Καταιγισμό ερωτημάτων σχετικά με την επιλεκτική εφαρμογή της πολιτικής κατά της ρητορικής μίσους και της υποκίνησης σε βία εγείρουν οι ενέργειες του τεχνολογικού κολοσσού Meta, με την εταιρεία να εφαρμόζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα μια σειρά από αλλαγές στην πολιτική της το τελευταίο διάστημα.
Σε αντίθεση με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία έχει διάρκεια τριών εβδομάδων, η Γάζα, η Δυτική Όχθη και η Ανατολική Ιερουσαλήμ βρίσκονται υπό ισραηλινή κατοχή και βίαιη πολιορκία για περισσότερο από μισό αιώνα, ενώ το καθεστώς διαπράττει εγκλήματα πολέμου μεταφέροντας εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίους πολίτες του σε εδάφη που ανήκουν σε Παλαιστίνιους, σε μια προσπάθεια εποικισμού και εθνοκάθαρσης.
Το Ισραήλ, ωστόσο, προστατεύεται από τη διαδικτυακή ρητορική μίσους και την υποκίνηση σε βία μέσω μιας σειράς αυστηρών περιορισμών που ισχύουν για τους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το περιεχόμενο που αναρτάται προς υποστήριξη της Παλαιστίνης υπόκειται σε ελέγχους και διαγράφεται εάν διαπιστωθεί ότι παραβιάζει τον κανονισμό σχετικά με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, την παραπληροφόρηση, το προσβλητικό περιεχόμενο, τον εκφοβισμό, της υποστήριξη της τρομοκρατίας, τη ρητορικής μίσους και την υποκίνηση σε βία.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, η Meta έσπευσε σε αναπροσαρμογή της πολιτικής σχετικά με τη ρητορική μίσους, με μία από τις πρώτες της ενέργειες να επικυρώνει για πρώτη φορά και επίσημα την ανοχή της πλατφόρμας σε εξυμνητικό περιεχόμενο προς οργάνωση με νεοναζιστικό υπόβαθρο που κατηγορείται για σωρεία παραβιάσεων θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στα τέλη Φεβρουαρίου, δημοσίευμα του Intercept αποκάλυψε πως το Facebook θα επιτρέπει στα δισεκατομμύρια χρηστών που χρησιμοποιούν τις πλατφόρμες του αναρτήσεις και εγκωμιαστικό περιεχόμενο προς το ουκρανικό νεοναζιστικό Τάγμα Αζόφ (Azov) «στις περιπτώσεις που επαινείται ρητά και αποκλειστικά ο ρόλος του στην υπεράσπιση της Ουκρανίας ή ο ρόλος τους ως μέρος της Εθνικής Φρουράς της Ουκρανίας», αίροντας την γενικευμένη απαγόρευση αναφοράς και συζήτησης για την οργάνωση, που είχε επιβληθεί στην πλατφόρμα βάσει της πολιτικής της εταιρείας για επικίνδυνα άτομα και οργανώσεις.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (2016) το Τάγμα Αζόφ, η ηγεσία του οποίου φέρεται να επιχειρεί να συσχετιστεί με την αμερικανική ακροδεξιά και τα νεοναζιστικά της στοιχεία, ενοχοποιείται για εγκλήματα πολέμου, σεξουαλικά εγκλήματα και βασανισμούς αμάχων και πολιτικών αντιπάλων.
Ωστόσο, η Meta αποφάσισε την άρση των περιορισμών και τη διευκόλυνση της πρόσβασης της πλέον εξέχουσας νεοναζιστικής παραστρατιωτικής ομάδας της Ουκρανίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για την οποία είχε ανακοινώσει από το 2019 ότι υπόκειται στους πιο αυστηρούς περιορισμούς της «βαθμίδας 1», βάσει των οποίων απαγορεύεται στους χρήστες να συμμετέχουν σε «έπαινο, υποστήριξη ή εκπροσώπηση» των οντοτήτων που περιλαμβάνονται στη μαύρη λίστα σε όλες τις πλατφόρμες της εταιρείας, στο πλαίσιο της πολιτικής της εταιρείας κατά των ομάδων μίσους.
