ΑΘΗΝΑ
16:33
|
04.05.2024
Με την Ουκρανία, ο Πούτιν αναβίωσε με τα ίδια του τα χέρια τις τύχες του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, επαναφέροντάς το στην κορυφή της εξωτερικής πολιτικής.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Το ΝΑΤΟ έχει επιστρέψει. Με την εισβολή στην Ουκρανία, ο Βλαντίμιρ Πούτιν αναβίωσε με τα ίδια του τα χέρια τις τύχες του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, επαναφέροντάς το στην κορυφή της ατζέντας της εξωτερικής πολιτικής.

Τα σκανδιναβικά κράτη τα οποία κάποτε υπερηφανεύονταν για την ανεξαρτησία τους από τον οργανισμό είναι τώρα πρόθυμα να ενταχθούν. Η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε μια άνευ προηγουμένου αύξηση των αμυντικών της δαπανών, κάτι που σημαίνει πως οι εισφορές της προς το ΝΑΤΟ θα αυξηθούν. Οι σχεδιαστές στρατιωτικής στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών ονειρεύονται εκ νέου να ανοίξουν ένα υποκατάστημα του ΝΑΤΟ για τον Ειρηνικό, ενώ οι γραφειοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχεδιάζουν ένα νέο ΝΑΤΟ για το διαδίκτυο.

Πρώην φιλελεύθεροι αρνητές και σκεπτικιστές της συμμαχίας έμαθαν να αγαπούν το ΝΑΤΟ με περίπου τον ίδιο τρόπο με τον οποίον έμαθαν να αγαπούν τη CIA και το FBI κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του Τραμπ. Ο παλιός «σερίφης» του Ψυχρού Πολέμου έχει ανακτήσει τη συγκέντρωσή του, και, προς έκπληξη πολλών, απέδειξε πως είναι μια εξαιρετικά δραστήρια και ικανή δύναμη στον αγώνα εναντίον της Ρωσίας.

Η επιστροφή του ΝΑΤΟ στο προσκήνιο συνοδεύτηκε από την αναβίωση της δημόσιας διαμάχης σχετικά με την ιστορία του. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει μια διαφορετική ιστορία να πει. Για τη Μόσχα, το ΝΑΤΟ είναι εδώ και καιρό ένα εγχείρημα με σκοπό την υποταγή της Ρωσίας και τη μείωση της επιρροής της σε ανάμνηση. Για την Ουάσινγκτον, το ΝΑΤΟ ξεκίνησε ως ένας τρόπος να προστατευτούν οι Δυτικοευρωπαίοι από τον εαυτό τους και από τη Σοβιετική Ένωση, αλλά τη δεκαετία του 1990 έγινε ένα όχημα προώθησης της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κεφαλαίου. Για τους Ανατολικοευρωπαίους, το ΝΑΤΟ είναι μια ιερή υπόσχεση να κρατηθούν μακριά τα Ρωσικά τανκς. Στα περισσότερα κράτη της δυτικής Ευρώπης, το ΝΑΤΟ έχει προσφέρει μια αμερικανική πυρηνική ομπρέλα σε τιμή ευκαιρίας, η οποία τους επέτρεψε να χρηματοδοτήσουν προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας αντί για στρατούς, όταν δεν χρησιμοποιούσαν τις υποχρεώσεις τους προς το ΝΑΤΟ για να δικαιολογήσουν τη λιτότητα. Για τον υπόλοιπο κόσμο, το ΝΑΤΟ ήταν κάποτε μια αμυντική συμμαχία με βάση τον Ατλαντικό, η οποία γρήγορα μεταμορφώθηκε σε μια επιθετική συμμαχία με ακόμα μεγαλύτερη έκταση.

Ένα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό αυτών των πολυφορεμένων επιχειρημάτων σχετικά με το ΝΑΤΟ είναι πως όλα προϋποθέτουν υψηλό βαθμό εξοικείωσης με το ίδιο. Διότι παρά τον κεντρικό του ρόλο σε μια συγκεκριμένη αντίληψη της Ευρώπης – ή ακόμα και της Δύσης – λίγοι μπορούν να πουν τι, ακριβώς, είναι. Συμπιεσμένο σε ένα ακρωνύμιο τεσσάρων γραμμάτων είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή στρατιωτική συμμαχία. Το ΝΑΤΟ δεν είναι πλέον ιδιαίτερα «Βόρειο», ούτε «Ατλαντικό», ούτε δεσμεύεται από κάποιο «Σύμφωνο», ενώ το να αποκαλείται «οργανισμός» σχεδόν το κάνει να ακούγεται σαν φιλανθρωπικό εγχείρημα. Η μορφή του ΝΑΤΟ μπορεί να είναι δύσκολο να διακριθεί, εν μέρει επειδή η συμμαχία, τουλάχιστον στη Δύση, έχει κερδίσει έναν πόλεμο δημοσίων σχέσεων μεγάλης διάρκειας.

Τη δεκαετία του 1950, το ΝΑΤΟ έστειλε περιοδεύοντα «καραβάνια» – μαζικές εκθέσεις και υπαίθριους κινηματογράφους – στην ενδοχώρα της Ευρώπης για να εξηγήσουν τα οφέλη της συμμαχίας στους επιφυλακτικούς πληθυσμούς. Μια τόσο εξουθενωτική επιχειρηματολογία υπέρ του ΝΑΤΟ δεν χρειάζεται πλέον να υπάρξει, και η αντίθεση σε αυτό έχει μειωθεί πολύ από τη δεκαετία του 1980. Αυτό που κάποτε αντιμετωπιζόταν ως απομεινάρι της τάξης του ψυχρού πολέμου βρίσκεται με τόση άνεση στο επίκεντρο του στρατιωτικού-πολιτικού-οικονομικού συστήματος της Δύσης που συχνά συγχέεται με φυσικό χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού τοπίου.

Φαινομενικά, το ΝΑΤΟ είναι μια συμμαχία 30 εθνικών κρατών αφοσιωμένων στην ελευθερία των θεσμών τα οποία δεσμεύονται από το άρθρο 5 του καταστατικού του, το οποίο ορίζει – αν και υπό όρους – ότι τα μέλη θα υπερασπιστούν συλλογικά κάθε μέλος που δέχεται επίθεση. Γεννημένο το 1949, το ΝΑΤΟ θεωρεί τον εαυτό του το νεαρότερο αδερφάκι άλλων διεθνών θεσμών που δημιουργήθηκαν στα μέσα του αιώνα – του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου, η οποία μετατράπηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου – και υπερηφανεύεται ότι έχει διατηρήσει την ευρωπαϊκή ειρήνη για περισσότερο από μισό αιώνα. Στρατιωτικά, αν όχι οικονομικά, το ΝΑΤΟ έχει εκπληρώσει σε μεγάλο βαθμό την αποστολή που ορίστηκε από τον πρώτο γενικό του γραμματέα, Χέιστινγκς Ίσμεϊ: «Να κρατήσει τους Ρώσους έξω, τους Αμερικανούς μέσα, και τους Γερμανούς κάτω».

Αν και πρωτίστως μια στρατιωτική συμμαχία, το ΝΑΤΟ είναι επίσης μια κουλτούρα, ή όπως δήλωσε ο τρίτος ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ, Άλφρεντ Γκρούντερ: «το ΝΑΤΟ είναι μια κατάσταση του νου». Εταιρικές πόλεις του ΝΑΤΟ βρίσκονται διάσπαρτες σε όλη την ήπειρο (Brunssum, Ramstein, Geilenkirchen, Oberammergau, Uedem, Aviano, Świętoszów), υπάρχουν σχολεία του ΝΑΤΟ για τα παιδιά των εργαζομένων του ΝΑΤΟ και ακαδημίες του ΝΑΤΟ και κέντρα στα οποία διδάσκονται προγράμματα στρατιωτικών σπουδών του ΝΑΤΟ («έξυπνη εκπαίδευση για έξυπνη άμυνα»), το Κολλέγιο Άμυνας του ΝΑΤΟ στη Ρώμη, ένας υπόγειος αγωγός του ΝΑΤΟ για καύσιμα αεροσκαφών ο οποίος διασχίζει τη Γερμανία, ένα βιβλίο με τραγούδια του ΝΑΤΟ, ύμνος του ΝΑΤΟ, μια μπαλάντα του ΝΑΤΟ από τον Μπινγκ Κρόσμπι, φωνητικό αλφάβητο του ΝΑΤΟ («Άλφα, Μπράβο …»), επιχορηγήσεις και πανεπιστημιακές έδρες οι οποίες χρηματοδοτούνται από το ΝΑΤΟ, ετήσια Διεθνής Προσομοίωση του ΝΑΤΟ (International Model NATO) για φοιτητές πανεπιστημίου, φουλάρι ΝΑΤΟ από την Hermès, λέσχη γκολφ του ΝΑΤΟ στο Βέλγιο για όσους έχουν χάντικαπ από 36 και κάτω, και η έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, που στεγάζει τη χρηματοδοτούμενη από τους Βρετανούς μονάδα «καταπολέμησης της προπαγάνδας», καθώς και το μουσείο του ΝΑΤΟ, γνωστό στη γλώσσα του ΝΑΤΟ και ως «κόμβος καλλιτεχνικής κληρονομιάς», το οποίο εκθέτει αντίγραφα αρχαιοελληνικών αγαλμάτων και ένα μεγάλο αριθμό αναξιοσημείωτων ξύλινων γραφείων.

Ο προϋπολογισμός του ΝΑΤΟ ανέρχεται φαινομενικά στο σχετικά μέτριο ποσό των 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, με εισφορές από όλα τα κράτη-μέλη, όμως ο αμυντικός προϋπολογισμός των Ηνωμένων Πολιτειών ύψους 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων εγγυάται τη δυνατότητα του ΝΑΤΟ να ξοδεύει ένα μεγάλο μέρος των κονδυλίων του σε γραφειοκρατική συντήρηση. Παρά κάποιες αναφορές σχετικά με τη λήψη όλων των αποφάσεων «συναινετικά», το ΝΑΤΟ καταβάλλει ελάχιστη προσπάθεια για να αποκρύψει το γεγονός της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας στη συμμαχία. Στην επίσημη νομική διαδικασία αποχώρησης από το ΝΑΤΟ, το καταστατικό ορίζει πως ένα κράτος πρέπει να δηλώσει την πρόθεσή του όχι στο γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, αλλά στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Στην πράξη, το ΝΑΤΟ είναι πάνω από όλα ένας πολιτικός διακανονισμός ο οποίος εξασφαλίζει την πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών στον καθορισμό των απαντήσεων στα ευρωπαϊκά ερωτήματα. Το πολιτικό αρχηγείο του ΝΑΤΟ βρίσκεται σε ένα νέο μοντερνιστικό κτίριο στις Βρυξέλλες, όμως το πιο σημαντικό στρατιωτικό κέντρο διοίκησής του βρίσκεται στο Νόρφολκ της Βιρτζίνια. Κάθε ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων από το 1949 έχει υπάρξει αξιωματικός του αμερικανικού στρατού. Το ίδιο το ΝΑΤΟ δεν διαθέτει δικές του δυνάμεις. Αποτελείται από περίπου 4.000 γραφειοκρατικού προσωπικού που συντονίζουν τις δραστηριότητές του σε όλο τον κόσμο. Οι στρατιωτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ ανά δεδομένη στιγμή αποτελούνται από δυνάμεις οι οποίες έχουν αποσπαστεί οικειοθελώς από τις κυβερνήσεις-μέλη, με τη μεγαλύτερη συνεισφορά να προέρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι πόλεμοι και οι συμπλοκές του ΝΑΤΟ – που έχουν παρασύρει το Λουξεμβούργο και την Τουρκία σε μάχες στην Κορέα, και την Ισπανία και την Πορτογαλία σε μάχες στο Αφγανιστάν – έχουν συνήθως σχεδιαστεί από την Ουάσινγκτον. Ακόμα και οι πόλεμοι που διεξήχθησαν κυρίως από Ευρωπαίους –όπως η επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη– βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στην επιμελητεία, τους σταθμούς ανεφοδιασμού και το υλικό της Αμερικής.

Τα κοσμήματα του ΝΑΤΟ είναι τα πυρηνικά του όπλα. Θεωρητικά, οι τρεις πυρηνικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ – η Βρετανία, η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες – συντονίζουν την πυρηνική άμυνα για την υπόλοιπη συμμαχία. Το ΝΑΤΟ διατηρεί πυρηνικές δυνάμεις στην ήπειρο, αλλά είναι σε μεγάλο βαθμό τελετουργικές. Εάν η Μόσχα εκτόξευε έναν πυρηνικό πύραυλο εναντίον των Βρυξελλών, η πρώτη απάντηση θα προερχόταν μονομερώς από την Ουάσινγκτον καθώς η εφαρμογή των πραγματικών διαδικασιών του ΝΑΤΟ περιλαμβάνει πολύπλοκα πρωτόκολλα. (Η πυρηνική ομάδα στο ΝΑΤΟ θα έπρεπε πρώτα να συσκεφθεί και να συμφωνήσει να απαντήσει, και στη συνέχεια να ζητήσει το τμήμα του πυρηνικού κωδικού της Ουάσινγκτον για να εκτοξευτούν οι πύραυλοι που βρίσκονται στην επικράτειά τους.) Αεροσκάφη με πυρηνικές δυνατότητες στο Βέλγιο χρησιμοποιούνται και συντηρούνται από Βέλγους, όπως συμβαίνει και στη Γερμανία, την Ιταλία και την Ολλανδία. Όμως κανένα από αυτά τα οπλικά συστήματα δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση υψηλής ετοιμότητας την οποία ο Αμερικανός πρόεδρος είναι ικανός να ενεργοποιήσει χωρίς την άδεια οποιουδήποτε άλλου μέλους του ΝΑΤΟ. Μόνο η Γαλλία και η Βρετανία, οι οποίες διαθέτουν τις δικές τους πλήρως ανεξάρτητες πυρηνικές δυνάμεις, έχουν τη δυνατότητα να εξουδετερώσουν τους εχθρούς τους με μια πυρηνική επίθεση χωρίς να συμβουλευτούν το Λευκό Οίκο.

Από τη γέννησή του το 1949, το πένθιμο εμβατήριο για το ΝΑΤΟ έχει ηχήσει πολλές φορές, ειδικά από όσους ξεχνούν ότι οι κρίσεις είναι η πηγή της ζωντάνιας του. Η ίδια η Συμμαχία ήταν σχεδόν θνησιγενής. Στο τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ περίμενε ότι τα Δυτικά και τα Σοβιετικά στρατεύματα θα εγκατέλειπαν την κεντρική Ευρώπη μέσα σε δύο χρόνια. Όμως οι Δυτικοευρωπαίοι πολιτικοί ήθελαν οι Ηνωμένες Πολιτείες να παρέχουν εγγυήσεις ασφαλείας ενώ ανοικοδομούσαν τις οικονομίες τους.

