Ο πόλεμος δεν έχει να κάνει με τη νίκη και την ήττα, τουλάχιστον όχι απλώς και μόνο, διότι νικητής και ηττημένος υπάρχει τόσο στα παιχνίδια όσο και στα αθλήματα, ατομικά και συλλογικά.
Εάν κάποιος ηττηθεί στο πεδίο της μάχης, είτε αυτό είναι εδαφικό και φυσικό, είτε οποιουδήποτε άλλου είδους, αλλά συνεχίζει να αντιστέκεται, δηλαδή εάν δεν υποκύψει στη θέληση του αντιπάλου, τότε ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει. Ο πόλεμος τελειώνει μόνο με συνθηκολόγηση νομικά και ονομαστικά και με παραίτηση ουσιαστικά, με την επιβολή της βούλησης του ενός επί του άλλου.
Ο πόλεμος προϋποθέτει ότι οι πλευρές που αντιμάχονται χαρακτηρίζονται από εχθρότητα και είναι διατεθειμένες να υποστούν απώλειες και να πληρώσουν κόστη, με σκοπό την άρνηση και μη αποδοχή της βούλησης της αντίπαλης πλευράς. Δηλαδή, η βούληση συνδέεται με το τίμημα που πρέπει να είναι διατεθειμένες να καταβάλλουν οι εμπόλεμες πλευρές. Το ηθικό συνδέει τη βούληση και το τίμημα, και εάν εξεταστεί στενά, δηλαδή στο πλαίσιο της νίκης και της ήττας στο πεδίο της μάχης, είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για την εξέλιξή της, όχι η τεχνολογία (ο άνθρωπος και όχι τα όπλα είναι ο καθοριστικός παράγοντας).
Το ηθικό είναι η προθυμία να δεχτείς απώλειες και να πληρώσεις κόστος στην υποκειμενική διάσταση (τα πάσης φύσεως όπλα απλώς ανεβάζουν τον πήχη και τα επίπεδα του τιμήματος που καταβάλλεται), ενώ τα εσωτερικά κοινωνικά επίπεδα βίας αποτελούν την αντικειμενική διάσταση: όσο υψηλότερα είναι τα επίπεδα βίας μιας κοινωνίας στο εσωτερικό της τόσο μεγαλύτερες απώλειες μπορεί να αντέξει, και άρα τόσο υψηλότερο τίμημα μπορεί να πληρώσει με στόχο την άρνηση και μη αποδοχή της βούλησης του αντιπάλου: η Δανία μπορεί να αντέξει λιγότερες απώλειες ποσοστιαία από ό,τι η Γαλλία, ενώ η τελευταία με τη σειρά της λιγότερες απ’ ό,τι οι Η.Π.Α, οι οποίες πιθανόν να μπορούν να αντέξουν λιγότερες απώλειες απ’ ό,τι η Βραζιλία (ασφαλώς υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που διαδραματίζουν ρόλο, όπως η ανθρώπινη διάνοια, τα ήθη και οι αρετές, η οργανωτική ισχύς, η συνοχή και η σχέση μεταξύ των γενεών κάθε κοινωνίας κ.λπ).
Όμως αυτές οι διαστάσεις σχετίζονται με το είδος και το καθεστώς της βίας, όχι με τη φύση του πολέμου, και συνδέονται με τον χαρακτήρα και το εσωτερικό μιας οργανωμένης κοινότητας, που συνέχεται από την απειλή χρήσης και τη δυνατότητα άσκησης θεσμοθετημένης βίας, σε φυσική ή συμβολική μορφή (είδος), και με τις αντιλήψεις περί δίκαιου ή μη πολέμου (καθεστώς). Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το είδος της βίας, ακόμα και εάν κάποιος δεν αναγνωρίζει την ταύτιση φυσικότητας και βίας, άποψη που στις μέρες μας ενισχύεται μέσω της επιβολής οικονομικών κυρώσεων και της εργαλειακής χρήσης του νομίσματος ως όπλου, αλλά κυρίως λόγω της επέκτασης του φαινομένου του κυβερνοπολέμου, πεδίο μάχης του οποίου δεν αποτελεί ο φυσικός χώρος αλλά ένας ψηφιακός τόπος που ονομάζεται κυβερνοχώρος, θα πρέπει να τονιστεί ότι πάντοτε τελικός στόχος είναι επιρροή του φυσικού κόσμου (π.χ υποδομές) και ο επηρεασμός της ανθρώπινης συμπεριφοράς και βούλησης.
Η θέση ότι σκοπός και τέλος του πολέμου είναι η επιβολή της βούλησης μιας αντιμαχόμενης πλευράς επί μιας άλλης, επαληθεύει όχι απλώς τον κλασικό ορισμό ότι ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, αλλά και μια λιγότερο γνωστή (ωστόσο εξίσου σημαντική) παρατήρηση ότι ο πόλεμος συνδέεται με την ανυπαρξία πολιτικής. Επιπλέον, επιβεβαιώνει άγνωστους για τους περισσότερους ανθρώπους ορισμούς, όπως του Κικέρωνα που επισημαίνει ότι ο πόλεμος είναι ισχυρισμός μέσω της χρήσης βίας, και του Γκρότιους που θεωρεί ότι είναι η κατάσταση αντιμαχόμενων πλευρών.
Επιπροσθέτως, η θέση ερμηνεύει τη συνεχή επανάληψη του ιστορικού φαινομένου μια στρατιωτική νίκη να συνοδεύεται από πολιτική ήττα, καθώς και την κατ’ εξακολούθηση διάψευση του οικονομίστικου δόγματος ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο (και άρα η οικονομία την πολιτική), που εδράζεται σε αναγωγή του πολέμου σε οικονομικά αίτια και σε εμπειρικά αναπόδεικτες νομοτέλειες, ή με διαφορετικά λόγια σε οικονομικό ντετερμινισμό, δηλαδή σε μια μεταφυσική αιτιοκρατία την οποία χαρακτηρίζει μια οικονομίστικη νομοτέλεια.
Ο λιτός ορισμός του Κικέρωνα έχει ιδιαίτερη σημασία αν ιδωθεί υπό το πρίσμα ότι ο πόλεμος αποτελεί είδος του γένους της βίας. Ο πόλεμος ως ειδική υποκατηγορία της βίας, μπορεί να οριστεί στενά ως συλλογική, σκόπιμη και οργανωμένη βία ― και σε ορισμένες περιπτώσεις ως τελετουργική, ελεγχόμενη και θεσμοθετημένη. Ωστόσο, η τελετουργία δεν έχει να κάνει με τον πόλεμο καθαυτό αλλά με την έναρξη και τη λήξη του.
Με βάση τα προηγούμενα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο πόλεμος είναι μορφή ή είδος συλλογικής, σκόπιμης και οργανωμένης βίας που χαρακτηρίζεται από εχθρότητα με τέλος και σκοπό την επιβολή της βούλησης μιας αντιμαχόμενης πλευράς μιας οργανωμένης ανθρώπινης ομάδας επί μιας άλλης.
Ο πόλεμος, πριν ακόμη από την εποχή της πυραμίδας του Χέοπα και μέχρι την εποχή του πύργου του Χαλίφη (Burj Khalifa)*, τόσο πριν όσο και μετά από την ανθρώπινη αξιοποίηση των δυνάμεων του ηλεκτρισμού, τόσο επί της Γης διαχρονικά όσο και επί του γαλαξία πιθανόν στο μέλλον, δηλαδή ανεξαρτήτως χώρου και χρόνου, και ασφαλώς ανεξαρτήτως τεχνολογίας, έχει να κάνει πρώτα και κύρια με την επιβολή της βούλησης μιας αντιμαχόμενης πλευράς μιας οργανωμένης ανθρώπινης ομάδας επί μιας άλλης.
* Κάποιος δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί γιατί τα υψηλότερα οικοδομήματα στον πλανήτη, στη μεγαλύτερη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, τα συναντάμε σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από έρημο, επίπεδη γη, ανυπαρξία βουνών κ.λπ.