Στη συνέχεια, δημοσίευμα του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters, έφερνε στο φως της δημοσιότητας ακόμη μία απότομη στροφή της εταιρείας στην πολιτική κατά της ρητορικής μίσους. Εσωτερικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Meta αποκάλυψαν στις αρχές Μαρτίου ότι η εταιρεία θα επιτρέψει στους χρήστες του Facebook και του Instagram σε ορισμένες χώρες να καλούν σε βία κατά του ρωσικού στρατού που εισβάλει στην Ουκρανία, καθώς και απειλές θανάτου προς τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, ενώ αργότερα ισχυρίστηκε ότι η αλλαγή πολιτικής θα εφαρμοστεί μόνο για τους χρήστες στην Ουκρανία.
«Στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης εισβολής στην Ουκρανία, προχωρήσαμε σε μια προσωρινή εξαίρεση για όσους πλήττονται από τον πόλεμο, για να εκφράσουν βίαια συναισθήματα προς τις εισβάλλουσες ένοπλες δυνάμεις, όπως “θάνατος στους Ρώσους εισβολείς”. Πρόκειται για προσωρινά μέτρα που έχουν σχεδιαστεί για να διατηρήσουν ζωντανή τη φωνή και τη δυνατότητα έκφρασης για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν εισβολή», ανέφερε η Meta σε δήλωσή της στο CNN την προηγούμενη εβδομάδα,, συμπληρώνοντας πως «όπως πάντα, απαγορεύουμε τις εκκλήσεις για βία κατά των Ρώσων εκτός του στενού πλαισίου της τρέχουσας εισβολής».
Στη συνέχεια, ο πρόεδρος της Meta για τις παγκόσμιες υποθέσεις Νικ Κλεγκ εξέδωσε δήλωση στην οποία ανέφερε ότι «πρόκειται για μια προσωρινή απόφαση που ελήφθη υπό έκτακτες και πρωτοφανείς συνθήκες» και πως η αλλαγή πολιτικής «επικεντρώνεται στην προστασία του δικαιώματος των ανθρώπων στην ελεύθερη έκφραση ως έκφραση αυτοάμυνας στο πλαίσιο της αντίδρασης σε μια στρατιωτική εισβολή στη χώρα τους».
«Δεν έχουμε καμία διαμάχη με τον ρωσικό λαό», ισχυρίστηκε ο ίδιος, προσθέτοντας ότι «Δεν υπάρχει καμία απολύτως αλλαγή στην πολιτική μας σχετικά με τη ρητορική μίσους όσον αφορά στον ρωσικό λαό. Δεν θα ανεχτούμε τη ρωσοφοβία ή οποιοδήποτε είδος διάκρισης, παρενόχλησης ή βίας προς Ρώσους στην πλατφόρμα μας».
Ως «κραυγαλέα» απόδειξη ότι υπάρχουν «δύο μέτρα και σταθμά» χαρακτήρισε τις κινήσεις της Meta η υπεύθυνη πολιτικής για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική για ομάδα ψηφιακών δικαιωμάτων Access Now, συγκρίνοντας τις με την αποτυχία της Meta να περιορίσει τη ρητορική μίσους σε άλλες εμπόλεμες ζώνες.
«Η διαφοροποίηση των μέτρων σε σύγκριση με την Παλαιστίνη, τη Συρία ή οποιαδήποτε άλλη μη δυτική σύγκρουση ενισχύει την αίσθηση ότι η ανισότητα και οι διακρίσεις αποτελούν χαρακτηριστικό των τεχνολογικών πλατφορμών είναι χαρακτηριστικό, όχι σφάλμα» δήλωσε η ίδια, προσθέτοντας πως «οι πλατφόρμες έχουν την ευθύνη να προστατεύουν την ασφάλεια των χρηστών τους, να υποστηρίζουν την ελευθερία του λόγου και να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά αυτό εγείρει το ερώτημα: Για την ασφάλεια και την ελευθερία ποιων πολιτών μιλάμε; Γιατί τα μέτρα αυτά δεν επεκτάθηκαν και σε άλλους χρήστες;»
Σε πρόσφατο δημοσίευμά του, το Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κάλεσε τις εταιρείες τεχνολογίας να αποδείξουν ότι οι ενέργειές τους στην Ουκρανία είναι «διαδικαστικά δίκαιες» και να αποφύγουν τυχόν «αυθαίρετες, προκατειλημμένες ή επιλεκτικές αποφάσεις», βασιζόμενες σε σαφείς, καθιερωμένες και διαφανείς διαδικασίες.
H Meta αντέτεινε ότι στην περίπτωση της Ουκρανίας, οι γηγενείς Ρώσοι και Ουκρανοί ομιλητές παρακολουθούσαν την πλατφόρμα όλο το εικοσιτετράωρο και ότι η προσωρινή αλλαγή στην πολιτική είχε ως μοναδικό στόχο να επιτρέψει μορφές πολιτικής έκφρασης που «υπό κανονικές συνθήκες θα παραβίαζαν» τους κανόνες της.
Η διαφοροποίηση στάσης της Meta υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, «πόσο δύσκολο είναι να γράψει κανείς κανόνες που να λειτουργούν καθολικά» σύμφωνα με τον διευθυντή ψηφιακών προγραμμάτων στην Ασία στην ογάνωση Article 19.
«Ενώ οι πολιτικές μιας παγκόσμιας εταιρείας θα πρέπει να αναμένεται να αλλάζουν ελαφρώς από χώρα σε χώρα, με βάση τις συνεχείς αξιολογήσεις των επιπτώσεων στα ανθρώπινα δικαιώματα, πρέπει επίσης να υπάρχει ένας βαθμός διαφάνειας, συνέπειας και λογοδοσίας» επεσήμανε, υπογραμμίζοντας στη συνέχεια πως «σε τελική ανάλυση, οι αποφάσεις της Meta θα πρέπει να διαμορφώνονται από τις προσδοκίες της σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές του ΟΗΕ για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα και όχι από το τι είναι πιο οικονομικό ή λογικά ορθό για την εταιρεία».
Εδώ και δεκαετίες, οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης τονίζουν τη σημασία της πάταξης της ρητορικής μίσους και της υποκίνησης σε βία. Αυτή ακριβώς ήταν άλλωστε η αιτιολόγηση της πρωτοφανούς απόφασης των τεχνολογικών κολοσσών να μπλοκάρουν τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, από τις πλατφόρμες τους στις αρχές του 2021, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για τον εν ενεργεία Πρόεδρο των ΗΠΑ.
Τώρα η πολιτική κατά της ρητορικής μίσους και της υποκίνησης διαφοροποιείται για μια μόνο ομάδα, με την εξαίρεση να αφήνει ορατό το ενδεχόμενο περαιτέρω ενίσχυσης μιας ήδη απτής ρωσοφοβικής ατμόσφαιρας. Την ώρα που η απλή κριτική στο καθεστώς άπαρτχαϊντ του Ισραήλ και των στοιχειοθετημένων εγκλημάτων του κατά του λαού της Παλαιστίνης αποτελεί ικανή αιτία για την αναστολή λογαριασμών χρηστών του Facebook και για την διαγραφή περιεχομένου, η θεμελιώδης διαφοροποίηση της πολιτικής της Meta κατά της ρητορικής μίσους μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποδεικνύει αναμφίβολα πως οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν καταστεί με χαρακτηριστική ταχύτητα κάτι πολύ περισσότερο από προπαγανδιστικοί βραχίονες των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους.
Πέρα από την υποκρισία της Meta, η επιλεκτική εφαρμογή των σχετικών πολιτικών αναδεικνύει κατ’ επανάληψη και με επιμονή πως όταν εταιρείες μπορούν να λαμβάνουν σχετικές αποφάσεις μονομερώς, έχουν επί της ουσίας το δικαίωμα να προωθούν την προπαγάνδα, τη ρητορική μίσους, τη σεξουαλική βία, την εμπορία ανθρώπων, τη δουλεία και άλλες μορφές περιεχομένου που σχετίζονται με την καταστρατήγηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την κακοποίηση.