Την περασμένη Τρίτη οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα. Το Ηνωμένο Βασίλειο ακολούθησε το παράδειγμά τους σε ό, τι αφορά το πετρέλαιο, ανακοινώνοντας ότι μέχρι τα τέλη του 2022 θα σταματήσει τις εισαγωγές ρωσικού αργού και πετρελαϊκών προϊόντων. Είχε προηγηθεί ο αποκλεισμός από την Ευρωπαϊκή Ένωση επτά μεγάλων ρωσικών τραπεζών από το σύστημα διατραπεζικών συναλλαγών Swift και η αναστολή της διαδικασίας αδειοδότησης του αγωγού Nord Stream 2, με τον οποίο θα αυξάνονταν οι παραδόσεις ρωσικού φυσικού αερίου στη Γερμανία.
Η αλληλουχία των παραπάνω οικονομικών γεγονότων, τεκταινόμενων στο φόντο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανίας και σε συνδυασμό με την φρίκη του πολέμου –αλληλουχία που θα μπορούσε άνετα να αποτελεί κομμάτι κάποιου από τα μυθιστορήματα του Τζον Λε Καρέ–, εντυπωσιάζει, αν αντιπαραβληθεί με την απουσία κοινού βηματισμού που χαρακτήριζε τόσο τη θεσμική ηγεσία της Ένωσης όσο και τα κράτη-μέλη στην αρχή της ουκρανικής κρίσης, την περασμένη άνοιξη.
Με περίσσια ειρωνεία μάλιστα θα παρατηρούσε κανείς πως οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την πρωτοφανή για τα δεδομένα της Ε.Ε. αντιρωσική συσπείρωση είναι κατοπτρικά αντίστροφοι των αιτιών που επέτρεπαν την τότε υποτονική αντίδραση. Έτσι, αν την περασμένη άνοιξη η υπαρκτή ακόμη δυναμική της πανδημίας του κορονοϊού, με όλα της τα παρελκόμενα, συναντούσε την γεωπολιτική ανεπάρκεια της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής σε έναν ακόμη θρίαμβο υπερίσχυσης των εθνικών συμφερόντων, σήμερα είναι ακριβώς τα συμφέροντα αυτά που θυσιάζονται –μερικώς έστω– στον βωμό των σκληρότατων κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη Μόσχα. Η επιλογή δείχνει εκ πρώτης όψεως αυτοκτονική, δεδομένης της μεγάλης έκθεσης τραπεζικών ιδρυμάτων πολλών ευρωπαϊκών χωρών σε δάνεια ρωσικών επιχειρήσεων, αλλά και της ενεργειακής εξάρτησης της Γηραιάς Ηπείρου από το ρωσικό φυσικό αέριο. Εξηγείται ωστόσο. Αφενός αν ανατρέξουμε στα πάγια –διπλωματικά και στρατιωτικά– φιλοαμερικανικά αντανακλαστικά των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ. Και, αφετέρου, αν θεωρήσουμε την ευρωπαϊκή ήπειρο το πραγματικό θύμα της σύζευξης που δημιούργησε ο ύστερος αυτοκρατορικός τυχοδιωκτισμός του Πούτιν, οι οικονομικές κυρώσεις και η πόλωση της παγκοσμιοποίησης.
Υπάρχουν φυσικά και διαφοροποιήσεις εντός του ευρωατλαντικού πεδίου. Το κατέδειξε αυτό έντονα η έκτακτη Σύνοδος Κορυφής των «27» στις Βερσαλλίες, όπου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν ενέκρινε τις ιδέες για fast-track εισδοχή της Ουκρανίας στην Ε.Ε. και δεν αποφάσισε την ενεργειακή αποδέσμευση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Και παρά τη γενική εναρμόνιση με την Ουάσιγκτον όσων συναποτελούν τη «συλλογική» Δύση, δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής η πρώτη τριμερής τηλεδιάσκεψη κορυφής Γαλλίας, Γερμανία και Ρωσίας μετά από μια εικοσαετία.
Επιστρέφοντας στην ολομέτωπη απομόνωση της Μόσχας, που δεν περιορίστηκε σε επίπεδο οικονομικών κυρώσεων, αλλά περιελάμβανε κι ένα αδιανόητο μέχρι πρότινος δημοσιογραφικό και πολιτιστικό μποϊκοτάζ, ως μόνη ρεαλιστική επιλογή του Κρεμλίνου προβάλλει η οικονομική υποταγή στο Πεκίνο. Πρόκειται όμως για μια επιλογή μεγάλης επισφάλειας, αφού οι κινέζοι ιθύνοντες μόνο ασφαλείς δεν μπορούν να αισθάνονται με μια κίνηση που ισοδυναμεί αργά η γρήγορα με πλήρη αποκοπή από τον κόσμο του δολαρίου.
Τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά ούτε για τις ΗΠΑ, που, μετατρέποντας το δολάριο σε πολιτικό όπλο, κινδυνεύουν να επιταχύνουν διαδικασίες τις οποίες σκόπευαν να αποτρέψουν, θέτοντας σε κίνηση την αποσύνδεση Δύσης και Ανατολής.
Υπάρχουν, όμως, προβλήματα πολύ πιο επιτακτικά. Πέρα από το πλήγμα που καταφέρουν οι κυρώσεις στην οικονομική ζωή της Ρωσίας και, κατ’ επέκταση, στους ρώσους πολίτες, η πιθανότητα εισόδου σε μια φάση αποπαγκοσμιοποίησης είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει τις οικονομίες των δυτικών χωρών σε ένα άνευ προηγουμένου στασιμοπληθωριστικό σοκ, ενσαρκώνοντας τον αποκηρυγμένο εφιάλτη των κεντρικών τραπεζών.
Όμως, ο εφιάλτης μιας επανάληψης της δεκαετίας του ’70, με καλπάζοντα και εκτός ελέγχου πληθωρισμό, και με αχρηστευμένα τα νομισματικά εργαλεία, δεν θα ήταν το μόνο τίμημα μιας τέτοιας εκδοχής του κόσμου. Εν μέσω ανηλεούς οικονομικού πολέμου, μια «ανοικτή» καπιταλιστική κοινωνία δίνει τη θέση της σε ένα σύνολο από κλειστά συστήματα που, λιγότερο διασυνδεδεμένα μεταξύ τους, τείνουν να ενσωματώνουν ολοένα περισσότερο αυταρχικές πολιτικές είτε στην αυταρχική είτε στη φιλελεύθερη εκδοχή τους. Η σκληρή καταστολή των αντιπολεμικών διαδηλώσεων στη Ρωσία και η φίμωση ρωσικών ΜΜΕ στην Ευρώπη ήδη προσφέρουν μια πρώτη πικρή γεύση αυτής της ζοφερής οπισθοχώρησης.
*Το παρόν κείμενο είναι αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα rednblack.gr