησε έξι ολόκληρα χρόνια, από το 1959 μέχρι το 1965. Αργότερα, επανήλθα και ολοκλήρωσα αυτή την διαδικασία, μεταξύ 1978 και 1986, μέσω ανάλυσης από την Αρλέτ Γκαστίν, ακόλουθο του Βίλχλεμ Ράιχ.
Αρκετά γρήγορα συνειδητοποίησα τις απάνθρωπες συνθήκες της φυλακής, αντιστάθηκα στην κράτηση μου, και, με λίγες εξαιρέσεις, στο προσωπικό των φυλακών. Η επαναστατική μου συμπεριφορά είχε πολλές φορές ως αποτέλεσμα την τιμωρία μου, και με οδηγούσε πολλές φορές στην απομόνωση. Ωστόσο, δύο διευθυντές της φυλακής, με υποστήριξαν και με βοήθησαν να συνεχίσω τις σπουδές μου, ακόμη και διευκολύνοντας την απαραίτητη διαδικασία για να εξεταστώ στο πανεπιστήμιο. Έλαβα πολλές διαγραφές ποινών χάρη στα διπλώματα, ενώ κέρδισα και μια σημαντική ελάττωση της αρχικής δικαστικής απόφασης, 5,5 από τα 20 χρόνια, και εν τέλει αποφυλακίστηκα μετά από 11,5 χρόνια, το 1968.
Λίγο μετά την αποφυλάκισή μου, συνεργάστηκα με τον φιλόσοφο Μισέλ Φουκώ, που ίδρυσε και την Ομάδα Πληροφοριών Φυλακών ή Ο.Π.Φ. (GIP, Groupe Informations Prison) το 1971. Οργανώσαμε δημόσιες συζητήσεις και δράσεις εναντίον της φυλάκισης, οι οποίες έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα λόγω του Φουκώ και των πολλών διανοουμένων φίλων του. Μαζί με άλλους πρόσφατα αποφυλακισμένους από το «Κεντρικό Σπίτι», στο Μέλαν, δημιουργήσαμε και ένα ακόμη κίνημα κατά των φυλακών, την Επιτροπή Δράσης Φυλακών ή Ε.Δ.Φ.(CAP, Comité d’Action des Prisonniers) το 1971, το οποίο δραστηριοποιούταν μέχρι το 1980.
Η ειδοποιός διάφορα μεταξύ των Ε.Δ.Φ. και Ο.Π.Φ. ήταν, ότι το Ε.Δ.Φ. είχε ιδρυθεί από πρώην κρατούμενους, ενώ το Ο.Π.Φ. ήταν περισσότερο ένα κίνημα διανοουμένων με μέλη όπως οι Φουκώ, Κλοντ Μοριάκ, Πιερ Βιντάλ-Νακέ, μαζί με άλλους ομόλογους τους και μια ομάδα φυλακισμένων που συγκέντρωσαν γύρω τους. Το Ε.Δ.Φ. όμως, είχε δημιουργηθεί μόνο από πρώην φυλακισμένους, όπου ακόμη και στην περίπτωση που ο Φουκώ ερχόταν μαζί μας, τέτοιο θα παρέμενε.
Το γεγονός ότι γνώρισα τον Φουκώ και ήμουν ενεργό μέλος και του Ο.Π.Φ. και του Ε.Δ.Φ., όπως με άλλες δράσεις κατά των φυλακών, εξηγεί την συγγραφή του ‘Η Κατάργηση των Φυλακών’.
Όταν ήμουν 17 χρόνων, έκανα ένα ταξίδι μελετώντας το εμπόριο πετρελαίου μεταξύ Γαλλίας και Ρουμανίας. Ως δόκιμος αξιωματικός σε πετρελαιοφόρο, βρήκα αυτό που έψαχνα. Μια χώρα πίσω από το ‘σιδηρούν παραπέτασμα’. Σκεφτόμουν ότι εφόσον μου ήταν αδύνατο να αποδεχτώ τις ιδέες των αριστοκρατών και της μπουρζουαζίας, η μοναδική μου διέξοδος ήταν να γίνω κομμουνιστής. Βρέθηκα στην Κωστάντζα, ένα ρουμανικό λιμάνι στη Μαύρη Θάλασσα. Όσο το πλοίο είχε αράξει, κατέβηκα να επισκεφθώ την πόλη και το λιμάνι. Στον δρόμο της επιστροφής τράβηξα πολλές φωτογραφίες από τις εγκαταστάσεις του λιμανιού καθώς και από τα σοβιετικά πολεμικά πλοία. Έγινα αντιληπτός από κάποιους φρουρούς που με ακολούθησαν κρατώντας όπλα. Ευτυχώς κατάφερα να επιστρέψω στο πλοίο, αλλά εκείνοι περίμεναν για ώρες στο τέλος της σκάλας του πλοίου, ελπίζοντας ότι θα κατέβαινα… Σοκαρισμένος από την αντίδρασή τους, στο δραστήριο 17χρόνο μυαλό μου ήταν προφανές. Για μένα η αναρχία ήταν μονόδρομος.
Στο ‘Κεντρικό Σπίτι’, τη φυλακή όπου εξέτισα την ποινή μου από το 1958 έως το 1968, δεν υπήρχαν αναρχικοί κρατούμενοι. Το μεγαλύτερο μέρος των φυλακισμένων ήταν άνθρωποι φτωχοί και απολιτίκ. Δεν είχα επικοινωνία με ανθρώπους που πάλευαν εκ των έσω. Μόνο από τη δεκαετία του 1970 και μετά πολιτικοποιήθηκε ένα μέρος των κρατουμένων. Ωστόσο στο Ο.Π.Φ., είδα πρώην φυλακισμένους του ‘Κεντρικού Σπιτιού’, όπως ο Σερζ Λιβροζέ, που αυτοαποκαλούνταν αναρχικοί. Αφού διάβασα για αυτό το πολιτικό ρεύμα, έμαθα ότι ταιριάζει απόλυτα με τις ιδέες μου. Ο Λιβροζέ έγραψε το βιβλίο ‘Από την Φυλακή στην Εξέγερση’, και συνιδρύσαμε το Ε.Δ.Φ. μαζί μερικούς ακόμη.
Μέσω της ανάλυσης μου κατάφερα να εξοικειωθώ με τη σκέψη του Ράιχ. Στη συνέχεια εντάχθηκα και στο ‘Κέντρο Σπουδών για τον Βίλχεμ Ράιχ’, που ιδρύθηκε από τους Ζεράρ Γκουάς και Αρλέτ Γκαστίν, οι οποίοι με μύησαν σε αυτήν την μέθοδο, μια μέθοδο ταυτόχρονα ψυχολογικής, σωματικής και κοινωνικοπολιτικής φύσεως. Αυτή η εκπαίδευση, διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων χρόνων, μου επέτρεψε να γίνω Ραϊχικός αναλυτής. Το 1995, δημιούργησα το τον Κύκλο σπουδών για τον Βίχλεμ Ράιχ μαζί με τον Ζεράρ Γκουάς. Τον Ιανουάριο του 2021 σταμάτησα να ηγούμαι του Κύκλου και ένας άλλος αναλυτής του Ράιχ ανέλαβε την εκπαίδευση.
Ο Ραϊχικός αναρχισμός είναι μια πολιτική ιδεολογία που δε μένει στη θεωρία. Λαμβάνει υπόψιν τον ψυχισμό, το σώμα και την κοινωνία. Σύμφωνα με την ψυχοσωματική ιατρική, αυτό υπαινίσσεται την ιδέα μιας λειτουργικής ενότητας του ζώντος ανθρώπου, η οποία υπερβαίνει το καρτεσιανό δυϊσμό. Ο άνθρωπος είναι βιοψυχοπολιτικός. Το μειονέκτημα ενός αποκλειστικά πολιτικού αγώνα είναι ότι δεν περιλαμβάνει το σώμα και τον ψυχισμό. Αντίστοιχα, ένα μέρος των σωματικών θεραπειών αγνοούν την πολιτική διάσταση της ζωής και καταλήγουν να εξυπηρετούν την πλουτοκρατία λόγω της πολύ υψηλής τιμολόγησής τους. Εμείς από την άλλη, ασκούμε αυτό που ονομάζουμε δημοκρατική τιμολόγηση, να πληρώνει ο καθένας ότι μπορεί.
Η δουλειά μου ως ψυχιατρικός ψυχολόγος με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι η κράτηση των ψυχικά ασθενών ανθρώπων είναι μια μεσαιωνικού τύπου προσέγγιση. Θεωρώ πως η θεραπεία θα πρέπει να συμβαίνει σε καθεστώς ελευθερίας, χωρίς κάποιον περιορισμό. Στην κλινική μου δουλειά πάντα ενθάρρυνα το αίσθημα ελευθερίας των ασθενών μου. Το να είσαι τρελός δε σημαίνει να είσαι ελεύθερος. Η ψυχολογία και η ψυχιατρική μας υπενθυμίζουν ότι δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε τα ανθρώπινα προβλήματα με αποκλειστικά πολιτική προσέγγιση, το οποίο ήταν και η παγίδα των σοσιαλιστικών δημοκρατιών στην άλλη πλευρά του τείχους του Βερολίνου. Στη φυλακή, υπάρχουν άνθρωποι, που οι ψυχικές τους ασθένειες τους οδηγούν στον δρόμο της παρανομίας. Υπάρχουν και άνθρωποι, που αρρωσταίνουν ψυχικά λόγω του εγκλεισμού τους. Αυτό συνέβη και στον αδελφό μου, Ζαν Πολ.
Το ζήτημα της σεξουαλικότητας και της συναισθηματικής κατάστασης μου φαινόταν πάντα ζωτικής σημασίας στην φυλακή. Ο εκνευρισμός οδηγεί στην οργή, το μίσος, και την επιθυμία για εκδίκηση. Επιπλέον, η ιδέα της τιμωρίας είναι ένα μνημειώδες λάθος. Λειτουργεί μέσω του αισθήματος της ενοχής. Υιοθετεί την έννοια του λάθους, βασικής οπισθοδρομικής πεποίθησης πολλών θρησκειών. Η ατμόσφαιρα των ίδιων των φυλακών οδηγεί τους κρατούμενους στη βία, μια βία που αντανακλά τη βία του ίδιου του εγκλεισμού τους.
Αναγκάστηκα να συγκρουστώ δύο φορές όσο βρισκόμουν στο ‘Κεντρικό Σπίτι». Επομένως, πιστεύω ότι μια τιμωρία δεν πρέπει ποτέ να είναι βίαιη, γιατί έτσι δεν έχει εποικοδομητικό χαρακτήρα. Δεν ήταν αυτός ο μόνος λόγος που με οδήγησε προς τον ακτιβισμό κατά των φυλακών. Ήταν, πάνω από όλα, η σωματική, ψυχολογική και κοινωνική καταστροφή που επιφέρει στον άνθρωπο ο εγκλεισμός του. Αν θέλουμε να βοηθήσουμε τους φυλακισμένους να ανοικοδομήσουν τους εαυτούς τους, είναι καθήκον μας να δημιουργήσουμε μια παιδαγωγική και θεραπευτική ατμόσφαιρα.
Ακτιβιστές του κινήματος κατά των φυλακών έχουν σχεδόν εκλείψει από τη Γαλλία. Αυτοί που απομένουν, διατρέχουν τον κίνδυνο λογοκρισίας των εκπομπών τους ή απαγόρευσης των εκδόσεών τους, μία μικρή απειλή που γενικά δεν υλοποιείται. Τέλος πάντων, η ιδέα του αγώνα ενδιαφέρει ελάχιστους ανθρώπους σήμερα. Λαμβάνω όλο και λιγότερες προσκλήσεις για δημόσιο διάλογο γύρω από τις φυλακές. Φαντάζομαι ότι δεν θα έχω ούτε μία για καιρό ακόμη! Από τότε που σταμάτησα να μετέχω στις εκπομπές για την φυλακή του ράδιο- Λιμπερτάλια, ενημερώνομαι ελάχιστα για τον κόσμο των φυλακών. Γνωρίζω όμως ότι δεν υπάρχει κάποιο αληθινό κίνημα ενάντια στις φυλακές στην γαλλική κοινωνία. Το κοινό σφυρίζει αδιάφορα επί του θέματος. Είναι περισσότερο της μόδας να ανησυχείς για τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Οι ιδέες του κινήματος δέχουν πολύ μικρό αντίκρυσμα, κι αυτό χάρη στην καλή φήμη των θεωρητικών της, όπως η Άντζελα Ντέιβις.
Ακόμα πιστεύω στην κατάργηση των φυλακών, όπως και σε αυτή του κράτους, απλά λιγότερο από ότι παλιά, διότι φαντάζει πιο μακρινό, ίσως σε 20, 30 ή 50 χρόνια, δεν μπορώ να γνωρίζω. Όμως, μέσα από τις διαρκείς μας κατακτήσεις, οι φυλακές μπορεί να κλείσουν, αφήνοντας στη θέση τους κάποιες καλύτερες εναλλακτικές. Η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει, αλλά αν εφησυχαστούμε και δεν συνεχίσουμε τον αγώνα, μπορεί να μην ολοκληρωθεί ακόμη και στο απώτερο μέλλον.
Όσοι αγωνίζονται για την κατάργηση των φυλακών οφείλουν να συνεχίσουν να γράφουν βιβλία, να οργανώνουν ντιμπέιτ και να αμφισβητούν και προκαλούν τις κυβερνήσεις. Ένα τρανό παράδειγμα είναι η κατάργηση της θανατικής ποινής στη Γαλλία, που επετεύχθη χάρη στον σκληρό αγώνα δύο οργανώσεων και την έλευση στην κεντρική πολιτική σκηνή του Ρομπέρ Μπαντιντέρ, δικηγόρου, πολιτικού και ακτιβιστή. Όταν η αριστερά κατέλαβε την εξουσία, το 1981, ανέλαβε υπουργός Δικαιοσύνης. Κατάφερε να καταργήσει τη θανατική ποινή, παρά την αντίρρηση του 62% των Γάλλων πολιτών. Όφειλε άλλωστε να είναι μια πολιτική απόφαση».
*Η έκδοση του «Η Κατάργηση των Φυλακών» είναι μια προσωπική προσπάθεια να συνεχιστεί ένας αγώνας, που στην Γαλλία μοιάζει πλέον ξεχασμένος, ή ακόμη και ξεπερασμένος.Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά στο roar και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ανδρέα Ντουρακόπουλο. https://roarmag.org/essays/france-prison-abolition-la-haye/