ΑΘΗΝΑ
14:30
|
25.04.2024
Από σήμερα έως και τη Δευτέρα ταινίες από την κληρονομιά του ελληνικού κινηματογράφου του 20ου αιώνα.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

H πρωτοβουλία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για τη διάσωση, ψηφιοποίηση, προβολή και μελέτη ταινιών από την κληρονομιά του ελληνικού κινηματογράφου του 20ού αιώνα, επιστρέφει στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.

Η Ακρόπολη του ‘60, η Σαντορίνη του ‘68, η Αθήνα του ‘70, του ‘80, του ‘90, μια χώρα, οι άνθρωποι και οι δημιουργοί της σε διαρκή κίνηση, στους Φούρνους της Ικαρίας, στην Αμερική, στο Κρόϊτσμπεργκ του Βερολίνου. Ένα πρόγραμμα χωρίς στεγανά, όπου η μυθοπλασία διαδέχεται το ντοκιμαντέρ, εμπορικές επιτυχίες δίνουν τη σκυτάλη σε δυσεύρετα κινηματογραφικά διαμάντια, πολιτικά θρίλερ σε τρυφερές ιστορίες ενηλικίωσης. Αυτά και άλλα σε νέες ψηφιακές κόπιες, οι περισσότερες από τις οποίες αποκατεστημένες στο πλαίσιο του προγράμματος, με αγγλικούς υπότιτλους και δωρεάν είσοδο* για το κοινό.

Οι προβολές πραγματοποιούνται υπό την αιγίδα της επιτροπής «Ελλάδα 2021». Κύριος χορηγός της δράσης είναι το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας – ΕΚΟΜΕ, ενώ χορηγοί δράσης είναι το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με την υποστήριξη της Ταινιοθήκης της Ελλάδος και της Finos Film.

Πέμπτη 31 Μαρτίου

20:00 Το Μπλόκο του Αδωνι Κύρου (1965, 82´)
Μια νύχτα του καλοκαιριού του 1944 στην Κοκκινιά, ο μαυραγορίτης Κοσμάς διασκεδάζει με τους φίλους του πριν τον συλλάβει μια Γερμανική περίπολος. Οι Γερμανοί τον πιέζουν να καταδώσει τους αντιστασιακούς, αλλιώς θα τον εκτελέσουν. Την επόμενη μέρα, ο Κοσμάς, φορώντας μαύρη κουκούλα, υποδεικνύει με το δάχτυλο τους αγωνιστές που έχουν συγκεντρωθεί δια της βίας στην κεντρική πλατεία της συνοικίας. Το φιλμ του υπερρεαλιστή θεωρητικού του κινηματογράφου και συγγραφέα Άδωνι Κύρου αναδημιουργεί τις συνταρακτικές συνθήκες του μπλόκου της Κοκκινιάς, όταν κατά την ύστερη περίοδο της γερμανικής κατοχής, οι πολυπληθείς γειτονιές της Αθήνας αντιστέκονταν με κάθε τρόπο.

Ξεκινώντας από ένα ιστορικό γεγονός που σημάδεψε τη λαϊκή ιστορία του τόπου, η ταινία «προσπαθεί να αποτελέσει μια σύνθεση της κατοχικής Ελλάδας πέρα από τις επιμέρους πολιτικές διαφοροποιήσεις», σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη, ή αλλιώς δείχνει την «αντικειμενική αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να μένει αμέτοχος στα μεγάλα γεγονότα», όπως εκείνα που είχαν ξεσπάσει τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς. Με οδηγό την αλήθεια και σύμμαχο το ντοκουμέντο, ο Κύρου, που ως αυτεξόριστος στο Παρίσι εκείνη την εποχή συνομιλούσε δημιουργικά με καλλιτέχνες όπως ο Μπουνιουέλ ή ο Μπρετόν, πραγματοποιεί μια από τις πρώτες ουσιαστικές απόπειρες απεικόνισης της Ελληνικής αντίστασης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ένα μπρεχτικών καταβολών δημιούργημα. Εύκολα κανείς κατανοεί γιατί το έργο δημιούργησε τόσο έντονες αντιδράσεις κατά την πρεμιέρα του στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών, παρότι παραμένει μέχρι σήμερα ένα αληθινό κινηματογραφικό κειμήλιο της «χαμένης άνοιξης» της δεκαετίας του ’60.

22:00 Κιέριον του Δήμου Θέου (1968, 86´)
Eνας Έλληνας δημοσιογράφος κατηγορείται για τη δολοφονία ενός Αμερικανού συναδέλφου του, ο οποίος έχει βρεθεί στην Ελλάδα για ένα ρεπορτάζ σχετικό με τη διασύνδεση πολιτικής και εταιρειών πετρελαίου. Οι αρχές συλλαμβάνουν και έναν συνάδελφό του εβραϊκής καταγωγής ο οποίος εν τέλει δολοφονείται, όπως και μία κοπέλα, που είναι βασική μάρτυρας. Ο δημοσιογράφος αφήνεται προσωρινά ελεύθερος και ξεκινά τη δική του έρευνα πάνω στην υπόθεση, σταδιακά αντιλαμβανόμενος πως οι αρχές επιδιώκουν τη συγκάλυψη της αλήθειας και την παραπλάνηση της κοινής γνώμης. Προσπαθεί να πείσει τη βασική μάρτυρα να καταθέσει, όμως αυτή θα βρεθεί δολοφονημένη καθώς ο κλοιός σφίγγει ασφυκτικά γύρω από τον ίδιο- και από την αλήθεια.
Ταινία εμπνευσμένη από τη γνωστή Υπόθεση Πολκ, όταν ο αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ είχε έρθει στην Ελλάδα για να πάρει συνέντευξη από τον Μάρκο Βαφειάδη και βρέθηκε δολοφονημένος. Το «Κιέριον», η μυθοπλαστική μεγάλου μήκους στροφή του Δήμου Θέου μετά τις «100 Ώρες του Μάη», και σημαντικό κεφάλαιο στην γένεση του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, αποτελεί ταυτόχρονα σημαία για το είδος μιας βαθύτατα, άφοβα πολιτικής τέχνης που εκπροσωπούσε καθ’ όλη του την καριέρα ο σκηνοθέτης. Βραβευμένο στη Βενετία χρόνια πριν προβληθεί ολόκληρο στην Ελλάδα, το φιλμ αποτύπωσε στη μεγάλη οθόνη κοινωνικές συνθήκες που κανείς ως τότε δεν είχε τολμήσει να συλλάβει σε κινηματογραφική εικόνα, από την παραβατική, αυταρχική βιαιότητα της αστυνομίας μέχρι την γιγάντωση του φοιτητικού κινήματος. Εκμεταλλευόμενος τη φόρμα του νουάρ και τη βοήθεια πλήθους διάσημων κινηματογραφιστών και φίλων της εποχής, ο Θέος παρουσιάζει μια Αθήνα υπνωτιστική και μαγεμένη, χωρίς όμως να εξωραΐζει ή να αποκλίνει ποτέ από τον διαχρονικό του στόχο: την αποκάλυψη μιας αλήθειας.

