Του Άλαν Μακλάουντ – Δείτε εδώ το πρώτο μέρος του άρθρου
Αυτό, για τον Μάρτιν, είναι ένδειξη της όλο και πιο στενής σχέσης μεταξύ της Σίλικον Βάλεϊ και των μυστικών υπηρεσιών. «Η Google άλλαξε οικειοθελώς τον αλγόριθμό της για να καταχωρήσει στο ιστολογικό οπισθόφυλλο όλα τα εναλλακτικά Μέσα Ενημέρωσης, χωρίς καν να υπάρχει νόμος που να της δίνει εντολή να το κάνει» δήλωσε. Άλλοι κολοσσοί των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, όπως το Facebook και το YouTube έκαναν παρόμοιες αλλαγές. Όλες «τιμώρησαν» τα εναλλακτικά Μέσα Ενημέρωσης και οδήγησαν τους ανθρώπους πίσω προς τις καθιερωμένες πηγές, όπως η Washington Post, το CNN και το FoxNews. Κατά συνέπεια αυξήθηκε εκ νέου η επιρροή της ελίτ στα Μέσα Επικοινωνίας, μια επιρροή που είχε μειωθεί λόγω της ανόδου του Διαδικτύου ως εναλλακτικού μοντέλου.
Η «εθνικοποίηση» των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης
Από το 2016, έχουν ληφθεί διάφορα άλλα μέτρα για να τεθούν τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης υπό την προστασία του κράτους εθνικής ασφάλειας. Αυτό προβλέφθηκε από τα στελέχη της Google Έρικ Σμιντ και Τζάρεντ Κοέν, οι οποίοι έγραψαν το 2013: «’Ο,τι ήταν η Λόκχιντ Μάρτιν για τον εικοστό αιώνα, θα είναι οι εταιρείες τεχνολογίας και κυβερνοασφάλειας για τον εικοστό πρώτο αιώνα».
Έκτοτε, η Google, η Microsoft, η Amazon και η IBM έχουν γίνει αναπόσπαστα μέρη του κρατικού μηχανισμού, υπογράφοντας συμβόλαια πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων με τη CIA και άλλους οργανισμούς για να τους παρέχουν υπηρεσίες πληροφοριών, εφοδιαστικής αλυσίδας και Πληροφορικής. Ο ίδιος ο Σμιντ ήταν πρόεδρος τόσο της Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας για την Τεχνητή Νοημοσύνη όσο και της Συμβουλευτικής Επιτροπής Αμυντικής Καινοτομίας, φορείς που δημιουργήθηκαν για να βοηθήσουν τη Σίλικον Βάλεϊ να συνδράμει τον αμερικανικό στρατό με κυβερνο-όπλα, θολώνοντας ακόμη περισσότερο τα όρια μεταξύ των μονοπωλίων της τεχνολογίας και της «μεγάλης» κυβέρνησης.
Ο Μπεν Ρέντα, ο σημερινός επικεφαλής της πολιτικής προϊόντων για προγραμματιστές της Google, έχει ακόμη στενότερη σχέση με τις μυστικές υπηρεσίες. Από υπεύθυνος στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης πληροφοριών του ΝΑΤΟ, μετακινήθηκε στη Google το 2008. Το 2013, άρχισε να εργάζεται για το U.S. Cybercommand και το 2015 για τη Μονάδα Αμυντικής Καινοτομίας (και τα δύο τμήματα του Υπουργείου Άμυνας). Παράλληλα, έγινε στέλεχος του YouTube, ανεβαίνοντας στο βαθμό του Διευθυντή Επιχειρήσεων.
Άλλες πλατφόρμες έχουν παρόμοιες σχέσεις με την Ουάσινγκτον. Το 2018, το Facebook ανακοίνωσε ότι είχε συνάψει συνεργασία με το «Ατλαντικό Συμβούλιο», σύμφωνα με την οποία το τελευταίο θα βοηθούσε στην «επιμέλεια»της ροής ειδήσεων δισεκατομμυρίων χρηστών παγκοσμίως, αποφασίζοντας ποιες ήταν αξιόπιστες πληροφορίες και ποιες ψευδείς ειδήσεις. Το «Ατλαντικό Συμβούλιο» είναι το δεξί χέρι του ΝΑΤΟ και χρηματοδοτείται άμεσα από τη στρατιωτική συμμαχία. Πέρυσι, το Facebook προσέλαβε επίσης τον ανώτερο συνεργάτη του «Ατλαντικού Συμβουλίου» και πρώην εκπρόσωπο του ΝΑΤΟ Μπεν Νίμο ως επικεφαλής των Τομέα Πληροφοριών, δίνοντας τεράστιο έλεγχο της αυτοκρατορίας του σε νυν και πρώην αξιωματούχους των μυστικών υπηρεσιών ασφάλειας.
Το «Ατλαντικό Συμβούλιο» έχει επίσης διεισδύσει και στην διοίκηση του Reddit. Η Τζέσικα Ασούχ έγινε κατευθείαν από αναπληρώτρια διευθύντρια στρατηγικής για τη Μέση Ανατολή στο «Ατλαντικό Συμβούλιο» διευθύντρια πολιτικής στη δημοφιλή υπηρεσία συγκέντρωσης ειδήσεων, κάνοντας μια απροσδόκητη κίνηση καριέρας που δεν πέρασε σχεδόν απαρατήρητη εκείνη την εποχή.
Επίσης, σχεδόν απαρατήρητη πέρασε η αποκάλυψη ενός ανώτερου στελέχους του Twitter ως εν ενεργεία αξιωματικού στην περιβόητη «77η Ταξιαρχία» του βρετανικού στρατού, μια μονάδα αφιερωμένη στον διαδικτυακό πόλεμο και τις ψυχολογικές επιχειρήσεις. Το Twitter συνεργάστηκε έκτοτε με την αμερικανική κυβέρνηση και τη δεξαμενή σκέψης ASPI, που χρηματοδοτείται από κατασκευαστές όπλων, για να βοηθήσει στην αστυνόμευση της πλατφόρμας του. Κατόπιν εντολών του ASPI, η πλατφόρμα Κοινωνικών Μέσων Ενημέρωσης έχει εκκαθαρίσει εκατοντάδες χιλιάδες λογαριασμούς με έδρα την Κίνα, τη Ρωσία και άλλες χώρες που προκαλούν την οργή της Ουάσινγκτον.
Πέρυσι, το Twitter ανακοίνωσε επίσης ότι διέγραψε εκατοντάδες λογαριασμούς χρηστών για «υπονόμευση της πίστης στη συμμαχία του ΝΑΤΟ και τη σταθερότητά του», μια δήλωση που προκάλεσε μεγάλη δυσπιστία σε όσους δεν παρακολουθούσαν στενά την «μετεξέλιξή» της από εταιρεία που υπερασπιζόταν την παρρησία λόγου σε εταιρεία που ελέγχεται στενά από την κυβέρνηση.
Το πρώτο θύμα
Όσοι βρίσκονται στους διαδρόμους της εξουσίας καταλαβαίνουν καλά πόσο σημαντικό όπλο είναι οι κολοσσοί τεχνολογίας σε έναν παγκόσμιο πόλεμο πληροφοριών. Αυτό φαίνεται σε μια επιστολή που δημοσιεύθηκε την περασμένη Δευτέρα και συντάχθηκε από διάφορα διευθυντικά στελέχη των μυστικών υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων ο πρώην διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Τζέιμς Κλάπερ, οι πρώην διευθυντές της CIA Μάικλ Μορέλ και Λέον Πανέτα και ο πρώην διευθυντής της NSA ναύαρχος Μάικλ Ρότζερς.
Στην επιστολή τους οι πρώην αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών προειδοποιούν ότι η ρύθμιση ή η διάλυση των μονοπωλίων της Βig-Τech «θα παρεμποδίσει ακούσια την ικανότητα των αμερικανικών τεχνολογικών πλατφορμών να … αντιδράσουν στο Κρεμλίνο». «Οι ΗΠΑ θα πρέπει να στηριχθούν στη δύναμη του τεχνολογικού τους τομέα για να διασφαλίσουν ότι “η αφήγηση των γεγονότων” διεθνώς διαμορφώνεται από τις ΗΠΑ και «όχι από ξένους αντιπάλους» εξηγούν, καταλήγοντας ότι η Google, το Facebook, το Twitter είναι «όλο και πιο αναπόσπαστο κομμάτι των αμερικανικών διπλωματικών προσπαθειών και των προσπαθειών εθνικής ασφάλειας».
Σχολιάζοντας την επιστολή, ο γνωστός δημοσιογράφος αποκαλυπτικών άρθρων, Γκλεν Γκρίνγουολντ έγραψε:
«Με τη διατήρηση όλης της εξουσίας στα χέρια της μικρής κουστωδίας των τεχνολογικών μονοπωλίων που ελέγχουν το διαδίκτυο και που έχουν αποδείξει εδώ και καιρό την αφοσίωσή τους στο αμερικανικό κράτος ασφαλείας, διασφαλίζεται η ικανότητα των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ να διατηρούν ένα κλειστό σύστημα προπαγάνδας γύρω από ζητήματα πολέμου και μιλιταρισμού».
Οι ΗΠΑ έχουν συχνά στηριχθεί στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης προκειμένου να ελέγξουν το μήνυμα και να προωθήσουν την αλλαγή καθεστώτος σε χώρες-στόχους.