Υπήρχαν πολλές προτάσεις για τη διαμόρφωση αυτής της συμφωνίας ασφάλειας. Ο Αμερικάνος σχεδιαστής στρατηγικής Τζορτζ Κέναν πρότεινε ένα σύστημα «αλτήρα», σύμφωνα με το οποίο η Δυτική Ευρώπη θα είχε το δικό της αμυντικό σύστημα, ενώ ο Καναδάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ένα ξεχωριστό [αμυντικό σύστημα] που θα μπορούσε να βοηθήσει τη Δυτική Ευρώπη στο απίθανο σενάριο μιας Σοβιετικής εισβολής. Ο διακεκριμένος φιλελεύθερος δημοσιογράφος Γουόλτερ Λίπμαν υποστήριξε πως η τοποθέτηση στρατευμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη δεν είχε κανένα νόημα σε έναν κόσμο όπου τα πυρηνικά όπλα έχουν καταστήσει περιττές τις συμβατικές δυνάμεις. Όμως εξέχοντες αντικομμουνιστές όπως ο Έρνεστ Μπέβιν και ο Ντιν Άτσεσον απέρριψαν αυτό το όραμα. Γνώριζαν ότι ο Κόκκινος Στρατός, ο οποίος είχε μόλις κατατροπώσει τους Ναζί, δεν ήταν μόνο η ισχυρότερη δύναμη στην ήπειρο, αλλά και μια ανησυχητικά δημοφιλής δύναμη στη Δυτική Ευρώπη.

Αντίθετα, ο Μπέβιν και οι Ευρωπαίοι ομόλογοί του δημιούργησαν αυτό που ονόμασαν Δυτική Ένωση, η οποία επέκτεινε τη μεταπολεμική συνθήκη της Δουνκέρκης μεταξύ της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου ώστε να περιλαμβάνει το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία και το Βέλγιο. Όταν αυτός ο οργανισμός ζήτησε από την Ουάσινγκτον να παράσχει μια δεσμευτική εγγύηση ασφάλειας, Αμερικανοί διπλωμάτες ανέλαβαν τον έλεγχο του εγχειρήματος, και καθοδήγησαν τη μετατροπή του στο μελλοντικό ΝΑΤΟ, μια πολύ πιο ευρεία αμυντική συμφωνία η οποία περιλάμβανε 12 κράτη-μέλη, με τις Ηνωμένες Πολιτείες επικεφαλής. Εκείνη την εποχή, η συζήτηση σχετικά με τη «διεύρυνση» αφορούσε το αν θα συμπεριληφθούν ή όχι κράτη όπως η Ιταλία στη συμμαχία. Ο Κέναν θεωρούσε την ιδέα της επέκτασης του ΝΑΤΟ στη νότια Ευρώπη «ασθενώς προκλητική» προς την Σοβιετική Ένωση, και ότι προετοίμαζε το έδαφος για απεριόριστη επέκταση. Πίστευε ότι το ΝΑΤΟ έβγαζε νόημα μόνο ως μια συμμαχία μεταξύ αυτών που θεωρούσε φυλετικά και πολιτισμικά παρόμοιους λαούς του Βόρειου Ατλαντικού, και εξέφραζε έντονη δυσαρέσκεια για μια συμμαχία η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να παγώσουν οι γραμμές μάχης του ψυχρού πολέμου στη μέση της Ευρώπης.

Εξ’ αρχής, το ΝΑΤΟ δεν ήταν δημοφιλές στο κοινό των μελών του. Ο Χάρι Τρούμαν δε μπορούσε να διακινδυνεύσει να αναφέρει τα σχέδιά του για τη Βορειοατλαντική συμμαχία στο εξαντλημένο από τον πόλεμο Αμερικανικό κοινό στην πρώτη του εκστρατεία για την προεδρία. Γάλλοι κομμουνιστές και εθνικιστές – αντίθετοι σχεδόν σε κάθε άλλο ζήτημα – διαμαρτυρήθηκαν από κοινού κατά της ένταξης της Γαλλίας στο ΝΑΤΟ το 1949. Υπήρχαν τεράστιες εξεγέρσεις κατά του ΝΑΤΟ σε όλη την Ιταλία. Η μεγαλύτερη εξέγερση στη μεταπολεμική ιστορία της Ισλανδίας συνέβη όταν το νησιωτικό κράτος προσχώρησε στη συμμαχία. Ένα εκτενές ρεπερτόριο Ισλανδικών εμβατηρίων και τραγουδιών κατά του ΝΑΤΟ εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ρέικιαβικ και της Ουάσινγκτον. Την παραμονή της ένταξης της Ισλανδίας στο ΝΑΤΟ, ο κομμουνιστής μυθιστοριογράφος και μελλοντικός νομπελίστας Χαλντόρ Λάξνες εξέδωσε το βιβλίο «Ο Ατομικός Σταθμός, τα Ισλανδικά Απομεινάρια μιας Μέρας», στο οποίο μια νεαρή υπηρέτρια από τα βόρεια παρακολουθεί την ελίτ του Ρέικιαβικ να ξεπουλά τη χώρα στους αξιωματούχους του ΝΑΤΟ πίσω από κλειστές πόρτες.

Η πρώτη μεταπολεμική δεκαετία ήταν ταραχώδης για το ΝΑΤΟ. Με την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης σε πλήρη εξέλιξη, η πεποίθηση ότι η ήπειρος χρειαζόταν μια αμερικανική εγγύηση ασφάλειας αποδυναμώθηκε. Ο πόλεμος της Κορέας του Τρούμαν έδειξε πόσο εύκολα μπορούσαν να υπερεκταθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Σε απάντηση, οι ηγέτες της Δυτικής Ευρώπης συνέταξαν σχέδια για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα, η οποία θα συνδύαζε τους νεοσύστατους στρατούς της Δυτικής Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και των χωρών της Μπενελούξ. Όμως αυτό το σχέδιο για έναν ευρωπαϊκό στρατό διαλύθηκε σχεδόν τη στιγμή που προτάθηκε. Η Βρετανία θεώρησε την κοινή δύναμη ως απειλή προς την εθνική κυριαρχία. Η γαλλική κυβέρνηση, εν τω μεταξύ, ανησυχούσε περισσότερο για την επάνοδο της Γερμανίας παρά για μια Σοβιετική εισβολή. Παραδόξως, λοιπόν, αυτή η πρώιμη προσπάθεια για αυτονομία από την Ουάσινγκτον εκ μέρους των κρατών της Δυτικής Ευρώπης κατέληξε να κάνει ακόμα πιο στενή τη σχέση τους με το ΝΑΤΟ, το οποίο αποδείχθηκε ο μόνος διακανονισμός ικανός να καλύψει τους διαχωρισμούς τους.

