«Είναι γάτα, είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα», τραγουδούσε η (σπουδαία) Ρίτα Σακελλαρίου στα μέσα των ‘80s, αναπαράγοντας με χαριτωμένο τρόπο το στερεότυπο του πανούργου κοντού που αντισταθμίζει το υστέρημα φυσικής παρουσίας με το περίσσευμα εγκεφαλικών προσόντων.
Το τραγούδι ταιριάζει ταμάμ στη παρούσα διεθνή συγκυρία και ο ρόλος του πρωταγωνιστή θα έβρισκε την τέλεια διανομή του στο πρόσωπο του Ρώσου προέδρου, Βλαντίμιρ Πούτιν.
Ασχέτως πόσο ελκυστική μπορεί να βρίσκει κανείς τη σημερινή Ρωσία –σίγουρα όχι ο γράφων- αρκεί μόνο κανείς να εξετάσει τα γεγονότα των τελευταίων μηνών για να διαπιστώσει την αντίληψη και τη μεθοδικότητα του ανδρός μέσα σε μια διεθνή τάξη πραγμάτων που μεταβάλλεται.
Ο ένοικος του Κρεμλίνου περίμενε την αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο ώστε να προχωρήσει σε βολιδοσκόπηση. «Ζύγισε» την Ουάσιγκτον δύο φορές, μια στη συνάντηση του με τον Αμερικανό πρόεδρο στη Γενεύη και δεύτερη με την χαώδη αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν. Στο μεταξύ είχε φροντίσει να «ξεφορτωθεί» δισεκατομμύρια δολάρια σε assets, γεγονός που του επέτρεψε να σχεδιάσει με σχετικά ελεγχόμενο ρίσκο και χαμηλό κόστος τη σημερινή ουκρανική «περιπέτεια» της Μόσχας.
Στην τελευταία παραδίδει σεμιναριακού επιπέδου μαθήματα πολιτικού και διπλωματικού πόκερ απέναντι σε έναν Λευκό Οίκο απρόθυμο να συγκρουστεί ολομέτωπα υπό τον φόβο μιας περαιτέρω σύσφιξης του ρωσοκινεζικού άξονα και σε θεσμούς (Ευρωπαϊκή Ένωση, ΝΑΤΟ) διαιρεμένους ανάμεσα σε επιμέρους εθνικά συμφέροντα και εκπροσωπούμενους από ηγεσίες βγαλμένες από το αλησμόνητο «Yes, Minister». Πρόκειται για μια από τις οδυνηρές αλήθειες της διεθνούς πολιτικής. Όσο/ες καλές σχολές διεθνών σχέσεων κι αν διαθέτεις το παιχνίδι καθορίζεται στο τέλος της ημέρας από εκείνους που λειτουργούν με όρους πιάτσας και η διεύθυνση των υποθέσεων του κόσμου δεν διαφέρει πολύ από το «Νονό» του Κόπολα.
Η κίνηση ασφαλώς εμπεριέχει ρίσκο. Η Ρωσία παραμένει παρίας σε σχέση με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και σε αντίθεση με τη «συλλογική» Δύση δεν έχει τις απαραίτητες οικονομικές αντοχές, παρά την αποταμίευση. To δε μάθημα των πετρελαϊκών κρίσεων της δεκαετίας του ’70 παραμένει ολοζώντανο και η επιτάχυνση της ενεργειακής απεξάρτησης της Ευρώπης από τη Μόσχα αναπόφευκτη εξέλιξη. Και είναι προφανές πως ο ουκρανικός πόλεμος δίνει νόημα ύπαρξης σε ένα ΝΑΤΟ στο οποίο ακόμη και όσοι επιζητούσαν πολιτική ανοιχτών θυρών έναντι της Ρωσίας (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία κ.α.) θα στοιχηθούν πίσω από τις ΗΠΑ.
Υπαρκτά είναι όμως και τα ωφελήματα, αφού καθίσταται εξίσου σαφές πως σε ό,τι αφορά όχι μόνο την Ουκρανία αλλά και οποιαδήποτε συζήτηση που αφορά την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας η ρωσική πλευρά θα πρέπει από τούδε να λαμβάνεται υπόψη.
Υπό μια έννοια πρόκειται για την πιο γλυκιά εκδίκηση της σοβιετικής γενιάς αξιωματούχων, που βλέπουν τη χώρα τους να εκμεταλλεύεται τη διεθνή συγκυρία προς όφελός της (πρωτίστως βέβαια προς όφελος της ρωσικής ολιγαρχίας). Είκοσι χρόνια από όταν η Μόσχα ζητούσε την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και τριάντα αφότου κατέρρεε κοινωνικά και οικονομικά εφαρμόζοντας τις νεοφιλελεύθερες συνταγές της Δύσης, η επιστροφή της ρωσικής αρκούδας στο παγκόσμιο προσκήνιο από σλόγκαν τηλεπωλητών γίνεται πραγματικότητα.
«Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο» λέει η παροιμία και εν προκειμένω δεν υπάρχει καλύτερη προσωποποίηση του ρητού από το μειδίαμα του Βλαντίμιρ Πούτιν.