Λίγες ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές στη Νικαράγουα τον Νοέμβριο, το Facebook διέγραψε τους λογαριασμούς εκατοντάδων κορυφαίων ειδησεογραφικών πρακτορείων, δημοσιογράφων και ακτιβιστών της χώρας, οι οποίοι υποστήριζαν την αριστερή κυβέρνηση των Σαντινίστας. Όταν αυτοί επιχείρησαν να διαμαρτυρηθούν μέσω Τwitter για την απαγόρευση, αναρτώντας βίντεο στα οποία εμφανίζονται οι ίδιοι να εκφωνούν μηνύματά τους, προκειμένου να αποδείξουν πως δεν ήταν bots ή «μη αυθεντικοί» λογαριασμοί, όπως είχε ισχυριστεί ο επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών του Facebook Νίμο, οι λογαριασμοί τους στο Twitter απαγορεύτηκαν επίσης, κάνοντας τους παρατηρητές της υπόθεσης να αποκαλέσουν το φαινόμενο «διπλό χτύπημα».
Εντωμεταξύ, το 2009, το Twitter συναίνεσε σε αίτημα των ΗΠΑ να καθυστερήσει την προγραμματισμένη συντήρηση της εφαρμογής του (η οποία θα απαιτούσε την απενεργοποίησή της), επειδή ακτιβιστές υπέρ των ΗΠΑ στο Ιράν χρησιμοποιούσαν την πλατφόρμα για να υποδαυλίσουν αντικυβερνητικές διαδηλώσεις.
Μετά από τουλάχιστον 10 χρόνια, το Facebook ανακοίνωσε ότι θα διαγράψει όλους τους επαίνους υπέρ του Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σολειμάνι από πολλές πλατφόρμες του, συμπεριλαμβανομένων του Instagram και του WhatsApp. Ο Σουλεϊμανί,η πιο δημοφιλής πολιτική προσωπικότητα στο Ιράν, είχε πρόσφατα δολοφονηθεί σε επίθεση μη επανδρωμένου αεροσκάφους των ΗΠΑ. Το γεγονός προκάλεσε αναστάτωση και μαζικές διαμαρτυρίες σε ολόκληρη την περιοχή. Ωστόσο, επειδή η κυβέρνηση Τραμπ είχε κηρύξει τον Σουλεϊμανί και τη στρατιωτική του ομάδα ως τρομοκράτες, το Facebook εξήγησε: «Λειτουργούμε σύμφωνα με τους νόμους περί κυρώσεων των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με τον χαρακτηρισμό από την κυβέρνηση των ΗΠΑ του Σώματος των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν και της ηγεσίας του». Αυτό σήμαινε ότι οι Ιρανοί δεν μπορούσαν να μοιραστούν την άποψη της πλειοψηφίας μέσα στη χώρα τους, ακόμη και στη γλώσσα τους, εξαιτίας μιας απόφασης που ελήφθη στην Ουάσινγκτον από μια εχθρική προς αυτούς κυβέρνηση.
Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, το μήνυμα της Google προς τους δημιουργούς σχετικά με την εξύβριση της Ουκρανίας ως θύματος ή τον ευτελισμό και την επιδοκιμασία της βίας είναι μια απειλή: ακολουθήστε τη γραμμή ή αντιμετωπίστε τις συνέπειες. Παρόλο που συνεχίζουμε να θεωρούμε τα τεχνολογικά μονοπώλια όπως η Google, το Twitter και το Facebook ως ιδιωτικές εταιρείες, το συντριπτικό τους μέγεθος και η αυξανόμενη εγγύτητά τους με το κράτος εθνικής ασφάλειας σημαίνει ότι οι ενέργειές τους ισοδυναμούν με κρατική λογοκρισία.
Παρόλο που οι ψευδείς ειδήσεις, (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προέρχονται από τη Ρωσία), εξακολουθούν να αποτελούν πραγματικό πρόβλημα, αυτές οι νέες δράσεις έχουν πολύ λιγότερη σχέση με την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης ή την άρνηση εγκλημάτων πολέμου και πολύ περισσότερο με την αποκατάσταση του ελέγχου της ελίτ στο πεδίο της επικοινωνίας. Αυτοί οι νέοι κανόνες δεν θα εφαρμοστούν στα εταιρικά Μέσα Ενημέρωσης που υποβαθμίζουν ή δικαιολογούν την αμερικανική επιθετικότητα στο εξωτερικό, αρνούνται τα αμερικανικά εγκλήματα πολέμου ή κατηγορούν τους καταπιεσμένους λαούς, όπως οι Παλαιστίνιοι ή οι Υεμενίτες για την κατάστασή τους, αλλά αντίθετα θα χρησιμοποιηθούν ως δικαιολογίες για να απαξιώσουν, να υποβιβάσουν, να διαγράψουν ή ακόμη και να διαγράψουν φωνές που επικρίνουν τον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό.
Στον πόλεμο, λένε, η αλήθεια είναι πάντα το πρώτο θύμα.