ΑΘΗΝΑ
12:51
|
22.11.2024
Ένα νέο «όπλο» στα χέρια των ισχυρών και του πλούτου. Ποινικοποιούν τη συμμετοχή των δημοσιογράφων, των πολιτών και των οργανωμένων κινημάτων στον δημόσιο διάλογο.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Σε μια εποχή όπου οι ανισότητες μεταξύ αφ’ ενός των ανθρώπων της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και αφ’ ετέρου των απλών ανθρώπων βαθαίνουν όλο και περισσότερο υπέρ των πρώτων, έρχεται και η Δικαιοσύνη -το θεμέλιο της Δημοκρατίας- να βαρύνει την πλάστιγγα της ανισότητας προς ενίσχυση όσων διαχειρίζονται ασύδοτα τον πλούτο και την πολιτική (ή οποιουδήποτε άλλου χαρακτήρα ) δύναμη. Παράλληλα, διαπιστώνουμε ολοένα και περισσότερο το βάθος της διαπλοκής που συνδέει τους πυλώνες της εξουσίας: πολιτικούς, δικαστές, θρησκευτικούς ηγέτες, κορυφαίους οικονομικούς παράγοντες («καθαρούς» και «βρόμικους») μεταξύ τους ή και με τραστ εταιρειών κι ομάδες οργανωμένων συμφερόντων, φορολογικούς «παραδείσους» κ.λπ. 

Οι ισχυροί, αφού μέσω της διαφθοράς και της διάβρωσης των θεσμών και των συστημάτων στήριξης των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών έχουν αλώσει σχεδόν κάθε οχυρό αντίστασης που εναντιώθηκε στις αδηφάγες ορέξεις τους (ακόμα και με δολοφονίες τολμηρών δημοσιογράφων ή εξαγοράζοντας ή δωροδοκώντας κορυφαία συγκροτήματα Τύπου για να τα καταστήσουν όργανά τους ή να τα φιμώσουν με εύσχημο τρόπο), εδώ και κάποιες δεκαετίες χρησιμοποιούν συστηματικά και την «τυφλή» Δικαιοσύνη για να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους και να αχρηστεύουν κάθε εστία αντιλόγου και εναντίωσης σ’ αυτά.  Λίγοι μόνο γενναίοι δημοσιογράφοι και (συνήθως) μικρής εμβέλειας Μ.Μ.Ε., μαζί με ευσυνείδητους πολίτες, ορθώνουν πλέον το ανάστημά τους, είτε μεμονωμένα είτε συνασπιζόμενοι, και επιδίδονται σε συστηματική ερευνητική δημοσιογραφία για ν’ αποκαλύψουν στο κοινό όσα οι διαπλεκόμενοι προσπαθούν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν μακριά από τις μάζες που οι ίδιοι χειραγωγούν και εκμεταλλεύονται. Σ’ αυτούς τους λίγους τολμηρούς χρωστάμε τα «Panama Papers» ή τα Wikileaks του Τζούλιαν Ασάνζ και των συνεργατών του, που άνοιξαν το δρόμο στις μεγάλες αποκαλύψεις εις βάρος χιλιάδων διαπλεκόμενων και διεφθαρμένων πολιτικών, κρατικών λειτουργών, οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων κ.ά.

Οι SLAPPs – «Στρατηγικές Αγωγές»

Αν και στη διεθνή νομολογία οι «στρατηγικές αγωγές κατά της δημόσιας συμμετοχής» (ιδίως κατά δημοσιογράφων/ΜΜΕ, οργανισμών και ενεργών πολιτών, που αποκαλύπτουν και δημοσιοποιούν ευρύτερα παράνομες, προβληματικές ή αμφιλεγόμενες πράξεις και μεθοδεύσεις διαφόρων ισχυρών ατόμων ή ομάδων ή εταιριών) «μετρούν» ήδη κάποιες δεκαετίες, στην Ελλάδα ερχόμαστε αντιμέτωποι με το φαινόμενο αυτό μόλις τα τελευταία χρόνια.

Οι SLAPPs (όπως είναι ο διεθνής χαρακτηρισμός τους, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων Strategic Lawsuits Against Public Participation) είναι το νομιμοφανέςbullying, «όπλο» των ανθρώπων κάθε φύσης εξουσίας και του χρήματος για να τρομοκρατήσουν και να φιμώσουν όσους τολμούν να υψώσουν φωνή εναντίον τους και να καταγγείλουν δημόσια πράξεις ή παραλείψεις τους που βλάπτουν ή αφορούν αρνητικά(άμεσα ή έμμεσα) το κοινωνικό σύνολο και το δημόσιο συμφέρον.

Με καλοπληρωμένα επιφανή δικηγορικά γραφεία στην υπηρεσία τους, οι ισχυροί της εξουσίας και του πλούτου επιδιώκουν «στρατηγικά» να κάμψουν κάθε αντίσταση προς τα συμφέροντά τους.  Καταδιώκουν καταχρηστικά μέσω δικαστικών ατραπώνκαι τσακίζουν όποιους έχουν το θάρρος να αποκαλύψουν τις παράνομες ή επιλήψιμες συμπεριφορές και πρακτικές τους με πολυέξοδες (συνήθως αβάσιμες) αγωγές και μακρόσυρτες δικαστικές – νομικές διαδικασίες, που ταλαιπωρούν τα «θύματά» τους (ακόμα και αν αυτά τελικά δικαιωθούν) για χρόνια… Στόχος τους να τα καταστρέψουν οικονομικά -ειδικά στις αγγλοσαξονικές χώρες, όπου τα δικαστικά έξοδα και οι δικηγορικές αμοιβές φτάνουν σε αστρονομικά ύψη- και, τελικά, να τα αναγκάσουν να σιωπήσουν ή και να ανακαλέσουν ντροπιαστικά όσες αλήθειες και πραγματικά γεγονότα είχαν τολμήσει να καταγγείλουν δημόσια εις βάρος τους.

Και, παράλληλα με αυτές τις «επιτυχίες», κατορθώνουν και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό: να εκφοβίζουν και να αποτρέπουν όχι μόνο όσους αρχικά μίλησαν/έγραψαν ανοιχτά εις βάρος τους, αλλά και τυχόν μιμητές των πρώτων θαρραλέων από το να ακολουθήσουν στο μέλλον το παράδειγμά τους, φιμώνοντάς τους προκαταβολικά κι εξασφαλίζοντας έτσι την αποσιώπηση των παρανομιών ή άλλων αμφιλεγόμενων πράξεών τους στο διηνεκές.

Τα SLAPPsείναι ιδιαίτερα δημοφιλή στις τάξεις των πολιτικών κι άλλων «διαχειριστών εξουσίας», καθώς και των μεγαλοεπιχειρηματιών, που στρέφονται συστηματικά με εκστρατείες αγωγών και διεκδικήσεις τεραστίων αποζημιώσεων εναντίον δημοσιογράφων, ΜΜΕ και άλλων φωνών που τους εκθέτουν δημόσια κι αποκαλύπτουν τεκμηριωμένα τις παρανομίες ή άλλες πράξεις τους που βλάπτουν το κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον. Φτάνουν στο σημείο, μάλιστα, να ασκούν αγωγές ακόμα και για απλή δημοσιοποίηση (εκ μέρους ενός ΜΜΕ ή δημοσιογράφου) μιας επίσημης καταδικαστικής απόφασης εις βάρος τους από αναγνωρισμένο δικαστήριο ή δημόσια αρχή, επικαλούμενοι την «προστασία προσωπικών δεδομένων»!

Πολύ περισσότερο, αν τυχόν ο καταγγέλλων την επιλήψιμη ή παράνομη ή αντικοινωνική ή αντιδεοντολογική συμπεριφορά τους (και ιδίως όταν αυτός ανήκει στο χώρο του Τύπου) «τολμά» να ασκήσει δημόσια κριτική εις βάρος τους με αυστηρό και αιχμηρό λόγο… Οι αγωγές και οι διεκδικήσεις βαρύτατων αποζημιώσεων για «εξύβριση», «απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση» και «προσβολή προσωπικότητας» πέφτουν «βροχή» στα κεφάλια όσων τολμούν να το κάνουν.

Οι «στρατηγικές αγωγές κατά της δημόσιας συμμετοχής» ξεκίνησαν αρχικά στις ΗΠΑ πριν από μισό και πλέον αιώνα.  Από τη δεκαετία του ‘60 ακόμα δόθηκαν μεγάλες μάχες σε δικαστήρια των ΗΠΑ, όπου σύρθηκαν ΜΜΕ και δημοσιογράφοι -ακόμα και μεταξύ των κορυφαίων της χώρας- από πολιτικούς και μεγαλοεπιχειρηματίες ή εταιρίες, με τους Αμερικανούς δικαστές να αντιστέκονται συνήθως στα μεγάλα συμφέροντα και να προστατεύουν το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης των δημοσιογράφων.

Εισέβαλαν όμως για καλά στη διεθνή νομολογία από τη δεκαετία του ’90, για να γίνουν πλέον «καθεστώς» στις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα (του αιώνα της «έκρηξης» της τεχνολογίας ενημέρωσης και επικοινωνίας).

Οι SLAPPs στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα μέχρι σχετικά πρόσφατα οι «στρατηγικές αγωγές» σπάνιζαν στην εγχώρια νομολογία. Αλλά τα τελευταία χρόνια το νομιμοφανές bullying με εκστρατείες αγωγών εκφοβισμού και καταχρηστικής (προληπτικής ή εκ των υστέρων) λογοκρισίας κατά δημοσιογράφων και ΜΜΕ χρησιμοποιείται πλέον όλο και πιο συστηματικά από διάφορους που έχουν στα χέρια τους πολιτική, οικονομική ακόμα και θρησκευτική εξουσία!

Ένας νομιμοφανής (κι όχι απαραιτήτως «νόμιμος και ηθικός») τρόπος ελέγχου της ελευθερίας σκέψης και έκφρασης του Τύπου και των πολιτών -μέσω στρατηγικά επιλεγμένων δικαστικών διαδικασιών- γίνεται το όπλο των ισχυρών, προκειμένου να προστατέψουν τα προσωπικά και άλλου είδους συμφέροντά τους, να συγκαλύψουν υποθέσεις διαφθοράς κι αυθαιρεσίας και να διασφαλίσουν ασυλία κι ατιμωρησία επικαλούμενοι «προσωπικά δεδομένα», «προσβολή της προσωπικότητάς τους» κι άλλα παρόμοια, που τυπικά προστατεύονται ως ατομικά δικαιώματα από το σύστημα Δικαίου των δυτικών κοινωνιών.

Ενδεικτικές για την περίπτωση της Ελλάδας είναι οι αγωγές για συκοφαντική ή απλή δυσφήμηση  που ασκήθηκαν τα τελευταία χρόνια από πολιτικούς, επιχειρήσεις, στελέχη συγκεκριμένων εταιρειών ή άλλα πρόσωπα κατά δημοσιογράφων, ΜΜΕ, φορέων και πολιτών. Π.χ.: Από μεγαλοστέλεχος της εταιρείας «Ελληνικός Χρυσός»/Χαλκιδικής κατά του alterthess.gr και της δημοσιογράφου Σταυρούλας Πουλημένη (για δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης από προηγούμενες δραστηριότητες του ενάγοντος για σοβαρή ρύπανση του περιβάλλοντος), διεκδικώντας αποζημίωση100.000 ευρώ για τη δημοσιοποίηση της εν λόγω παλαιότερης εις βάρος του καταδικαστικής απόφασης.

Από την εταιρεία «Commercial Value» και την εκκαθαρίστριά της κατά της ErgasiaNETκαι του δημοσιογράφου – αρχισυντάκτητης (μέλους του Μεικτού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ) Γιώργη Χρήστου, για δημοσίευμα που αφορούσε σε δυσμενή μεταβολή της εργασιακής σχέσης εργαζομένου στην εν λόγω εταιρεία.

Από τον δήμαρχο Βόλου Αχιλλέα Μπέο κατά της γνωστής και πανελλήνιας απήχησης ιστοσελίδας in.gr (ιδιοκτησίας της ALTEREGO ΜΜΕ Α.Ε./Βαγγέλης Μαρινάκης – πρώην Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη)και του Βολιώτη δημοσιογράφου Γιάννη Αναστασίου(τοπική ενημερωτική ιστοσελίδα istigmes.com), ο οποίος απλώς αναδημοσίευσε δημοσίευμα της in.gr (για εμπλοκή του ενάγοντος, κατόπιν καταγγελίας ποδοσφαιρικού παράγοντα της Θεσπρωτίας εις βάρος του), με διεκδίκηση αποζημίωσης 50.000 ευρώ από τον καθένα από τους τέσσερις συνολικά εναγομένους,

Από την εταιρεία WRE Ελλάς (κατασκευάστρια αιολικού πάρκου στη Λακωνία) κατά της «Εφημερίδας των Συντακτών» και του δημοσιογράφου Τάσου Σαραντή, για ρεπορτάζ περί μηνύσεων της εταιρείας εις βάρος πολιτών (που αντιτίθενται στην εγκατάσταση του αιολικού πάρκου στην περιοχή τους για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος), με διεκδικούμενη αποζημίωση 225.000 ευρώ,

Από την εταιρεία «ΟΝΕΧ – Ναυπηγεία Νεωρίου Σύρου» κατά του Παρατηρητηρίου Ποιότητας Περιβάλλοντος Σύρου και ενεργών πολιτών του νησιού από τους οποίους διεκδικείται αποζημίωση για «συκοφαντική δυσφήμηση» (επειδή υποστηρίζουν ότι εγκυμονεί κίνδυνος ρύπανσης του λιμανιού της Ερμούπολης) ύψους τριών εκατομμυρίων ευρώ!

Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Μακάριος Γρινιεζάκης

Το «φαινόμενο» Μακάριος

Στη σειρά τέτοιου είδους «στρατηγικών αγωγών» ήρθε να προστεθεί και η «εκστρατεία αγωγών» που έχει ξεκινήσει εδώ και περίπου δύο χρόνια ένας Ιεράρχης του Οικουμενικού Πατριαρχείου εναντίον δημοσιογράφων/ΜΜΕ και ατόμων που έχουν ασκήσει κριτική εναντίον του ή έχουν αποκαλύψει συμπεριφορές, πράξεις ή παραλείψεις του, οι οποίες καταγγέλλεται ότι δεν συνάδουν με την ιδιότητα και τον ρόλο του ως δημοσίου προσώπου και εκκλησιαστικού ηγέτη.

Πρόκειται για τον εδώ και σχεδόν τρία χρόνια Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Μακάριο Γρινιεζάκη, που πριν συμπληρώσει καν τον πρώτο χρόνο της θητείας του στην Αυστραλία «κατόρθωσε» να πρωταγωνιστήσει κατ’ αρχάς σε σειρά δημοσιευμάτων στον ελληνικό και τον αυστραλιανό Τύπο (Μάρτιος – Ιούνιος 2020) για την εμπλοκή του στην αγορά πολυτελούς και ευμεγέθους διαμερίσματος (συνολικής αξίας περίπου επτά εκατομμυρίων δολαρίων Αυστραλίας/4,4 εκατ. ευρώ), σε μία από τις πιο ακριβές περιοχές του Σύδνεϋ, από την Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας με σκοπό τη στέγασή του σ’ αυτό. Στα δημοσιεύματα γινόταν «υπενθύμιση» της ιδιότητάς του ως μοναχού (σ.σ. ανήκει στη δύναμη της Ιεράς Μονής Αγ. Γεωργίου Επανωσήφη Ηρακλείου Κρήτης) και στον «όρκο πενίας» που δίνουν οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι, καθώς και αντιπαράθεση με τον λιτό βίο που επί 44 χρόνια (1975-2019) διήγε ο προκάτοχός του στο θρόνο της Αυστραλίας, μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός. Επίσης, την περίοδο εκείνη του είχε ασκηθεί σκληρή κριτική από εκκλησιαστικού περιεχομένου ιστοσελίδες για την πράξη του (στη διάρκεια του Ιανουαρίου του 2020) να παρασημοφορήσει με το ανώτατο παράσημο της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας τον μη Ορθόδοξο (και «νεοφώτιστο» πολιτικό) Γερουσιαστή της Αυστραλίας Andrew Bragg. Ο Bragg είχε διατελέσει το 2017 Διευθυντής της εκστρατείας του κυβερνητικού (Φιλελευθέρου) κόμματος της Αυστραλίας υπέρ του γάμου των ομοφυλοφίλων σε σχετικό δημοψήφισμα, ενώ όλες ανεξαιρέτως οι χριστιανικές Εκκλησίες της Αυστραλίας (συμπεριλαμβανομένης και της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας επί Αρχιεπισκόπου Στυλιανού) είχαν αντιταχθεί σθεναρά στην προοπτική αυτή. Κατά δήλωσή του, ο κ. Μακάριος τον βράβευσε για να τον ανταμείψει για τη διευκόλυνση που του πρόσφερε στο ζήτημα της κατ’ εξαίρεση μόνιμης παραμονής του στην Αυστραλία.

Στη συνέχεια υπήρξαν κι άλλα δημοσιεύματα (από αυστραλιανά, ελληνικά και ομογενειακά ΜΜΕ, δημοσιογράφους και άλλους) για άλλες πράξεις ή παραλείψεις του κ. Μακαρίου, που απαντήθηκαν εκ μέρους του με εξώδικα, αγωγές και μηνύσεις εναντίον όσων έκαναν το «λάθος» να αναφερθούν στον εν λόγω Ιεράρχη και στη συμπεριφορά του.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας προσέφυγε στα ελληνικά και στα αυστραλιανά δικαστήρια επικαλούμενος συκοφαντική δυσφήμησή του και προσβολή της προσωπικότητάς του, εναντίον όσων τόλμησαν να δημοσιοποιήσουν στοιχεία εις βάρος του ή να του ασκήσουν δημόσια κριτική, σε μια «εκστρατεία αγωγών» που νομικοί κύκλοι της Ελλάδας και της Αυστραλίας χαρακτηρίζουν ως «κλασική περίπτωση SLAPP».

Συνοπτικά, την περίοδο αυτή εκκρεμούν προς εκδίκαση στα ελληνικά δικαστήρια αγωγές του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας εναντίον δημοσιογράφων, ΜΜΕ κ.α. που έχουν δημοσιεύσει αναφορές και καταγγελίες κατά του κ. Μακαρίου για ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος.  Συγκεκριμένα ο κ. Μακάριος έχει καταθέσει αγωγές κατά:

1) της ελλαδικής εκκλησιαστικής εφημερίδας και ιστοσελίδας «Ορθόδοξος Τύπος»/orthodoxostypos.gr και των υπευθύνων της, με αίτημα αποζημίωσης του κ. Μακαρίου ύψους 260.000 ευρώ για «συκοφαντική δυσφήμηση» και «προσβολή της προσωπικότητάς» του. Ύστερα από αναβολές και συζήτηση της αγωγής τον περασμένο Δεκέμβριο (η οποία συζήτηση τελικώς κηρύχθηκε απαράδεκτη από το δικαστήριο λόγω τυπικού ζητήματος), έχει επαναπροσδιοριστεί η εκδίκασή της τον ερχόμενο μήνα (Μάιο).

2) της ελλαδικής εκκλησιαστικής ιστοσελίδας «Εξάψαλμος»/exapsalmos.gr και του υπευθύνου της Σωτήρη Τζούμα, επίσης για «συκοφαντική δυσφήμηση» και «προσβολή προσωπικότητας» με αίτημα αποζημίωσης του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας  ύψους 250.000 ευρώ. Η εκδίκασή της έχει προσδιοριστεί για τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.

3) της Ελληνο-Αυστραλής δημοσιογράφου Βάσως Ε. Μώραλη για ενημερωτικής φύσης αναρτήσεις της στο προσωπικό της προφίλ στο Facebook (με καταγγελίες για πράξεις ή παραλείψεις του κ. Μακαρίου ή/και στενών συνεργατών του εις βάρος της και γενικότερα), με αίτημα αποζημίωσης του κ. Μακαρίου ύψους ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ! Όπως μας ενημέρωσε η κ. Μώραλη, η εν λόγω αγωγή εκδικάστηκε (από αναβολή, λόγω των μέτρων που ίσχυαν για την πανδημία εντός του 2021) στις 2.2.2022 ερήμην της, εξαιτίας ανυπαίτιας άγνοιάς της ως προς τον επαναπροσδιορισμό της νέας ημερομηνίας εκδίκασης της αγωγής, και αναμένεται η έκδοση της πρωτόδικης απόφασης ώστε να ασκηθούν μετέπειτα τα σχετικά ένδικα μέσα εκ μέρους της.

Επίσης, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έχει καταθέσει κατά της κ. Μώραλη και μήνυση για «συκοφαντική δυσφήμηση», η οποία έχει προσδιοριστεί να εκδικαστεί τον ερχόμενο Οκτώβριο. Παράλληλα, δύο μηνύσειςγια «συκοφαντική δυσφήμησή» της που έχει καταθέσει η εν λόγω δημοσιογράφος εναντίον του κ. Μακαρίου και συνεργατών του (την ίδια περίπου περίοδο που εκείνος στράφηκε εναντίον της με αγωγή και μήνυση), τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2020, βρίσκονται (επί 17 και 16 μήνες, αντίστοιχα)  στα χέρια τωνελληνικών εισαγγελικών αρχών που ακόμα τις «επεξεργάζονται».

4) του δικηγόρου Αθηνών (και πρωτανεψιού του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού) Νικολάου Δ. Καλλιούρη, επίσης για «συκοφαντική δυσφήμηση», με το αίτημα αποζημίωσης του κ. Μακαρίου να φτάνει σε ύψος τις 300.000 ευρώ. Η εκδίκαση της συγκεκριμένης αγωγής έχει προσδιοριστεί για τον Μάρτιο του 2023.

Επιπλέον, στην Αυστραλία: Κατατέθηκε πρόσφατα αγωγή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Αυστραλίας εναντίον του ομογενούς δημοσιογράφουΆλκη Μωρέλα για σειρά δημοσιευμάτων του στο ιστολόγιό του GreekFlashNews, σχετικά με τα έργα και τις ημέρες του κ. Μακαρίου και συνεργατών του (κληρικών και λαϊκών) στην πέμπτη ήπειρο.  Συμπεριλαμβανομένων αναφορών για δικαστική δίωξη ιερέα της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας για επτά σεξουαλικές επιθέσεις του εις βάρος ενοριτισσών του και για αστυνομική έρευνα εν εξελίξει κατόπιν καταγγελιών για διάπραξη σοβαρών αδικημάτων εις βάρος ανηλίκων και νέων από άτομο, που πρόσφατα (Ιανουάριος 2022) χειροτονήθηκε διάκονος από τον κ. Μακάριο).

Επίσης, ύστερα από αποκαλυπτικό δημοσίευμα της κρατικής Ραδιοτηλεόρασης Αυστραλίας ABC, που προκάλεσε σάλο στη χώρα πριν από έναν χρόνο ακριβώς/16.4.2021(με τίτλο «Η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία εισέπραξε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια για ενοίκια από γηροκομείο-επίκεντρο του πιο θανατηφόρου ξεσπάσματος κορονοϊού» και αναφορές, μεταξύ άλλων, και στον πολυτελή τρόπο ζωής/lifestyle του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου), ο κ. Μακάριος δημοσίευσε διάψευση των αναφερθέντων στο ρεπορτάζ και απείλησε με αγωγή τον αυστραλιανό ραδιοτηλεοπτικό Οργανισμό, με αποτέλεσμα τα δύο μέρη να οδηγηθούν σε συμβιβαστική επίλυση της διαμάχης τους περίπου πέντε μήνες μετά τη δημοσίευση.  Το ABCδημοσίευσε ένα είδος συγνώμης προς τον Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας, χωρίς στην ουσία να διαψεύδει όσα δημοσιοποίησε στην περίπου  40λεπτη ραδιοφωνική έρευνά του και σε αντίστοιχο τηλεοπτικό ρεπορτάζ του που φιλοξενήθηκε σε τηλεοπτικά Δελτία Ειδήσεων και Εκπομπές του καναλιού. Συγκεκριμένα, στις 9 Σεπτεμβρίου 2021, το ABC εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση, με την οποία συνοδεύει έκτοτε και το δημοσίευμά του που εξακολουθεί να είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα του:

«Στις 16 Απριλίου 2021, το ABC δημοσίευσε ένα άρθρο όσον αφορά στη συμπεριφορά της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αυστραλία σε σχέση με τις εγκαταστάσεις των οίκων ευγηρίας της. Το ABC επιθυμεί να διευκρινίσει ότι αυτή η δημοσίευση δεν είχε στόχο να υπονοήσει ότι ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Μακάριος είχε προσωπικά διοχετεύσει χρήματα από τη «Βασιλειάδα» στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία ή ότι είχε προσωπικά ξοδέψει για τον προσωπικό του τρόπο ζωής (lifestyle) χρήματα που προορίζονταν για τα γηροκομεία. Επιπλέον, το θέμα δεν είχε σκοπό να υπονοήσει ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος μέσω οποιασδήποτε πράξης του προκάλεσε εξ αμελείας του τον θάνατο 45 τροφίμων στον οίκο ευγηρίας της «Βασιλειάδας» στη Μελβούρνη. Οποιαδήποτε τέτοια ερμηνεία της δημοσίευσης δεν είναι σωστή. Στο βαθμό που τυχόν αναγνώστες αντιλήφθηκαν το θέμα με τον τρόπο αυτό, το ABC ζητεί συγνώμη από τον  Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για τυχόν τραυματισμό (των συναισθημάτων του) ή προσβολή που αισθάνθηκε. Κάτι τέτοιο δεν ήταν ποτέ στις προθέσεις του ABC».

Νωρίτερα, σε δηλώσεις του στην ομογενειακή εφημερίδα «Νέος Κόσμος» Μελβούρνης, στέλεχος του ABC είχε υποστηρίξει, μεταξύ άλλων:

«Το (ραδιοφωνικό) πρόγραμμα και το σχετικό άρθρο ελέγχθηκαν για την ακρίβεια και τη δημοσιογραφική αμεροληψία τους πριν από τη δημοσιοποίηση.  Το (πρόγραμμα) «Background Briefing» αναζήτησε απαντήσεις από τρίτα μέρη για όλα τα ζητήματα που αναδείχθηκαν στο πρόγραμμα και συμπεριλήφθηκαν όλες οι απαντήσεις που έλαβε. Το ABC υποστηρίζει την αρτιότητα, την ακρίβεια και την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας του».

Εκκλησιαστικοί παράγοντες της Ελλάδας και του Φαναρίου σχολιάζουν πως ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είναι «φαινόμενο», καθώς αυτή είναι η πρώτη φορά που Ιεράρχης αντιμετωπίζει με τέτοιον τρόπο (με σειρά αγωγών και μηνύσεων κατά ΜΜΕ/δημοσιογράφων κι αξιώσεις αποζημιώσεων που φτάνουν σχεδόν τα δύο εκατομμύρια ευρώ συνολικά!) την κριτική που του ασκείται ως ανώτερο στέλεχος της Εκκλησίας και δημόσιο πρόσωπο.

Οι δημοσιογραφικές ενώσεις καταγγέλλουν

Η ολοένα και πιο παραγωγική «βιομηχανία αγωγών» κατά Μέσων Ενημέρωσης, δημοσιογράφων και πολιτών, που προβαίνουν σε αποκαλύψεις και αντιστέκονται σε διάφορα προσωπικά, πολιτικά, επιχειρηματικά και άλλα συμφέροντα, έχει προκαλέσει τη θεσμική αντίδραση των επαγγελματικών ενώσεων των δημοσιογράφων της Ελλάδας το τελευταίο διάστημα. Καθώς γίνεται αντιληπτό πως οι αγωγές αυτές, με ξεκάθαρο χαρακτήρα SLAPP, χρησιμοποιούνται για τον εκφοβισμό και τη φίμωση ανεξάρτητων φωνών -και ιδίως δημοσιογράφων- που ορθώνονται εναντίον οργανωμένων και μη συμφερόντων, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (ΠΟ.Ε.ΣΥ.) και τα δημοσιογραφικά σωματεία ζητούν από την Πολιτεία τη λήψη μέτρων για την αποτροπή της καταχρηστικής τακτικής των ισχυρών εις βάρος της ελευθερίας του λόγου με ισοπεδωτικές δικαστικές διώξεις.

Σε πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ (Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών), ύστερα από συνάντηση του διοικητικού συμβουλίου της με τον υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητικό εκπρόσωπο και με τον Γενικό Γραμματέα Επικοινωνίας και Ενημέρωσης στις 15 Μαρτίου, τονίζεται: «Τέθηκε το ζήτημα των στρατηγικών αγωγών κατά της δημόσιας συμμετοχής που λαμβάνει και στην Ελλάδα απειλητικές, για τη δημοσιογραφία και την ενημέρωση των πολιτών, διαστάσεις. Ζητήθηκε  από τον Υπουργό και τον Γενικό Γραμματέα, στο πλαίσιο και της συζήτησης που διεξάγεται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να εξεταστούν κυβερνητικές παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην ανάσχεση της αύξησης των SLAPPs».

Αντίστοιχη ανακοίνωση εξέδωσε και η Ένωση Συντακτών Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας και Εύβοιας (ΕΣΗΕΘΣΤΕ-Ε), επισημαίνοντας ανάμεσα σε άλλα:

«Η πιο προσφιλής και πιο συνηθισμένη τελευταία μέθοδος είναι η προσφυγή  στη Δικαιοσύνη των «θιγόμενων» κατά των προσώπων που πιο πάνω αναφέρονται (σ.σ.: δημοσιογράφων, πολιτών, πολιτικών κ.λπ.), ζητώντας «οι θιγόμενοι», υπέρογκες αποζημιώσεις, προβάλλοντας σαθρούς και αβάσιμους ισχυρισμούς στο πλαίσιο μιας «βιομηχανίας» αγωγών εναντίον όσων ασκούν κριτική σε κάθε μορφής εξουσία και όσων έχουν αντίθετες απόψεις με τους κρατούντες, με στόχο τη φίμωση της δημοσιογραφίας και την τρομοκράτηση των πολιτών.

Μέθοδος που έχει καταγγελθεί ουκ ολίγες φορές τόσο από την ΕΣΗΕΘΣΤΕ-Ε, όσο και από τις υπόλοιπες δημοσιογραφικές ενώσεις την χώρας, αλλά και την Ομοσπονδία (ΠΟΕΣΥ).

 Η ΕΣΗΕΘΣΤΕ-Ε αποκαλύπτει και καταγγέλλει στους πολίτες αυτή την προσπάθεια, η οποία είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, τη Δημοκρατία και τη δημοσιογραφική δεοντολογία…».

Πρωτοβουλία της Κομισιόν

Το ζήτημα της προστασίας των δημοσιογράφων και των υπερασπιστών των δικαιωμάτων από καταχρηστικές προσφυγές στη Δικαιοσύνη απασχολεί και την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε κορυφαίο επίπεδο (στην Κομισιόν). Με την ευκαιρία πρόσφατης σχετικής ερώτησης του Ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ (και δημοσιογράφου) Κώστα Αρβανίτη, η αρμόδια Αντιπρόεδρος Αξιών & Διαφάνειας της Ευρωπαϊκής ΕπιτροπήςVera Jourováεπισημαίνει την απόφαση της Κομισιόν να αναλάβει πρωτοβουλία για το ζήτημα των στρατηγικών αγωγών κατά της δημόσιας συμμετοχής.

Η Ευρωπαία Επίτροπος Vera Jourová

Όπως έγινε γνωστό εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η συγκεκριμένη πρωτοβουλία βρίσκεται ήδη στο στάδιο της επεξεργασίας, εντός του χρονοδιαγράμματος που έχει τεθεί με ορατό στόχο το πρώτο εξάμηνο του 2022:

«Η Επιτροπή επεξεργάζεται επί του παρόντος πρωτοβουλία για την προστασία των δημοσιογράφων και των υπερασπιστών δικαιωμάτων από την καταχρηστική προσφυγή στη δικαιοσύνη, γνωστή και ως στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού (SLAPP). Η πρωτοβουλία αυτή έχει προγραμματιστεί για το 2022 και αποτελεί μία από τις δράσεις στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης για την ευρωπαϊκή δημοκρατία, που αποσκοπούν στην ενίσχυση της πολυφωνίας και της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης στην ΕΕ. Στόχος της είναι να συμπεριλάβει τους εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών, καθώς διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην προάσπιση της δημοκρατίας στην ΕΕ υπηρετώντας το δημόσιο συμφέρον, ενώ παράλληλα είναι ευάλωτοι σε τέτοιες καταχρηστικές μορφές προσφυγής. Στόχος της Επιτροπής είναι να προτείνει μια ολοκληρωμένη δέσμη νομοθετικών και μη νομοθετικών μέτρων. Στις 4 Οκτωβρίου 2021 ξεκίνησε ανοικτή δημόσια διαβούλευση για να εντοπιστούν τα προβλήματα στον τομέα αυτό και να συγκεντρωθούν οι απόψεις του κοινού, σχετικά με τους τρόπους αντιμετώπισης των στρατηγικών αγωγών προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού. 

Επιπλέον, η Επιτροπή έχει ήδη εκδώσει σύσταση σχετικά με τη διασφάλιση της προστασίας, της ασφάλειας και της ενίσχυσης της θέσης των δημοσιογράφων και άλλων επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης στην ΕΕ και προετοιμάζει τον ευρωπαϊκό νόμο για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, με σκοπό τη διασφάλιση της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης στην ΕΕ».

Τροπολογία του ΜέΡΑ25 στη Βουλή

Τον περασμένο Νοέμβριο (2021) το Μέρα25 κατέθεσε στην ελληνική Βουλή τροπολογία με τίτλο «Εισαγωγή αντι-SLAPP νομοθεσίας στην Ελλάδα» για την αντιμετώπιση των στρατηγικών αγωγών για την αποθάρρυνση της δημόσιας συμμετοχής/SLAPPs, εντάσσοντάς την στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων για τις στρατηγικές επενδύσεις.

Όπως σημειώνεται στο κείμενο της τροπολογίας, «η «στρατηγική» μιας αγωγής SLAPP είναι να επιβαρύνει τον εναγόμενο με τέτοιο επαχθές δικαστικό κόστος ώστε να τον σταματήσει ή να τον κάνει να ανακαλέσει. Σκοπός τέτοιων δικονομικών ενεργειών, διά των οποίων αξιώνονται υπέρογκα χρηματικά ποσά, δεν είναι τόσο να κερδηθεί η δικαστική υπόθεση, όσο ο εκφοβισμός και η κατατρομοκράτηση όσων ασκούν κριτική μέσω της ηθικής και οικονομικής τους εξουθένωσης».

Σύμφωνα με την τροπολογία, «αν η αγωγή κριθεί ως «στρατηγική», τότε η αγωγή απορρίπτεται ως καταχρηστική και ο ενάγων πρέπει να καταδικαστεί στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης του εναγομένου». Στην περίπτωση αυτή, ο εναγόμενος -πέραν της δικαστικής δαπάνης του- δικαιούται και περαιτέρω αποζημίωση προς αποκατάσταση κάθε ζημίας που υπέστη από την άσκηση της στρατηγικής αγωγής εναντίον του και για την ηθική του βλάβη.

Όπως τονίζεται, οι «στρατηγικές αγωγές κατά της δημόσιας συμμετοχής» αποτελούν κεντρικό πολιτικό ζήτημα και ουσιαστικά ποινικοποιούν τη συμμετοχή των  δημοσιογράφων και γενικά των πολιτών και των οργανωμένων κινημάτων στο δημόσιο διάλογο, στα κοινά, στη δημόσια ζωή.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Μήνυση Λινού κατά Πολάκη εν μέσω εκλογών στον ΣΥΡΙΖΑ

Συμπαράσταση της ΟΚΔΕ στον Νίκο Ρωμανό: Να σταματήσει η «στημένη» δίωξη

Το BDS Greece καλεί την Ελλάδα να μην αγοράσει το Iron Dome από το Ισραήλ

Την Τρίτη 26 Νοεμβρίου η απολογία του συλληφθέντα για τη «γιάφκα» στο Παγκράτι

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα