ΑΘΗΝΑ
16:35
|
20.09.2024
Πριν από δύο χρόνια, είχαμε το άλλοθι της αβεβαιότητας.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Του Hugo Fréjabise

Πριν από δύο χρόνια, για να περιγράψουμε αυτό που βιώναμε, χρησιμοποιήσαμε τις λέξεις ξαφνικόαπρόβλεπτο, επίσης ανησυχητικό, μιλήσαμε για πρωτόγνωρο και έκτακτο, και λέγοντας αυτά τα λόγια, νιώσαμε αυτά: τα νέα ένστικτα, αυτές τις στιγμές πανικού, και αποδεχθήκαμε (λίγο πολύ εύκολα) αυτή την απίστευτη στιγμή.

Πριν από δύο χρόνια, ήταν μια εποχή που είχαμε τη δικαιολογία του πρωτόγνωρου της κατάστασης και τον ίλιγγο των δεδομένων ακόμα θέσεών μας. Μπροστά σε όλα αυτά που συνέβαιναν, σηκώσαμε ψηλά τα χέρια μας και καταθέσαμε τα όπλα – αφοπλισμένοι λειτουργούμε έκτοτε. Τα θέατρα έκλεισαν, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις ακυρώθηκαν, η απαγόρευση της κυκλοφορίας θεσπίστηκε ήρεμα, η συνάντηση έγινε σιγά σιγά έγκλημα, η συνεύρεση κατέληξε στο παρασκήνιο και εμείς, αποδεχθήκαμε (λίγο πιο γρήγορα από το αναμενόμενο) αυτόν τον τρόπο ζωής. Αλλά η κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει γίνει «η κατάσταση»: η απαγόρευση κυκλοφορίας ανανεώθηκε για έξι μήνες και το κλείσιμο των θεάτρων έχει γίνει το παβλοφικό αντανακλαστικό σε κάθε συναγερμό. Μέσα στα δύο χρόνια, επιστρέψαμε εκεί που ξεκινήσαμε και με σθένος αποστέλλουμε στα κοινωνικά δίκτυα: μηνύματα βουτηγμένα στην ελπίδα και χρωματισμένα με απόγνωση, πολεμικά -σχεδόν- σχόλια όπως «οι θεατές αγκάλιασαν την παράσταση», θαρραλέα τσιτάτα «πεταμένα στο διαδικτυακό υπερπέραν» και φυσικά ρεπορτάζ για βιολογικό αλεύρι… γιατί δεν πρέπει να αποθαρρύνεται κανείς. Τίποτα καινούργιο κάτω από τον ήλιο: φτάσαμε σε «αυτό» που ξαναξεκινά.

Πριν από δύο χρόνια, είχαμε την ελπίδα για νέους κόσμους

Ο νέος κόσμος που θα ερχόταν, ενώ μας περιόριζε και μας ανάγκαζε σε μια απότομη και ξαφνική διακοπή της ξέφρενης μας κούρσας, επρόκειτο να μας αποκαλύψει (στον εαυτό μας και στον κόσμο), να μας μεταμορφώσει σε κάτι, αναγκαστικά, περισσότερο όμορφο, πιο δίκαιο, πιο δυνατό, η πανδημία επρόκειτο να μεταμορφώσει εμάς και την τέχνη μας: το θέατρο θα ήταν αναγκαστικά ένα διαφορετικό θέατρο, το βλέμμα μας θα ήταν αναγκαστικά λεπτότερο και οι δραματουργίες μας πιο περίπλοκες.

Δύο χρόνια αργότερα, ξεκάθαρα και λυπηρά βλέπουμε, ότι καμία από τις επιθυμίες μας, καμία από τις υποσχέσεις μας, ούτε μια από τις ουτοπίες μας δεν έχει υλοποιηθεί. Αυτές τις ευχές, αυτές τις υποσχέσεις, αυτές τις ουτοπίες, τις είπαμε, ήμασταν οι πρώτοι και οι πρώτες που τις πιστέψαμε, πιστέψαμε στο ενδεχόμενο να αλλάξει κάτι ριζικά, να μεταμορφωθεί ο κόσμος. Εκεί, στο δρόμο, κάτω από το χιόνι του γκρίζου Φεβρουαρίου, επικαλεστήκαμε την «μείζων δὲ τούτων» τέχνη. Ήμασταν, εμείς οι πρώτοι και οι πρώτες, που ωσάν τον γέρο στρατηγό Βερσίνιν στις Τρεις Αδερφές του Τσέχωφ πίστεψαν ακράδαντα (με την ίδια βέκια αφέλεια) ότι: «Σε διακόσια, τριακόσια χρόνια, η ζωή στη γη θα είναι απίστευτη, όμορφη, εκθαμβωτική. Ο άνθρωπος τη χρειάζεται αυτή τη ζωή, και αν δεν την έχει ακόμα, εντάξει, πρέπει να τη νιώσει, να την περιμένει, να την ονειρευτεί, να προετοιμαστεί για αυτή» [1]. Και ενώ ξεκινήσαμε όπως ο Βερσίνιν, ένας αισιόδοξος γέρος στρατηγός, καταλήξαμε σαν τη Μάσα, μια απογοητευμένη νεαρή ονειροπόλα, η οποία, στο θέατρο της Rebekka Kricheldorf, τελειώνει λέγοντας: «Να μιλάμε, να μιλάμε, να μιλάμε. Τίποτα άλλο παρά να μιλάμε, να μιλάμε, να μιλάμε.» [2]

Πριν από δύο χρόνια το θέατρο ήταν πολλά υποσχόμενο

Όμως δεν κράτησε τις υποσχέσεις του. Προβλέψαμε επιδεικτική νέα γραφή (α ναι, αυτό είναι σίγουρο) κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής μας συνταξιοδότησης, δεσμευτήκαμε να φέρουμε επανάσταση στις δραματικές μας αφηγήσεις. Είχαμε, έχουμε, φτάσει στο σημείο να τολμήσουμε να σκεφτούμε μια αλλαγή στις μεθόδους παραγωγής μας: δεν είναι πια καιρός, να ξεκινήσουμε δυναμικά, να ξανασκεφτούμε τα πάντα, να επαναπρογραμματίσουμε τα πάντα; Όμως δεν συνέβη. Στην πρώτη επανέναρξη, βιάσαμε τις παραστάσεις που είχαμε στην καβάτζα, λίγο σκονισμένες, μιας «άλλης εποχής», για να φλομώσουμε τις ανυπόμονες σκηνές: κάναμε θέατρο όπως εκτελούμε χιπστεράδικες ιαπωνικές συνταγές κοιτώντας την οθόνη του κινητού. Ό,τι δεν μπορούσε να καταναλωθεί το 2020, λόγω έλλειψης χρόνου, έπρεπε να το σερβίρουμε με την έναρξη του σχολικού έτους 2021. Κανόνας: να μη πετάξουμε τίποτα, τα λεφτά είναι λεφτά και η παράσταση έπρεπε να συνεχιστεί. Ε, ναι! Φυσικά και προσπαθήσαμε να δώσουμε μια πανδημική επικαιρότητα στις καυτές δημιουργίες μας, να πούμε τις γνωστές κοινοτοπίες όπως «η πραγματικότητα προλαβαίνει πάντα τη μυθοπλασία» ή «Ο Σαίξπηρ είναι τόσο σύγχρονος», για να τονίσουμε (κατόπιν εορτής και με πλαστική χειρουργική) τους δεσμούς μεταξύ του επαναεπεξεργασμένου έργου μας και της σύγχρονης, αναγκαίας, αναπαράστασής του. Η έκδηλη ρητορεία κατέστη αναγκαία, ακόμα και για να πείσει κανείς τον εαυτό του ότι έγινε ο μάγος που υποσχέθηκε στον εαυτό του να γίνει. Φτάσαμε, ίσως βιώνοντας το σύνδρομο της Στοκχόλμης, να επαινέσουμε αυτήν την αποκρουστική περίοδο ως κινητήρια δύναμη δημιουργικότητας: «Σήμερα, θα τολμούσα να πω ότι είναι πολύ καλύτερο αν γνωρίζαμε τέτοιες παγίδες.» [3]

Όμως, σαν ηθοποιός που «δεν τα λέει», το θέατρο δεν κράτησε τίποτα την επαύριον, σίγουρα δεν κράτησε τις υποσχέσεις του. Μας έδωσε έργα που είχαν ήδη παραχθεί και κλεισμένες σεζόν μέχρι το 2026, έπαιξε αυτό που έπρεπε να παίξει, δεν βρήκε νέο κοινό, δεν άνοιξε τις σκηνές του, δεν διεύρυνε τις δυνατότητες υποδοχής του. Το θέατρο, μετά από δύο χρόνια, συνέχισε να παίζει το παιχνίδι που έπαιζε, στην ήσυχη ζεστασιά των μοντέρνων εταιριών παραγωγής του.

Πριν από δύο χρόνια το θέατρο πέθαινε

Και τώρα είναι νεκρό. Να μια μια ατάκα που είπαμε συχνά: «Πιστεύεις ότι το θέατρο θα πεθάνει;» Και γελούσαμε λίγο με την ικανότητά μας να βυθιζόμαστε στην πιο σκοτεινή απόγνωση, αλλά με μια τρομερή τάση για αισιοδοξία. Σύντομα σηκωνόμασταν ξανά, σε στυλ Μπρους Λι, και ξέχειλοι/ες από έναν ξαφνικό ανανεωμένο ενθουσιασμό: το θέατρο άντεξε 2.500 χρόνια, πολέμους, επιδημίες, ένα σωρό περιόδους και καταστροφές κ.λπ. Το θέατρο δεν θα μπορούσε να πεθάνει, όχι, φυσικά, θα αντιστεκόταν σε όλα.

Αλλά οι ατάκες αυτές, σταμάτησαν να συνοδεύονται από εκρήξεις τύπου Μπρους Λι και σιγά σιγά, τις διαβάζουμε σιωπηλά, γιατί κατανοούμε τί διαβάζουμε αλήθεια, τί εννοούμε όταν λέμε ότι το θέατρο πέθανε. Εννοούμε ότι: μια συγκεκριμένη ιδέα για το τί είναι θέατρο, πεθαίνει. Αυτή η συγκεκριμένη ουτοπία. Η υπόσχεση. Η ευχή να μην καταλυθεί το θέατρο από πολιτικές ελίτ που αδιαφορούν πλήρως για αυτό που κάνουμε, για το γιατί, και για το πώς. Και όταν, μια ωραία μέρα, ξαναπούν «Το κλείνουμε!», να μην το κλείσουμε. Η επιθυμία να μην απορροφηθεί το θέατρο από καλλιτεχνικούς οργανισμούς που δεν κάνουν τίποτα για να αντισταθούν, να αντεπιτεθούν. Η διοίκηση του Συμβουλίου Θεάτρου του Κεμπέκ (CQT) συνθηκολόγησε πρόσφατα: «Μα να προσφύγουμε στη δικαιοσύνη επειδή τα θέατρα είναι κλειστά, ενώ τα εστιατόρια είναι ανοιχτά; Αυτό δεν ήταν και δεν είναι της νοοτροπίας μας». Ποια ήταν και ποια είναι αυτή η νοοτροπία; Από αυτή τη νοοτροπία, το θέατρο θα πεθάνει. «Ο γενικός διευθυντής του Συμβουλίου Θεάτρου του Κεμπέκ γνωρίζει φυσικά, ότι η επιβίωση των αιθουσών παραστατικών παραστάσεων δεν διακυβεύεται επί του παρόντος, λόγω της διαθέσιμης κρατικής βοήθειας. Για αυτό λέμε ότι το θέατρο, ένα συγκεκριμένο θέατρο, ότι μια αντίληψη για το θέατρο είναι ίσως νεκρή.

Αν το θέατρο δεν αντισταθεί στην πανδημία, εννοώ αν δεν αντισταθεί στις κρατικές διοικήσεις, τις παραγωγές και τους καλλιτέχνες, που θέλουν να το συμμορφώσουν σε ένα αστικό τρόπο παραγωγής, εκεί που η ιδέα θα ξεκινάει από την αστική τάξη και η εκτέλεσή της, θα προορίζεται γι’ αυτήν, αν δεν βρει: όπλα διαμαρτυρίας, πρωτοπορίας, πολεμικού και πανκ θάρρους, αν δεν εκφράσει μια πραγματική αισθητική, μια πολιτική πάλη, αν δεν βρει μια περιστασιακή και χαρούμενη ανάσα, τότε θα πεθάνει, μια συγκεκριμένη ιδέα του θεάτρου θα πεθάνει, η ιδέα μας για το θέατρο θα πεθάνει και μετά… θα στεναχωριόμαστε.

* * *

[1] Anton Chekhov, Οι Τρείς Αδελφές

[2] Rebekka Kricheldorf, Villa Dolorosa,

[3] Christian Saint-Pierre, «Marie-Madeleine Sarr και Bozidar Krcevinac στέκονται ανάμεσα στα ερείπια», Le Devoir, 9 Οκτωβρίου 2021.

[4] Étienne Paré, «Η πολιτιστική κοινότητα διαμαρτύρεται στην Ευρώπη, αλλά όχι στο Κεμπέκ», Le Devoir, 29 Δεκεμβρίου 2021.

[5] Το ίδιο.

Ο Hugo Fréjabise είναι Γάλλος σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας, εγκατεστημένος στο Μοντρεάλ.

Μετάφραση: Κωσταντής Μιζάρας

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ζαχάροβα: Θυμίζουν στρατόπεδα συγκέντρωσης τα ουκρανικά κέντρα κράτησης στο Κουρσκ

Νεκρός 23χρονος που υπηρετούσε σε θέρετρο της Αεροπορίας στην Πιερία

Δυτική Όχθη: Ισραηλινοί στρατιώτες πέταξαν Παλαιστίνιους από ταράτσες

Αγρίνιο: Σύλληψη 15χρονου για βιντεοσκόπηση καθηγητή σε… απόπειρα κατάληψης του σχολείου

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα