«Είμαστε εδώ. Επιστρέψαμε» ήταν τα λόγια του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης της Ταϊβάν, Έρικ Τσου, στο πλαίσιο συμποσίου που παρέθεσε σε μέλη του κόμματός του που εδρεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες την 3η του Ιούνη.
«Η φιλοαμερικανική στάση του Κουομιτάνγκ δεν άλλαξε από ιδρύσεως του κόμματος. Το Κουομιτάνγκ δεν είναι μόνο κόμμα φιλικό προς τις ΗΠΑ, αλλά είναι το πλέον ικανό σε επίπεδο συντονισμού και επικοινωνίας μεταξύ των δύο οντοτήτων [σ.σ. Κίνας και Ταϊβάν] ώστε να αποφευχθεί ο πόλεμος», συμπλήρωσε ο Τσου.
Τα λόγια του Τσου δεν παραπέμπουν σε μια τυπική ένδειξη υποτέλειας για μια χώρα που έχει μάθει να στηρίζεται στις ΗΠΑ και να μισεί τον «κόκκινο» άσπονδο αδελφό. Συνιστούν ένα ποιοτικό άλμα και μια κατάθεση διαπιστευτηρίων από ένα κόμμα δεμένο όσο κανένα άλλο με την σύγχρονη αντικομμουνιστική ιστορία (και υστερία).
Επουλώνοντας τις πληγές
Παρότι επισήμως ο σκοπός της επίσκεψης του Τσου ήταν η επαναλειτουργία των γραφείων του κόμματος στην Ουάσιγκτον, στα μάτια πολλών εντός και εκτός Ταϊβάν συνιστά μια πρώτης τάξεως ευκαιρία αποκατάστασης των σχέσεων του κόμματος με τις ΗΠΑ.
Μετά από χρόνια όξυνσης των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών, με αποκορύφωμα την αρνητική στάση του κόμματος στο δημοψήφισμα του 2021 για την απαγόρευση ή μη χοιρινού με ρακτοπαμίνη, από τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και τη θετική προς το Πεκίνο προδιάθεση αρκετών στελεχών του Κουομιτάνγκ (χαρακτηριστική περίπτωση της πρώην προέδρου Χσίου-Τσου και των επαίνων της για την αντιτρομοκρατική πολιτική της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στη Σιντζιάνγκ) ο νυν πρόεδρος Τσου δεν δίστασε σε ομιλία του στο Ινστιτούτο Brookings να επιχειρήσει μια ιδιότυπη ρελάνς διακηρύσσοντας πως «θα είμαστε για πάντα φιλοαμερικανικό κόμμα».
Ξεκινώντας από μια ανάλυση του παγκόσμιου περιβάλλοντος και αναφερόμενος μεταξύ άλλων στο Brexit, την άνοδο του λαϊκισμού, τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, την πανδημία του κορονοϊού και την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ο Τσου εστίασε σε έναν –κατά τη γνώμη του πάντα- από τους πλέον ανθεκτικούς δεσμούς: αυτόν μεταξύ του κόμματος που ίδρυσε την Δημοκρατία της Κίνας (τουτέστιν η Ταϊβάν) και τις ΗΠΑ. «Επρόκειτο για παρεξήγηση» είπε λίγο-πολύ ο συντηρητικός πολιτικός και δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην πίστη του Κουομιτάνγκ στις δημοκρατικές αξίες και αρχές. Η δήλωση, που θα έκανε άνετα τον ιδρυτή της εθνικιστικής παράταξης Τσανγκ Κάι Σεκ να γυρίζει στον τάφο του, ήταν σκοπίμως λακωνική, αφού κάθε ειλικρινής αναφορά στην ίδια την έννοια της δημοκρατίας θα απαιτούσε από τον ηγέτη της Κουομιτάνγκ μια αυτοκριτική έστω για τα τριάντα χρόνια στρατιωτικού νόμου και τη χρονικά παράλληλη περίοδο του Λευκού Τρόμου, που εκτιμάται πως κόστισε τη ζωή σε φιλελεύθερους, ριζοσπάστες, κομμουνιστές και αριστερούς του νησιού.
Η προσπάθεια του Τσου να πείσει για την «καταλληλότητα» του άλλοτε κραταιού στα πολιτικά πράγματα του νησιού κόμματος δεν είναι σίγουρο πως θα πείσει στον επιθυμητό βαθμό την Ουάσιγκτον. Παρότι ο ίδιος επίμονα προσπαθεί να αντιστρέψει την εικόνα του αντιαμερικανικού κόμματος, αναφερόμενος σε δουλικό βαθμό στους στενούς ιστορικούς δεσμούς μεταξύ Ταϊβάν και ΗΠΑ και ανανεώνοντας την ηλικιακή σύνθεση της Κουομιτάνγκ με την εγγραφή 50000 νέων μελών, η νοοτροπία της πλειοψηφίας κινείται στην γραμμή της συνεννόησης και του συντονισμού με το Πεκίνο.
Πέρα ωστόσο από τις πεποιθήσεις της κομματικής πλειοψηφίας υπάρχει μια σύμπτωση παραγόντων και συμφερόντων που κρίνει ως νομοτέλεια την επιλογή της νέας ηγεσίας. Αφενός είναι εξαιρετικά δύσκολο εν μέσω διαρκούς όξυνσης των διμερών σχέσεων ανάμεσα σε Ταϊπέι και Πεκίνο να ευδοκιμήσει πολιτική μια διαλλακτική στάση, δεδομένου μάλιστα ότι έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια –ιδίως στις νεότερες γενιές- μια ταυτότητα ταϊβανισμού που αγνοεί τις παραδοσιακές συνδέσεις με την ηπειρωτική «αδελφή». Εκτός όμως από τα αμείλικτα εκλογικά οφέλη υπάρχει και ο πανταχού παρών αμερικανικός παράγοντας. Η προοπτική της ύπαρξης ενός δεύτερου, εξίσου φιλικού προς τον Λευκό Οίκο σχηματισμού και ο επακόλουθος περιορισμός της κινεζικής επιρροής προσφέρει μια άκρως δελεαστική εναλλακτική για την επίτευξη των στόχων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, με πρώτιστο την εκμηδένιση κάθε πιθανότητας η Κίνα να θέσει υπό τον έλεγχό της μαζί με την Ταϊβάν την παγκόσμια αγορών ημιαγωγών που θεωρείται κρίσιμη σε επίπεδο τεχνολογικής εξέλιξης. Σε τελική ανάλυση ο εκλογικός ανταγωνισμός στο νησιωτικό κράτος δεν αφορά μόνο το ποιος είναι ο πιο συνεπής αντικινέζος αλλά και ποιος είναι ο περισσότερο φιλοαμερικανός.