Την τελευταία διετία οι εξελίξεις στο χώρο του ελληνικού θεάτρου υπήρξαν κυριολεκτικά κατακλυσμιαίες: η ίδια η θεατρική πράξη τέθηκε σε παρανομία, όταν τα θέατρα, ελλείψει οποιουδήποτε στοιχείου και λογικής, χαρακτηρίστηκαν ως χώροι υπερμετάδοσης. Η ολιγωρία του υπουργείου Πολιτισμού να παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια στους χειμαζόμενους καλλιτέχνες γέννησε το Support Art Workers και οδήγησε τους ηθοποιούς, αλλά και τους λοιπούς λειτουργούς της τέχνης σε συσπείρωση γύρω από τα σωματεία τους πρωτόγνωρη τις τελευταίες δεκαετίες. Μέσα στον εγκλεισμό, ξέσπασε (επιτέλους) και στην Ελλάδα το κίνημα του #meToo, σπάζοντας αποστήματα δεκαετιών και δημοσιοποιώντας κοινά μυστικά του χώρου που αφορούσαν συμπεριφορές, παρενοχλήσεις ή και χειρότερα. Αυτό που παραμένει δυσεξήγητο είναι το γεγονός πως σχεδόν σύσσωμοι οι θεατρικοί κριτικοί σιώπησαν, δεν ξεστόμισαν ούτε τα τυπικά, σε στιγμές που θα ήταν εύλογο (για να μην πω πως όφειλαν) να το πράξουν.
Σαν να μη συνειδητοποιούσε κανείς πως, πέραν από την αυτονόητη συμπαράσταση που οφείλει κανείς σε ανθρώπους μαζί με τους οποίους βρίσκεσαι στην ίδια βάρκα μέσα στο ποτάμι και δεν τους κοιτάζεις εξεταστικά από την όχθη (άραγε μπορεί η πράξη της κριτικής να δημιουργήσει μια τόσο ολέθρια ψευδαίσθηση;) η απουσία παραστάσεων καταργούσε και το ίδιο το αντικείμενο της ενασχόλησής τους. Όμως και στην περίπτωση των σκανδάλων που βγήκαν στην επιφάνεια, με αποκορύφωμα την αδιανόητη περίπτωση Λιγνάδη, η σιωπή υπήρξε εξίσου εκκωφαντική. Έλειψε ακόμα και η αυτοκριτική για όσους και όσες συνέβαλαν στην υπερεκτίμηση της εν λόγω εξυψωθείσας νούλας και στην παροχή σε αυτή της ασυλίας που επί χρόνια απολάμβανε. Να οφείλεται η τελευταία στο γεγονός πως ο Λιγνάδης εκπροσωπούσε μια πολιτική παράταξη σχεδόν τελείως αποστερημένη από σημαντικές καλλιτεχνικές προσωπικότητες; Ενδεχομένως – όμως αυτό δεν θα έπρεπε να αφορά την κριτική.
Όπως και να έχει, όταν η ίδια η πολιτική αρχή που διόρισε ένα τέτοιο πρόσωπο στη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου υποχρεώθηκε από τα γεγονότα να υπαναχωρήσει και να ανακαλέσει την (μέχρι την τελευταία στιγμή) υποστήριξή της, τι βρήκε να πει; Τι ξεστόμισε η υπουργός Λίνα Μενδώνη; Πως ο μέχρι πρότινος ευνοούμενός της την εξαπάτησε «με βαθιά υποκριτική τέχνη»! Όταν λοιπόν όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος ζήτησε το αυτονόητο, την παραίτηση της υπουργού, τι έκανε η κριτική; Εξανέστη που η τέχνη η οποία αποτελεί το αντικείμενό της ταυτίστηκε με την ψευτιά και την εξαπάτηση; Διέρρηξε τα ιμάτιά της που η υπουργός χρησιμοποίησε μια τέτοια έκφραση προκειμένου να σώσει το τομάρι της; Υπερασπίστηκε το θέατρο υπογραμμίζοντας πως η υποκριτική τέχνη δεν είναι η πειστική απόκρυψη εγκλημάτων; Ένωσε τη φωνή της με όλων των άλλων που απαίτησαν αυτή την παραίτηση; Όχι. Κατέφυγε και πάλι σε αιδήμονα σιωπή. Και ξεφτιλίστηκε.
Σε όλα αυτά φυσικά υπήρξαν εξαιρέσεις, υπήρξαν άνθρωποι που τίμησαν την πένα που κρατούν. Όλοι μας όμως γνωρίζουμε πια τι ακριβώς κάνουν οι εξαιρέσεις σε σχέση με τον κανόνα, έτσι δεν είναι;
Πολλές μπορεί να είναι οι αιτίες, και μόνο να υποθέσει κανείς μπορεί. Πολλοί ίσως να μην επιθυμούν να γίνουν δυσάρεστοι σε ανθρώπους που κατέχουν θέσεις εξουσίας, οι οποίοι διορίζουν μέλη διοικητικών συμβουλίων, επιτροπών κ.ο.κ. Αρκετοί κατέχουν ήδη αρκετές τέτοιες «καρέκλες» και δεν θα ήθελαν ενδεχομένως να ρισκάρουν την απώλειά τους – ή και την πιθανότητα να τις αυξήσουν περαιτέρω. Όσοι τυγχάνουν και πανεπιστημιακοί, με το βαθμό διάβρωσης που παρατηρείται στα πανεπιστήμια από κόμματα και ανάλογες εξαρτήσεις, δεν θα ήθελαν να διακινδυνεύσουν μια καθυστέρηση στην εξέλιξή τους ή μια δυσαρέσκεια από πλευράς οποιωνδήποτε υψηλά ιστάμενων. Φυσικά όλα αυτά δεν είναι, όπως ήδη είπα, παρά υποθέσεις. Όμως αυτή η μεγάλη απροθυμία να ταράξει κανείς τα νερά παραείναι καθολική για να είναι συμπτωματική.
Θα μπορούσε κανείς να πει: και γιατί τα θυμηθήκαμε τώρα όλα αυτά; Αφ’ ενός γιατί δεν επισημάνθηκαν επαρκώς όταν συντελούνταν. Αφ’ ετέρου, γιατί αυτές τις μέρες η ασθένεια υποτροπιάζει: νέες παρατυπίες παρατηρούνται στην εκλογή του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή του πολύπαθου ΚΘΒΕ. Θα υπενθυμίσω πως έχει προηγηθεί η υποχρέωση σε παραίτηση του αναπληρωτή καλλιτεχνικού διευθυντή Νίκου Νικολάου, επίσης διορισθέντος από την ίδια υπουργό, με βαρύτατες κατηγορίες, ελάχιστο διάστημα μετά το σκάνδαλο Λιγνάδη. Το νέο κρούσμα αφορά τις παραιτήσεις δύο μελών της επιτροπής που διορίσθηκε εν κρυπτώ για να επιλέξει τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή, των Νικήτα Τσακίρογλου και Ιεροκλή Μιχαηλίδη. Οι παραιτήσεις ήλθαν μετά από πολύμηνες κωλυσιεργίες και καθυστερήσεις. Η μετατροπή της πενταμελούς επιτροπής σε τριμελή μπορεί και να είχε περάσει στο «ντούκου», αν δεν είχε αρθρογραφήσει σχετικά η Λία Κεσοπούλου (το σχετικό κείμενο: ΚΘΒΕ: Παρατυπίες και ατοπήματα που εγείρουν ερωτήματα – Parallaxi Magazine) η οποία δεν είναι κριτικός: ασχολείται με την πολιτιστική επικοινωνία. Εύγε της…
Τέσσερις μέρες πέρασαν ήδη από αυτές τις καταγγελίες. Ακολούθησε η παραίτηση ενός από τους υποψηφίους για τη θέση, του Ευδόκιμου Τσολακίδη. Τι δεν επακολούθησε; Άρθρο ή τοποθέτηση Θεσσαλονικιού ή Αθηναίου κριτικού, ή λήψη θέσης από ένωση κριτικών θεάτρου – διά τους μη γνωρίζοντες, διαθέτουμε δύο. Προφανώς οι όποιο λόγοι συνετέλεσαν στη σιωπή της προηγούμενης διετίας, εξακολουθούν να συντρέχουν και σήμερα.