ΑΘΗΝΑ
01:09
|
22.11.2024
Τι σημαίνει για εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστριες το εργασιακό σύστημα «καφάλα» ή αλλιώς η σύγχρονη δουλεία του Λιβάνου.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Αντιμέτωπες με τη σύγχρονη δουλεία βρίσκονται όσες μετανάστριες αναγκάζονται να εργαστούν στον Λίβανο ως οικιακές βοηθοί στο πλαίσιο του συστήματος καφάλα (kafala), με πολυάριθμες μαρτυρίες να κάνουν λόγο για καταπάτηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εγκλωβισμό των γυναικών σε ένα κύκλο βίας που θέτει τη ζωή τους σε κίνδυνο. Στις ελάχιστες δε περιπτώσεις που οι εργαζόμενες επιχειρούν να απομακρυνθούν από το εργασιακό περιβάλλον και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, τα πρακτορεία και οι εργοδότες τους, με την ανοχή του κράτους, έχει τεκμηριωθεί πως κακοποιούν (ακόμη περισσότερο) τις εργαζόμενες, αρνούνται να τις επιστρέψουν τα διαβατήριά τους, αποφεύγουν τη νομική τους υποχρέωση να πληρώσουν για τα εισιτήρια επιστροφής τους ενώ σε πολλές περιπτώσεις τις κατηγορούν για σωρεία εγκλημάτων προκειμένου να αποφύγουν την αποπληρωμή τους για έτη εργασίας.

H 40χρονη Σάρα, τη σπαρακτική μαρτυρία της οποίας φιλοξενεί σε δημοσίευμά του το Al Jazeera, έφτασε στον Λίβανο τον Φεβρουάριο του 2021. Όπως διηγείται η ίδια, κατά την άφιξή της υπέγραψε ένα συμβόλαιο στα αραβικά και της αφαιρέθηκε το διαβατήριό της. Κακοποιήθηκε από την εργοδότριά της, η οποία της απαγόρευσε να χρησιμοποιεί το μπάνιο ή το ντους και είπε στα παιδιά της να την αποκαλούν «γορίλα».

Συνήθιζα να κάνω ντους όταν έβλεπα ότι ήταν μεθυσμένη ή όταν πήγαινε για ύπνο. Άνοιγα την πόρτα σιγά σιγά, πήγαινα έξω, έβαζα νερό, κρύο νερό, και έκανα ντους έξω στο μπαλκόνι.

Τον Σεπτέμβριο του 2021 ο πατέρας της Σάρα, ο οποίος βρισκόταν στην Κένυα, έπαθε πνευμονία και χρειαζόταν οξυγόνο προκειμένου να κρατηθεί ζωντανός. Όταν η ίδια ζήτησε 200 δολάρια προκαταβολή από το μισθό που θα της καταβαλλόταν στο τέλος της διετούς σύμβασής της, οι εργοδότες της απαίτησαν να αποδείξει ότι ο πατέρας της ήταν άρρωστος. 

«Οι γιατροί μας είπαν “έχετε μείνει για πολύ καιρό στο νοσοκομείο χωρίς να πληρώσετε, οπότε πρέπει να σας αφαιρέσουμε το οξυγόνο”. Το αφεντικό μου είπε ότι θα πλήρωνε, αλλά δεν πλήρωσε ποτέ. Και τότε ήταν που πέθανε» διηγήθηκε κλαίγοντας η Σάρα δείχνοντας το βίντεο στο οποίο ο πατέρας της απεικονίζεται σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, συνδεδεμένος με φιάλη οξυγόνου.

«Ένιωσα ότι έφταιγα εγώ. Ήθελα να πεθάνω».

Πρόκειται για μία από τις πολλές οικιακές βοηθούς που εισήλθαν στη χώρα μέσω του συστήματος καφάλα, ενός νομικού πλαισίου που καθορίζει τη σχέση μεταξύ των μεταναστών εργαζομένων και των εργοδοτών τους στον Λίβανο και πολλές ακόμη χώρες και δημιουργήθηκε με σκοπό την παροχή φθηνού και άφθονου εργατικού δυναμικού.

Ένα καταχρηστικό σύστημα εργασιακής εκμετάλλευσης

Περίπου 250.000 μετανάστες και μετανάστριες, κατά κύριο λόγο γυναίκες, οι οποίες προέρχονται κυρίως από χώρες της Αφρικής και της Ασίας, εκτιμάται πως απασχολούνται μέσω του καφάλα στον τομέα των οικιακών εργασιών στον Λίβανο.

Η πρόσληψη των εργαζομένων γίνεται συνήθως μέσω τοπικών γραφείων ευρέσεως εργασίας που χρησιμοποιούν οι εργοδότες. Μόλις προσληφθούν, οι εργαζόμενοι υπογράφουν μια σύμβαση, η οποία κατά κανόνα είναι γραμμένη στα αραβικά, και από τη στιγμή που φτάνουν στη χώρα, τους αφαιρούνται τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα και δεν μπορούν να μετακινηθούν χωρίς τον νέο τους εργοδότη.

«Όταν οι μετανάστριες έρχονται στον Λίβανο για να εργαστούν, νομίζουν ότι έρχονται στη χώρα των ονείρων τους και ότι θα βγάλουν πολλά χρήματα για να τα στείλουν στις οικογένειές τους. Αλλά όταν πατούν το πόδι τους στον Λίβανο, οι εργοδότες τους αφαιρούν τα έγγραφά τους. Δεν μπορούν να μετακινηθούν, δεν μπορούν να δραπετεύσουν, δεν μπορούν καν να παραμείνουν στη χώρα αν οι εργοδότες δεν τους θέλουν πλέον» σημειώνει μιλώντας στο Middle East Eye η υπεύθυνη του προγράμματος της Legal Action Worldwide για τον Λίβανο, Φατίμα Σαχέιντ (Fatima Shahade).

Το σύστημα, το οποίο έχει καταγγελθεί επανειλημμένως από οργανώσεις και φορείς ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι δομημένο ώστε να οδηγεί στην εκμετάλλευση, καθώς η σχέση μεταξύ των αλλοδαπών οικιακών βοηθών και της εργοδοσίας είναι εμφανώς πολύ μακριά από την ισορροπία μιας εργασιακής σχέσης. Ως αποτέλεσμα, οι εργαζόμενες, των οποίων τα δικαιώματα καταπατώνται πολλαπλώς, υφίστανται εκμετάλλευση και κακοποίηση, η οποία σπάνια περιορίζεται στο εργασιακό επίπεδο. 

«Το περιοριστικό σύστημα εκμετάλλευσης του Λιβάνου παγιδεύει δεκάδες χιλιάδες μετανάστριες οικιακες βοηθούς σε ιδιαίτερα καταχρηστικές συνθήκες που ισοδυναμούν, στη χειρότερη περίπτωση, με σύγχρονη δουλεία. Ο νόμος αποτυγχάνει να προστατεύσει τις εργαζόμενες και το καθεστώς δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για την αλλαγή του ισχύοντος συστήματος» σημειώνει σχετικά η ερευνήτρια του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τον Λίβανο (Human Rights Watch),  Άγια Ματζούμπ (Aya Majzoub). 

Η παραπληροφόρηση σχετικά με το τι πρέπει να περιμένουν στον Λίβανο, η αδυναμία ανάγνωσης ενός συμβολαίου γραμμένου σε ξένη γλώσσα, η ανάγκη για οικονομικούς πόρους, η αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής και η έλλειψη νομικής προστασίας παγιδεύουν πολλές μετανάστριες σε μια ζωή εκμετάλλευσης και κακοποίησης.

Οι οικιακές βοηθοί που φτάνουν στον Λίβανο, όχι μόνο δεν καλύπτονται, αλλά ούτε καν αναγνωρίζονται από την εργατική νομοθεσία της χώρας, γεγονός που συχνά ευνοεί τις κακοποιητικές συμπεριφορές των εργοδοτών, με περιστατικά ξυλοδαρμών και σεξουαλικών επιθέσεων να έχουν καταγραφεί επανειλημμένως. 

Όπως διευκρινίζει το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «το άρθρο 7 της εργατικής νομοθεσίας εξαιρεί ρητά τις μετανάστριες οικιακές βοηθούς, στερώντας τους την προστασία που δικαιούνται άλλοι εργαζόμενοι, όπως ο κατώτατος μισθός, τα όρια των ωρών εργασίας, η εβδομαδιαία ημέρα ανάπαυσης, η αμοιβή για υπερωρίες και η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Αντ’ αυτού, το καθεστώς τους στο Λίβανο ρυθμίζεται από το σύστημα καφάλα, ένα περιοριστικό καθεστώς νόμων, κανονισμών και εθιμικών πρακτικών που συνδέει τη νόμιμη διαμονή των μεταναστών εργαζομένων με τους εργοδότες τους. Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να φύγουν ή να αλλάξουν εργασία χωρίς τη συγκατάθεση των εργοδοτών τους. Όσες εγκαταλείπουν τους εργοδότες τους χωρίς άδεια κινδυνεύουν να χάσουν τη νόμιμη διαμονή τους και κινδυνεύουν με κράτηση και απέλαση».

Την ίδια ώρα, η εργασία στο πλαίσιο του καφάλα σε αρκετές περιπτώσεις οδηγεί τους εργαζόμενους στο θάνατο, όπως επισημαίνει το δημοσίευμα του Middle East Eye, με την αδιαφάνεια του συστήματος να καθιστά αδύνατη τη διευκρίνιση των συνθηκών θανάτου και τα μέσα ενημέρωσης να συγκαλύπτουν τους ηθικούς αυτουργούς χαρακτηρίζοντας τους θανάτους ως αυτοκτονίες. Ορισμένες εργαζόμενες έχουν χάσει τη ζωή τους λόγω πτώσης τους από κτίρια ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν, ενώ άλλες περιπτώσεις έχουν καταγραφεί ως αυτοκτονίες, συχνά χωρίς να έχει προηγηθεί καμία έρευνα. 

 Σύμφωνα με τη Γενική Ασφάλεια του Λιβάνου, δύο μετανάστες που εργάζονται ως οικιακοί βοηθοί χάνουν τη ζωή τους κάθε εβδομάδα στη χώρα κατά μέσο όρο, ενώ, μέσω του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το 2008 καταγράφηκε πως μία οικιακή βοηθός ανά εβδομάδα χάνει τη ζωή της από μη φυσικά αίτια. 

«Η μακροχρόνια εργασία μέσα σε ένα σπίτι, χωρίς καν να βλέπουν το φως του ήλιου, χωρίς να πληρώνονται, χωρίς να μπορούν να τηλεφωνούν στην οικογένειά τους, χωρίς να μπορούν να βλέπουν τηλεόραση ή να ακούν ραδιόφωνο, κάνει τις οικιακές βοηθούς να αποσυνδέονται από τον κόσμο» ανέφερε μιλώντας στο Middle East Eye η Μπαντσί Γιμέρ (Banchi Yimer), που είχε την τύχη να εγκαταλείψει τον Λίβανο το 2018 και να μετακομίσει στον Καναδά, όπου ζει από τότε.

Συνήθιζα να κοιμάμαι στο πάτωμα στο μπαλκόνι, επειδή ο εργοδότης μου δεν ήθελε να κοιμάμαι στον καναπέ. Αναγκάστηκα επίσης να πηγαίνω σε συγγενείς του για να κάνω δουλειές, δωρεάν. Αντί να τους δίνει σοκολάτες ως δώρα, τους έστελνε εμένα.

Το 2017 ίδρυσε την Egna Legna Besidet, μια οργάνωση που υποστηρίζει την κατάργηση του συστήματος εκμετάλλευσης και παρέχει υποστήριξη σε μετανάστριες οικιακές βοηθούς, συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας σε ζητήματα ψυχικής υγείας, με την οργάνωση να αποτελεί την πρώτη του είδους της που συνδράμει τις μετανάστριες οικιακές βοηθούς στον Λίβανο. Η οργάνωση, την οποία πλέον διευθύνει η Μπ. Γιμέρ δραστηριοποιείται στον Λίβανο και τον Καναδά.

Εγκαταλελειμμένες χωρίς χρήματα έξω από κλειστές πρεσβείες

Η ανεξέλεγκτη οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την πανδημία και την πολιτική αστάθεια στη χώρα έχουν οδηγήσει περισσότερο από το μισό πληθυσμό του Λιβάνου στη φτώχεια, με αποτέλεσμα τη σημαντική επιδείνωση των ήδη κακών συνθηκών διαβίωσης των μεταναστών που απασχολούνται μέσω του συστήματος καφάλα, καθώς ενώ η ζήτηση για οικιακές βοηθούς στη χώρα παραμένει υψηλή, τα χρήματα για την πληρωμή τους είναι ελάχιστα.

«Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τοπικές οργανώσεις καταγράφουν συχνά τη μη καταβολή μισθών, τον αναγκαστικό εγκλεισμό, την παρακράτηση εγγράφων ταυτότητας, τις υπερβολικές ώρες εργασίας και τη λεκτική, σωματική και σεξουαλική κακοποίηση. Εν μέσω της οικονομικής κρίσης του Λιβάνου και της πανδημίας Covid-19, τα περιστατικά τέτοιας κακοποίησης κατά των μεταναστών οικιακών βοηθών έχουν αυξηθεί. Καθώς το εθνικό νόμισμα υποτιμήθηκε και ο πληθωρισμός αυξήθηκε, πολλοί εργοδότες μετατόπισαν το οικονομικό βάρος στους εργαζομένους τους και μείωσαν τους μισθούς τους – και αυτό στις περιπτώσεις που τους πλήρωναν» επισημαίνει η  Άγ. Ματζούμπ, συμπληρώνοντας πως οι εργοδότες εγκατέλειψαν εκατοντάδες εργαζόμενες έξω από προξενεία ή πρεσβείες, συχνά χωρίς χρήματα, διαβατήρια, τα υπάρχοντά τους ή εισιτήρια για την πτήση επιστροφής στις χώρες καταγωγής τους. 

Τον Νοέμβριο του 2021 ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για την ακραία φτώχεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα ζήτησε την κατάργηση του συστήματος καφάλα στον Λίβανο κατά την επίσκεψή του στη χώρα, και επέστησε την προσοχή στον κίνδυνο απέλασης που διατρέχουν οι άνθρωποι που υπάγονται σε αυτό, καθώς «μόλις οι οικιακοί βοηθοί εγκαταλείψουν την εργοδοσία τους, χάνουν το δικαίωμα παραμονής τους στη χώρα και θεωρούνται λαθρομετανάστες, με αποτέλεσμα να διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο σύλληψης και κράτησης».

Το σήμα κινδύνου του ΟΗΕ ακολούθησαν τότε οι δηλώσεις του υπουργού Εργασίας, Μουσταφά Μπαϊράμ (Moustafa Bayram), ο οποίος ισχυρίστηκε πως δεσμεύεται να «εξετάσει προσεκτικά τα κριτήρια των γραφείων ευρέσεως εργασίας για τη χορήγηση αδειών με σκοπό την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων» και να εφαρμόσει μια τυποποιημένη ενιαία σύμβαση που θα ορίζει τα εργασιακά δικαιώματα των οικιακών βοηθών που δεν είναι πολίτες του Λιβάνου.

«Μετά από τρεις μήνες καταναγκαστικής εργασίας είπα στο αφεντικό μου ότι το χέρι μου πονάει»

Όταν η 21χρονη Γιασμίν είπε στο αφεντικό και της ότι θέλει να επιστρέψει στην Κένυα για να φροντίσει τον ενός έτους γιο της, εκείνος το αρνήθηκε και η ίδια τράπηκε σε φυγή. Στην ίδια κατεύθυνση με πολλές άλλες περιπτώσεις οικιακών βοηθών, το συμβόλαιο που έχει υπογράψει είναι στα αραβικά, δεν γνωρίζει πού βρίσκεται το διαβατήριό της και δεν έχει πληρωθεί, καθώς φοβάται να πει στο πρακτορείο της ότι έφυγε, φοβούμενη ότι θα την αναγκάσουν να επιστρέψει στη δουλειά.

«Το μυαλό μου είναι μπερδεμένο, είναι μακριά. Δεν είμαι τόσο καλά. Δεν ήρθα εδώ για να το σκάσω. Αλλά ανησυχώ πολύ για τον γιο μου και η μόνη μου έγνοια είναι να πάω στην Κένυα το συντομότερο δυνατό. Είμαι κουρασμένη. Όλο μου το σώμα πονάει και νιώθω αδύναμη. Χθες είπα στο αφεντικό μου ότι το χέρι μου πονάει» είπε η Γιασμίν δείχνοντας στο Al Jazeera τις γεμάτες ματωμένες φουσκάλες παλάμες της, ενώ, όπως διηγείται δούλευε επί τρεις μήνες σε συνθήκες καταναγκαστικής εργασίας. 

«Γιατί δεν γίνονται έρευνες; Επειδή στον Λίβανο υπάρχει παρελθόν έλλειψης επιβολής του νόμου, και ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μετανάστριες οικιακές βοηθούς. Δεν είναι δύσκολο να μάθουμε ποιοι είναι οι εργοδότες αυτών των ανθρώπων» δήλωσε στο Al Jazeera η Άγ. Ματζούμπ. 

Τον Σεπτέμβριο του 2020, η τότε υπηρεσιακή κυβέρνηση προσπάθησε να διευκολύνει τις συνθήκες εργασίας των μεταναστριών οικιακών βοηθών με την ενοποίηση της σύμβασης εργασίας για την εξισορρόπηση της σχέσης μεταξύ εργοδοτών και οικιακών βοηθών. Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Middle East Eye, η  νέα σύμβαση θα έδινε το δικαίωμα στους εργαζόμενους να καταγγείλουν τη σύμβασή τους χωρίς τη συγκατάθεση του εργοδότη τους, και θα εγγυόταν ένα ρεπό ανά εβδομάδα, αποζημίωση για τις υπερωρίες και για τις περιπτώσεις ασθένειας, ετήσια άδεια και τον κατώτατο μισθό.

Ωστόσο, το διοικητικό δικαστικό σώμα (Συμβούλιο Σούρα – Shura Council) ανέστειλε την εφαρμογή του νέου συστήματος συμβάσεων, δικαιώνοντας την προσφυγή του Συνδικάτου των ιδιοκτητών των γραφείων ευρέσεως εργασίας του Λιβάνου κατά των προτάσεων.

«Παρά τις πολυετείς εκστρατείες των ομάδων μεταναστών οικιακών εργαζομένων και οργανώσεων για την κατάργηση του συστήματος καφάλα, οι αρχές δεν το έχουν κάνει. Ένας από τους κύριους λόγους είναι ότι πρόκειται για μια επικερδή επιχείρηση με πολλούς εμπλεκόμενους: μελέτη διαπίστωσε ότι το σύστημα καφάλα αποφέρει περισσότερα από 100 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ετησίως. Τα γραφεία ευρέσεως εργασίας, πολλά από τα οποία έχουν κατηγορηθεί ότι υποβάλλουν τους εργαζομένους σε κακοποίηση, καταναγκαστική εργασία και εμπορία ανθρώπων, αποφέρουν 57,5 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ετησίως σε έσοδα, σύμφωνα με την ίδια μελέτη» σημειώνει η ερευνήτρια του Παρατηρητηρίου. 

Αυτά τα γραφεία προσλήψεων εμπόδισαν με επιτυχία μια νέα τυποποιημένη ενιαία σύμβαση για τις μετανάστριες οικιακές βοηθούς που θα περιελάμβανε ζωτικής σημασίας εγγυήσεις κατά της καταναγκαστικής εργασίας. Το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο απέτυχε να την εξετάσει σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του Λιβάνου βάσει του διεθνούς δικαίου και, αντίθετα, αποφάνθηκε ότι η σύμβαση θα προκαλούσε “σοβαρή ζημία” στα συμφέροντα των πρακτορείων. Οι γυναίκες που έρχονται στον Λίβανο σήμερα μπορεί να βρεθούν σε ακόμη πιο επισφαλή κατάσταση. Το Αντιρατσιστικό Κίνημα στο Λίβανο, μια συλλογικότητα από τα κάτω που καταπολεμά τις διακρίσεις, διαπίστωσε ότι τα εν λόγω γραφεία εξακολουθούν να φέρνουν γυναίκες από χώρες όπως η Σρι Λάνκα και το Καμερούν χωρίς να τις ενημερώνουν για την πραγματική κατάσταση στη χώρα.

Το σύστημα καφάλα και ο αποκλεισμός των οικιακών βοηθών από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας παραβιάζουν τις συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις συμβάσεις εργασίας που έχει υπογράψει ο Λίβανος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καταργούν την καταναγκαστική εργασία. Παραβιάζουν επίσης την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και το δικαίωμα σε δίκαιες και ευνοϊκές συνθήκες εργασίας.

Μία αγωγή μετά από δεκαετίες

Το 2019 κατατέθηκε για πρώτη φορά σε δικαστήριο του Λιβάνου αγωγή κατά της εκμετάλλευσης του συστήματος καφάλα, δίνοντας ελπίδες για την ευαισθητοποίηση των Λιβανέζων και για τη δημιουργία ενός δημόσιου διαλόγου σχετικά με το ζήτημα, μέσω της υπόθεσης της M., που θεωρείται αντιπροσωπευτική των συνθηκών εργασίας πολλών μεταναστριών.

«Ήταν ένας εφιάλτης. Με βασάνισαν, με κακοποίησαν ψυχολογικά, σωματικά και λεκτικά. Εργάστηκα και έζησα στο σπίτι αυτό για οκτώ χρόνια και επτά μήνες. Πληρώθηκα μόνο για 13 μήνες. Δούλευα 15 ώρες κάθε μέρα, χωρίς διακοπές ή Σαββατοκύριακο. Όταν ζητούσα να τηλεφωνήσω στην οικογένειά μου, μου έλεγε να περιμένω να θυμηθούν εκείνοι ότι είχαν μια κόρη που πρέπει να δουν πού βρίσκεται. Ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα. Σκέφτηκα ότι αν κατάφερνα να δραπετεύσω, ίσως θα μπορούσα να πάω στην αστυνομία. Αλλά η πόρτα ήταν πάντα κλειδωμένη και ο εργοδότης μου είχε ζητήσει από τον θυρωρό να με προσέχει. Θα με εμπόδιζε να φύγω» διηγείται η M., η οποία έφτασε στον Λίβανο από την Αιθιοπία το 2012.  

Η ίδια κίνησε νομική διαδικασία εναντίον του εργοδότη της αλλά και του πρακτορείου, μετά την επικοινωνία της μητέρας της με την οργάνωση This is Lebanon, μια μικρή εθελοντική οργάνωση που διοικείται από πρώην εργάτες μετανάστες και ακτιβιστές, η οποία παρέπεμψε την υπόθεσή της στη Legal Action Worldwide.

«Η λιβανέζικη δικαιοσύνη αδυνατεί να προστατεύσει τις μετανάστριες οικιακές βοηθούς ή να θέσει τους εργοδότες προ των ευθυνών τους όταν παραβιάζουν τα βασικά δικαιώματα των εργαζομένων. Η έλλειψη προσβάσιμων μηχανισμών καταγγελιών, καθώς και οι περιοριστικές πολιτικές για τις θεωρήσεις αποθαρρύνουν πολλούς εργαζόμενους από το να υποβάλουν ή να συνεχίσουν τις καταγγελίες κατά των εργοδοτών τους. Ακόμη και όταν υποβάλλουν καταγγελίες, η αστυνομία και οι δικαστικές αρχές δεν αντιμετωπίζουν ορισμένες καταχρήσεις κατά των οικιακών βοηθών ως εγκλήματα» υπογραμμίζει το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Το 2019, η M. επανενώθηκε με τη μητέρα της στην Αιθιοπία μετά τη μεσολάβηση των δικηγόρων της οργάνωσης, που ανέλαβε εν τέλει την υπόθεσή της. «Ένα πρωί, ο εργοδότης μου δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από έναν δικηγόρο. Της ζήτησε να με αφήσει να φύγω. Δύο εβδομάδες μετά από αυτό, ο εργοδότης μου με έστειλε πίσω στην Αιθιοπία, αλλά χωρίς χρήματα» σημειώνει η ίδια.

Η αγωγή που κατέθεσε η M. κατά του εργοδότη της και του υπεύθυνου προσλήψεων θεωρείται ως μια πρωτοποριακή υπόθεση για το σύστημα καφάλα και σύμφωνα με την υπεύθυνη του προγράμματος της Legal Action Worldwide για τον Λίβανο η δικαστική διαμάχη έχει στρατηγική αξία.  

«Η αγωγή δεν στοχεύει μόνο στη νομική πτυχή της υπόθεσης της M., αλλά αποσκοπεί επίσης στην αλλαγή της συμπεριφοράς και της αντίληψης της κοινότητας απέναντι στο σύστημα. Σύμφωνα με το εθνικό και διεθνές δίκαιο, η μεταχείριση της Μ. αντιστοιχεί σε συνθήκες δουλείας και εμπορίας ανθρώπων, ενώ εντοπίζονται φυλετικές και έμφυλες διακρίσεις» δήλωσε η υπεύθυνη της Legal Action Worldwide για τον Λίβανο, προσθέτοντας πως «πιστεύουμε ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Αυτή είναι η πρώτη υπόθεση του είδους της, αλλά είναι επίσης μια ευκαιρία να ανοίξει η πόρτα για την κατάργηση του συστήματος καφάλα».

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ακυρώθηκε, λόγω χιονοθύελλας, το 10% των πτήσεων στο Παρίσι

Βραζιλία: Κατηγορίες για απόπειρα δολοφονίας του προέδρου Λούλα στον προκάτοχό του Ζαΐρ Μπολσονάρου

Κόντρα Δήμου Αθηναίων και υπουργείου Πολιτισμού για το βρώμικο σιντριβάνι στο Σύνταγμα

Σε αποχώρηση αναγκάστηκε ο Ματ Γκάετς-Δεν θα γίνει υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα