ΑΘΗΝΑ
01:35
|
06.05.2024
Έχοντας εκθειαστεί στην εποχή του Brexit ως η επιτομή του πνεύματος-μπουλντόγκ, ο Βρετανός εν καιρώ πολέμου συχνά υβριζόταν ως γκαφατζής αντιδραστικός - και δικαίως.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Τα τελευταία σαράντα χρόνια, η Αγγλική προσωπολατρία του Ουίνστον Τσόρτσιλ έχει φτάσει σχεδόν παράλογα επίπεδα θαυμασμού στην Αγγλία, προκαλώντας την αντίδραση των αντιαποικιακών επικριτών του Βρετανικού ιμπεριαλισμού. Έλαβε περαιτέρω ώθηση τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, όταν ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι απευθύνθηκε στο βρετανικό κοινοβούλιο μέσω Zoom και παρέφρασε μια από τις πιο διάσημες δηλώσεις του Τσόρτσιλ από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (από τη μετάδοση στην οποία ανέφερε «θα πολεμήσουμε στις παραλίες»), συνδέοντάς τον με τη ρωσική επίθεση στη χώρα του Ουκρανού ηγέτη. 

Στον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, αποδόθηκε ο ρόλος του Χίτλερ. Ο Ζελένσκι ανέλαβε τον ρόλο του Τσόρτσιλ. Τα σάλια βουλευτών και των τεσσάρων κομμάτων έτρεχαν από ευχαρίστηση. Η γη του ΝΑΤΟ μπορεί να έχει απονείμει προσωρινή αγιότητα στον Ζελένσκι, αλλά δεν πρέπει να παραβλέψουμε πόσο άστοχη είναι η αναλογία του. Ο νωτιαίος μυελός του Τρίτου Ράιχ, τελικά, συντρίφτηκε στο Στάλινγκραντ και στο Κουρσκ από την αποφασιστικότητα και το θάρρος του Κόκκινου Στρατού (στον οποίο πολέμησαν πολλοί Ουκρανοί, σε πολύ μεγαλύτερους αριθμούς από αυτούς που λιποτάκτησαν υπέρ του Χίτλερ). Η δύναμη της πολεμικής βιομηχανίας των ΗΠΑ έκανε τα υπόλοιπα. 

Ως αποτέλεσμα, δεν έλαβαν χώρα μάχες στις αγγλικές παραλίες ή οπουδήποτε αλλού στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Luftwaffe βομβάρδισε τη Βρετανία, αλλά η επίφοβη εισβολή του Χίτλερ δεν υλοποιήθηκε ποτέ, καθώς οι φιλοδοξίες του κατέρρευσαν στο Ανατολικό Μέτωπο. Για να μην είμαι πολύ κακοήθης, αφήστε τη Βουλή των Κοινοτήτων και τα Βρετανικά δίκτυα μέσων ενημέρωσης να λιποθυμούν για τον Ζελένσκι και τη μίμηση του Τσόρτσιλ, αν και δύσκολα θα εκπλησσόμουν αν μάθαινα ότι ο ελιγμός είχε προταθεί αρχικά από το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών. Όμως αναρωτιέμαι αν ο Ζελένσκι γνωρίζει ότι ένας τσαρικός στρατηγός ο οποίος έχαιρε της εύνοιας του Τσόρτσιλ και οπλίστηκε από αυτόν, ο Άντον Ντενίκιν, που πολέμησε άγρια ​​κατά των Μπολσεβίκων στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε τη Ρωσική Επανάσταση, σήμερα αποτελεί είδωλο για τον Πούτιν. 

Και τι γίνεται με την ειδωλοποίηση του Τσόρτσιλ; Στην περίοδο αμέσως μετά τον πόλεμο, οι Βρετανοί τον ψήφισαν αποφασιστικά εκτός εξουσίας. Η προσωπολατρία του Τσόρτσιλ, ένα ουσιαστικά αγγλικό φαινόμενο, δεν θα απογειωνόταν για σχεδόν 40 χρόνια. Διαδόθηκε για πρώτη φορά το 1982, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τον θάνατό του το 1965, από τη Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία, με την ηθική υποστήριξη του προέδρου των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρέιγκαν και του στρατηγού Πινοτσέτ, κέρδισε τον δεκαήμερο πόλεμο των Φόκλαντς εναντίον της Αργεντινής. Όλες οι πλευρές είχαν επικαλεστεί επανειλημμένα τον Τσόρτσιλ στο Κοινοβούλιο πριν από τον πόλεμο. Ο Αργεντινός δικτάτορας, στρατηγός Λεοπόλντο Γκαλτιέρι, συγκρίθηκε με τον Χίτλερ και όσοι ήταν αντίθετοι στον πόλεμο χαρακτηρίζονταν Τσαμπερλενικοί «κατευναστές».

Αργότερα εκείνο το έτος, σε μια ισχυρή πολεμική κατά του πολέμου στο περιοδικό New Left Review, ο Άντονι Μπάρνετ ήταν ο πρώτος που εξήγησε τον σκοπό για τον οποίον χρησιμοποιούσαν τον ηγέτη εν καιρώ πολέμου της Βρετανίας – ένα νέο και σύγχρονο φαινόμενο που επινοήθηκε λόγω της ανάγκης να εξασφαλιστεί η αποδοχή του πολέμου που είχε αποφασίσει να διεξάγει η Θάτσερ, υποστήριξε: 

Ο Τσορτσιλισμός είναι σαν μια στρέβλωση της βρετανικής πολιτικής κουλτούρας μέσω της οποίας όλες οι βασικές τάσεις υφαίνουν τα διαφορετικά τους χρώματα… Ωστόσο, το γεγονός ότι η ιδεολογία είναι κάτι πολύ περισσότερο από όσα προβάλλονται για τον άνδρα είναι μέρος του μυστικού της δύναμης και της αντοχής της.

Τρία χρόνια μετά τον πόλεμο των Φόκλαντς, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στις Ηνωμένες Πολιτείες για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την ανεξαρτησία των ΗΠΑ, η Θάτσερ αναφέρθηκε ξανά στον Τσόρτσιλ για να σκληρύνει τον Ρέιγκαν, ο οποίος είχε μια πιο ήπια γραμμή σχετικά με τα πυρηνικά όπλα και τα θεωρούσε, κατά κάποιο τρόπο, ανήθικα. Στην ομιλία της σε μια κοινή σύνοδο του Κογκρέσου -καθιστώντας την τον μοναδικό Βρετανό ηγέτη που προσκλήθηκε να το κάνει μετά τον Τσόρτσιλ- τον στρατολόγησε για άλλη μια φορά για να επιμείνει ότι «Κανείς δεν κατανοούσε τη σημασία της αποτροπής πιο ξεκάθαρα από τον Τσόρτσιλ… να προσέχετε πάνω απ’ όλα να μην να αφήσουμε τα ατομικά όπλα».

Αυτή η εργαλειοποίηση του Τσόρτσιλ έγινε απαραίτητη τόσο για τη φιλελεύθερη και συντηρητική διανόηση του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και για την πλειονότητα των δημοσίων υπαλλήλων του, αφού υποχρεώθηκε να αποδεχθεί ότι η Βρετανία δεν ήταν πλέον αυτοκρατορία ή ακόμη και πραγματικά κυρίαρχο κράτος, αλλά δορυφόρος των ΗΠΑ καθώς, μετά την καταστροφή του Σουέζ το 1956, της απαγορεύτηκε ουσιαστικά να διεξάγει πολέμους χωρίς τη ρητή έγκριση του Λευκού Οίκου. Ο Τσόρτσιλ ως εικόνα έγινε ένα συμβολικό υποκατάστατο της αυτοκρατορίας. Η Βρετανία είχε γίνει ουσιαστικά ένα παράρτημα των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά τουλάχιστον είχε τον Τσόρτσιλ. 

Για την ελίτ των Ηνωμένων Πολιτειών, η λατρεία του Τσόρτσιλ δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη μεταξύ της πιο αγγλόφιλης πτέρυγάς της. Μια ανταγωνιστική στρατηγική ανησυχία για τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η μετα-επανένωση του γερμανικού κράτους, όμως ο δικός του ηγέτης εν καιρώ πολέμου δεν μπορούσε να αναβιώσει. Το πνεύμα του Τσόρτσιλ, ωστόσο, αποδείχθηκε αιώνιο, καθαγιάζοντας την «ειδική σχέση» μεταξύ ΗΠΑ και ΗΒ –μια συνθηματική φράση πολύ μεγαλύτερης σημασίας για το Ηνωμένο Βασίλειο από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Τραμπ δήλωνε θαυμασμό για τον Τσόρτσιλ και σκόπευε να αποκαταστήσει στο Οβάλ Γραφείο μια προτομή του Άγγλου που είχε δανείσει αρχικά η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στον Τζορτζ Ο. Μπους, αλλά πρώτα μεταφέρθηκε αλλού από τον Ομπάμα και τελικά επεστράφη από τον Μπάιντεν.

Στο μεταπολεμικό Ηνωμένο Βασίλειο, οι αναμνήσεις των λαθών και των παραπτωμάτων του Τσόρτσιλ στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τον έκαναν μια αμφιλεγόμενη φιγούρα. Δεν υπήρξε ποτέ πολυαγαπημένος πολιτικός μεταξύ των ομοίων του. Ακόμη και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αντιμετώπισε κριτική, και από πολλές πλευρές: ο Συντηρητικός Χάρολντ Νίκολσον έγραψε στο ημερολόγιό του ότι αρκετοί κεντρώοι πολιτικοί του είχαν πει πως «ο Τσόρτσιλ πρέπει να καταστραφεί». Ο κοινωνικός φωτογράφος Σέσιλ Μπίτον, στενός φίλος πολλών υψηλόβαθμων Συντηρητικών, ανέφερε ότι συζητούσαν ελεύθερα τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του Τσόρτσιλ. Το φωτοστέφανο ενός οικιακού θεού που δεν μπορούσε να παραμείνει πάνω από το κεφάλι του όταν ήταν ζωντανός βρίσκεται τώρα σταθερά στερεωμένο. Σπάνια απουσιάζουν το γλυκερό άρωμα και τα πυκνά σύννεφα θυμιάματος. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που ο Τσορτσιλισμός, η σύγχρονη προσωπολατρία του Τσόρτσιλ, δεν πρέπει να θεωρείται αναβίωση. 

Το 2015, τέσσερα χρόνια πριν εκλεγεί πρωθυπουργός και ένα χρόνο πριν από το δημοψήφισμα για το Brexit, ο Μπόρις Τζόνσον δημοσίευσε το βιβλίο «Ο Παράγοντας Τσόρτσιλ» (The Churchill Factor), που έγινε μπεστ σέλερ στη Βρετανία. Δεν ήταν ένα ιστορικό έργο που είχε πολλά να προσφέρει στον τομέα των αναλυτικών ιδεών. Το ύφος του, άγνωστο αν αυτό διδάχτηκε στο κολέγιο Ίτον, αντικατόπτριζε την προσωπικότητα του Τζόνσον: θορυβώδες, παρορμητικό, μακροσκελές, χαοτικό, αλλά έξυπνα υπολογιστικό. Ταυτίζεται με το αντικείμενό του όταν περιγράφει το μίσος για τον Τσόρτσιλ μεταξύ των βουλευτών του Συντηρητικού Κόμματος, το οποίο τον αποδέχτηκε απρόθυμα ως ηγέτη και πρωθυπουργό. Ο Τζόνσον, του οποίου η αντιδημοφιλία εντός του κόμματος είναι γνωστή, απολάμβανε το γεγονός ότι «εκατοντάδες Τόρις… είχαν επηρεαστεί ώστε να τον θεωρούν οπορτουνιστή, προδότη, καυχησιάρη, εγωιστή, αχαΐρευτο, αγροίκο, κάθαρμα και σε πολλές επιβεβαιωμένες περιπτώσεις, εντελώς μέθυσο». Πέρα από τη μέθη, ο Τζόνσον θα μπορούσε να έγραφε για τον εαυτό του. Για να επεξηγήσει την άποψή του, ο Τζόνσον αναφέρεται σε μια εξοργισμένη επιστολή που έγραψε εν καιρώ πολέμου η Νάνσι Ντάγκντεϊλ στον σύζυγό της, Τόμι, έναν βουλευτή των Τόρις ο οποίος υπηρετούσε τότε στις ένοπλες δυνάμεις:

Αντιμετωπίζουν τον [Ουίνστον Τσόρτσιλ] με πλήρη δυσπιστία, όπως γνωρίζεις, και μισούν τις εκπομπές στις οποίες καυχιέται. Ο [Ουίνστον Τσόρτσιλ] είναι πραγματικά το αντίστοιχο του Γκέρινγκ στην Αγγλία, γεμάτος από την επιθυμία για αίμα, Blitzkrieg, και φουσκωμένος από εγωισμό και υπερβολική σίτιση, η ίδια προδοσία διατρέχει τις φλέβες του, υπογραμμισμένη από ηρωισμούς και ζεστό αέρα. Δεν μπορώ να σου πω πόσο στεναχωρημένη νιώθω γι’ αυτό.

Η πατρικιακή αντιπάθεια του ζωντανού Τσόρτσιλ είχε το αντίστοιχό της στο άλλο άκρο του πολιτικού και κοινωνικού φάσματος. Σε σχόλια που καταγράφηκαν από το πρωτοποριακό πρόγραμμα κοινωνικής έρευνας Mass-Observation. Ένας δάσκαλος ονόματι C.R. Woodward έκανε ξεκάθαρη την αποστροφή του: 

Ακούω τον Τσόρτσιλ στην Οττάβα [το 1941] – οι επευφημίες, η δραματική «ομιλία για να επηρεάσει το κοινό», η στηλίτευση, ο γαλλο-καναδικός εξευμενισμός με τις παραγράφους στα γαλλικά, όλα θύμιζαν τον Χίτλερ το 1936, το ‘37 και το ‘38. Πάλι η ψυχολογία του όχλου.

Η «ομιλία για να επηρεάσει», φυσικά, δεν είναι άγνωστη στον ίδιο το Τζόνσον, με τη δική του καιροσκοπική αίσθηση για την «ψυχολογία του όχλου». Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι ως ο λαϊκιστής που θα ανέβαινε στην εξουσία με την υπόσχεση να «ολοκληρωθεί το Brexit», δίνει μια δίκαιη περιγραφή των ευνοϊκών απόψεων του Τσόρτσιλ σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας ευρωπαϊκής συνεργασίας το 1950. Ο Τσόρτσιλ επέκρινε τον πρωθυπουργό Κλέμεντ Άτλι και το Εργατικό Κόμμα για την άρνησή του να παραστεί στη συγκέντρωση στο Παρίσι που οργάνωσαν οι Γερμανοί και Γάλλοι πολιτικοί Ρόμπερτ Σούμαν και Ζαν Μονέ που οδήγησε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, το πρώτο δομικό στοιχείο της μετέπειτα Ένωσης, και κατηγόρησε τον Άτλι αναιδώς για «Παλμερστονικό φιλοπόλεμο υπερεθνικισμό» (Palmerstonian jingoism) (κατά τον πολιτευτή του 19ου αιώνα διάσημου για τη διεξαγωγή μιας δυναμικά εθνικιστικής εξωτερικής πολιτικής στο απόγειο της αυτοκρατορικής ισχύος της Βρετανίας).

Ο Τσόρτσιλ ήταν υπέρ των απόλυτων Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, όμως η Βρετανία δεν μπορούσε «να είναι ένα συνηθισμένο μέλος». Γιατί; Επειδή αντιπροσώπευε μια τριαδική οντότητα: μέρος της Ευρώπης, που εξακολουθεί να κυριαρχεί στον αποικισμένο κόσμο, και εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Τζόνσον περιγράφει τον Τσόρτσιλ ως «μία από τις προεδρεύουσες θεότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης», αλλά ο ίδιος υπερασπίζεται τη θέση του Άτλι, υποστηρίζοντας ότι δεν δόθηκε αρκετός χρόνος στον ηγέτη των Εργατικών για να λάβει μια προσεκτική απόφαση. Εξ’ ου και το μποϊκοτάζ της συνεδρίασης του Παρισιού που ίδρυσε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα. Και ο Τζόνσον υποστηρίζει σωστά ότι ο κύριος λόγος του Τσόρτσιλ για την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρώπη ήταν να αποτρέψει οποιαδήποτε διολίσθηση της υπόλοιπης Δύσης σε ουδετερότητα σχετικά με τον ψυχρό πόλεμο.  

Ως πρωθυπουργός, ο Τζόνσον είναι αποφασισμένος να αποδείξει ότι μπορεί κανείς να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη χωρίς να είναι «ένα απλό μέλος» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εξ’ ου και η ημι-υστερική πολεμοκαπηλία από τη Βρετανική ελίτ για την Ουκρανία, που έχει σχεδιαστεί για να τονίσει ένα απλό μήνυμα στην Ευρώπη: χρειάζεστε εμάς, τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, περισσότερο από ό,τι τους Γερμανούς. 

Η εκδοχή του Τζόνσον για τη γενικότερη Ντίζνεϊλαντ ειδωλοποίησης του Τσώρτσιλ στην Αγγλία σήμερα είναι μόνο η τελευταία απόπειρα εκμετάλλευσης της κληρονομιάς του. Όπως έγραψε ο Μπρεχτ στο Galileo : «Λυπήσου τη γη που χρειάζεται έναν ήρωα». 

Τα στοιχεία για τον αντιηρωισμό του Τσόρτσιλ είναι άφθονα. Συχνά του αποδίδεται η εναντίωση στην πολιτική «κατευνασμού» του πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλεν στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και η έκκληση για επανεξοπλισμό ενόψει του ολοένα και πιο επιθετικού αλυτρωτισμού της ναζιστικής Γερμανίας. Αλλά αυτό δύσκολα σημαίνει ότι ο Τσόρτσιλ είναι ευγενής αντιφασίστας – παρέμεινε από πολλές απόψεις αρχι-αντιδραστικός. Όπως ήταν γνωστό τότε, η θέση του στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο ήταν η ίδια με του Χίτλερ και του Μουσολίνι: και οι τρεις είχαν υποστηρίξει τον Φράνκο.

Συχνά απαξιωνόταν για τη στρατηγική του ενάντια στον Άξονα -ιδιαίτερα το 1942 μετά την καταστροφή στην Άπω Ανατολή, με την πτώση της Σιγκαπούρης τον Φεβρουάριο, την οποία ο Τσόρτσιλ θεωρούσε αδιαπέραστο φρούριο. Υπήρξαν σοβαρές συζητήσεις εντός των πολιτικών κομμάτων και, σύμφωνα με ορισμένους, σε ανώτερους στρατιωτικούς κύκλους για το αν θα πρέπει να διατηρηθεί ως πρωθυπουργός και ποιος μπορεί να είναι ο αντικαταστάτης του. Ακόμη και οι πιστές υπηρεσίες εσωτερικών πληροφοριών κατέγραψαν ότι «η επιλογή των υπολοχαγών του επικρίνεται όλο και περισσότερο».

Ο ντε φάκτο αρχηγός της Αντιπολίτευσης, ο αριστερός βουλευτής των Εργατικών της Ουαλίας Ανευρίν Μπεβάν, έδωσε μια εξήγηση. Χλεύασε τον Τσόρτσιλ στο Κοινοβούλιο, λίγους μήνες μετά την παράδοση στη Σιγκαπούρη, ισχυριζόμενος ότι το σύστημα ταξικών προνομίων που στήριζε το σώμα των αξιωματικών στον Βρετανικό Στρατό ήταν επικίνδυνα ξεπερασμένο: «Εάν ο [Στρατάρχης] Ρόμελ ήταν Βρετανός, δεν θα είχε προαχθεί ποτέ πάνω από το βαθμό του λοχία». 

Αυτή την άποψη συμμερίστηκαν πολλοί από όσους υπηρέτησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το 1944, συγκλήθηκε ένα κοινοβούλιο του στρατού στο Κάιρο, το οποίο αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από τη διοίκηση του στρατού αλλά επετράπη απρόθυμα ως άσκηση προετοιμασίας για τη μεταπολεμική δημοκρατία. Στην προσομοίωση εκλογών για μια συνέλευση, οι υποψήφιοι των Εργατικών κέρδισαν με τεράστια πλειοψηφία – οι Τόρις του Τσόρτσιλ βγήκαν τελευταίοι. Ήταν προάγγελος του αποτελέσματος στις πραγματικές εκλογές που διεξήγαγε η Βρετανία το 1945. Νικητής στον πόλεμο μετά την ήττα των Ναζί, ο Τσόρτσιλ υποκλίθηκε στο μπαλκόνι του παλατιού πλαισιωμένος από τη βασιλική οικογένεια. Σύντομα, ηττημένος εν ειρήνη, παραχώρησε τη διακυβέρνηση και την εθνική ηγεσία στον Κλέμεντ Άτλι των Εργατικών. 

Μια νέα σοσιαλδημοκρατική συναίνεση δημιουργήθηκε – δεν θα υπήρχε επιστροφή στην ταξική κοινωνία της προπολεμικής Αγγλίας και στην αριστοκρατική ελίτ της. Όταν ο Τσόρτσιλ κέρδισε τις εκλογές του 1951, βρισκόταν σε έναν αλλαγμένο κόσμο. Το Συντηρητικό Κόμμα δεν έκανε καμία προσπάθεια να διαλύσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας ή να επιστρέψει τα πρόσφατα κρατικοποιημένα ορυχεία και σιδηροδρόμους σε ιδιωτική ιδιοκτησία. Πριν τις εκλογές του 1955, επιβαρυμένος από κακή υγεία, ο Τσόρτσιλ παραιτήθηκε από ηγέτης των Τόρις και η πρότασή του ότι το προεκλογικό σύνθημα του κόμματος θα έπρεπε να είναι «Κρατήστε την Αγγλία Λευκή» απορρίφθηκε από εκνευρισμένους συναδέλφους του. 

Αυτό δεν αποτέλεσε ανωμαλία. Ο Τσόρτσιλ ήταν ρατσιστής και ιμπεριαλιστής σε όλη του τη ζωή. Για αυτόν, έναν ένθερμο υποστηρικτή των Λευκών στη Ρωσία στις αρχές της δεκαετίας του 1920, η Επανάσταση ήταν κυρίως έργο Εβραίων. Πίστευε ότι οι ιθαγενείς της Αμερικής και οι ιθαγενείς της Αυστραλίας θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες που οι ήπειροί τους είχαν καταληφθεί και διασωθεί «από μια ισχυρότερη φυλή, μια φυλή υψηλότερης ποιότητας, μια πιο κοσμική φυλή». Όσο για τους Κινέζους, δεν έκρυψε ποτέ ότι «μισώ τους ανθρώπους με σχιστά μάτια και κοτσιδάκια. Δεν μου αρέσει η όψη τους ούτε η μυρωδιά τους». Σιχαινόταν τον Γκάντι και περιφρονούσε την Ινδία: ο λιμός της Βεγγάλης εν καιρώ πολέμου που στοίχισε τρία εκατομμύρια ζωές, εν μέρει ως αποτέλεσμα της Βρετανικής πολιτικής, τον άφησε ασυγκίνητο. Στο απόγειο του πολέμου, το 1943, συγκλόνισε τον αντιπρόεδρο του Ρούσβελτ, Χένρι Γουάλας, ο οποίος εκμυστηρεύτηκε στο ημερολόγιό του:

Είπα ευθέως ότι πίστευα πως η έννοια της αγγλοσαξονικής ανωτερότητας, η οποία είναι εγγενής στην προσέγγιση του Τσόρτσιλ, θα ήταν προσβλητική για πολλά από τα έθνη του κόσμου καθώς και για έναν αριθμό ανθρώπων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Τσόρτσιλ είχε πιει αρκετό ουίσκι, το οποίο, ωστόσο, δεν επηρέασε τη διαύγεια της διανοητικής του διαδικασίας, αλλά αύξησε ίσως την ειλικρίνειά του. Είπε γιατί να απολογούμαστε για την αγγλοσαξονική ανωτερότητα, ότι ήμασταν ανώτεροι… 

Ένα χρόνο αργότερα, η απόφαση του Τσόρτσιλ να συντρίψει το πολιτικό κίνημα που συμμάχησε με την, υπό Κομμουνιστική ηγεσία, αντίσταση της Ελλάδας, την πιο αποτελεσματική στην Ευρώπη, και να αντικαταστήσει έναν μονάρχη με τη βοήθεια υποστηρικτών φασιστών, μεταφέρθηκε στον διοικητή της Βρετανίας στην Ελληνική πρωτεύουσα, Στρατηγό Σκόμπι: Εάν οι Έλληνες αρνούνταν να αφοπλιστούν, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την κατάσταση ως μια αποικιακή αντιεξεγερτική εκστρατεία. «Μπορείς να δημιουργήσεις όποιον κανονισμό θέλεις», είπε στον στρατηγό. «Μην… διστάσετε να ενεργήσετε σαν να βρίσκεστε σε μια κατακτημένη πόλη όπου μια τοπική εξέγερση βρίσκεται σε εξέλιξη». Ο Σκόμπι εγκαθίδρυσε δεόντως ένα καθεστώς τρόμου στη χώρα για να τερματίσει την Κομμουνιστική εξέγερση. Ανάμεσα στη λιτανεία των χειρότερων μαζικών θηριωδιών του πολέμου ήταν και αυτές που διεξήγαγαν οι Βρετανοί στην Ελλάδα. 

Οι πολιτικές του Τσόρτσιλ στην Κένυα και στο Ιράν ήταν παρόμοιου χαρακτήρα. Ήθελε οι λευκοί έποικοι να πλημμυρίσουν την Κένυα και να έχουν εξουσία υπέρ της μαύρης πλειοψηφίας, όπως έκαναν στη Ροδεσία και τη Νότια Αφρική. Για να το καταστήσουν αυτό δυνατό, οι Βρετανοί δημιούργησαν ένα σύστημα γκούλαγκ για να φυλακίζουν και να βασανίζουν τα πιο μαχητικά τμήματα της αντίστασης, φυλακίζοντας ουσιαστικά ολόκληρη την εθνοτική ομάδα των Κικούγιου. Αυτή η ζοφερή ιστορία ανελέητης αποικιακής καταστολής αποκαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα -και όχι από Βρετανούς ιστορικούς, αλλά από Αμερικανούς ακαδημαϊκούς, μεταξύ των οποίων η Κάρολαϊν Έλκινς. 

Στο Ιράν, ο Τσόρτσιλ ήθελε αλλαγή καθεστώτος για να τιμωρήσει τον δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη Μοχάμεντ Μοσάντεγκ επειδή τόλμησε να εθνικοποιήσει τη βρετανική πετρελαϊκή βιομηχανία. Ο Μοσάντεγκ απομακρύνθηκε δεόντως σε ένα πραξικόπημα που ενορχηστρώθηκε από κοινού από τη CIA και το βρετανικό αντίστοιχό της, την MI6, όπως αναφέρει το πρόσφατο ντοκιμαντέρ Coup 53, και αντικαταστάθηκε από έναν δεσπότη του οποίου η αντιδημοφιλής, κατασταλτική διακυβέρνηση άνοιξε το δρόμο για την τελική κατάληψη του κλήρου το 1979. 

Ο Τσόρτσιλ παρέμεινε πιστός στις πεποιθήσεις του μέχρι το τέλος. Όμως όταν πέθανε, η Βρετανία ήταν ένα πολύ διαφορετικό μέρος από τη Βικτοριανή αυτοκρατορία στην οποία είχε μεγαλώσει. Η δεκαετία του 1960 είδε τα δεσμά της λογοκρισίας να αποτινάσσονται – μια πολύ λιγότερο ευλαβική κουλτούρα επικράτησε, και η σάτιρα που συνδέθηκε με τη ριζοσπαστική πολιτική έγινε δημοφιλής. Όχι μόνο δεν αγιοποιήθηκε, αλλά ο Τσόρτσιλ γινόταν συχνά αντικείμενο χλεύης. Το γεγονός ότι η κηδεία του το 1965 τελέσθηκε με δημόσια δαπάνη δεν εμπόδισε τον αριστερό θεατρικό συγγραφέα Χάουαρντ Μπρέντον να γράψει μια απρεπή παρωδία για τον ηγέτη της εποχής του πολέμου, The Churchill Play, λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα. 

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Τσόρτσιλ σατιρίστηκε σκληρά. Η πρώτη φορά συνέβη παρουσία του και στα χέρια των δικών του Αμερικανών συμμάχων. Ο υπουργός Εξωτερικών του Τρούμαν, Ντιν Άτσεσον, ιδιαίτερα, εκνευριζόταν συχνά από τη στάση του Τσόρτσιλ και τον διόρθωνε ανελέητα. Όταν ο Τσόρτσιλ επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες τον Ιανουάριο του 1953 για να παραβρεθεί σε ένα αποχαιρετιστήριο δείπνο για τον πρόεδρο Χάρι Τρούμαν στον Λευκό Οίκο, δεν έπρεπε να έχει εκπλαγεί όταν ανακάλυψε ότι ο Άτσεσον είχε ετοιμάσει μια προσομοίωση δίκης μετά το δείπνο προς τιμήν του Τσόρτσιλ, ένα γεγονός που περιγράφεται αργότερα από την κόρη του προέδρου στα απομνημονεύματά της. Ο Βρετανός πρωθυπουργός βρέθηκε στο εδώλιο για εγκλήματα πολέμου, κατηγορούμενος για συνέργεια στη χρήση πυρηνικών όπλων. Ο ίδιος ο Τρούμαν απέφυγε να χειροπεδηθεί μαζί με τον Βρετανό ηγέτη καθώς ήταν απαραίτητος ως προεδρεύων δικαστής. Ήταν απλώς μια κακόγουστη επιπολαιότητα, ή ήταν μια προσπάθεια κάποιας μορφής συλλογικής θεραπείας; Μάλλον ένα μείγμα.

Για τη Βρετανία, ή στην πραγματικότητα για την Αγγλία θα έπρεπε να πούμε, η σύγχρονη προσωπολατρία του Τσόρτσιλ σηματοδοτεί μια άρνηση να αντιμετωπιστεί το μετα-αυτοκρατορικό παρόν του έθνους – η πραγματική του κατάσταση και δύναμη στην Ευρώπη μετά το Brexit και σε μια υποτακτική συνουσιακή συγκόλληση με έναν υπερατλαντικό σύμμαχο που δεν τρέφει αμοιβαία αισθήματα. Το καταστροφικό κομμάτι αυτής της εκδοχής του Τσορτσιλισμού είναι ότι η παράβλεψη του Τσόρτσιλ του ρατσιστή μιλιταριστή, υπέρ ενός μυθικού ηρωικού αντιφασίστα, προσδίδει μια επίφαση ευγένειας και σεβασμού σε έναν συνθετικό νεοεθνικισμό. Όπως και ο ίδιος ο Τζόνσον, είναι μια απάτη.

Πριν από πολύ καιρό, το 1698, ο Τζον Τόλαντ, ο πρώτος βιογράφος του Τζον Μίλτον, έγραψε:

Συνήθως θεωρείται ότι οι ιστορικοί είναι ύποπτοι για την απεικόνιση του ήρωά τους ως αυτό που θα ήθελαν να είναι παρά όπως ήταν στην πραγματικότητα. 

Πάρα πολύ αληθινό. Η ιστορία μπορεί να ενθαρρύνει ένα όργιο ειδωλολατρίας και να το ακολουθήσει ένας μακρύς κύκλος εικονομαχίας. Ήρθε ο καιρός για την τελευταία φάση.

*Μετάφραση: Ε.Ζ. από The New York Review

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ο Σι Τζινπίνγκ σκοπεύει να αναλάβει δράση για την επίλυση της κρίσης στην Ουκρανία

Οι ΗΠΑ ανέστειλαν αποστολή πυρομαχικών στο Ισραήλ για πρώτη φορά από την 7η Οκτωβρίου

Κίνα: Ο Σι επαινεί τους δεσμούς με τη Γαλλία κατά την επίσκηψή του στο Παρίσι

Γάζα: Μαραθώνιος διαβουλεύσεων σε Κάιρο και Ντόχα

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα