Είμαστε σε μια συγκυρία που τα δυτικά μέσα ενημέρωσης (υποθέτουμε και τα ανατολικά το ίδιο κάνουν) βγάζουν σοβαρά άρθρα με τίτλους όπως «Πώς να επιβιώσετε στην περίπτωση ενός τακτικού πυρηνικού χτυπήματος». Είναι γνωστό σε όλους ότι οι επιζήσαντες μετά το πυρηνικό ολοκαύτωμα θα διάγουν βίους μακρούς, υγιείς και ευτυχισμένους. Είναι κάπως δύσκολο σε αυτό το κλίμα να συζητήσει κανείς σοβαρά για την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Και όμως το θέμα έχει επικαιρότητα, δεδομένης και της συζήτησης που ξεκινά από την ενεργειακή κρίση που προκαλούν οι πιθανολογούμενες μειώσεις στις εισαγωγές ρωσικών υδρογονανθράκων. Το ζήτημα εξάλλου το ανακινεί και η επέτειος του μεγαλύτερου πυρηνικού δυστυχήματος της ιστορίας: αυτό του Τσερνομπίλ στις 26 Απριλίου 1986.
Ισχυρή αντίθεση στην ειρηνική χρήση πυρηνικής ενέργειας υπάρχει από πολύ πριν το δυστύχημα αυτό. Όμως, το αντιπυρηνικό κίνημα της δεκαετίας του ’70, ειδικά στην Γερμανία αλλά και σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο, μπορούμε τώρα πια να πούμε ότι στην πραγματικότητα έπαιξε σε έναν βαθμό το παιχνίδι του αντιπάλου. Εστιάζοντας μονομερώς στην πυρηνική ενέργεια, δεν έφερε στην επιφάνεια του δημόσιου διαλόγου το γεγονός ότι όλες ανεξαιρέτως οι μορφές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας έχουν πολύ σοβαρές συνέπειες και για το περιβάλλον και για την υγεία. Μάλιστα, επειδή το κόστος των πυρηνικών εγκαταστάσεων είναι σταθερά πολύ μεγαλύτερο από όλων των ανταγωνιστικών μορφών παραγωγής, η γενική τάση στον ανεπτυγμένο κόσμο ήταν ούτως ή άλλως η σταδιακή μείωση της πυρηνικής ενέργειας στο μίγμα παραγωγής. Με την εξαίρεση της Γαλλίας και της Ιαπωνίας (που δεν διέθεταν φυσικούς πόρους όπως υδροηλεκτρικά, άνθρακα ή λιγνίτη), η πυρηνική ενέργεια είχε χάσει την αρχική της ορμή ως η ενέργεια του μέλλοντος και η παραγωγή ενέργειας από άνθρακα ήταν η κυριότερη μορφή κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα.
Εκ των υστέρων ξέρουμε ότι το κίνημα θα έπρεπε να είχε κατανοήσει έγκαιρα ότι τα εργοστάσια άνθρακα και λιγνίτη ήταν και αυτά μια πραγματική καταστροφή εν εξελίξει και να πιέσει για ένα διαφορετικό μοντέλο ενεργειακής πολιτικής. Αντί δηλαδή να εστιάζει τις δυνάμεις του στο κλείσιμο των πυρηνικών, αφήνοντας ασχολίαστη την ταυτόχρονη διαρκή αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας, έπρεπε να ζητά την ουσιαστική μείωση της κατανάλωσης ενέργειας εν γένει, με έναν τρόπο δηλαδή το κλείσιμο ή την μείωση παραγωγής όλων των εργοστασίων ενέργειας, όχι μόνο των πυρηνικών. Δεδομένου ότι η κατανάλωση ενέργειας και το ΑΕΠ είναι σχεδόν ταυτόσημοι δείκτες (ανεβαίνουν και πέφτουν μαζί), το περιβαλλοντικό κίνημα έπεσε στην παγίδα της αναπτυξιολαγνείας, ζητώντας απλώς η ανάπτυξη να μην χρησιμοποιεί πυρηνικά. Δεδομένου ότι τα πυρηνικά έτσι και αλλιώς δεν ήταν τρομερά κερδοφόρα, οι κυβερνήσεις δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα να «συμμορφωθούν» με αυτό το αίτημα, με ιδιαίτερα καταστροφικά αποτελέσματα.
Το βιαστικό κλείσιμο των πυρηνικών εργοστασίων της Γερμανίας ύστερα από το δυστύχημα της Φουκουσίμα το 2011 δείχνει καθαρά το πρόβλημα. Η Γερμανία κάλυψε τις τεράστιες ενεργειακές της ανάγκες είτε εισάγοντας φυσικό αέριο (το οποίο μόνο «πράσινο» δεν είναι) από τη Ρωσία, ή αυξάνοντας την πολύ πιο καταστροφική παραγωγή λιγνίτη. Και τα δύο είναι φτηνότερα και συμφερότερα από τα πυρηνικά. Τα όποια κενά έμεναν, η χώρα τα κάλυπτε είτε εισάγοντας ρεύμα από την Γαλλία, που η παραγωγή της βασίζεται σε πυρηνικά, ή από αιολικά και ηλιακά, των οποίων η διαλειμματική παραγωγή δεν είναι κατάλληλη για την συνεχή και αδιάλειπτη ζήτηση της παραγωγικής μηχανής της χώρας με τραγελαφικά αποτελέσματα (έχει συμβεί το περίεργο η Γερμανία να έχει πληρώσει τους εταίρους της για να τους εξάγει ρεύμα από ηλιακά που δεν χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή). Και όλα αυτά για να στηριχθεί ένα μακροπρόθεσμα μη βιώσιμο, εξαιρετικά ενεργοβόρο βιομηχανικό πρότυπο εξαγωγών, που σημαντικό μάλιστα τμήμα του είναι οι εξαγωγές πολυτελών αυτοκινήτων, ενός από τα πιο καταστροφικά για το περιβάλλον αγαθά.
Μέχρι πριν πέντε ή δέκα χρόνια (ακόμα και μετά την Φουκουσίμα), δεν ήσαν λίγοι αυτοί που υποστήριζαν ότι η πυρηνική είναι μια μορφή ενέργειας που έχει βέβαια μεγάλα προβλήματα, αλλά έχει και κάποια θετικά χαρακτηριστικά, άρα κάθε περίπτωση μιας πιθανής εγκατάστασης πυρηνικού εργοστασίου θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά και όχι να απορρίπτεται εκ των προτέρων.
Ανεξάρτητα από το αν τα επιχειρήματα αυτά είχαν κάποια βάση, πάντως μπορούμε σίγουρα να απορρίψουμε εκ των προτέρων την κατασκευή ενός τέτοιου εργοστασίου σε περίπτωση σεισμογενών περιοχών. Είναι προφανές ότι η κατασκευή ενός αντιδραστήρα σε μια από τις πιο σεισμογενείς περιοχές του πλανήτη, το Αιγαίο και την Τουρκία (η οποία χτίζει απέναντι από την Κύπρο το πρώτο της τέτοιο εργοστάσιο), δεν είναι μια καλή ιδέα και θα κάνει πολλά εκατομμύρια ανθρώπων να αισθάνονται ανασφαλείς.
Πρώτα τα καλά (;) νέα
Το κυριότερο θετικό της πυρηνικής ενέργειας είναι η σταθερότητα της παραγωγής ρεύματος. Από τη στιγμή που έχετε χτίσει το εργοστάσιό σας και το έχετε βάλει μπροστά, η παραγωγή ενέργειας είναι ομαλή, συνεχής και χωρίς διακοπές. Έτσι τα πυρηνικά λειτουργούν συμπληρωματικά με τις ανανεώσιμες πηγές, που το κύριο πρόβλημά τους είναι ότι εξαρτώνται από τον καιρό. Αν δεν φυσήξει, αν έχει συννεφιά ή είναι νύχτα, δεν έχετε ρεύμα. Σαν να μην έφτανε αυτό, η μέγιστη ζήτηση για ρεύμα στις πόλεις είναι ακριβώς τις ώρες που τα ηλιακά δεν μπορούν να αποδώσουν, το ξημέρωμα (με το ξύπνημα έρχεται η κουζίνα, ο θερμοσίφωνας κτλ.) και το σούρουπο (όταν ο κόσμος γυρνάει σπίτι). Παρενθετικά, αυτός είναι ο κύριος λόγος που αν βασίζεστε στα ανανεώσιμα, χρειάζεστε είτε κάποιον τρόπο αποθήκευσης ενέργειας (π.χ. μπαταρίες) ή και μιαν άλλη πηγή ηλεκτρικής ενέργειας μαζί με τα ανανεώσιμα. Η συνηθισμένη επιλογή είναι αυτή του φυσικού αερίου, το οποίο μάλιστα πλασάρεται ως «μεταβατικό» καύσιμο, όρος που είναι ψευδεπίγραφος, αφού αφήνει να εννοηθεί ότι το φυσικό αέριο είναι κάπως «φιλικό» προς το περιβάλλον. Είναι φιλικό στις τσέπες των φίλων του Μωυσή, όχι στο περιβάλλον.
Αντίθετα με το αέριο, κατά την λειτουργία ενός πυρηνικού αντιδραστήρα δεν υπάρχει καμία παραγωγή αερίων θερμοκηπίου. Λογαριάζοντας τα κόστη σε εκπομπές της κατασκευής και απόσυρσης στο τέλος ζωής του εργοστασίου, όπως και τις εκπομπές για εξόρυξη ουρανίου, η πυρηνική ενέργεια είναι εν τέλει «πράσινη», με την έννοια ότι οι συνολικές εκπομπές είναι λίγο μεγαλύτερες από τις εκπομπές που αντιστοιχούν στις ανανεώσιμες πηγές, αφού και αυτές δεν είναι εντελώς μηδενικές: για να κατασκευαστεί μια ανεμογεννήτρια χρειάζεται και αυτή κάποιες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ένα από τα οποία μάλιστα είναι το ενεργότερο αέριο θερμοκηπίου που υπάρχει.
Τέλος, και αυτό θα ακουστεί λίγο σαν τρολάρισμα, ένα μεγάλο πλεονέκτημα των πυρηνικών σταθμών είναι οι μικρότερες επιπτώσεις τους για την ανθρώπινη υγεία από άλλες μεθόδους παραγωγής ηλεκτρισμού, ειδικά αυτές που αφορούν μορφές άνθρακα. Στα τόσα χρόνια που γίνεται χρήση της πυρηνικής ενέργειας, είχαμε μόνο τρία σημαντικά ατυχήματα. Το μικρότερο ήταν το Τhree Μile Ιsland στις ΗΠΑ, και τα άλλα δύο ήταν η Φουκουσίμα και το Τσερνομπίλ. Στην Φουκουσίμα δεν υπήρξε κανένας θάνατος κατά το ίδιο το γεγονός. Υπήρξαν όμως αρκετοί θάνατοι από την βιαστική εκκένωση των νοσοκομείων της περιοχής, αν και πολλοί από αυτούς οφείλονταν στον σεισμό και στις διακοπές ρεύματος από πεσμένα καλώδια. Οι εκτιμήσεις για τους μελλοντικούς θανάτους από καρκίνους κτλ. κυμαίνονται από «λίγοι» σε «πάνω από εκατό», ανάλογα με την πηγή των εκτιμήσεων. Για σύγκριση, από τον ίδιο τον σεισμό και το τσουνάμι είχαμε πάνω από 25.000 απώλειες ζωών.
Τα νούμερα για το Τσερνομπίλ είναι πολύ χειρότερα. Και η τεχνολογία του εργοστασίου ήταν ήδη τότε ξεπερασμένη, αλλά και το σοβιετικό καθεστώς φρόντισε να κάνει όλες τις λάθος κινήσεις ως προς την ασφάλεια. Για παράδειγμα οι πρώτοι ηρωικοί πυροσβέστες που έφτασαν στον σταθμό μπήκαν μέσα απροστάτευτοι με αποτέλεσμα δεκάδες εγκαύματα ραδιενέργειας που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Στο Τσερνομπίλ λοιπόν είχαμε δύο θανάτους από το ίδιο το δυστύχημα, 28 θανάτους πυροσβεστών από εγκαύματα ραδιενέργειας και τέσσερα θύματα που ήταν επιβαίνοντες στο ελικόπτερο που έπεσε (όχι λόγω ραδιενέργειας, αλλά κατά τη διάρκεια των γεγονότων). Ο εκτιμώμενος αριθμός θανάτων σε βάθος χρόνου δεκαετιών λόγω καρκίνων κτλ. είναι γύρω στους 4.000. Υπάρχει μια μελέτη που υποστηρίζει ότι το σύνολο των απωλειών από καρκίνους μπορεί να φτάσει μέχρι τις 90.000, αλλά οι υποθέσεις που κάνει είναι μάλλον υπερβολικές.
Αλλά και υπερβολικές να μην ήταν, αυτά τα νούμερα ωχριούν μπροστά στο μεγαλύτερο δυστύχημα από υδροηλεκτρική ενέργεια, όταν 171.000 ψυχές χάθηκαν μονομιάς με την κατάρρευση φράγματος το 1975. Επίσης, δεν χρειάζεται καν να αναφέρουμε ότι ατυχήματα σχετικά με φυσικό αέριο συμβαίνουν συνεχώς, είτε εργατικά σε εξέδρες, τάνκερ κλπ, ή οικιακά ή, σπανιότερα, από διαρροές αερίου σε αστικό περιβάλλον. Όχι ότι τα συνεχή δυστυχήματα είναι άγνωστα στα πετρελαιοειδή: μόλις στις 23 Απριλίου πάνω από 100 άνθρωποι πέθαναν στην Νιγηρία από έκρηξη σε αποθήκη υγρών καυσίμων, με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να χάνονται ετησίως στον πλανήτη από ατυχήματα σχετικά με υδρογονάνθρακες. Αλλά ο μεγάλος δολοφόνος είναι ο άνθρακας:
- Τα αέρια των εργοστασίων παραγωγής άνθρακα, ακόμα και τα σύγχρονα που έχουν ηλεκτροστατικά φίλτρα, περιέχουν διοξείδιο του θείου, οξείδια του αζώτου και μικροσωματίδια αιθάλης, προκαλώντας πολλές ασθένειες των πνευμόνων και του κυκλοφορικού.
- Η αμερικανική κυβέρνηση είχε υπολογίσει ότι κάθε χρόνο την δεκαετία του 2000 υπήρχαν γύρω στους 20.000 θανάτους ετησίως που οφείλονταν στα αποτελέσματα της καύσης άνθρακα για παραγωγή ρεύματος. Μόνο το 2005 στην Κίνα υπήρξαν 5938 θάνατοι ανθρακωρύχων σε ατυχήματα. Αλλά και όσοι ανθρακωρύχοι γλιτώσουν το ατύχημα δεν έχουν τελειώσει: πάνω από μισό εκατομμύριο Κινέζοι ανθρακωρύχοι πάσχουν από (ανίατη) πνευμονοκονίαση και πολλοί θα πεθάνουν από αυτήν.
- Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτίμησε το 2012 ότι είχαμε περίπου τρία εκατομμύρια πρόωρους θανάτους από την μόλυνση σε δημόσιους χώρους (εδώ όμως συμπεριλαμβάνονται και τα αυτοκίνητα) και άλλα τέσσερα εκατομμύρια σε κλειστούς χώρους: τζάκια, θερμάστρες, μαγκάλια προκαλούν τεράστια συσσώρευση εξαιρετικά επικίνδυνων ουσιών. Προσοχή: μιλάμε συνολικά για επτά εκατομμύρια ζωές τον χρόνο, κάθε χρόνο. (Τα νούμερα προέρχονται από εδώ και εδώ.)
Ορίστε και ένας ρύπος-μπόνους του άνθρακα: Ανά μονάδα παραγόμενης ενέργειας, ένα εργοστάσιο που καίει άνθρακα, έχει περί τις 100 φορές περισσότερη ραδιενέργεια στα απόβλητά του από ένα πυρηνικό εργοστάσιο. Ο άνθρακας και ο λιγνίτης περιέχουν πολύ μικρές ποσότητες ραδιενέργειας, κάτι το απολύτως φυσικό: στην φύση υπάρχουν μικροσκοπικές ποσότητες ραδιενέργειας παντού γύρω μας. Κάθε μέρα δεχόμαστε μικρές δόσεις ραδιενέργειας από το περιβάλλον, τα ίδια τα σώματά μας έχουν και αυτά μια μικροσκοπική ακτινοβολία για φυσικούς λόγους. Έτσι, και ο ορυκτός άνθρακας, ή ο λιγνίτης που έχουμε στην Ελλάδα, όταν βγαίνουν από το ορυχείο έχουν κάποιες μικροσκοπικές συγκεντρώσεις ραδιενεργών ισοτόπων οι οποίες όμως, μετά την καύση, έχουν μεγαλώσει: η στάχτη έχει συμπυκνωμένη όλη την ραδιενέργεια του αρχικού ορυκτού. Η αποκομιδή της στάχτης μάλιστα, που είναι ούτως ή άλλως ένα πολύ επικίνδυνο λύμα, αποτελεί ένα πραγματικό, τεράστιο περιβαλλοντικό πρόβλημα το οποίο οι κυβερνήσεις δεν είχαν κανένα λόγο να ανακινήσουν. Αυτά όλα είναι χωριστό ζήτημα από το ότι η καύση λιγνίτη με τα επικίνδυνά της αέρια συνεπαγόταν, σύμφωνα με μια εκτίμηση, περί τους 1200 πρόωρους θανάτους ετησίως στη χώρα μας.
Και τα κακά νέα;
Σύμφωνα με τα παραπάνω και με δεδομένο ότι η τελευταία γενιά αντιδραστήρων διαθέτει μέτρα ασφαλείας που θα απέκλειαν εκ των προτέρων ατυχήματα σαν του Τσερνόμπιλ, οι υπερασπιστές της πυρηνικής ενέργεριας λένε ότι αυτή θα πρέπει να είναι προτιμότερη από κάθε άλλη μορφή ενέργειας και ότι οφείλουμε να φυτέψουμε στο κέντρο κάθε πόλης, κάθε συνοικίας και κάθε χωριού και από έναν πυρηνικό σταθμό, όπως λ.χ. ο αγαπητός σε όλους μας πρωθυπουργός της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον, που προέβλεψε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα έχει στο μέλλον τόσο πολλούς «μίνι» αντιδραστήρες (ένα πολλά υποσχόμενο νέο είδος αντιδραστήρων) που «αν και δεν θα αποκτήσουμε όλοι από έναν στον κήπο μας, δεν θα απέχουμε πολύ από αυτό». Δυστυχώς για τον Μπόζο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Πρώτα ας δούμε το ζήτημα του κόστους. Η πυρηνική είναι η ακριβότερη μορφή ενέργειας και το κόστος πρόκειται να ανέβει στο μέλλον. Ο λόγος μάλιστα δεν είναι η τιμή του ουρανίου, επειδή αυτό είναι ένα πάρα πολύ μικρό ποσοστό του κόστους. Σε έναν αντιδραστήρα το ακριβό κομμάτι είναι οι εγκαταστάσεις. Αλλά με τα δισεκατομμύρια που κοστίζει ο ίδιος ο αντιδραστήρας, η απόσβεσή του είναι ακριβή και κρατάει πολλά χρόνια. Τμήμα του κόστους είναι ο κάπως… περίεργος τρόπος που φτιάχνονται τα εργοστάσια αυτά. Για παράδειγμα το 2005 μιά από τις λιγότερο «διεφθαρμένες» χώρες του κόσμου, η ευνομούμενη Φινλανδία έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που ύστερα από διακοπή δεκαπέντε χρόνων, αποφάσισε να φτιάξει πυρηνικό εργοστάσιο. Η κατασκευή, που την ανέλαβαν η Areva και η Siemens με την σύμπραξη Ιαπώνων της Mitsubishi, ξεκίνησε το 2005. Το σχέδιο τοποθετούσε την έναρξη λειτουργίας στο 2010. Το εργοστάσιο ξεκίνησε τις δοκιμές του τον περασμένο Μάρτιο του 2022, και η εμπορική του λειτουργία αναμένεται τον Ιούλιο (ίσως): μόλις με δώδεκα χρόνια καθυστέρηση. Η κατασκευή χαρακτηρίστηκε από μαύρη εργασία: 80% του εργατικού δυναμικού είναι από ανατολικές χώρες. Όχι μόνο από τις κοντινές Λιθουανία και Λετονία, αλλά ακόμα και από την Βουλγαρία: οι ανάδοχοι του έργου συνεργάστηκαν, όπως έγινε γνωστό, με μια μαφιόζικη εταιρία που έφερνε φτηνούς σκλάβους εκβιάζοντάς τους και κρατώντας τμήμα του μισθού τους. Όσο για το κόστος, η αρχική τιμή φιξ ήταν τρία δισ. ευρώ. Δεν έχει ανακοινωθεί επισήμως που ακριβώς έχει φτάσει ο λογαριασμός, αλλά ξέρουμε ότι το κόστος έχει ήδη ξεπεράσει τα 11 δισ. ευρώ.
Εξίσου διδακτική είναι η περίπτωση της Βόρειας Καρολίνας που το 2008 έδωσε στην εταιρία Westinghouse ένα συμβόλαιο 9,8 δισ. δολαρίων για την κατασκευή δύο αντιδραστήρων, ξεκινώντας μια νέα εποχή «πυρηνικής αναγέννησης» στην Αμερική, όπως με μεγάλη του χαρά είπε το πυρηνικό λόμπι. Οι καταναλωτές στην Βόρεια Καρολίνα κλήθηκαν να πληρώσουν ένα μικρό τέλος σε κάθε λογαριασμό για να χρηματοδοτήσουν το σχέδιο. Η κατασκευή ξεκίνησε το 2013 αλλά σταμάτησε το 2017 ύστερα από σωρεία σχεδιαστικών και κατασκευαστικών λαθών και κατασπατάλησης χρήματος, όταν το κόστος είχε ξεπεράσει τα 25 δισ. δολάρια. Η Westinghouse φαλίρισε, υπάρχει δικαστική διαμάχη εν εξέλίξει, αν και κανείς δεν πιστεύει ότι οι πραγματικοί ένοχοι θα τιμωρηθούν. Και το καλύτερο: ενώ οι εργασίες έχουν σταματήσει (αφήνοντας πίσω τους μια τεράστια περιβαλλοντική «τρύπα») το τέλος δεν έχει αφαιρεθεί από τους λογαριασμούς, οι καταναλωτές συνεχίζουν να πληρώνουν για ένα εργοστάσιο που δεν θα χτιστεί.
Οι ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες δεν σταματούν εδώ: Η Westinghouse πουλήθηκε στην Brookfield Business Partners, ένα πολισχιδές fund με πολλές δικαστικές διαμάχες και πολιτικά διφορούμενες κινήσεις. Το 2018 μάλιστα είχε βοηθήσει οικονομικά τον γαμπρό του Τραμπ, Τζάρεντ Κούσνερ, που είχε στην κατοχή του έναν ουρανοξύστη με οικονομικά προβλήματα. Η Brookfield έκανε μια μακροχρόνια μίσθωση του προβληματικού κτιρίου, προσφέροντας ένα πολύ συμφέρον συμβόλαιο στον Κούσνερ. Η κίνηση είχε τότε ερμηνευτεί ως προσπάθεια επηρεασμού του Τραμπ εκ μέρους του Κατάρ που είναι σημαντικός μέτοχος της εταιρίας.
Στρατηγικά σημαντικότερο πρόβλημα από το κόστος είναι η χρήση των αποβλήτων ενός πυρηνικού σταθμού. Προσοχή: όχι η «ασφαλής αποθήκευση» που συχνά ακούγεται ως επιχείρημα. Η γεωλογικά ασφαλής αποθήκευση μερικών χιλιάδων τόνων ραδιενεργών αποβλήτων είναι απόλυτα δυνατή, ή εν πάση περιπτώσει πολύ πολύ μικρότερο πρόβλημα από τα εκατομμύρια τόνους στάχτης από τα εργοστάσια άνθρακα τα οποία μολύνουν ανεξέλεγκτα το περιβάλλον σε όλον τον πλανήτη και κανείς δεν ασχολείται μαζί τους.
Το ζήτημα με τα απόβλητα είναι ότι στην πραγματικότητα αποτελούν στρατηγικό απόθεμα και όχι σκουπίδια. Πρώτα από όλα, από το «καμμένο» πυρηνικό καύσιμο ύστερα από μια πλήρη περίοδο λειτουργίας έχει εξαχθεί λιγότερο από 10% της περιεχόμενης ενέργειας. Το υπόλοιπο 90% περίπου του ενεργειακού περιεχομένου του ουρανίου εξακολουθεί να βρίσκεται στα «απόβλητα». Κανείς δεν είναι αρκετά κορόιδο να θέλει να πετάξει στα σκουπίδια τέτοια ασύλληπτα ποσά ενέργειας. Η «απόρριψη» των αποβλήτων είναι στην καλύτερη περίπτωση «προσωρινή αποθήκευση» μέχρι να τα ξαναχρειαστούμε. Μάλιστα υπάρχει τεχνολογία ανακύκλωσης, ώστε τα απόβλητα να γίνουν ξανά καύσιμο για αντιδραστήρες, τεχνολογία που σε έναν βαθμό την χρησιμοποιούν η Γαλλία, η Ρωσία, η Κίνα, το Πακιστάν και η Ινδία. Η τεχνολογία αυτή βέβαια είναι αρκετά ακριβή, ενώ δημιουργεί και πλουτώνιο, το οποίο είναι το κατεξοχήν υλικό για την κατασκευή πυρηνικών όπλων.
Την ακριβή και περίπλοκη τεχνολογία ανακύκλωσης δεν την χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ. Απόφαση για την δημιουργία σχετικών αντιδραστήρων είχε πάρει μάλιστα η κυβέρνηση Μπους το 1999. Το 2005 ξεκίνησε η κατασκευή του σχετικού ειδικού αντιδραστήρα στην Νότια Καρολίνα αυτή τη φορά. Διαφορετική Καρολίνα, ίδια ιστορία: Το 2010, ύστερα από συνεχείς καθυστερήσεις και υπερβάσεις στο κόστος, το σχέδιο σταμάτησε από την κυβέρνηση Ομπάμα (που έψαχνε αφορμή να καταργήσει τον νόμο Μπους). Οι επίσημοι λόγοι έχουν υποτίθεται να κάνουν με «μη διάδοση πυρηνικών» κτλ. Η πραγματικότητα έχει μάλλον να κάνει με το ότι η χρήση ουρανίου σε έναν μόνο κύκλο είναι πιο φτηνή. Επιπλέον οι ΗΠΑ διαχειρίζονται στο έδαφός τους και ανά τον πλανήτη στις χώρες-πελάτες τα καύσιμα πολλών αντιδραστήρων, έχοντας λόγο ακόμα και για καύσιμο που προορίζεται για την Γαλλία ή και την Κίνα. Ένα πολύ μεγάλο μέρος των καμένων πυρηνικών καυσίμων του πλανήτη βρίσκονται υπό τον απόλυτο έλεγχο των ΗΠΑ, που κρατάνε έτσι αποθηκευμένες μερικές χιλιάδες τόνων ραδιενεργών μετάλλων για μελλοντική χρήση.
Οι ΗΠΑ παριστάνουν ότι, κάτω από την πίεση των περιβαλλοντικών οργανώσεων, ψάχνουν τρόπους να αποθηκεύσουν τα απόβλητα με ασφάλεια. Στην πραγματικότητα, απλώς κωλυσιεργούν, αφού προτιμούν να τα έχουν εύκαιρα για χρήση όταν και αν τα χρειαστούν. Μάλιστα έχουν τόσο πολύ καμένο πυρηνικό καύσιμο, που την δεκαετία του ’90 αποφάσισαν να τα μειώσουν, χρησιμοποιώντας ένα τμήμα τους για άλλους σκοπούς. Το κύριο συστατικό στα απόβλητα ενός τυπικού αντιδραστήρα είναι το Ουράνιο 238, το οποίο είναι μη σχάσιμο, αλλά μπορεί να μετατραπεί σε σχάσιμο Ουράνιο 235 μέσα στους ειδικούς αντιδραστήρες που αναφέραμε πρωτύτερα. Το Ουράνιο 238 επίσης είναι μεν ραδιενεργό, αλλά χαμηλής ενεργότητας. Αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι μπορείτε να το πιάσετε με γυμνά χέρια, όπως θα πιάνατε ένα οποιοδήποτε μέταλλο. Τυχαίνει επίσης να είναι ένα εξαιρετικά σκληρό μέταλλο. Τόσο σκληρό που για να το ξεφορτωθούν οι Αμερικάνοι το ονόμασαν «απεμπλουτισμένο ουράνιο» και το χρησιμοποίησαν στις θωρακίσεις των τανκς τους και στα αντιαρματικά τους βλήματα. Το πρόβλημα που υπάρχει με το ουράνιο σε μορφή βλημάτων δεν είναι η ραδιενέργεια, αλλά το πόσο πολύ τοξική είναι η σκόνη ουρανίου: η πρώην Γιουγκοσλαβία είναι «πασπαλισμένη» με τοξική σκόνη από τα εκατομμύρια βλήματα που έχουν εκτοξεύσει εκεί τα αμερικανικά αεροπλάνα. Κανείς δεν ξέρει πόσοι πολλοί Γιουγκοσλάβοι έχουν πάθει δηλητηρίαση βαρέων μετάλλων από το ουράνιο αυτό.
Αλλά ανάμεσα στα συστατικά του χρησιμοποιημένου καυσίμου βρίσκουμε επίσης και πλουτώνιο, το κατεξοχήν υλικό για κατασκευή πυρηνικών όπλων. Μετά από έναν κύκλο λειτουργίας μερικών χρόνων ενός αντιδραστήρα, με τις κατάλληλες χημικές διαδικασίες μπορείτε να απομονώσετε αυτό το επίσης τοξικό και πολύ ραδιενεργό μέταλλο – και έτσι να έχετε στη διάθεσή σας πρώτη ύλη για πυρηνικά όπλα. Άρα η ειρηνική πυρηνική ενέργεια δημιουργεί υπό ορισμένες συνθήκες και έναν κίνδυνο συσσώρευσης επικίνδυνων πρώτων υλών για κατασκευή πυρηνικών όπλων.
Όλα τα παραπάνω προβλήματα είναι στην θεωρία αντιμετωπίσιμα, με τη χρήση νέων τεχνολογιών, με την αύξηση των ελέγχων, με αντιδραστήρες νεάς γενιάς με παθητική προστασία κτλ. Όμως, οι ελεγκτές είναι συνήθως οι ίδιοι που σπάνε τις σχετικές συμφωνίες. Οι νέες τεχνολογίες που δεν παράγουν σχάσιμα υλικά για όπλα (αντιδραστήρες κύκλου θορίου) δεν είναι έτοιμες, αλλά πειραματικές και μέχρι να αποδειχτεί η χρησιμότητά τους θα περάσουν πολλά χρόνια. Αλλά κυρίως, υπάρχει το μεγαλύτερο πρόβλημα από όλα σε αυτήν τη συγκυρία: Δεν προλαβαίνουμε
Το ρολόι χτυπάει
Πρόσφατα εκδόθηκε η αναφορά της τρίτης ομάδας εργασίας της IPCC, της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος του ΟΗΕ. Η γλώσσα του κειμένου είναι κάπως στρυφνή και δυσανάγνωστη, αλλά εντέλει το συμπέρασμα είναι απλό. Εάν οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου σταματήσουν την αυξητική τους πορεία και αρχίσουν να μειώνονται το 2025, τότε η μέση θερμοκρασία του πλανήτη θα ανέβει «μόνο» κατά 1,5 οC πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Πρόκειται για μια αύξηση θερμοκρασίας που σημαίνει ότι τα πράγματα θα γίνουν πάρα πολύ δύσκολα μέσα στα επόμενα είκοσι ως τριάντα χρόνια και η ζωή στον πλανήτη θα αντιμετωπίσει πρωτόγνωρα προβλήματα που ίσως να μην έχουν λύση. Αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο. Αν οι εκπομπές συνεχίσουν να αυξάνονται και μετά το 2025, δεν υπάρχουν αισιόδοξα σενάρια.
Δεδομένου του επείγοντος του πράγματος, αν η πυρηνική ενέργεια είναι πράσινη, γιατί να μην αγνοήσουμε όλους τους κινδύνους και να εγκαταστήσουμε αντιδραστήρες παντού, όπως πρότεινε ο Μπόζο; Γιατί δεν προλαβαίνουμε. Λαμβάνοντας υπόψη τους πόρους που απαιτούν τα πυρηνικά εργοστάσια και τους χρόνους που χρειάζονται για την ολοκλήρωσή τους, της τάξης της δεκαετίας ή και παραπάνω, είναι απολύτως προφανές ότι δεν έχουμε καιρό. Αυτή τη στιγμή το 37% της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρισμού προκύπτει από άνθρακα, το 24% με φυσικό αέριο και λιγότερο από 10% από πυρηνικά. Για να παίξουν τα τελευταία κάποιον ρόλο στην κλιματική αλλαγή θα έπρεπε ξαφνικά να εξαπλασιαστούν οι αντιδραστήρες του πλανήτη, κάτι το προφανώς αδύνατο, αφού ο κόσμος δεν έχει αρκετούς πόρους. Η ασχολία με πυρηνικά αυτή τη στιγμή είναι μια περιττή πολυτέλεια, χαμένος κόπος, τη στιγμή που θα έπρεπε ο πλανήτης να είναι προσηλωμένος σε ένα άλλο πρότυπο ενεργειακών πολιτικών. Η άμεση εξάπλωση των πιο εύκολων να εγκατασταθούν ανανεώσιμων, η γρήγορη ανάπτυξη τεχνικών αποθήκευσης και η άμεση μείωση, τώρα, όχι σε δέκα χρόνια, της κατανάλωσης και των συνεπαγόμενων εκπομπών είναι στόχοι που πρέπει να εκπληρωθούν μέσα στα επόμενο τρία χρόνια, μέχρι το 2025.
Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι; Δυστυχώς καθόλου. Αυτή τη στιγμή τα ορυκτά καύσιμα επιδοτούνται σύμφωνα με το ΔΝΤ με το ιλιγγιώδες ποσό των 5,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, ποσό που αναμένεται να αυξηθεί το 2025. Πρόσφατα ο Τζο Μπάιντεν υπέγραψε διάταγμα που επιτρέπει νέες γεωτρήσεις. Την ίδια στιγμή η Ευρώπη ψάχνει εναγωνίως νέες πηγές για υδρογονάνθρακες ενώ ο Μωυσής προαναγγέλλει θαλάσσιες γεωτρήσεις (που κατά τα φαινόμενα θα μείνουν μονο στο επίπεδο της εξαγγελίας, ευτυχώς) και η ζωή συνεχίζεται σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Τα παγκόσμια μέσα δεν λένε κουβέντα για το ζήτημα ή ασχολούνται μόνο με feel good πρωτοβουλίες, όπως το «σβήνουμε τα φώτα για την Γη» και άλλα τέτοια ασήμαντα. Δεν υπάρχει κουβέντα για τον τερματισμό των επιδοτήσεων, πόσο μάλλον τον τερματισμό των ορυκτών καυσίμων. Αντί η πρόσφατη κρίση λόγω της Ουκρανίας να χρησιμοποιηθεί για να γίνουν κατανοητές οι πρωτοβουλίες που πρέπει να ληφθούν, όπως ο δραστικός περιορισμός μετακινήσεων με αυτοκίνητο κτλ., η συζήτηση διεξάγεται γύρω από το πόσο ακριβά είναι τα καύσιμα ή τι πρέπει να κάνει η κυβέρνηση για να φτηνύνουν. Αυτό που έπρεπε να συζητάμε είναι ο τρόπος που θα μοιραστούν οι συνέπειες της μείωσης κατανάλωσης ενέργειας με δίκαιο τρόπο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η λογική θα έλεγε ότι το να συζητάμε για την κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων παρέλκει και ότι θα έπρεπε να επικεντρωθούμε σε άλλα, πιο άμεσα σχέδια που να μπορούν, αν όχι να αποτρέψουν τελείως, τουλάχιστον να ελαφρύνουν κάπως τις δυσκολίες που έρχονται.
Η λογική όμως τελικά δεν φαίνεται να είναι γνώρισμα του καπιταλισμού. Ατυχώς, καλούμαστε να απαντήσουμε λογικά σε ένα δύσκολο δίλημμα που εμφανίζεται μπροστά μας. Τι προτιμάμε ως είδος; Διαρκή καύσωνα από το φαινόμενο του θερμοκηπίου; ´Η μήπως είναι καλύτερος ο πυρηνικός χειμώνας ύστερα από το πυρηνικό ολοκαύτωμα;
Ζέστη ή κρύο; Ιδού η απορία.