Η απόφαση των 27 για να θεσπισθεί ένας «δίκαιος» κατώτατος μισθός στην Ε.Ε. προκαλεί μεγάλη αμηχανία στην Ιταλία. Αν και ο υπουργός Εργασίας Αντρέα Ορλάντο χαιρέτισε την «ασίστ προς τους εργαζόμενους» το αναμενόμενο σουτ δεν αναλαμβάνει κανένας να το πραγματοποιήσει. Και αυτό γιατί η θέσπιση ενός «επαρκούς» κατώτατου μισθού είναι πάνω απ’ όλα μία πολιτική επιλογή κι εξίσου μία πολιτικο-οικονομική ουτοπία και όλοι οι αρμόδιοι φορείς, περιλαμβανομένης και της κυβέρνησης βρίσκονται σε διχοστασία, ακόμη και για την ίδια του την αναγκαιότητα.
Οι δηλώσεις των πολιτικών και των συνδικάτων στην Ιταλία, πέρα από αμφιλεγόμενες, συχνά δεν θα πρέπει να λαμβάνονται με βάση την ονομαστική τους αξία, γιατί συχνά τα λόγια δεν αντιπροσωπεύουν τις προθέσεις και οι τελικές πράξεις είναι εντελώς ασύμβατες με τις όποιες δηλώσεις τους (ακόμη και για 9 ευρώ/ώρα). Ακόμη και τα εργατικά συνδικάτα ερμηνεύουν την είδηση όπως τους βολεύει περισσότερο. Τη στιγμή που η μαχητική οργάνωση Συνδικάτα Βάσης (Usb) προτείνουν να ορισθεί νομοθετικά ο κατώτατος μισθός στα 10 ευρώ/ώρα, οι κεντρώες και καθολικές ενώσεις Uil και η Cisl προτιμούν να υπογραμμίσουν ότι η κοινοτική οδηγία απλώς «υποδεικνύει ότι αυτό μπορεί να συμβεί και μέσω της ενίσχυσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της πορείας που ήδη έχουμε υποδείξει και που συμμεριζόμαστε».
Η μετριοπαθής υποδοχή της «σύστασης» από τα πιο συγκαταβατικά προς την εργοδοσία συνδικάτα ουσιαστικά προμηνύει ποια μέλλει να είναι η αντιμετώπιση από την ίδια την ιταλική κυβέρνηση στο μέτρο, που κατά την Ε.Ε. θα βοηθήσει να αντιμετωπισθεί ο καλπασμός του πληθωρισμού. Η απόφαση των Βρυξελλών δεν επιτάσσει, αλλά «προτείνει» στα κράτη μέλη, εάν θέλουν, να θεσμοθετήσουν έναν «δίκαιο και επαρκή» κατώτατο μισθό. Ουσιαστικά, τούτη η σύσταση θα αποτελέσει σε πολλές χώρες το κεφαλόσκαλο στο οποίο θα πατήσουν για να μην εφαρμόσουν, ή να το εφαρμόσουν με τρόπο μισερό και αυθαίρετα ερμηνευμένο. Επιπλέον, η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Στρασβούργο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν θα απαιτεί τον νομοθετικό καθορισμό του κατώτατου μισθού σε χώρες -όπως η Ιταλία- όπου τα κατώτατα όρια καθορίζονται από εθνικές συλλογικές συμβάσεις. Αλλά πάνω από όλα σε καμία περίπτωση δεν επισημαίνει πως οι κατώτατοι μισθοί πρέπει να εφαρμόζονται εξίσου στο σύνολο των εργαζομένων. Εν ολίγοις, η οδηγία δεν παρεμβαίνει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε κάθε κράτος και το χρονικό περιθώριο των δύο ετών που καθορίζει για να εφαρμοσθεί το μέτρο, αφήνει άπλετο χρόνο στις κυβερνήσεις και τα εθνικά Κοινοβούλια για παρελκυστικές πολιτικές και για να αφήσουν τα πάντα όπως είναι ή για να αλλάξουν τα πάντα για να μείνουν τα πάντα όπως είναι, για να θυμηθούμε την εμβληματική φράση του Τομάζι ντι Λαμπεντούζα.
Στην Ιταλία, όπου ο σύλλογος βιομηχάνων Confidustria, με αντηχείο τον πρόεδρό του Μπονόμι έχει καταφέρει να εξοργίσει ακόμη και τους πιο νεοφιλελεύθερους με τις εισηγήσεις του για ακόμη περισσότερες περικοπές μισθών και ασφάλισης, η πρόφαση εν αμαρτίαις της μη ισχύος του μέτρου σε χώρες όπου οι κατώτατοι μισθοί κυρώνονται βάσει των συλλογικών συμβάσεων, είναι βέβαιο πως θα συντηρήσει την κακή κατάσταση στο εργασιακό, που αφήνει ακόμη πιο πολύ έρμαια τους εργαζομένους στον πληθωρισμό και την εξαθλίωση. Για τον Μπονόμι οι εργοδότες ήδη πληρώνουν καλά (sic!) τους εργαζόμενους και ένας κατώτατος μισθός θα ήταν ταιριαστός μόνον για τους φτωχότερους εργαζομένους: μόνον που λησμόνησε να επισημάνει πως αυτό αφορά τη συντριπτική πλειοψηφία πλέον των απασχολουμένων. Άλλωστε το προαναγγέλλει και ο υπουργός Δημόσιας Διοίκησης Ρενάτο Μπρουνέτα, για τον οποίο «ο βάσει νόμου κατώτατος μισθός δεν είναι καλός γιατί κινείται ενάντια στην πολιτιστική μας ιστορία των εργασιακών σχέσεων», τονίζοντας πως όποια συζήτηση για κατώτατο μισθό θα πρέπει να συνδεθεί με την παραγωγικότητα. Ενώ η υπουργός Ίσων Ευκαιριών και Οικογένειας της Italia Viva του (νεοφιλελεύθερου) Ματέο Ρέντσι, Έλενα Μπονέτι, είναι πεπεισμένη ότι για τον κατώτατο μισθό «η κυβέρνηση θα κινηθεί με τη μέθοδο της αναδιάρθρωσης των διαφορετικών (συμβάσεων) στην οποία ο πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι είναι μαέστρος».
Ακριβώς αυτή είναι η γραμμή στην οποία κινείται και η κυβέρνηση του δοτού πρωθυπουργού. Ήδη με την παρέμβασή του στο συνέδριο της Cisl, ο Ντράγκι υπαινίχθηκε την αναγκαιότητα ενός «κοινωνικού συμφώνου» για την εργασία, όπου οι εργαζόμενοι θα πρέπει να συντρέξουν τις προσπάθειες της κυβέρνησης και της εργοδοσίας για την αναστήλωση της οικονομίας. Ένα «πρόγραμμα της Γκότα», που όσο κι εάν κάποιοι προβάλλουν το παράδειγμα της Ισπανίας, όπου η νέα εργασιακή μεταρρύθμιση στόχο έχει να μειώσει τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι περισσότεροι αντιτάσσουν πως η λύση που θα πρέπει να δοθεί είναι αναγκαίο να γίνει αλά ιταλικά και να προϋποθέτει -όπως άλλωστε και η ισπανική περίπτωση- κοινωνική και εργασιακή γαλήνη μέσω των «καλοπροαίρετων» συνδικάτων. Και το μέτρο του κατώτατου μισθού, σύμφωνα με την κυβέρνηση, δεν είναι το κατάλληλο για να εξασφαλίσει αυτή τη γαλήνη. Ιδού γιατί έχουν ξεκινήσει ήδη οι προσπάθειες να δυσφημισθεί ο κατώτατος μισθός ως παράγων περισσότερων προβλημάτων, παρά ως μέτρο ωφέλιμο για τους εργαζόμενους. Ακόμη κι ο γενικός γραμματέας της Cisl Ραφαέλε Μπονάνι επιστρατεύθηκε για να υπονομεύσει την ιδέα του κατώτατου μισθού, με την πρόφαση πως η μείωση κατά 3% των μισθών στην Ιταλία τα τελευταία 30 χρόνια οφείλεται στη χαμηλή παραγωγικότητα, στους φόρους πάνω στην εργασία και στους παρωχημένους κανόνες, καρπούς μίας ξεπερασμένης ιδεολογίας. Παραδόξως τα ίδια κηρύττει και η Confidustria! Μόνο που και η μειωμένη παραγωγικότητα ήταν και εκείνη μία πολιτική επιλογή των κυβερνήσεων για ιδιωτικοποιήσεις στη δεκαετία του ‘90 -στις οποίες ο ίδιος ο Ντράγκι ήταν υπεύθυνος γι’ αυτό- που συνέβαλε στην αποδυνάμωση των μεγάλων χημικών και μηχανουργικών επιχειρήσεων και τον προσανατολισμό της παραγωγής σε τομείς με χαμηλή «κοινωνική συγκρουσιακότητα» και περιθώρια περισσότερης εκμετάλλευσης και μαύρης εργασίας.
Τη στιγμή που στην Ιταλία έχει σημειωθεί, με πάνω από 3 εκατ. συμβάσεις, η μεγαλύτερη έκρηξη προσλήψεων ορισμένου χρόνου, που σε μεγάλο βαθμό δεν καλύπτονται από τις κλαδικές συμβάσεις και σε μία χώρα όπου η εργασιακή απασχόληση των πτυχιούχων νέων είναι κατά πολύ κατώτατη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο αποκλεισμός της ιδέας του κατώτατου μισθού, αλλά και η σύνδεση της αμοιβής με την παραγωγικότητα, όπως την εννοούν οι συμβιβασμένοι με την εργοδοσία πολιτικοί και συνδικαλιστές μπορεί να οδηγήσει μόνο σε περισσότερη ανέχεια τους εργαζομένους. Σήμερα στην Ιταλία 1,3 εκατ. παιδιά βρίσκονται στα όρια της απόλυτης φτώχειας, σύμφωνα με την Istat και όποια πολιτική που έχει ως στόχο να αμβλύνει τα χάσματα και τις αντιθέσεις που υπάρχουν στην οικονομία και την κοινωνία, ιδίως την αγεφύρωτη ακόμη διαφορά Βορρά-Νότου στην κατανομή του πλούτου και των ευκαιριών, όπως το κατώτατο εγγυημένο εισόδημα–reddito di citadinanza).
Η κύρια εντύπωση πάντως είναι πως στην Ιταλία του Ντράγκι το ευχολόγιο για τον κατώτατο μισθό θα παραμείνει ένα κενό γράμμα. Και τούτο από θέσεως και του ίδιου του δοτού πρωθυπουργού. Γιατί ο Ντράγκι και ο τρόπος σκέψης του -όπως υπενθυμίζει σε ένα λίαν επίκαιρο βιβλίο του ο Τόμας Φάτσι (Una civilta possibile. La lezione dimenticata di Federico Caffe, Meltemi, 2022) που ανοίγει ξανά τον διάλογο για την παραμερισμένη πλέον στην Ιταλία κι όμως τόσο χρήσιμη σε τούτες τις συγκυρίες θεωρία ενός από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους που ανέδειξε η χώρα του Φεντερίκο Καφφέ- διαμορφώθηκαν σε συνθήκες παρόμοιες με τις σημερινές. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 και πάλι ο καλπάζων πληθωρισμός, αντάμα με την ενεργειακή κρίση και την ένταση στις σχέσεις της χώρας με το εξωτερικό, συδαύλιζαν έναν διάλογο για τις οικονομικές επιλογές της χώρας, που παραδόξως έφεραν αντιμέτωπους τον υπεύθυνο του διδακτορικού του Ντράγκι, Φράνκο Μοντιλιάνι με τον υπεύθυνο της διπλωματικής του Φεντερίκο Καφφέ. Απ’ ό,τι φαίνεται και από την κατοπινή του πορεία ο Ντράγκι οφείλει περισσότερα στον νεοφιλελεύθερο Μοντιλιάνι απ’ ό,τι στον πιο «κρατιστή» Καφφέ, που έβλεπε με τρόμο να αναδύονται στον ορίζοντα οι προ-κεϋνσιανές πολιτικές, που πρόσδεναν την οικονομία μίας χώρας με την τάση (και τις ανάγκες) της παγκόσμιας αγοράς.
Για τον Μοντιλιάνι, η εξάρτηση της ενιαίας μισθολογικής βάσης με τις τιμαριθμικές κυμάνσεις δημιουργεί μία σχέση δαιμονική ανάμεσα στον πληθωρισμό και την απασχόληση, γιατί ανατρέπει τη θέση πως υπάρχει ένα ενιαίο επίπεδο εισοδήματος (σε μακροοικονομικούς όρους) συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών, δεδομένου του επιπέδου των πραγματικών μισθών. Αυτό συνεπάγεται ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για αύξηση της απασχόλησης πάνω από αυτό το ποσοστό θα οδηγήσει σε πληθωρισμό, ακόμη και αν δεν επιτυγχάνεται ένα εισόδημα ανάλογο με την πλήρη χρήση των πόρων που διατίθενται. Επομένως είναι προς το συμφέρον των ίδιων των εργαζομένων και προς τούτο είναι και καθήκον των συνδικάτων να καταργήσουν κάθε τιμαριθμική αναπροσαρμογή, να αποδεχθούν κατώτερους μισθούς και λιγότερα δικαιώματα, έτσι ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη απασχόληση και μικρότερα ελλείμματα. Για αυτό, διακήρυττε ο Μοντιλιάνι -όπως κάνει σήμερα κι ο Ντράγκι-χρειάζονται «κάποιες θυσίες από τους εργάτες», με αντάλλαγμα την εξασφάλιση της εργασίας, την απορρόφηση της ανεργίας και τη μείωση του πληθωρισμού. Tale quale το επιχείρημα της εργοδοσίας και της κυβέρνησης.
Εκ διαμέτρου αντίθετο ήταν το όραμα του Καφφέ, που για εκείνον ήταν απαράδεκτη η ανακύκλωση στη δημόσια και ακαδημαϊκή συζήτηση του επιχειρήματος πως «η αιτία της ανεργίας [. ..] έγκειται σε μια απόκλιση από τις τιμές και τους μισθούς ισορροπίας που θα καθιερωνόταν αυτόματα με την παρουσία μιας ελεύθερης αγοράς και ενός σταθερού νομίσματος» και θεωρούσε πως μία τέτοια διατύπωση υπονοεί σε τελική ανάλυση «την εγκατάλειψη της πλήρους απασχόλησης ως στόχο οικονομικής πολιτικής από τις δημόσιες αρχές». Οι τακτικές των τελευταίων ετών στην Ιταλία -αλλά και αλλού- το αποδεικνύουν περίτρανα.
Μάλιστα, τέτοια ήταν η αγανάκτηση του Καφφέ, απέναντι σ’ αυτή τη στυγνή απόπειρα ιστορικού και θεωρητικού αναθεωρητισμού, που κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε συνδικαλιστές της CGIL εξερράγη και με καυστικό τρόπο διαλάλησε: «Τέτοιες δηλώσεις μου προκαλούν τέτοια ενόχληση όπως αυτή που νοιώθω όταν βρίσκομαι αντιμέτωπος με ναζιστικά ή αντισημιτικά σύμβολα στους τοίχους».
Όπως τεκμηρίωνε ο Καφφέ, ουδέποτε «επαληθεύτηκε ούτε εμπειρικά ούτε αναλυτικά» ότι η μείωση των μισθών, πόσο μάλλον η μείωση του ρυθμού πληθωρισμού, «βελτιώνει από μόνη της τις συνθήκες απασχόλησης: αυτό είναι μόνο μια ομολογία πίστης». Πράγματι, η ιστορία -όπως και η θεωρητική συνεισφορά του Κέινς φυσικά- απέδειξε το ακριβώς αντίθετο: ότι φυσικά μία πολιτική δημοσιονομικής στενότητας παράγει μεγαλύτερη ανεργία. Για εκείνον το κύριο χαρακτηριστικό όλων αυτών των «αντιπληθωριστικών» θεωριών και πρακτικών είναι ότι τείνουν διαρκώς να «υποτιμούν τη σημασία που έχουν ορισμένα επεισόδια που συνδέονται με την παγκόσμια αύξηση τιμών», όπως τότε και σήμερα του πετρελαίου και της ενέργειας αντίστοιχα. Κι όπως αποδείχθηκε το ‘70 η μείωσή του οδήγησε σε επιβράδυνση του πληθωρισμού, ο οποίος επέστρεψε σε τιμές παρόμοιες με αυτές του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ‘60.
Ο Καφφέ, ίσως είχε κατανοήσει και διατυπώσει από τότε ποιος ήταν ο πραγματικός στόχος της αντιπληθωριστικής διαμάχης: «να γυρίσει το ρολόι της ιστορίας πίσω». Κοντολογίς, σε μια εποχή που η εργασία αντιμετωπιζόταν όπως κάθε άλλο εμπόρευμα, το οποίο μπορούσε να διατιμηθεί και να αγοραστεί και παράλληλα να ρευστοποιηθεί σύμφωνα με τις ανάγκες του εργοδότη και γενικότερα της «αγοράς». Και επιπλέον, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια κατέληξε να μετρά λιγότερο και από τα μη ανθρώπινα μέσα της παραγωγικής διαδικασίας.
Εν ολίγοις, ο Καφφέ είχε κατανοήσει πως δεν είναι η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των αμοιβών, το ύψος του κατώτατου μισθού κλπ το πραγματικό διακύβευμα. Εκείνο που υπονομεύεται από τούτες τις πολιτικές είναι η πραγματική αναθεώρηση, ο επανακαθορισμός της ίδιας της έννοιας της εργασίας, η επαναφορά της από δικαίωμα σε απλό εμπόρευμα, από αξιοπρέπεια σε μετρήσιμο είδος, που ταυτόχρονα απαλλάσσει το κράτος από την πραγματική κοινωνική και πολιτική (νομισματική, δημοσιονομική, βιομηχανική, ασφαλιστική) υποχρέωση και καθήκον του να διαφυλάσσει την πλήρη απασχόληση -όπως συνήθως όλα τα Συντάγματα επιτάσσουν. Για τον Ιταλό οικονομολόγο-διανοητή αυτή ήταν μία προσπάθεια να αναβαπτισθεί ο «οικονομικός φιλελευθερισμός που συχνά συγχέει την υπερεκτίμηση της ανθρώπινης πρωτοβουλίας με την καθ’ υπερβολή προφύλαξη των ατομικών και ταξικών προνομίων, την υποβάθμιση του κράτους ως εγγυητή της κοινωνικής ευμάρειας και της προσπάθειας να υπερτιμηθεί η αγορά, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη οι ανεπάρκειές της».
Ο Καφφέ είχε διαβλέψει και προβλέψει αυτό που γίνεται σήμερα: «αντί σήμερα να καταπολεμείται, ο πληθωρισμός περισσότερο εργαλειοποιείται για να επιλυθούν, μέσα από την επίκληση του κακού αυτού, άλλα προβλήματα βιομηχανικής, συνδικαλιστικής, διεκδικητικής φύσεως κ.ο.κ». Τίποτε πιο διορατικό μπορεί να συνοψίσει αυτήν τη «στρατηγική οικονομικής κινδυνολογίας» που και σήμερα βλέπουμε μέσα από τις πολιτικό-μιντιακές αφηγήσεις, τη νέα στρατηγική της έντασης, σχεδόν μίας κρατικής τρομοκρατίας, που στόχο έχει να περιστείλει ακόμη περισσότερο δικαιώματα κι ευκαιρίες για τους εργαζομένους. Ο Ντράγκι μάλλον έκανε την θεωρητική του επιλογή μετά τον πρώτο κύκλο σπουδών του: από τον πιο ευαίσθητο κοινωνικά Καφφέ προτίμησε τον φιλελεύθερο Μοντιλιάνι και ως «κακού Κόρακος κακόν ωόν» σήμερα εφαρμόζει επακριβώς και με την ίδια επικοινωνιακή κι επιχειρηματική τακτική το δίδαγμα που αποκόμισε πρώτα από τον μέντορά του και κατόπιν στη μαθητεία του στις ΗΠΑ και την Goldman Sachs.