Η νύχτα σκέπαζε τη Λευκή Πόλη της Γιουγκοσλαβίας, καθώς τα νατοϊκά αεροπλάνα συνέχιζαν να σφυροκοπούν ανελέητα κάθε γωνιά της χώρας. Εκείνο το βράδυ ένα αμερικάνικο B-2 Stealth θα ρίξει πέντε βόμβες στην κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι, αφήνοντας πίσω τρεις Κινέζους νεκρούς δημοσιογράφους και πάνω από είκοσι τραυματίες. Εκείνη την αιματηρή νύχτα, το ημερολόγιο έδειχνε 7 Μαΐου 1999. Είχαν περάσει 44 ημέρες από την έναρξη των βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας από τις νατοϊκές δυνάμεις, όμως οι νεκροί και τα συντρίμμια εκείνης της νύχτας θα γράφονταν ανεξίτηλα στις μνήμες Σέρβων και Κινέζων.
Αμέσως μετά την επίθεση, η Κίνα, η οποία είχε ταχθεί εξαρχής ταχθεί ενάντια στον πόλεμο, κατηγόρησε το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ για βάρβαρες τακτικές και εγκλήματα πολέμου. Πολλοί αξιωματικοί του ΝΑΤΟ άφησαν να διαρρεύσουν φήμες περί σχεδιασμένου βομβαρδισμού, καθώς όπως λέγανε στον Τύπο, η κινεζική πρεσβεία βοηθούσε τα στρατεύματα του Μιλόσεβιτς. Βέβαια η επίσημη στάση του ΝΑΤΟ, αν και ήρθε με καθυστέρηση έξι ημερών, αναφερόταν σε ατύχημα εξαιτίας απαρχαιωμένων χαρτών, ενώ υποστήριζε πως στόχος ήταν ένα άλλο κτήριο λίγα μέτρα πιο πέρα. Οι Κινέζοι όμως δεν μείνανε ποτέ ικανοποιημένοι με τις απαντήσεις των ΗΠΑ, με την οργή για τον βομβαρδισμό να ξεχειλίζει μέχρι και σήμερα. Το 1999 η οργή αυτή εκφράστηκε στον ΟΗΕ, σε διαδηλώσεις και στον Τύπο και στο… διαδίκτυο.
«Κάτω η βαρβαρότητα»
Αμέσως μετά τον βομβαρδισμό της πρεσβείας στο Βελιγράδι, ένα πρωτοφανές, για τα δεδομένα της εποχής, γεγονός συνέβη. Μία σειρά από αμερικάνικες κυβερνητικές ιστοσελίδες άρχισαν να δέχονται κυβερνοεπιθέσεις, οι οποίες έφτασαν μέχρι και στην ιστοσελίδα του Λευκού Οίκου. Οι χάκερς πρόβαλαν αντί-νατοϊκά συνθήματα, κείμενα και φωτογραφίες, με τους ίδιους να παρουσιάζονται ως Κινέζοι. Μάλιστα στην επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ, είχαν προσθέσει και το εξής κείμενο: «Διαμαρτυρηθείτε στη ναζιστική δράση των ΗΠΑ! Διαμαρτυρηθείτε στη βάναυση δράση του ΝΑΤΟ! Είμαστε Κινέζοι χάκερς που δεν νοιαζόμαστε για την πολιτική. Δεν μπορούμε όμως να καθόμαστε και να βλέπουμε του δικούς μας Κινέζους δημοσιογράφους να σκοτώνονται, κάτι το οποίο ήδη θα γνωρίζετε. Όποιος και αν είναι ο σκοπός, το ΝΑΤΟ, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ πρέπει να αναλάβει την απόλυτη ευθύνη. Χρωστάτε στον κινεζικό λαό ένα αιματηρό χρέος, το οποίο θα πρέπει να πληρώσετε. Δεν θα σταματήσουμε τις επιθέσεις μέχρι να σταματήσει ο πόλεμος!».
Στην αρχική σελίδα της ιστοσελίδας της πρεσβείας των ΗΠΑ στο Πεκίνο οι χάκερς ανέβασαν ένα σύνθημα που έγραφε «Κάτω η Βαρβαρότητα», ενώ στην ιστοσελίδα του υπουργείου Εσωτερικών των ΗΠΑ απεικονίζονταν οι φωτογραφίες των νεκρών Κινέζων δημοσιογράφων. Οι Αμερικάνικες αρχές περιορίστηκαν στην απάντηση πως το FBI θα αναλάμβανε να διερευνήσει το ζήτημα. Οι χάκερς βέβαια δεν κατάφεραν να σταματήσουν την πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ και οι επιθέσεις σταδιακά εξασθένισαν.
Το πρωτοφανές δεν ήταν ούτε οι κυβερνοεπιθέσεις, ούτε ο ακτιβισμός των χάκερς στο διαδίκτυο. Παρόμοια περιστατικά άλλωστε είχαν συμβεί και στο παρελθόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, για να μην πάμε πολύ μακριά, ήταν η έκδοση του Οτσαλάν, όταν οι Κούρδοι χρησιμοποίησαν το διαδίκτυο για να οργανώσουν με αστραπιαία ταχύτητα διαδηλώσεις σε όλον τον κόσμο. Παρόλα αυτά στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, για πρώτη φορά ο πόλεμος είχε περάσει τόσο έντονα από το φυσικό πεδίο στο διαδίκτυο και αυτή η μετάβαση, παραδόξως, δεν είχε ξεκινήσει από τους Κινέζους χάκερς, αλλά από το ίδιο το ΝΑΤΟ.
Η εφεύρεση του Yugospam
Το ΝΑΤΟ δεν δίσταζε να βομβαρδίζει κυβερνητικά κτήρια και εγκαταστάσεις των μέσων ενημέρωσης στη Γιουγκοσλαβία, με το επιχείρημα πως αυτά προωθούσαν την προπαγάνδα του Μιλόσεβιτς. Εκεί που όμως δεν έπεσε ούτε μία βόμβα, ήταν οι υποδομές παροχής Internet στη χώρα. Αντιθέτως, σύμφωνα με τη Washington Post, το ΝΑΤΟ που ήλεγχε και τις τέσσερις υπηρεσίες παροχής στη Γιουγκοσλαβία, τις είχε αφήσει επιτηδευμένα ανοιχτές, ώστε, όπως υποστήριζαν Αμερικανοί αξιωματούχοι, «ο σερβικός λαός να γνωρίζει τις πράξεις του Μιλόσεβιτς». Σύμφωνα με τα στοιχεία της εποχής, στο Βελιγράδι υπήρχαν περίπου 100.000 συνδέσεις στο διαδίκτυο.
Αφήνοντας την πρόσβαση στο διαδίκτυο ανοιχτή, οι Αμερικάνοι ήθελαν να εξασφαλίσουν πως οι Σέρβοι, θα ήταν πιο επιρρεπείς στο αφήγημα που παρουσίαζαν τα δυτικά μέσα ενημέρωσης σχετικά με τον πόλεμο. Ήταν η πρώτη φορά που το διαδίκτυο χρησιμοποιούνταν ως εργαλείο πολεμικής προπαγάνδας και οφείλουμε να πούμε πως το πείραμα απέτυχε παταγωδώς. Οι Σέρβοι απέρριπταν εμφατικά τα δυτικά μέσα, κατηγορώντας τα για προπαγάνδα, ενώ δεν έμπαιναν καν στον κόπο ούτε να διαβάσουν τα άρθρα τους.
Οι Σέρβοι όμως δεν περιορίστηκαν στην απόρριψη των δυτικών μέσων, αλλά προχώρησαν και στη ρεβάνς τους, χρησιμοποιώντας την πρόσβαση στο διαδίκτυο υπέρ τους. Οι Σέρβοι ξεκίνησαν να στέλνουν emails στα δυτικά μέσα, ζητώντας τους να σταματήσουν άμεσα τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, χιλιάδες χρήστες στις ΗΠΑ λάμβαναν από τους Σέρβους emails, στα οποία κυριαρχούσε η αντι-νατοϊκή ρητορική και οι κατηγορίες για καταστροφές που έφερναν οι βομβαρδισμοί. Ανάμεσα σε άλλα ένα μήνυμα έγραφε: «Τις τελευταίες εννέα ημέρες οι βάρβαροι του ΝΑΤΟ βομβάρδισαν τα σχολεία μας, τα νοσοκομεία, τις γέφυρες, σκότωσαν τους ανθρώπους μας, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για αυτούς, τώρα έχουν ξεκινήσει να καταστρέφουν τα πολιτιστικά μας μνημεία, που αντιπροσωπεύουν τον πυρήνα ύπαρξης του έθνους μας».
Η Wall Street Journal ονόμασε την πρακτική αυτή των Σέρβων ως «Yugospam». Πολλοί ισχυρίσθηκαν πως η συγκεκριμένη πρακτική καθοδηγούνταν από την κυβέρνηση του Μιλόσεβιτς: σε κάθε περίπτωση όμως παραμένει εντυπωσιακός ο τρόπος που οι Σέρβοι είχαν καταφέρει να αντιστρέψουν τον διαδικτυακό μηχανισμό προπαγάνδας ενάντια στις ΗΠΑ. Η ψηφιακή ρεβάνς των Σέρβων δεν κατάφερε να αποτρέψει τον πόλεμο και τους βομβαρδισμούς, πέτυχε όμως να μετατραπεί σε σημαντικό πονοκέφαλο για τους χρήστες του διαδικτύου στις ΗΠΑ και όχι μόνο.
Στις 24 Μαρτίου 1999 ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί της Γιουγκοσλαβίας από τις νατοϊκές δυνάμεις, οι οποίες διήρκησαν σχεδόν τρεις μήνες. Ένας πόλεμος που ξεκινούσε από την καρδιά των Βαλκανίων ταξίδευε από τις ΗΠΑ μέχρι το Πεκίνο. Για πρώτη φορά ο πόλεμος έσπαγε τα φυσικά σύνορα και μεταφερόταν στον κυβερνοχώρο. Οι κυβερνοεπιθέσεις και τα Yugospams μας εισήγαγαν σε μία νέα εποχή πολέμου, όπου το διαδίκτυο θα έπαιζε καταλυτικό ρόλο. Για τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας, ο πόλεμος αυτός σήμανε το τέλος της ύπαρξης του κράτους τους, για τον υπόλοιπο κόσμο σήμανε την αυγή του κυβερνοπολέμου ως κομμάτι των φυσικών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Αυτό λοιπόν που έμελλε να γίνει κανόνας στους πολέμους του 21ου αιώνα, εκκίνησε από τη Λευκή Πόλη το 1999.