Το ΝΑΤΟ μπορεί να ξεκίνησε ως προσωρινή λύση ασφάλειας, όμως σύντομα έγινε εγγυητής της Δυτικής σταθερότητας με τρόπους πέρα από τη φαντασία των αρχιτεκτόνων του. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι υπέρογκοι αμυντικοί προϋπολογισμοί έγιναν τρόπος ζωής, και ο λιγότερο αμφιλεγόμενος τρόπος να διευκολυνθούν οι δημόσιες δαπάνες σε μια μεταπολεμική οικονομία η οποία εξακολουθούσε να στοχεύει στην πλήρη απασχόληση. Το ότι η χώρα ποτέ δε συμφιλιώθηκε πλήρως με αυτή τη μόνιμη πολεμική στάση είναι εμφανές στο τελετουργικό σχεδόν κάθε μεταπολεμικού Αμερικανού προέδρου, που υπόσχεται, και αποτυγχάνει, να μειώσει τα επίπεδα των Αμερικανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη. Εν τω μεταξύ, η αμερικανική αμυντική γενναιοδωρία επέτρεψε στους Δυτικούς Ευρωπαίους να αφιερώσουν μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματός τους στα κράτη πρόνοιάς τους, σε μια προσπάθεια να κατευνάσουν τα πιο μαχητικά εργατικά κινήματά τους.

Η πολιτική σταθερότητα που πέτυχε το ΝΑΤΟ τη δεκαετία του 1950 δεν ήταν ποτέ απαλλαγμένη από ρήξεις. Το 1955, η Ουάσινγκτον εισήγαγε τη Δυτική Γερμανία στη Συμμαχία, στο οποίο οι Σοβιετικοί αντέδρασαν με τη δημιουργία του δικού τους συστήματος ασφάλειας κατά του ΝΑΤΟ, του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ένα χρόνο αργότερα, το ΝΑΤΟ κλυδωνίστηκε έντονα όταν η κρίση του Σουέζ εξέθεσε τις διαιρέσεις μεταξύ των μελών που ήθελαν να διατηρήσουν τις αποικιοκρατικές τους κτήσεις και μιας Ουάσινγκτον που επιθυμούσε να κερδίσει την εύνοια των εθνικιστών του Τρίτου Κόσμου οι οποίοι αλλιώς μπορεί να μετατρέπονταν σε κομμουνιστές. (Το Βέλγιο, η Γαλλία και η Ολλανδία επιθυμούσαν αρχικά ακόμη και τη συμπερίληψη των αποικιών τους στο ΝΑΤΟ, κάτι που θεωρήθηκε υπερβολικό από την Ουάσινγκτον. Η διοίκηση του ΝΑΤΟ είχε αμφίθυμη στάση απέναντι στη Βρετανική αυτοκρατορία. Από τη μία πλευρά, το ΝΑΤΟ βοήθησε στην επιτάχυνση της αυτοκρατορικής παρακμής, απαιτώντας, για παράδειγμα, από τη Βρετανία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις να σταθμεύσει χιλιάδες Βρετανούς στρατιώτες στο Ρίνο, εις βάρος πιο κρίσιμων αποικιοκρατικών κόμβων όπως η Σιγκαπούρη. Όμως οι Αμερικανοί στρατηγικοί σχεδιαστές ανησυχούσαν επίσης πως η Βρετανική υποχώρηση από την πλούσια σε πόρους Μέση Ανατολή θα άφηνε πίσω της ένα κενό, το οποίο το ΝΑΤΟ προσπάθησε να καλύψει γεννώντας τον Οργανισμό της Συνθήκης της Μέσης Ανατολής (Middle East Treaty Organization), μια από τις αρκετές αποτυχημένες προσπάθειές του να αναπαραχθεί.

Το ΝΑΤΟ θυμάται τη δεκαετία του 1960 ως μια περίοδο διαρκούς κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Για χρόνια, η υπομονή του Σαρλ Ντε Γκωλ με τη συμμαχία ήταν ευερέθιστη. «Το ΝΑΤΟ είναι ψεύτικο», δήλωσε το 1963. «Χάρη στο ΝΑΤΟ, η Ευρώπη εξαρτάται από τις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς αυτό να διαφαίνεται». Τρία χρόνια αργότερα ο Ντε Γκολ απέσυρε τη Γαλλία – και τα πυρηνικά της όπλα – από τη διοίκηση του ΝΑΤΟ. (Αυτή η απόσυρση ήταν περισσότερο θεατρική παρά πραγματική: η συμμετοχή της Γαλλίας στις ασκήσεις του ΝΑΤΟ και την ανταλλαγή τεχνολογίας παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη και συνέχισε να είναι μέλος του ΝΑΤΟ.)

Η απόφαση του Ντε Γκολ ήταν εν μέρει το αποτέλεσμα της αυταπάτης του σχετικά με το καθεστώς της Γαλλίας ως μεγάλη δύναμη. Όμως, επίσης – πιο ευφάνταστα – θεωρούσε τη Ρωσία φυσικό κομμάτι της Ευρώπης, που ήταν αποκλεισμένο από έναν ψυχρό πόλεμο ο οποίος πίστευε ότι μια μέρα θα τελείωνε. Κατά την άποψη του Ντε Γκολ, ο καπιταλισμός της Ουάσινγκτον και ο κομμουνισμός της Μόσχας συνέκλιναν προς μια εντυπωσιακά παρόμοια τεχνοκρατική κοινωνία. Θεωρούσε το ΝΑΤΟ μια εσκεμμένη προσπάθεια της Αμερικής να επιβραδύνει την ιστορία, προκειμένου να παρατείνει τη στιγμή κατά την οποία η Ουάσινγκτον ήταν η κορυφαία παγκόσμια δύναμη. Όμως παρά τις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε ο Ντε Γκολ μεταξύ των φανατικών του ψυχρού πολέμου, και τον αριθμό αναγγελιών του θανάτου του ΝΑΤΟ που ακολούθησαν, η συμμαχία μπορεί ακόμα και να ενδυναμώθηκε από την ημι-αποχώρηση της Γαλλίας. Αυτή επέτρεψε στο ΝΑΤΟ να ενσωματώσει πληρέστερα τη Δυτική Γερμανία στη συμμαχία, και να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για αυξημένες δεσμεύσεις από άλλα κράτη-μέλη.

Αυτές τις δεκαετίες, η αντίσταση στο ΝΑΤΟ ήταν μια κραυγή συσπείρωσης για την αριστερά της Δυτικής Ευρώπης, η οποία το αντιμετώπιζε όχι μόνο ως μια θεσμοθετημένη μορφή πυρηνικής ακροσφαλούς διπλωματίας, αλλά ως μια ταξική συμμαχία μεταξύ των αμερικανικών και ευρωπαϊκών κυβερνώντων κατεστημένων τα οποία ήταν αποφασισμένα να ενισχύσουν την άμυνά τους τόσο απέναντι στην εσωτερική αντιπολίτευση – είτε παρακολουθώντας Γάλλους κομμουνιστές, είτε εξαρθρώνοντας το γερμανικό παράρτημα της οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός που διεξήγαγε βομβιστικές επιθέσεις εναντίον αγωγών του ΝΑΤΟ – όσο εναντίον των Σοβιετικών.

Το ΝΑΤΟ δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα για τους εγχώριους πολιτικούς διακανονισμούς των κρατών-μελών του, εφόσον αυτά ήταν αδιάλλακτα αντικομουνιστικά. Η Πορτογαλία υπό το καθεστώς της δικτατορίας του Σαλαζάρ έγινε ευπρόσδεκτη στο ΝΑΤΟ το 1949, και το 1967, όταν φασίστες Έλληνες συνταγματάρχες χρησιμοποίησαν τα σχέδια καταστολής εξεγέρσεων του ίδιου του ΝΑΤΟ για να ανατρέψουν μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, ο νομικός ισχυρισμός, υπό την ηγεσία των σκανδιναβικών κρατών, ότι έπρεπε η χώρα να αποχωρήσει από τη Συμμαχία δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ σοβαρά.

Ωστόσο, έχουν υπάρξει σοβαρότερες απειλές για την ενότητα του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα και η Τουρκία συγκρούστηκαν βίαια για την Κύπρο το 1974. Πιο πρόσφατα, στον απόηχο της επέμβασης του ΝΑΤΟ στη Λιβύη το 2011, παραστρατιωτικές οργανώσεις με την υποστήριξη της Τουρκίας και της Ιταλίας πολέμησαν τον υποστηριζόμενο από τη Γαλλία στρατό της Λιβύης του Στρατηγού Χαφτάρ. Η ενότητα του ΝΑΤΟ δέχθηκε ένα ακόμη χτύπημα το 2018, όταν, αφού η Τουρκία άρχισε να πολιορκεί τους Κούρδους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δυτικής Ευρώπης στη Συρία, ο Εμανουέλ Μακρόν ανακήρυξε τη συμμαχία «εγκεφαλικά νεκρή». Το ΝΑΤΟ δέχθηκε επίσης ένα ψυχολογικό χτύπημα κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, στον οποίο άρεσε να αμφισβητεί δημόσια το σκοπό της συμμαχίας και ο οποίος αρνήθηκε να μουρμουρίσει ευσέβειες σχετικά με το άρθρο 5 κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στην έδρα του ΝΑΤΟ, αν και την ίδια στιγμή αύξανε τις δαπάνες και τον αριθμό στρατευμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη.

Όμως η πιο σοβαρή υπαρξιακή κρίση του ΝΑΤΟ συνέβη τη δεκαετία του 1990, όταν ο λόγος ύπαρξης του οργανισμού – η Σοβιετική Ένωση – κατέρρευσε. Σε αυτό το νέο περιβάλλον, δεν ήταν ξεκάθαρο ακόμα και στους ίδιους τους υπαλλήλους του ΝΑΤΟ ποιο θα ήταν το μέλλον του οργανισμού. Το μόνο που απέμενε ήταν η προοπτική του επιστατικού λυκόφωτος, με το ΝΑΤΟ να συνδράμει στη συγκέντρωση και καταστροφή του πυρηνικού οπλοστασίου της Σοβιετικής Ένωσης. Όχι μόνο είχε εξαφανιστεί το οργανωτικό φάντασμα του οργανισμού, αλλά μια σειρά νέων θεσμών στην Ευρώπη – κυριότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση – φαινόταν να προσφέρουν ένα Ευρωπαϊκό μέλλον με μεγαλύτερη συνοχή και αυτονομία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμα και πριν την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, υπήρχαν προτάσεις για νέους πολιτικούς διακανονισμούς, συμπεριλαμβανομένης της βραχύβιας ιδέας του Φρανσουά Μιτεράν για μια Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία η οποία θα συμπεριλάμβανε εμφατικά την ΕΣΣΔ και θα εξαιρούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1989, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ οικειοποιήθηκε το παλιό όνειρο του Ντε Γκολ για μια Ευρώπη που εκτείνεται από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια, την οποία αποκαλούσε ένα «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι», όπου «ένα δόγμα αυτοσυγκράτησης πρέπει να αντικαταστήσει το δόγμα της αποτροπής».

Αρκετοί διακεκριμένοι συμμετέχοντες και παρατηρητές τη δεκαετία του 1990 πίστευαν πως το ΝΑΤΟ, έχοντας επιτύχει την αποστολή του, θα έκλεινε. «Ας διαλύσουμε και το ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Ας απελευθερώσουμε τους συμμάχους σας και τους δικούς μας», πρότεινε θαρραλέα ο Έντουαρντ Σεβαρντνάντζε, ο υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης στον υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών το 1989. Αργότερα το ίδιο έτος, ο Τσέχος ηγέτης Βάτσλαβ Χάβελ είπε στον Τζορτζ Μπους ότι ανέμενε την προσεχή αποχώρηση των Αμερικανικών και Ρωσικών στρατευμάτων από την κεντρική Ευρώπη. Επιφανείς Αμερικανοί σχεδιαστές στρατηγικής συμφώνησαν. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν καιρός οι Ευρωπαίοι να αναλάβουν και πάλι την ασφάλειά τους, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από την ήπειρο. «Η Σοβιετική απειλή παρέχει την κόλλα που διατηρεί το ΝΑΤΟ ενωμένο», έγραψε ο Τζον Μιρσχάιμερ, ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς διεθνών σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών, στο περιοδικό Atlantic Monthly το 1990. «Αν αφαιρεθεί αυτή η επιθετική απειλή οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιθανό να εγκαταλείψουν την ήπειρο». Αν εξετάσει κανείς τα παράγωγα της γραφειοκρατίας του ΝΑΤΟ από τη δεκαετία του 1990 θα βρει μια θάλασσα πανικόβλητων εγγράφων θέσεων τα οποία περιγράφουν τρόπους επιμήκυνσης της ζωής ενός αρρώστου ασθενή.

Όμως η κρίση του ΝΑΤΟ τη δεκαετία του 1990 αποδείχθηκε η κορυφαία στιγμή του οργανισμού. Όχι μόνο δεν έκλεισε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, αλλά επεκτάθηκε. Δεν έσβησε στο παρασκήνιο ως παρωχημένο όργανο του ψυχρού πολέμου, αλλά έγινε πιο ενεργό. «Το ΝΑΤΟ πρέπει να επεκταθεί αλλιώς θα πτωχεύσει» έγινε το σύνθημα των αχυρανθρώπων του ΝΑΤΟ καθ’ όλη τη δεκαετία. Σε λίγα μόλις χρόνια, το ΝΑΤΟ μετατράπηκε από κυρίως αμυντικό σε ανερυθρίαστα επιθετικό οργανισμό – από γεωπολιτικά συντηρητικό φύλακα του κατεστημένου σε φορέα αλλαγής στην Ανατολική Ευρώπη. Πώς συνέβη αυτό;

Καθώς η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους επιθεωρούσε τα ερείπια της Σοβιετικής Ένωσης, αποφάσισε πως η νέα πρόκληση για το ΝΑΤΟ δεν ήταν η εκκολαπτόμενη Ρωσική Ομοσπονδία, αλλά μια ενωμένη Ευρώπη. «Πρέπει να επιδιώξουμε την αποτροπή της ανάδυσης αποκλειστικά ευρωπαϊκών διακανονισμών ασφάλειας οι οποίοι θα υπονόμευαν το ΝΑΤΟ», ανέφερε το προσχέδιο ενός υπομνήματος του συμβουλίου εθνικής ασφάλειας που διέρρευσε το 1992. Στη ρητορική της, η κυβέρνηση του Μπους ήταν προσεκτική σχετικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ. Όμως στην πράξη, ήταν ψυχροπολεμικά υπεροπτική: παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Γκορμπατσόφ, ο Μπους ενσωμάτωσε την πρόσφατα ενωμένη Γερμανία στο ΝΑΤΟ. Λίγο αργότερα, η εκπαίδευση ουκρανικών στρατευμάτων από το ΝΑΤΟ ξεκίνησε.

Όταν ο Μπιλ Κλίντον έγινε πρόεδρος το 1992, η πραγματική διαφορά ήταν πως η επεκτατική ρητορική ευθυγραμμιζόταν με την πραγματικότητα. Ο Κλίντον είχε την προεδρία κατά την είσοδο της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχικής Δημοκρατίας στο ΝΑΤΟ το 1999, και αντιμετώπισε τη Ρωσία ως το αποτυχημένο κράτος που ήταν.

Υπήρχε κάποια ειρωνεία στην επιμονή του Κλίντον όσον αφορά το ΝΑΤΟ. Με πολλούς τρόπους φαινόταν να είναι η ιδανική φυσιογνωμία για να κατεβάσει ρολά η συμμαχία. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του το 1992, ο Κλίντον είχε προκαλέσει θόρυβο σχετικά με τη σμίκρυνση του ΝΑΤΟ προς όφελος νεότερων, κομψότερων στρατιωτικών μονάδων «ταχείας ανάπτυξης» του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Αρχικά, ο Κλίντον ήταν σκεπτικός όσον αφορά την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. «Για να καταλάβω», αναφέρεται να είπε στο προσωπικό ασφαλείας του σχετικά με την ενημέρωσή του για το σχέδιο επέκτασης. Το μόνο που κερδίζουν οι Ρώσοι «από αυτή την πραγματικά σπουδαία συμφωνία που τους προσφέρουμε» είναι μια διαβεβαίωση «πως δεν πρόκειται να μεταφέρουμε το στρατιωτικό μας εξοπλισμό στους πρώην στρατιωτικούς τους συμμάχους, οι οποίοι πλέον θα είναι δικοί μας σύμμαχοι, εκτός αν ξυπνήσουμε ένα πρωινό και αποφασίσουμε να αλλάξουμε γνώμη;».

Όμως η επέκταση του ΝΑΤΟ εγκρίθηκε τελικά από τον Κλίντον – και επιδιώχθηκε ενθουσιωδώς από την κυβέρνησή του για τρεις κύριους λόγους. Ο πρώτος ήταν πως το Πεντάγωνο δέχθηκε πιέσεις από πρώην κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Για μια χώρα όπως η Πολωνία, η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ ήταν το πρώτο βήμα για τον αναπροσανατολισμό της Βαρσοβίας προς την πλούσια Δύση. «Ας αναστατωθούν οι Ρώσοι στρατηγοί», είπε ο Πολωνός ηγέτης Λεχ Βαλέσα στον Αμερικανό ομόλογό του το 1993. «Δεν θα ξεκινήσουν πυρηνικό πόλεμο». Ο δεύτερος λόγος είχε να κάνει με τους εγχώριους υπολογισμούς του Κλίντον, και το ότι η υποστήριξη για την ένταξη στο ΝΑΤΟ θα κέρδιζε ψήφους από μεγάλους θύλακες μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπη στην πρώην βιομηχανική ζώνη των Ηνωμένων Πολιτειών, κάτι διόλου ευκαταφρόνητο για μια κυβέρνηση η οποία είχε επικεντρωθεί κυρίως στα εγχώρια ζητήματα.

Ο τελευταίος λόγος είχε να κάνει με την αποκρυστάλλωση της ιδεολογίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τη δεκαετία του 1990, όταν η υπεροχή της δύναμης των Ηνωμένων Πολιτειών παγκοσμίως ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να κάνει ανησυχίες σχετικά με την καταπάτηση της κυριαρχίας κάποιου ξένου κράτους να μην εξετάζονται. Πολλοί πρώην επικριτές του ΝΑΤΟ είχαν αποδεχτεί τον οργανισμό μέχρι το τέλος του ψυχρού πολέμου, θεωρώντας τον το μόνο βιώσιμο όχημα για το πρόγραμμα ανθρωπιστικής παρέμβασής τους. Μέχρι το 1995, γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ ήταν ο Χαβιέ Σολάνα, συγγραφέας του φυλλαδίου του 1982, «50 Λόγοι να Πεις Όχι στο ΝΑΤΟ», το οποίο είχε βοηθήσει να οδηγηθεί το σοσιαλιστικό του κόμμα σε νίκη στην Ισπανία, και ο οποίος είχε υπάρξει στο παρελθόν στη λίστα ανατρεπτικών στοιχείων των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο βομβαρδισμός της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης το 1995, και αργότερα του Κοσσυφοπεδίου το 1999, ήταν χαρακτηριστικά παραδείγματα της νέας θέσης του ΝΑΤΟ στην παγκόσμια τάξη μετά τον ψυχρό πόλεμο. Όχι μόνο η απόφαση του Κλίντον να βομβαρδίσει την πρώην Γιουγκοσλαβία παρέκαμψε το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ, και απέδειξε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση, και ειδικά η Γερμανία, ήταν ανίκανες να επιλύσει κρίσεις ασφάλειας στην ίδια τους τη γειτονιά. Αλλά ήταν επίσης μια επίδειξη ισχύος η οποία ενδεχομένως κλόνισε το Κρεμλίνο περισσότερο από την επέκταση του ΝΑΤΟ καθεαυτή. Ο πόλεμος ήταν μια προεπισκόπηση των επερχόμενων ατραξιόν: η εξάρτηση από τεχνολογικές, «χωρίς υπαιτιότητα» στρατιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες δεν απαιτούσαν χερσαία στρατεύματα των Ηνωμένων Πολιτειών, και η προσδοκία ότι επεμβάσεις υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να δημιουργήσουν άμεσα εκλογικές περιφέρειες υπέρ των Ηνωμένων Πολιτειών όπως οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου, οι οποίοι συνεχίζουν να ονομάζουν τα παιδιά τους Κλίντον και Μπους.

Η πίστη της κυβέρνησης Κλίντον στην επέκταση και τις πολεμικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ αντικατόπτριζε την πίστη της στο κεφάλαιο και στις αγορές. Το ΝΑΤΟ, υπό αυτή την άποψη, κατέληξε να δρα κάπως σαν οίκος αξιολόγησης ο οποίος θα ανακήρυσσε τμήματα της Ανατολικής Ευρώπης ασφαλείς ζώνες για ξένες επενδύσεις και τελικά για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Θα επιδιώξουμε την επικαιροποίηση του ΝΑΤΟ ώστε να συνεχίσει να υπάρχει μια ουσιώδης συλλογική ασφάλεια πίσω από τη μεγέθυνση των δημοκρατιών της αγοράς», ανακοίνωσε ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Κλίντον, Άντονι Λέικ, το 1993. Οι Αμερικανοί πολιτικοί δεν κατάφεραν να αντισταθούν σε αυτό το ρητορικό κοκτέιλ σχετικά με τη δημοκρατία και τις αγορές και στα γεωστρατηγικά συμφέροντα: φαινόταν να είναι ο τέλειος γάμος ρεαλισμού και ιδεαλισμού.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, μόνο μια ένθερμη ομάδα ψυχροπολεμιστών – από τον Αμερικανό πολιτικό Πολ Νίτσε μέχρι τον συντηρητικό ιστορικό Ρίτσαρντ Πάιπς – συνέχισαν να αντιστέκονται στην επέκταση του ΝΑΤΟ. Πρώην σκεπτικιστές της επέκτασης του ΝΑΤΟ, όπως ο Τζο Μπάιντεν, διεξήγαγαν περιοδείες στην Ανατολική Ευρώπη και επέστρεψαν στην Ουάσινγκτον έχοντας προσηλυτιστεί στον επεκτατικό σκοπό. Παρομοίως, Ρεπουμπλικανοί αντίπαλοι της εσωτερικής πολιτικής του Κλίντον, όπως ο Νιουτ Γκίνγκριτς – ο οποίος είχε δανειστεί 13.000 δολάρια από τους φίλους του ώστε να πάρει άδεια διαρκείας και να ταξιδέψει στην Ευρώπη για να γράψει ένα βιβλίο για το ΝΑΤΟ (ακόμα ατελές) – ήταν σε πλήρη συμφωνία σχετικά με την επέκταση, κάτι που κατοχυρώθηκε στη Ρεπουμπλικανική διακήρυξη, το «Συμβόλαιο για την Αμερική». Ριζοσπαστικοποιώντας τη θέση του Κλίντον, ήθελαν μόνο να κινηθεί ταχύτερα.

Η Ουκρανία μετατράπηκε σε σημείο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος κατά τη διάρκεια της θητείας του Κλίντον, και ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος αποδέκτης χρηματοδότησης της USAid κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, μετά την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Πριν από την εισβολή του Πούτιν είχε λάβει παραπάνω από 3 δισεκατομμύρια δολάρια – από την εισβολή της Ρωσίας οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη προσφέρει 14 δισεκατομμύρια δολάρια, και έχει υποσχεθεί να παρέχει ακόμα 33 δισεκατομμύρια δολάρια. Η εκπαίδευση των ουκρανικών στρατευμάτων από το ΝΑΤΟ σταδιακά αυξήθηκε έντονα. Ξεκινώντας με τη στρατιωτική επέμβαση του Κλίντον στον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου το 1999, τα ουκρανικά στρατεύματα έδωσαν το «παρών» σχεδόν σε κάθε επιχείρηση υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όπως στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Η ρωμαλέα αντίσταση του ουκρανικού στρατού στη ρωσική επέλαση προκαλεί ίσως μικρότερη έκπληξη από όσο θα έπρεπε: μεγάλα τμήματά του έχουν εκπαιδευτεί από το ΝΑΤΟ και μπορούν να κάνουν αποτελεσματική χρήση οπλισμού του επιπέδου του ΝΑΤΟ.

Μέχρι να αναλάβει την εξουσία ο Τζορτζ Γουόκερ Μπους το 2001, το ΝΑΤΟ απολάμβανε ακόμα τον πόλεμό του στα Βαλκάνια, όπου ακόμα και σήμερα αστυνομεύει ένα κρατίδιο δικής του δημιουργίας, το Κοσσυφοπέδιο. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, όταν η κυβέρνηση Μπους επικαλέστηκε το άρθρο 5 για πρώτη φορά, το ΝΑΤΟ πρόσθεσε τον παγκόσμιο συντονισμό της μάχης κατά της τρομοκρατίας στο χαρτοφυλάκιό του, σχεδόν εθελοτυφλώντας σχετικά με την εγχώρια αντιτρομοκρατική εκστρατεία της Ρωσίας, καθώς και τις πρώτες σημαντικές δράσεις του Πεκίνου εναντίον των Ουιγούρων στην επαρχία Σινγιάνγκ. Όμως ενώ ο Μπους μοιραζόταν την πίστη του Κλίντον στον αναπόφευκτο θρίαμβο της αμερικανικής νοοτροπίας, ήθελε να αποβάλλει κάποιες από τις προφάσεις της συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Εάν η Ουάσινγκτον ήταν η μόνη δύναμη στο ΝΑΤΟ που είχε σημασία, και η ανθρωπότητα είχε ήδη εισχωρήσει σε μια μονοπολική παγκόσμια τάξη, ποιό ήταν το νόημα να περιμένουν να υποστηριχθούν οι αμερικανικές επιθυμίες από τους Βέλγους;

Έτσι, ο πόλεμος του Μπους στο Ιράκ έγινε παρά την κριτική ορισμένων μελών του ΝΑΤΟ, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, των οποίων τις στρατιωτικές δυνάμεις ο Μπους θεωρούσε ασήμαντες. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Μπους ήσουν είτε μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή εναντίον τους, και αρκετά εμφανώς, οι Ανατολικοί Ευρωπαίοι ήταν μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και ο Μπους ήθελε να αμειφθούν αδρά. Έτσι, παρά τις προειδοποιήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας, ο Μπους δεν είδε κανένα λόγο να λάβει υπόψη του τις απαιτήσεις της Ρωσίας να μην υποσχεθεί στη Γεωργία και την Ουκρανία την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, κάτι που έκανε το 2008. Αυτή την περίοδο, ενώ η σχέσεις μεταξύ Ανατολικής Ευρώπης και Ουάσινγκτον γίνονταν πιο στενές, η Βαρσοβία, η Βουδαπέστη και η Πράγα – όπου υπήρχαν εθνικιστές οι οποίοι ένιωθαν πολύ πιο άνετα με τον Αμερικάνικου τύπου εθνικισμό παρά με τον μετα-εθνικισμό που επαινούσαν οι Βρυξέλλες – είχαν υπόψη τους ότι η Ουάσινγκτον μπορούσε επίσης να λειτουργήσει ως χρήσιμος σύμμαχος στις δικές τους διαμάχες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι πιο σταθεροί σύμμαχοι της Ουάσινγκτον στο ΝΑΤΟ σήμερα είναι η Πολωνία και τα Βαλτικά κράτη. Εάν αναγκάζονταν να διαλέξουν ανάμεσα είτε στην ηγεμονία του Βερολίνου ή των Βρυξελλών, είτε σε αυτήν της Ουάσινγκτον, για τους ηγέτες της Ανατολικής Ευρώπης, η Ουάσινγκτον θα κέρδιζε κάθε φορά. Ενώ η Βρετανία έχει ειδικευτεί στη φιλοξενία ρωσικών κεφαλαίων, η Γερμανία στην κατανάλωση ρωσικής ενέργειας, και η Γαλλία έχει αντιμετωπίσει ιστορικά τη Ρωσία ως πιθανό στρατηγικό συνεργάτη, η Πολωνία και τα Βαλτικά κράτη δεν παύουν ποτέ να τονίζουν την απειλή για την κυριαρχία που έχουν κερδίσει με κόπο. Η Ουάσινγκτον μοιράζεται πλέον την οπτική τους για τη Ρωσία: δεν αξίζει πια η «επαναφορά» των σχέσεων με μια ανίατη χώρα. Για πολλά γεράκια στην Ουάσινγκτον, η Ρωσία πρέπει να παραμείνει ανίατη εάν το ΝΑΤΟ πρόκειται να συνεχίσει να επικαλείται το τεράστιο χάσμα που διαχωρίζει τα κράτη υπό την αιγίδα του από τους βάρβαρους προ των πυλών. Από αυτή την οπτική, μια δυνατή, φιλελεύθερη, δημοκρατική Ρωσία είναι πιθανό να αποτελούσε μια ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση για την ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη από ότι μια απολυταρχική, ρεβανσιστική, αλλά τελικά αδύναμη Ρωσία.

Εάν τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης είναι πεπεισμένα ότι το ΝΑΤΟ διαφυλάσσει την κυριαρχία τους, φαίνεται πως το αντίστροφο ισχύει ευρύτερα για την Ευρώπη. Από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, όταν η Άνγκελα Μέρκελ ανακοίνωσε ότι η Ευρώπη μπορεί κάποτε να χρειαστεί να φροντίσει η ίδια για την ασφάλειά της, υπήρχε μια προσδοκία σχετικά με τη σταδιακή απομάκρυνση των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τους Αμερικανούς προστάτες τους, για πολλούς εκ των οποίων, τουλάχιστον θεωρητικά, θα ήταν ευπρόσδεκτη η προοπτική ενός ισχυρότερου Ευρωπαϊκού συνεργάτη. Όμως στην πραγματικότητα το ΝΑΤΟ συχνά απομακρύνει τους Ευρωπαίους από τα αυτο-ανακηρυγμένα συμφέροντά τους.

Το 2010, η κυβέρνηση της Ολλανδίας έπεσε όταν το κοινό απέρριψε την κατά βήμα υπακοή της στην αποστολή του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν. Ήδη υπό πίεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη δημιουργία στενότερων ενεργειακών δεσμών με τη Ρωσία, η Γερμανία μπορεί τώρα να χρειαστεί να εξευμενίσει το ΝΑΤΟ αποστέλλοντας βαρύ οπλισμό στην Ουκρανία και διακόπτοντας εντελώς την προμήθεια ρωσικής ενέργειας. Αυτή η φαινομενική ρήξη μεταξύ ευρωπαϊκών και αμερικανικών συμφερόντων έχει συνεχίσει να κινητοποιεί μια χούφτα Ευρωπαίων διανοούμενων. Το 2018, η εξέχουσα φυσιογνωμία της αριστεράς της Γερμανίας, Χανς-Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, χαρακτήρισε το ΝΑΤΟ σύστημα υποτέλειας όπου κράτη-μέλη και συσχετιζόμενα κράτη αποστέλλουν περιοδικά προσφορές στρατιωτών για τους πολέμους της Ουάσινγκτον. Ο Γάλλος ομόλογός του, Ρεζίς Ντεμπρέ, θυμίζοντας τον Ντε Γκολ, έχει αποκαλέσει το ΝΑΤΟ «τίποτα περισσότερο από την στρατιωτική και πολιτική υποταγή της Δυτικής Ευρώπης στις Ηνωμένες Πολιτείες».

Εδώ και χρόνια υπάρχουν στην Ευρώπη σαγηνευτικά ασαφείς αναφορές σε μια νέα πρωτοβουλία που αποκαλείται Ευρωπαϊκή Ταυτότητα Ασφάλειας και Άμυνας, η οποία πρόκειται να αναδυθεί με κάποιο τρόπο, σαν την Αθηνά, από την κεφαλή του ΝΑΤΟ. Όμως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποκάλυψε πόσο παραπλανητικά είναι τα βήματα της Ευρώπης προς την αυτονομία, και το βάθος της θεσμικής ισχύος του ΝΑΤΟ στην ήπειρο. «Η ιδέα της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης υπερβαίνει τα εσκαμμένα εάν τροφοδοτεί την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να εγγυηθούμε ασφάλεια, σταθερότητα και ευημερία στην Ευρώπη χωρίς το ΝΑΤΟ και χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες», ανακοίνωσε κατηγορηματικά ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας ήδη από το 2020. Το αντίθετο μάλιστα, η ισχύς και η σημασία του ΝΑΤΟ πρόκειται να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια, και η αύξηση των Ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών, οι οποίες είναι ακόμα μηδαμινές σε σύγκριση με αυτές της Ουάσινγκτον, δε σημαίνει παρά μόνο ότι θα υπάρχει περισσότερο υλικό στην αρμοδιότητα του ΝΑΤΟ. Από τις εκτάσεις του Σαχέλ μέχρι τις όχθες του Δνείπερου, υπάρχει ακόμα μικρότερο περιθώριο ελιγμών υπό την επίβλεψη της Ουάσινγκτον.

Το πρόβλημα με την εκστρατεία υπέρ της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας δεν είναι απλώς ότι – όπως η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας το 1952 – θα μπορούσε να έχει ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Αντ’ αυτού, είναι ότι, δεδομένης της σημερινής κατάστασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν ποτέ επιτύγχανε να πάρει μια πιο στρατιωτικοποιημένη μορφή, αυτό δύσκολα θα ήταν μια αισιόδοξη προοπτική. Η περιπολία ενός ικανού στρατού της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Σαχέλ για μετανάστες, ο οποίος θα επιβάλλει την εφαρμογή ενός πολυσύνθετου συστήματος επαναπατρισμού και θα εξαναγκάζει καθεστώτα στην Αφρική και την Ασία να συνεχίσουν να είναι σημεία εξαγωγής για τους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποδέκτες των απορριμμάτων της θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα την καθιέρωση της «Ευρώπης-Φρούριο» ως ένα προπύργιο του ξενοφοβικού νεοφιλελευθερισμού.

Ο Άγγλος ιστορικός Ε.Π. Τόμσον ισχυρίστηκε το 1978 ότι o «Νατοπολιτανισμός» ήταν μια μορφή ακραίας απάθειας, μια παθολογία τυλιγμένη σε μια άδεια ιδεολογία η οποία γνώριζε μόνο σε τι αντιτίθεται. Όμως όταν έγραφε ο Τόμσον τα καλέσματα για την κατάργηση της συμμαχίας δεν ήταν ακόμα ένα εξουθενωμένο ευχολόγιο. Το 1983, η τοποθέτηση πυραύλων Pershing στη Δυτική Γερμανία από το ΝΑΤΟ μπορούσε ακόμα να προκαλέσει μια από τις μεγαλύτερες διαμαρτυρίες στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας. Όμως εάν η θεσμοθέτηση της πυρηνικής ακροσφαλούς διπλωματίας από το ΝΑΤΟ θεωρούταν κάποτε θανάσιμος ελιγμός από πολλούς πολίτες των κρατών του ΝΑΤΟ, σήμερα οι πρόσφατοι πόλεμοι του ΝΑΤΟ στη Λιβύη και το Αφγανιστάν έχουν διεξαχθεί χωρίς εσωτερικά εμπόδια, παρά τη φρικτή αποτυχία τους και έχοντας εμφανώς κάνει τον κόσμο πιο επικίνδυνο.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει προσφέρει στο ΝΑΤΟ την πιο μεγαλειώδη προσωρινή ανακούφιση. Κανείς δεν αμφισβητεί την αποτελεσματική υποστήριξη της υπεράσπισης της επικράτειας της Ουκρανίας από το ΝΑΤΟ, αν και ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει ακόμα. Η πιο δύσκολη ερώτηση είναι εάν το ΝΑΤΟ είναι ένας ψυχροπολεμικός κορσές ο οποίος έχει περιορίσει την ελευθερία της Δύσης – και έχει θέσει σε κίνδυνο τους πληθυσμούς σε όλο τον κόσμο – περισσότερο από όσο έχει συμβάλλει στην ασφάλειά τους. Ενώ δεν έχει υπάρξει ποτέ μεγαλύτερη ανάγκη για μια εναλλακτική παγκόσμια τάξη, το ΝΑΤΟ φαίνεται να κλείνει την πόρτα σε αυτή την πιθανότητα. Το ΝΑΤΟ μπορεί να έχει επιστρέψει. Όμως μπορεί να έχει επιστρέψει μόνο για να υψώσει το παλιό λάβαρο: «Δεν υπάρχει εναλλακτική».

Μετάφραση: Ε.Ζ.

Πηγή: The Guardian

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Κουτσούμπας: Το τέλος του Γολγοθά, η Ανάσταση, βρίσκεται στα δικά μας χέρια

Ανδρουλάκης: Την ελπίδα την φτιάχνουμε με τα υλικά που εμείς επιλέγουμε

Ρωσία: Η άσκηση Steadfast Defender είναι ένδειξη ότι το NATO ετοιμάζεται για σύγκρουση

Ιαπωνία: Απογοήτευση για τα σχόλια του Τζο Μπάιντεν περί ξενοφοβικών ασιατικών κρατών

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα