Πρέπει να ήταν δυo-τρεις μέρες πρωτύτερα που ο «κυρίαρχος λαός» αποφάσιζε για ένα μεγάλο «Ναι» η ένα μεγάλο «Όχι». Ένα κλίμα πόλωσης μαζί με κάτι άλλα φαντάσματα είχαν ξεφύγει από μία ιστορική κρύπτη και βάραιναν τον ουρανό της πόλης. Αυτό έδινε σχεδόν ένα μελοδραματικό τόνο στο ταλαιπωρημένο εκείνο καλοκαίρι με τους ανθρώπους να τρέχουν με ξεριζωμένα βλέμματα να προφυλαχθούν από μία αναπάντεχη μπόρα και τους άστεγους να μονολογούν σάλια και κατάρες. Η κατήφεια δεν μπορούσε να ξεγελαστεί στα θεατρινίστικα γκέτο πολυτελείας που είχαν φυτρώσει τα τελευταία χρόνια στο κέντρο και στα προάστια. Τον βιομηχανικό θόρυβο και εκείνους τους περίεργους ήχους που έκαναν οι τουρίστες διέκοπτε πού και πού ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό ενός μακρυμάλλη ζητιάνου που μάλλον έτσι εκτόνωνε τα ψυχωσικά του επεισόδια.
Τίποτα δεν θύμιζε πλέον το καιρό του «εθνικού στοιχήματος» των Ολυμπιακών Αγώνων και του «εθνικού θριάμβου» του ποδοσφαίρου πριν έντεκα χρόνια. Ακόμα και η έννοια «εθνικό» είχε ποτιστεί (οριστικά πλέον) με μαχαιριές, ξυλοδαρμούς, δολοφονίες και κάθε είδος τραμπουκισμού από τα τάγματα εφόδου που αλωνίζανε ατιμώρητα χρόνια τώρα τόσο στους δρόμους όσο και στο κοινοβούλιο. Η «άλλη πλευρά», που ένα κομμάτι της είχε καταλάβει πέντε μήνες νωρίτερα την εξουσία, αντιμετώπιζε με τρόπο εχθρικό συνάμα και αμήχανο την οποιαδήποτε αναφορά στην έννοια έθνος, φυλή και πατρίδα εν μέρει από ρεφλέξ και εν μέρει από άμυνα.
Αν μπορούσε κάποιος να δει μέσα στο κεφάλι των ανθρώπων όλων των ηλικιών που περιέφεραν την αγωνία τους πέριξ του ιστορικού κέντρου και της πλατείας στο Μοναστηράκι δεν θα αντίκριζε τίποτα άλλο από αριθμούς.
Λογαριασμοί ρεύματος, νερού, τηλεφώνου, κοινοχρήστων, δόσεις φόρων, γάλα, ψωμί, τα φροντιστήρια των παιδιών, καύσιμα και κάνα καινούργιο ρούχο με την μορφή ακρίδων σε πολεμικό σχηματισμό χοροπηδούσαν άτακτα και απειλητικά στους ανθρώπινους συλλογισμούς. Δεν υπήρχε χρόνος και χώρος για τίποτα άλλο. Είχε καιρό τώρα σχηματιστεί αυτή η στερεά πεποίθηση ότι ζούμε μια εποχή αντοχών και παρά τις νησίδες αλληλεγγύης που ζέσταιναν κάπως τους παγετώνες της υπαρξιακής απόγνωσης, η ακραία εξατομίκευση εξαπέλυε έναν θριαμβευτικό μονόλογο… Ένα σιωπηλό βουητό, χειρότερο και από τον πιο καταβροχθιστικό βιομηχανικό θόρυβο, μία παρωδία ζωής, μια πινελιά αργού θανάτου.
Τον Μιχάλη λίγο τον ενδιέφεραν όλα αυτά. Χρόνια χρήστης ηρωίνης με εκδηλωμένο AIDS, κατατρυπημένο κορμί γεμάτο αποστήματα και ένα πρόσωπο που έκανε την περιγραφή του Καζαντζάκη για τους κατοίκους της Σπιναλόγκας να μοιάζει παραμύθι για μικρά παιδιά, διένυε εκείνη τη μέρα την συνηθισμένη διαδρομή του. Σε λίγο ό,τι είχε απομείνει από αυτόν, κόκκαλα, φλέβες σουρωτήρι, στίγματα και ένα λειψό μυαλό θα ξάπλωνε στην καβάτζα του απολαμβάνοντας τους «κόπους» της ημέρας. Ένα τσιγάρο αλβανικής φούντας, της κακιάς ώρας δηλαδή, και κάποιες βενζοδιαζεπίνες. Του είχαν περισσέψει μάλιστα και πέντε ευρώ, έτσι μετά την χορήγηση του στον Ευαγγελισμό θα μπορούσε με την ησυχία του να εξασφαλίσει και ένα βάρεμα που θα του έκανε πιο ευχάριστο το τελετουργικό της τράκας στα τρένα. Ο αττικός ήλιος έπεφτε και όλα μοιάζαν να κινούνται πιο αργά. Είναι αλήθεια ότι δεν άκουσε τα επίμονα κορναρίσματα από κείνο το ταξί. Μπορεί στο κεφάλι του να είχε κάνει κατάληψη το βουητό που σάπιζε τα μυαλά των ανθρώπων ή εκείνες οι σειρήνες που ακούς μετά από ένα γερό πιώμα ενδοφλέβιας αμφεταμίνης και έτσι βρέθηκε κάτω από τις ρόδες το κίτρινου οχήματος.
Ο οδηγός το έκανε επίτηδες και σαν να μην έφτανε αυτό, αφού τον πάτησε άλλη μια φορά, βγήκε έξω και τον σάπισε στο ξύλο. Μάταια ο Μιχάλης έσκουζε ότι είναι οροθετικός, ότι κινδυνεύουν και οι δύο. Ο ταξιτζής εξαγριωμένος που του έφραξε τον δρόμο συνέχισε να τον χτυπάει με μανία. Εντελώς τυχαία, λίγο πιο κάτω ήταν ο Χρήστος, ένας εθελοντής streetworker που ήξερε καλά τον Μιχάλη. Η παρέμβασή του αποδείχθηκε σωτήρια. Όλοι μαζί κατέληξαν στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να πείσει το θύμα να μην υποβάλλει μήνυση. Απλώς του εξήγησε ότι και ο λυσσασμένος ταξιτζής θα έκανε το ίδιο. Ήταν Παρασκευή βράδυ. Θα περνούσε όλο το Σαββατοκύριακο στο κρατητήριο μέχρι το αυτόφωρο. Θα έχανε την χορήγηση. Θα έβγαζε χαρμάνα. Στεγνή χαρμάνα. Ο Μιχάλης θα μπορούσε να ανεχθεί σχεδόν τα πάντα, όπως και ο κάθε άνθρωπος στη θέση του. Θα μπορούσε να φάει ξύλο στο δρόμο, να τον χλευάζουν και να τον βρίζουν, να του φέρονται παντού και πάντα σαν σκουπίδι, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να το σηκώσει. Ο τρόμος που κατέλαβε την ψυχή μπροστά στην επερχόμενη στέρηση είναι κάτι που δύσκολα μεταβιβάζεται σε όποιον δεν το έχει νιώσει.
«Έχεις τρεις μήνες καιρό να υποβάλεις την μήνυση» επέμενε ο Χρήστος που δεν μπορούσε να χωνέψει τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο ταξιτζής είχε φύγει σαν κύριος, αφού φιλοδώρησε και τους δύο με ένα απειλητικό χαμόγελο, ένα χαμόγελο αντάξιο και απολύτως αντιπροσωπευτικό μιας κοινωνίας που όσο πιο πολύ εξαθλιώνεται τόσο πιο πολύ κανιβαλίζει και που σε κάθε ευκαιρία έκανε σαφές ότι οι αδύναμοι και οι διαφορετικοί θα την πληρώνουν για όλα. Για την φοροκαταιγίδα, τους φουσκωμένους λογαριασμούς, την αγωνία για την έκβαση ενός δημοψηφίσματος, την διαρκή ένταση μιας ζωής που ολοένα και λιγότερο άξιζε να ζει κανείς.
«Έχασα ένα τσιγάρο και πέντε ευρώ» ψέλλισε το θύμα στον σωτήρα του, λίγο πριν χωρίσουν εκείνο το βράδυ. Σε λίγο ο Μιχάλης θα βρισκόταν στην καβάτζα του, θα άναβε τα κεριά για να φέγγει, θα έκλαιγε, θα γελούσε, θα καταριόταν τη μάνα του (‘Εσύ με έκανες πρεζάκια’), θα έβριζε την θεία του (‘Με έχεις ξεγράψει, δεν είσαι άνθρωπος εσύ’) και τελικά θα νανουριζόταν με την ιδέα ότι σε λίγες ώρες θα ήταν στο νοσοκομείο και ένα υπογλώσσιο σκεύασμα με έντονη λάιμ γεύση θα έλιωνε στο στόμα του. Αυτό θα του έδινε λίγη από τη βασιλεία των ουρανών, λίγη χαρά που κανένας ταξιτζής δεν έχει νιώσει, λίγη ζεστασιά που τα ερωτευμένα ζευγάρια που παρελαύνουν από το Μοναστηράκι αγνοούν, λίγο τσαμπουκά που κανένας Χρήστος δεν έχει. Και προπάντων θα σταματούσε τον θόρυβο, αυτόν τον εξοντωτικό θόρυβο από τις καθημερινές έγνοιες που κάνει τα μυαλά των υπολοίπων να ματώνουν και τους τρελαίνει μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ. Κάτω από το φως των κεριών χαμογέλασε. Τα σάπια δόντια του αστράφταν στο μισοσκόταδο. Ήταν ευτυχισμένος…