Παρασκευή 1 Απριλίου

20:00 Ο Μικρός Δραπέτης του Σταύρου Τσιώλη (1968, 87)
Ένα μικρό αγόρι το σκάει από το αναμορφωτήριο στο οποίο είχε περάσει τα τελευταία χρόνια και κρύβεται στο σπίτι μιας κοπέλας. Ανάμεσά τους θα αναπτυχθεί μια πολύ δυνατή φιλία, όταν όμως θα περάσει τυχαία από την περιοχή ο περιοδεύων θίασος των γονιών του μικρού, εκείνοι θα τον βρουν και θα τον πάρουν μαζί τους. Με τραγούδια του Γιάννη Πουλόπουλου να εντείνουν την ψυχωμένα μελοδραματική αίσθηση, ο Σταύρος Τσιώλης σκηνοθετεί το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ύστερα από δεκάδες ταινίες ως βοηθός στον Φίνο. Στην τρυφερή σχέση δύο παιδιών ο Τσιώλης εντοπίζει κάτι το σχεδόν πρωτογενές, μια ματιά αγνή, που με παιδική αφέλεια και ανοιχτή καρδιά αφουγκράζεται έναν κόσμο που ίσως δεν βγάζει νόημα. Ο ίδιος ο Τσιώλης έλεγε πως για να του δώσει ο Φίνος την ταινία, του ζήτησε ένα δοκιμαστικό, κι εκείνος γύρισε τη σκηνή που τα παιδιά παντρεύουν τις κούκλες, μια συναισθηματική μικρογραφία όλης της κοσμοθεωρίας του φιλμ. Ο Φίνος γοητεύτηκε από την παιδικότητα και την αγνότητα και πείστηκε να δώσει στον Τσιώλη το πράσινο φως.

Έτσι ξεκίνησε μια από τις καθοριστικές σκηνοθετικές καριέρες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, με μια ιδιομορφία στην εξέλιξή της: Ύστερα από μόλις δύο χρόνια, κι αφού πειραματίστηκε με είδη και επιρροές, ο Τσιώλης εγκατέλειψε το σινεμά, ταξίδεψε στην Ελλάδα, και επέστρεψε το 1985 με το «Μια Τόσο Μακρινή Απουσία» εκκινώντας μια περίοδο κλασικών λαϊκών κωμωδιών που έφτασαν να θεωρούνται λίγο ως πολύ, κοινά συλλογικά αποκτήματα των μετέπειτα γενεών θεατών. Με τον τρόπο τους, κι αυτές δεν ήταν παρά λαϊκά παραμύθια όπως ακριβώς και το μαγικά ρεαλιστικό μελόδραμα του «Μικρού Δραπέτη». Όλα, προσωπικές αναγνώσεις της πραγματικότητας μέσα από μια στυλιστικά τεταμένη κινηματογραφική ματιά. Ίσως κάποιες φορές, πολύ απλά, είναι ζωτικής σημασίας το να δραπετεύσεις.

22:00 Το Δέντρο που Πληγώναμε του Δήμου Αβδελιώδη (1986, 65′)
Είναι καλοκαίρι σε ένα χωριό στην Χίο γύρω στο 1960. Λίγες μέρες πριν τα σχολεία κλείσουν για τις καλοκαιρινές διακοπές, η φιλία δύο αγοριών χαλάει άθελά τους, λόγω ενός άτυχου περιστατικού. Τα αγόρια συναντιούνται όμως ξανά στα μέσα του καλοκαιριού και περνούν μαζί με τους φίλους τους ένα ανέμελο καλοκαίρι. Βρίσκουν τρόπους να βγάζουν λίγα λεφτά και μπλέκουν σε περιπέτειες στο καταπράσινό τους βασίλειο. Ο Γιάννης βοηθά τη μητέρα του στο μάζεμα των «δακρύων» της μαστίχας, το πολύτιμο εκχύλισμα του μαστιχόδεντρου, του «Δέντρου Που Πληγώναμε». Η άφιξη ενός κοριτσιού θα αλλάξει τις ισορροπίες, αλλά πριν καλά-καλά το καταλάβουν τα παιδιά, το φθινόπωρο φτάνει γρήγορα σημαίνοντας το τέλος μιας εποχής – με κάθε πιθανή έννοια.
Το μεγάλο μήκους ντεμπούτο του Δήμου Αβδελιώδη χρωματίζει με φωτεινές γήινες αποχρώσεις και μια μεστή, sui generis ποιητική, το λεύκωμα μιας αθώας νιότης και μια από τις πιο ξεχωριστές ιστορίες ενηλικίωσης στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Ενώ η κάμερα ακολουθεί ήρεμα τους νεαρούς ήρωες και μια απαράμιλλη ευαισθησία διαποτίζει την επεισοδιακή εξιστόρηση, μικρές στιγμές αποκτούν τη σημασία σεισμικού γεγονότος. Η αφήγηση λειτουργεί συνδετικά ανάμεσα στα συμβάντα που θα μπορούσαν να είναι διήγηση, όνειρο ή ανάμνηση. Ευαίσθητο, παράξενο, αστείο και τραχύ το «Δέντρο» αυτό έχει μεγαλώσει πάνω σε κοινές, συλλογικές ρίζες. Αφηγείται ένα καλοκαίρι τόσο συγκεκριμένο, που μπορεί και να το ονειρευτήκαμε.

Σάββατο 2 Απριλίου

18:00 Μανταλένα του Νίκου Δημόπουλου (1960, 88´)
Η μικρή κοινωνία ενός κυκλαδίτικου νησιού είναι χωρισμένη στα δύο, εξαιτίας της έχθρας δύο καπετάνιων. Όταν ο καπετάν-Κοσμάς πεθαίνει, η κόρη του Μανταλένα βρίσκεται σε δύσκολη θέση έχοντας να θρέψει τα έξι αδέλφια της. Αποφασίζει να δουλέψει μόνη της το καΐκι, αλλά κανένας δεν εμπιστεύεται μια καπετάνισσα και προτιμούν τον ανταγωνιστή του πατέρα της. Τίποτα δεν πηγαίνει καλά, κανείς δεν την εμπιστεύεται, και τα χρέη τρέχουν. Μια μέρα ο παπάς του χωριού θα επιχειρήσει να τη βοηθήσει και σκαρφίζεται ένα σχέδιο: στα Θεοφάνεια θα βοηθήσει τη Μανταλένα να πιάσει το σταυρό λέγοντας μετά στους συγχωριανούς πως επρόκειτο για θέλημα Θεού. Όταν όλοι αρχίζουν να ταξιδεύουν με τη βάρκα της, η Μανταλένα θα βρει εκεί τριαντάφυλλα, χωρίς να ξέρει ποιος τα αφήνει. Αν ταξιδεύει ο έρωτας με το καΐκι της, ποια είναι η μορφή του; Ο σεναριογράφος Γιώργος Ρούσσος εμπνέεται από πραγματικό περιστατικό της νιότης του στο νησί και γράφει μια από τις μεγάλες επιτυχίες της εποχής, τόσο ηθογραφία μιας μικρής, κλειστής κοινωνίας, όσο και λαϊκού ερείσματος αισθηματική ιστορία που βάζει την ηρωίδα σε πρώτο πλάνο καθώς προσπαθεί να ξεπεράσει τις προκαταλήψεις του συντηρητικού, ανδροκρατούμενου περιβάλλοντός της.

Η ταινία του Ντίνου Δημόπουλου που ταξίδεψε μέχρι το Φεστιβάλ Καννών το 1961 μπόρεσε να κοιτάξει πίσω από το όμορφο πρόσωπο του ελληνικού νησιωτικού τοπίου, εντοπίζοντας συμπεριφορές και ιδεοληψίες βαθιά ριζωμένες στον τόπο και τους ανθρώπους του, στήνοντας ταυτόχρονα ένα περίτεχνο ρομαντικό γαϊτανάκι γύρω από ένα γεμάτο ζωή κοινωνικό ψηφιδωτό. Η μεγάλη σταρ του ελληνικού σινεμά της εποχής, Αλίκη Βουγιουκλάκη ενσαρκώνει έναν από τους πιο εμβληματικούς ρόλους της καριέρας της, ο διευθυντής φωτογραφίας Γουόλτερ Λάσαλι εμπνέεται μοναδικά από την θάλασσα και το τοπίο της Αντιπάρου, ενώ ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει για την ταινία μερικά από τα δημοφιλέστερα τραγούδια του. Μια ταινία γεμάτη χάρη, νιότη και απαλότητα, με την υπογραφή ενός κλασικού σκηνοθέτη του ελληνικού στούντιο συστήματος, με μοναδική ευκινησία ανάμεσα στα κινηματογραφικά είδη.

21:30 Κορίτσια για Φίλημα του Γιάννη Δαλιανίδη (1965, 105´)
Όταν μιλάμε για εμπορικό ελληνικό μιούζικαλ, λίγες ταινίες μπορούν να σταθούν δίπλα στην κλασική επιτυχία του Γιάννη Δαλιανίδη, με το απόλυτο all-star cast της εποχής. Πάνω σε μια κλασική δομή παρεξηγήσεων και πλαστοπροσωπίας, στήνεται ένα ξέφρενο θέαμα όπου χαρακτήρες και καταστάσεις μπλέκονται απολαυστικά εν μέσω μουσικής και κλασικών χορογραφιών, σε μια συνταγή τόσο ιδανικά εκτελεσμένη που δικαιολογημένα αποκτά μια σταθερή θέση στις επαναλήψεις και τις προτιμήσεις των θεατών διαμέσου των δεκαετιών της ελληνικής τηλεόρασης. Ιστορικής σημασίας, μιας και για πρώτη φορά έγχρωμη ελληνική ταινία γυρίζεται σε φορμά σινεμασκόπ, το φιλμ του Δαλιανίδη γίνεται εμπορικό φαινόμενο και στην εποχή της, κερδίζοντας τη μάχη των ταμείων ανάμεσα στις 93 ελληνικές ταινίες εκείνης της χρονιάς.
Στο φιλμ ακολουθούμε τη Ρένα, διευθύντρια τουριστικού γραφείου στη Νέα Υόρκη, που έρχεται για διακοπές στην Ελλάδα μαζί με την ανιψιά της, Τζένη. Ο αδελφός της Ρένας χρειάζεται χρήματα για μια δουλειά κι έτσι η Ρένα για να τον βοηθήσει ταξιδεύει στη Ρόδο για να συναντήσει τον επιχειρηματία Πέτρο Ράμογλου. Ο υιός Ράμογλου, ο Ανδρέας, κι ο φίλος του Κώστας ενδιαφέρονται να μπουν στο καλλιτεχνικό στερέωμα και ξετρελαίνονται με την Τζένη. Αποφασίζουν να τη διεκδικήσουν ακολουθώντας ένα παλαβό σχέδιο αλλαγής ρόλων: Ο Ανδρέας, παριστάνοντας τον φτωχό Κώστα, θα γοητεύσει την Τζένη, ενώ την ίδια στιγμή ο Κώστας παριστάνοντας τον πλούσιο Ανδρέα θα γνωρίσει την Έφη Ράμογλου που έφτασε στο νησί με τον πατέρα της. Αυτή η ανταλλαγή ρόλων θα δημιουργήσει ένα ντόμινο από μπελάδες και παρεξηγήσεις.

Κυριακή 3 Απριλίου

19:00 Η Ακρόπολις των Αθηνών του Ροβήρου Μανθούλη (1960, 28´)
Μορφωτικό ντοκιμαντέρ των Ροβήρου Μανθούλη, Φώτη Μεσθεναίου και Ηρακλή Παπαδάκη γυρισμένο υπό την αρχαιολογική καθοδήγηση του Γιάννη Μηλιάδη, Διευθυντή του Μουσείου της Ακροπόλεως, ο οποίος είναι και αφηγητής. Αποτελεί μια θαυμαστής συνέπειας χαρτογράφηση του χώρου της Ακρόπολης, στα αντικείμενα, τους χώρους, την εικονογραφία, την σύνδεση με την ιστορία και με την παράδοση. Από τις εναρκτήριες στιγμές και την παρουσίαση της περιπλοκότητας και της ιδιαιτερότητας της θέσης της, και μέσα από την παρουσίαση κάθε εντυπωσιακής λεπτομέρειας, αλλά και ενός ευρύτερου καλλιτεχνικού πλαισίου, το φιλμ μας ταξιδεύει στο χρόνο συνδέοντας τους αιώνες δόξας της αθηναϊκής ιστορίας με το σήμερα, με το μνημείο να καδράρεται όχι μόνο ως το λαμπερό μνήμα ενός παλιού πολιτισμού, αλλά και ως προς την τωρινή θέση του, πάνω από μια μεγάλη, σύγχρονη πόλη. Σε μια εποχή που έργα του Ροβήρου Μανθούλη βραβεύονταν και ταξίδευαν ήδη στο εξωτερικό κι ο ίδιος ως μέλος της Ομάδας των 5 προωθούσε παθιασμένα την τέχνη του ντοκιμαντέρ και την εκπαίδευση του κοινού, η «Ακρόπολη» βρήκε διανομή με έναν αξιομνημόνευτο τρόπο, μέσα από μια προβολή της στο Μουσείο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης που οδήγησε στην πώλησή της σε σειρά πανεπιστημίων στην Αμερική και τον κόσμο.

19:00 Θηραϊκός Ορθρος των Κώστα Σφήκα & Σταύρου Τορνέ (1968, 22´)
Μια «οπτική κοινωνική έρευνα» πάνω στη Σαντορίνη την εποχή που η πρωτόγονη αγροτική οικονομία δίνει σταδιακά τη θέση της στην ανερχόμενη τότε βιομηχανία του τουρισμού. Οι εξαθλιωμένοι και υποσιτισμένοι κάτοικοί της αντιπαραβάλλονται στην υποβλητική ομορφιά του νησιού με ηχητικό φόντο τους ψαλμούς του Όρθρου. Γυρισμένο στο νησί το καλοκαίρι του ᾽67, κατά την έναρξη της δικτατορίας, το μικρού μήκους φιλμ μέσα από τη δύναμη της αντίστιξης των εικόνων και της μουσικής ξεφεύγει από τα όρια ενός απλού λαογραφικού ντοκιμαντέρ και παρουσιάζεται ως ένα στοιχειωτικό πορτρέτο μιας κοινωνίας δύο ταχυτήτων, σαν δυσοίωνο όραμα ενός μέλλοντος που ήδη εξαπλωνόταν.

«Έπρεπε να δέσουν σε μια ενότητα τραγικά, σατιρικά, επικά, λυρικά στοιχεία, να απαλλαγούν από οποιονδήποτε νατουραλιστικό χειρισμό στην ηχητική πλαισίωση, ν’ αποκτήσουν μουσική έκφραση που να πηγάζει από την παράδοση αλλά που να είναι συγχρόνως σημερινή αντιμεταφυσική κραυγή του πάσχοντος», λένε οι δύο σκηνοθέτες, για αυτή την μέχρι σήμερα σπάνια και ευτυχή κινηματογραφική συνάντηση. Το ηχητικό τοπίο της ταινίας μετατρέπεται έτσι σε ένα πλαίσιο αντιπαραβολής και έκθεσης. Σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη χρήση του μοντάζ και της φωτογραφίας, η ταινία οδηγεί τον θεατή σε μια βαθιά, συγκλονιστική διαδρομή παρατήρησης. Ρημαγμένοι πληθυσμοί, μια ολόκληρη τάξη στην υπηρεσία της ραγδαίας τουριστικής ανάπτυξης, σε ένα αιχμηρά πολιτικό έργο-προπομπό του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, που θα ερχόταν με τη Μεταπολίτευση. Η ταινία αγοράστηκε μεταξύ άλλων και από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜΟΜΑ), που θέλησε να τη συμπεριλάβει στη συλλογή του.

19.00 Οικόπεδο του Θόδωρου Μαραγκού (1971, 13´)
Η ζωή σε ένα οικόπεδο των Πετραλώνων σε τρεις εποχές του χρόνου. Σε μια αλάνα, το φθινόπωρο στήνεται ένα Λούνα Παρκ, το χειμώνα το οικόπεδο ερημώνεται και την άνοιξη χρησιμεύει σαν στάδιο όπου γίνονται οι γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου, οι οποίες κατά τη διάρκεια της Χούντας γίνονται ένα ακόμα εργαλείο αποπροσανατολισμού από το καθεστώς. Μια σύνθεση από στιγμές της ζωής όπως κυλάει σε μια από τις τότε λιγότερο αστραφτερές γωνιές της πρωτεύουσας, όπου ένας χώρος αποκτά τη δική του υπόσταση. Το πέρασμα του χρόνου σμιλεύει τον χαρακτήρα ενός κομματιού γης αφήνοντας εκεί πάνω τα σημάδια του, όπως θα το έκανε και σε έναν άνθρωπο. Στιγμές χαράς και ζωντάνιας δίνουν τη θέση τους σε μια βροχερή μελαγχολία, σαν αλλαγές διάθεσης στην αλλαγή των εποχών. Μέχρι που το συμφέρον, μια εξωγενής δύναμη, διαλύει τα πάντα κατά την ανέγερση μιας οικοδομής. Το τέλος είναι αμείλικτο και αναπόφευκτο. Στο πρώτο του δείγμα live action κινηματογράφου μετά από αξιοσημείωτες δουλειές στο animation, ο Μαραγκός κοιτάζει με ματιά ανθρώπινη και κινηματογραφική εκεί που μοιάζει να μην υπάρχει απολύτως τίποτα, και βλέπει τον λυρισμό μιας ολόκληρης ύπαρξης. Χρησιμοποιώντας τα απλούστερα μέσα, αποδίδει με αυθεντικότητα έναν ανθρώπινο χώρο, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ένα σπάνιο εσωτερικό ρυθμό. Μετατρέποντας σε ποίηση κάτι τόσο καθημερινό που περνά τελικά απαρατήρητο, αναδεικνύει έτσι την πολιτική του διάσταση. «Έδειχνα την κατάντια της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια της χούντας», λέει ο ίδιος για το έργο, που γυρίστηκε το ‘71 και είχε απαγορευτεί από το καθεστώς. Ο Μαραγκός, που σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του θα παραμείνει πιστός στο ανθρωποκεντρικό του όραμα, χαρίζοντας στο κοινό μεγάλες εμπορικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες όπως το «Μάθε Παιδί μου Γράμματα», μπολιάζει εδώ με την εικαστική του ευαισθησία μια δήλωση πολιτικών πεποιθήσεων, αφήνοντας μια μικρού μήκους διάρκειας αλλά μεγάλης σημασίας παρακαταθήκη.

19.00 Στα Τουρκοβούνια του Λευτέρη Ξανθόπουλου (1982, 23´)
Στην υψηλότερη κορυφή της λοφοσειράς των Τουρκοβουνίων στην Αθήνα, τα πρώτα αυθαίρετα κτίσματα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στη δεκαετία του ᾽50 εποικισμένα από οικογένειες άστεγων εσωτερικών μεταναστών σε αναζήτηση ενός μέρους το οποίο θα μπορούσαν να αποκαλέσουν σπίτι. Βασισμένη σε αφηγήσεις των κατοίκων της περιοχής, από τις περιπέτειες που τους οδήγησαν ως εκεί μέχρι τα πορτρέτα τους σε ένα ακόμα βασανισμένο και αβέβαιο παρόν, η ταινία ολοκληρώνει μια τριλογία μικρού μήκους ντοκιμαντέρ πάνω στο μεταναστευτικό ζήτημα από τον Λευτέρη Ξανθόπουλο, μετά τα «Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης» και «Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα».
Με όπλο την ιδιότυπη καλλιτεχνική του γλώσσα και εντοπίζοντας την σκληρή αστική ποίηση στο σινεμά τεκμηρίωσης, ο Ξανθόπουλος στοχάζεται πάνω στον ξεριζωμό και την φυγή. Το βλέμμα του είναι αφενός εστιασμένο πάνω στους ήρωές του μέσα σε μια Αθήνα που αλλάζει ραγδαία, και αφετέρου στο πλαίσιο μες στο οποίο κινούνται, από τις αντιστάσεις που συναντούν μέχρι την αντιπαραβολή με ένα λαβυρινθώδες αστικό τοπίο που ελλοχεύει στο περιθώριο του πορτρέτου που ζωγραφίζει. Ένα ντοκιμαντέρ φτιαγμένο με τα απολύτως αναγκαία υλικά, σμιλευμένο με ταπεινότητα και λεπτομέρεια πάνω σε πρόσωπα και σε τόπους, δομημένο σαν ένα δυσβάσταχτο κοινωνικό δράμα για μια ολόκληρη κοινωνία κρυμμένη από τα μάτια μας.

19.00 Αθήναι της Εύας Στεφανή (1995, 40´)
Η ζωή στον σταθμό Λαρίσης, μια ανοιξιάτικη βραδιά του 1995. Γυρισμένο κατά τη διάρκεια τεσσάρων εβδομάδων, όμως υιοθετώντας τη χρονολογική δομή μιας βραδιάς, το φιλμ αποτελεί μια πινακοθήκη προσώπων που συχνάζουν στον σταθμό: άστεγοι, φαντάροι, μετανάστες, ορίζουν έναν χώρο συνάντησης και συνύπαρξης διαφορετικών κόσμων. Η πτυχιακή ταινία της Εύας Στεφανή, όχι μόνο μας συστήνει μια καθοριστική φιγούρα του ελληνικού αβαν-γκαρντ, αλλά μας εισάγει και στον κόσμο του ντοκιμαντέρ παρατήρησης που υπηρετεί, επιτρέποντας στους χαρακτήρες της να καταλάβουν τον κινηματογραφικό χώρο που το σινεμά ευρείας κατανάλωσης συχνά τους αρνείται. Η άσκηση της παρατήρησης δεδομένα επηρεάζει αυτό που παρατηρείται, όμως η Στεφανή περιπλανιέται στον χώρο, έρχεται σε επαφή με τα πρόσωπα ώσπου να εξοικειωθούν πλήρως με την εισβολή της κάμερας, δίνοντας τελικά στους σχεδόν αόρατους ήρωές της μια απόλυτη ελευθερία κίνησης και έκφρασης, κινηματογραφικά σχεδόν άφταστη. Με αυτό τον τρόπο καταλήγει να εξερευνά την ίδια τη διάσταση της αλήθειας μέσω της εικόνας, οδηγώντας τον θεατή να χαθεί σε έναν πραγματικό κόσμο, όπου απρόβλεπτοι άνθρωποι – κάποιοι από αυτούς περιθωριοποιημένοι – παίρνουν φωνή, ταξιδεύουν σε ανεξερεύνητες γωνιές του ψυχισμού τους και ορίζουν οι ίδιοι τον κόσμο τους. Η παρατήρηση, ως ταξίδι σε έναν άλλο τόπο- ταυτόχρονα οικείο αλλά και ανοίκειο. Ένας Σταθμός που νοηματοδοτείται από τους περιστασιακούς του κατοίκους.

21:30 Γράμματα από την Αμερική του Λάκη Παπαστάθη (1972, 19′)
Ολόκληρη η ζωή ενός μετανάστη, όπως την αφηγείται ο ίδιος μέσα από ένα δεματάκι από 120 καρτ-ποστάλ και φωτογραφίες, μετατρέπεται σε ντοκουμέντο ενός ολόκληρου εθνικού ξεριζωμού. Ο Αναστάσιος ξεκινάει από το Γύθειο το 1905, φτάνει στην Πάτρα και από εκεί με το υπερωκεάνιο ταξιδεύει στην Αμερική. Ζει εκεί εργαζόμενος σε εστιατόρια. Το 1930 γυρίζει στον τόπο του για να παντρευτεί γυναίκα από την πατρίδα του. Φεύγει μαζί της στην Αμερική, δημιουργούν οικογένεια με δυο παιδιά. Μετά τον εμφύλιο και την άνοδο στην εξουσία του στρατάρχη Παπάγου, επιστρέφουν οριστικά για να πεθάνουν στην Ελλάδα. Όλο το ντοκιμαντέρ στηρίζεται στις εικόνες από τις καρτ-ποστάλ και τις φωτογραφίες που έστελνε στο σπίτι του για πενήντα περίπου χρόνια. Πίσω από αυτές τις εικόνες, υπάρχει πάντα ένα κείμενο, το οποίο αποτέλεσε και το σπικάζ της ταινίας.
Ο Λάκης Παπαστάθης αποκρυπτογραφεί τη ζωή ενός μετανάστη μέσα από δικά του αναμνηστικά που κάπως, κάποτε, κατέληξαν σε ένα υπόγειο παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι. Μια ολόκληρη ζωή ξεχασμένη σε μια σκονισμένη στοίβα σε κάποιο παλιό ράφι; Στα χέρια του Παπαστάθη, γίνεται και κάτι ακόμα παραπάνω, καθώς η ταινία του μοιράζεται μοτίβα και κοινές αγωνίες για την «κακούργα ξενιτιά», για τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες πίσω από την «κατάρα της Ελλάδας». Τα λόγια που έγραφε δεκαετίες πριν ο Αναστάσιος τυλίγουν με ζεστασιά και ευγένεια τις εικόνες του, ζωντανά κειμήλια ενός συλλογικού εθνικού πόνου. «Πονούσε το κορμί του από τον ξεριζωμό και στρεφόταν στις ρίζες του εδώ, για να βρει τα λόγια να το εκφράσει», λέει ο Παπαστάθης, καταφέρνοντας σε ένα σπουδαίο κινηματογραφικό ντοκουμέντο να αποτυπώσει την βιωματική νοσταλγία με τρόπο πρωτοποριακό όσο και βαθιά ανθρώπινο. Ταυτόχρονα, δίνοντας τον τόνο για ένα εμβληματικό και μονίμως ανήσυχο σύνολο έργου που θα ακολουθούσε, καθώς απλώνεται στις δεκαετίες.

21:30 Τελευταίος Σταθμός, Κρόιτσμπεργκ του Γιώργου Καρυπίδη (1975, 22´)
Στη συνοικία Κρόιτσμπεργκ του Δυτικού Βερολίνου ζουν ξένοι εργάτες, Έλληνες και Τούρκοι οι οποίοι αγωνίζονται για ένα καλύτερο μέλλον, ενώ παράλληλα προσπαθούν να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα. Η ζωή, τα προβλήματα και η συλλογική πολιτική δράση των γκασταρμπάιτερ γίνεται αντικείμενο εξερεύνησης στο σπουδαίο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Καρυπίδη, ο οποίος για ένα διάστημα είχε κι ο ίδιος ζήσει και εργαστεί ως σκηνοθέτης στο Βερολίνο για τη δημόσια τηλεόραση SFB.
Δημιουργός με βαθιά γνώση της διαρκώς εξελισσόμενης διεθνούς κοινωνικοπολιτικής συνθήκης, ο Καρυπίδης, έχοντας παράλληλα δουλέψει και σπουδάσει σε διαφορετικές χώρες, διέθετε όλα τα αναγκαία εργαλεία για ένα σινεμά διεθνιστικό, με ανοιχτές κοινωνικές κεραίες. Είτε μέσα από ντοκιμαντέρ είτε μέσα από τα μετέπειτα κλασικά του νουάρ, η κοινή γραμμή πάντοτε επιστρέφει σε καταστάσεις και σε ήρωες που κουβαλάνε το υπαρξιακό τους βάρος με ένα ελπιδοφόρο βλέμμα στο μέλλον. Σε αυτό το έξοχο δείγμα κοινωνικού ντοκιμαντέρ, μακριά από την οποιαδήποτε απόπειρα αφηγηματικής και συναισθηματικής ευκολίας, ο Καρυπίδης συλλαμβάνει κάτι από τη συλλογική αγωνία ολόκληρων γενεών που βρέθηκαν ξεριζωμένες.

21:30 Το Αλλο Γράμμα του Λάμπρου Λιαρόπουλου (1976, 72′)
«Μου ζητάς να σου πω μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Αρχή, γίνεται κάθε στιγμή και το τέλος δε χωράει στην οθόνη που βλέπεις». Τα λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη Λάμπρου Λιαρόπουλου γίνονται νοηματική άγκυρα ενός στυλιστικά φιλόδοξου μα πάνω απ’ όλα δυσβάσταχτα προσωπικού, υβριδικού φιλμικού ντοκουμέντου, όπου η πόλη, η χώρα, οι εποχές, οι πολιτικές μετεξελίξεις διαπλέκονται ως ένα με το σινεμά του δημιουργού. Η ταινία, η πρώτη και τελευταία μεγάλου μήκους ενός σκηνοθέτη που έφυγε τραγικά νωρίς αφήνοντας ένα μικρό σύνολο έργου πίσω του (ή, όπως έλεγε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, «μάλλον ο όγκος του έργου του Λιαρόπουλου ήταν αρκετά μεγάλος, αλλά φαίνεται πως τον αγνοούσαν ακόμη και οι συνάδελφοί του»), αποτελεί μια αυτοβιογραφική καταγραφή όσο και ένα σχόλιο πάνω στην κρίσιμη δεκαετία 1965-1975, για τον χρόνο που σμιλεύει, δημιουργεί, καταστρέφει, για τον κόσμο γύρω μας που αλλάζει, για την Αθήνα και την Ελλάδα. Ξεκινά ως δοκίμιο σε πρώτο πρόσωπο με τον Λιαρόπουλο να εξηγεί πως «η ταινία που γυρίζουμε δεν έχει υπόθεση ούτε ηθοποιούς. Πρωταγωνιστής είναι ο χρόνος που έρχεται και φεύγει και ο κόσμος γύρω μας που αλλάζει. Ο κόσμος αυτός είμαστε όλοι μας, με τη δουλειά μας, με τους ανθρώπους που αγαπούμε, με τα παιδιά μας. Είναι τα σπίτια μας, είναι η πόλη που ζούμε, είναι η χώρα μας. Η κινηματογραφική μηχανή γράφει εικόνες από την καθημερινή ζωή και αποτυπώνει πάνω στο φιλμ τη σημασία τους». Στο φιλμ ενσωματώνει τις δύο μικρού μήκους του, το «Γράμμα από το Σαρλερουά» που γύρισε το 1965 όταν ακόμα δούλευε ως βοηθός του Ανρί Λανγκλουά στη Γαλλική Ταινιοθήκη και το «Αθήνα Πόλη Χαμόγελο» που γυρίστηκε το 1967 αμέσως πριν την έλευση της δικτατορίας. Αυτές οι εικόνες δεμένες όλες μεταξύ τους, θα αποτελέσουν μια καθηλωτική προσπάθεια του σκηνοθέτη να μιλήσει για τη σχέση του με μια χώρα καθώς προσπαθεί να προσαρμοστεί σε μια νέα δεκαετία, μια νέα εποχή. Τη σχέση του, και τη σχέση τελικά όλων μας, με την ζωή και με τον ίδιο μας τον τόπο.

Δευτέρα 4 Απριλίου

19:00 Φούρνοι, Μια Γυναικεία Κοινωνία των Αλίντας Δημητρίου & Νίκου Κανάκη (1982, 48′)
Στο νησί Φούρνοι της Ικαρίας, ένας ερευνητής παρακολουθεί τη ζωή των κατοίκων. Δίχως προκαθορισμένο σενάριο, δίχως έτοιμες ερωτήσεις, ως απλός παρατηρητής. Μέσα από αυτή την έρευνα, ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας η κοινωνία των Φούρνων μέσα από τους ανθρώπους της, μέσα από αναμνήσεις, μέσα από αγωνίες, μέσα από τον καθημερινό μόχθο. Στο νησί, οι άνδρες είναι ναυτικοί και οι γυναίκες έχουν αναλάβει όλα τα πόστα που πιο συμβατικά θα περίμενε κανείς να εκτελούνται από τους άντρες, από οικοδομικές εργασίες μέχρι αγροτικές δουλειές. Η κάμερα της Αλίντας Δημητρίου και του Νίκου Κανάκη καταγράφει έτσι με ανάγλυφο τρόπο τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα και το πώς ο καταμερισμός της εργασίας αποτελεί βασικό γρανάζι στην λειτουργία της κοινωνικής μηχανής.

Ένα από τα πρώτα ντοκιμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου, η οποία καθόλη τη διάρκεια της καριέρας της υπηρέτησε το ακτιβιστικό ντοκιμαντέρ, συνδέοντας την κοινωνική παρατήρηση με την εξερεύνηση της θέσης και του ρόλου της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία των τελευταίων δεκαετιών. Ταυτόχρονα, ένα από τα πιο σημαντικά έργα του μοντέρ και σκηνοθέτη Νίκου Κανάκη, ο οποίος έχοντας μόλις ολοκληρώσει τη σειρά δεκάδων ντοκιμαντέρ «Η Ελλάδα των 5 Ωκεανών», εφαρμόζει τεχνογνωσία και βλέμμα σε ένα μικρότερης εμβέλειας αλλά πυκνότερης σημειολογίας καμβά. Μέσα από μια σπουδαίας αφοσίωσης μεθοδολογία προφορικής ιστορίας, όπου την Ιστορία αφηγούνται μέσα από τα βιώματά τους οι ίδιοι οι -συνήθως χωρίς βήμα και χωρίς φωνή- μάρτυρες, η Δημητρίου κι ο Κανάκης τελειοποιούν ένα είδος πολιτικού ντοκιμαντέρ που δεν μένει στην στείρα καταγραφή, αλλά συνδέει την παρατήρηση με την ιδεολογία και με το κοινωνικό ιδεατό. Η ανθρωπολογική τους ματιά δίνει πλατφόρμα και βοή σε φωνές περιθωριοποιημένες από την επίσημη ιστορική καταγραφή, όπως αναδεικνύεται ιδανικά και στην περίπτωση των «Φούρνων», όπου ο φεμινισμός αναπτύσσεται αναγκαία μέσα από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.

19.00 ROM του Μενέλαου Καραμαγγιώλη (1989, 76′)
Το 1979, ο ΟΗΕ αναγνωρίζει τη φυλή των Ρομά με το προγονικό της όνομα RΟΜ. Μια δεκαετία αργότερα, η ταινία του Μενέλαου Καραμαγγιώλη χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τον όρο ROM στην Ελλάδα και επιχειρεί να δώσει το στίγμα του λαού αυτού στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ακολουθώντας τέσσερις διαφορετικές κατευθύνσεις που εκφράζονται στα πρόσωπα των τεσσάρων αφηγητών: Ο Δάσκαλος παρουσιάζει τις ρίζες των Ρομά αναλύοντας τις σπάνιες ιστορικές μνείες, σαν να διαβάζει από τα περιθώρια της Ιστορίας, και ο Φωτογράφος αποτυπώνει σε εικόνες το παρόν ενός λαού που δεν είχε ποτέ γραπτή παράδοση και επίσημη ιστορία. Η Τάμαρα μας ξεναγεί σε αρχέγονους μύθους, ιστορίες και τρόμους που εκφράζουν μια ολόκληρη κοινή ιστορία, ενώ η Άιμα μας συστήνει τη ματιά μιας νέας γενιάς που κοιτά προς το μέλλον, αναζητώντας μια νέα ταυτότητα δεμένη με το σήμερα.
Θεματικά και στυλιστικά τολμηρό, πρωτοποριακό αβαν-γκαρντ ντοκιμαντέρ που προέκυψε ως παραγωγή της -αμήχανης απέναντι στο περιεχόμενο- δημόσιας τηλεόρασης, το φιλμ του Καραμαγγιώλη βρήκε απέναντί του αντιστάσεις, λογοκρίθηκε στην εποχή του και δημιούργησε αντιδράσεις, βουτώντας βαθιά σε μια πλευρά της Ελλάδας που πολλοί θα προτιμούσαν να προσποιούνται πως δεν υφίσταται. Πλέκοντας περίτεχνα μύθο με ιστορική αλήθεια και νότες μαγείας με κοινωνιολογική παρατήρηση, ο Καραμαγγιώλης αφήνει κατά μέρος την προσέγγιση της γραμμικής αφήγησης και ανιχνεύει την ιστορική εξέλιξη της Ρομά παράδοσης μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον βίαιης απόρριψης. Συνεκτικό ρόλο παίζουν τα έμμονα leitmotifs της εικόνας και της μουσικής, που τονίζουν ακόμη περισσότερο τη συνειρμική διάσταση του φιλμ, μια διάσταση που δεν παρακολουθεί τη διαδρομή της λογικής αλλά την τροχιά της περιπέτειας, και που επιμένοντας στη γοητεία του επουσιώδους, συγγενεύει όσο μπορεί με τα τσιγγάνικα παραμύθια. Ταινία-σταθμός στην ιστορία του ελληνικού ντοκιμαντέρ που χαρακτηρίστηκε «αριστούργημα που πρέπει να μείνει κλασικό στην ιστορία του σινεμά» από τη Cinémathèque Française, το φιλμ του Καραμαγγιώλη αποτελεί ένα φορμαλιστικά περιπετειώδες δείγμα κοινωνικού και πολιτικού σινεμά που ερευνά με καθοριστικό τρόπο την ιδέα της ταυτότητας.

21:30 …Λιποτάκτης των Γιώργου Κόρρα & Χρήστου Βούπουρα (1988, 122´)
Σε μια επαρχιακή λουτρόπολη, ο Μανώλης, τρεις φορές λιποτάκτης από το στρατό, θα θελήσει να επανενταχτεί στην κοινωνία της πόλης του. Την αλλαγή αυτή παρακολουθεί με πίκρα ο Χρήστος, ένας νεαρός γκέι άνδρας από την Αθήνα, που φτάνει εκεί γοητευμένος από τον Μανώλη, τον ατίθασο χαρακτήρα του, και την ικανότητά του να κουβαλάει φαινομενικά άκοπα όλες τις αντιφάσεις του κοινωνικού τους περιβάλλοντος. Σε αυτό το μωσαϊκό χαρακτήρων, το χρήμα λειτουργεί ως συνδετικός ιστός, αφού η πόλη τελικά ευημερεί χάρη στις ντόπιες τουριστικές επιχειρήσεις. Αυτή ακριβώς η στροφή στο γρήγορο κέρδος και το αδιέξοδο της ανεξέλεγκτης εμπορευματοποίησης είναι τελικά που θα επιτρέψουν στον Μανώλη να υποκύψει και να αφομοιωθεί από το περιβάλλον, αφήνοντας τον Χρήστο να παρακολουθεί σαν όλα να τον γοητεύουν και να τον απωθούν την ίδια στιγμή. Η ομοφυλοφιλία τους όχι μόνο δεν γίνεται αποδεκτή, αλλά τα επαρχιακά σαλόνια αντηχούν και αναπαράγουν την αστική εχθρότητα.

Το φιλμ, μέσα από μια στιβαρή κινηματογραφική ματιά και μια αναγκαία οικονομία στην προσέγγιση, προοικονομεί μια Ελλάδα που έρχεται ή και που είναι ήδη εδώ, χαρτογραφώντας τόσο τον ψυχισμό των ηρώων και της μεταξύ τους ερωτικής σχέσης που δοκιμάζεται, όσο και έναν κοινωνικό μικρόκοσμο γύρω τους βυθισμένο στην υποκρισία, τον νεοπλουτισμό και την πνευματική παρακμή. Με άλλα λόγια ψηλαφεί και καταγράφει την απώλεια της λαϊκότητας της ελληνικής επαρχίας και της ελληνικής κοινωνίας. Μια λαϊκότητα που υπήρξε τροφός για τον ελληνικό κινηματογράφο και την τέχνη επί δεκαετίες. Με ρίζες που εντοπίζονται ακόμα και στον ιταλικό νεορεαλισμό και με μια παθιασμένη αναζήτηση ερεθισμάτων, αισθητικής αλήθειας και ποίησης σε μια κυνική νέα πραγματικότητα, το φιλμ ταξιδεύει μέχρι το Πανόραμα του Βερολίνου και αποτελεί μια τολμηρή προσθήκη στην έως τότε σπάνια στα ντόπια εδάφη queer φιλμογραφία αλλά και τη θεμέλια λίθο σε μια φιλμογραφία αφοσιωμένη στην εξερεύνηση του διαφορετικού. Κάτι που, όπως εξάλλου λέει κι ο συν-σκηνοθέτης Χρήστος Βούπουρας, αποτελεί για τον ίδιο «μια γοητεία που δεν έχει τελειωμό. Κάθε τι το διαφορετικό ενέχει κι έναν άγνωστο κόσμο. Η ανακάλυψή του, αποτελεί πηγή γνώσης και καθρέφτη του ίδιου μας του εαυτού».

Είσοδος ελεύθερη με δελτία εισόδου. Θα διατίθενται δωρεάν την ημέρα κάθε προβολής, 30’ πριν την έναρξη κάθε ταινίας, στα ταμεία της Ταινιοθήκης.
Για την είσοδο του κοινού στην Ταινιοθήκη απαιτείται η επίδειξη έγκυρου πιστοποιητικού εμβολιασμού ή πιστοποιητικού νόσησης.
Η είσοδος γίνεται με τη χρήση μάσκας τόσο κατά την προσέλευση όσο και κατά την διάρκεια των προβολών και σύμφωνα με τις οδηγίες του ΕΟΔΥ.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ακυρώθηκε η συναυλία του Αλκίνοου Ιωαννίδη στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια

Σε δημοπρασία ο εξαφανισμένος για 100 χρόνια πίνακας του Κλιμτ

Δηλώσεις ΣΕΑ για ανακάλυψη τάφου του Πλάτωνα από Ιταλούς ερευνητές

Για να μην κλείσει, το «Αλεξάνδρα», το τελευταίο σινεμά της Καλλιθέας

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα