Σε δύο προηγούμενα άρθρα μας, αναφερθήκαμε στην ανάγκη ενός μεταβατικού κυβερνητικού σοσιαλιστικού προγράμματος και ειδικότερα στην επανάκτηση εργαλείων άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Στην ελληνική εκδοχή μετασοβιετικού τύπου παρακμής, το πλέον κρίσιμο ζήτημα είναι το πώς οι παραγωγικές σχέσεις, τις οποίες ο παρασιτισμός και η ολιγαρχία έχουν κόψει και έχουν ράψει στα μέτρα τους, πνίγουν και καταστρέφουν τις παραγωγικές δυνάμεις της πατρίδας μας, σε έναν ωκεανό εργασιών χαμηλής ειδίκευσης, κυρίως στον τομέα της παροχής υπηρεσιών.
Για να συνειδητοποιήσουμε για τι ακριβώς μιλάμε αξίζει να σταθούμε σε ορισμένα από τα ευρήματα της έκθεσης του ΙΝΕ- ΓΣΕΕ για το έτος 2022. Το 2022, συνυπολογίζοντας το κόστος διαβίωσης, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην πατρίδα μας ήταν το δεύτερο χαμηλότερο στην Ε.Ε. και το μόνο το οποίο υπολειπόταν του αντιστοίχου του 2007 (δηλαδή της τελευταίας χρονιάς πριν την υπερδεκαετή παρούσα κρίση). Οι δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της εθνικής μας οικονομίας είναι στάσιμοι ή επιδεινώνονται, η συμμετοχή των κοινωνικών παροχών στις πρωτογενείς δαπάνες του δημοσίου μειώνονται, το ποσοστό απασχόλησης στις ηλικίες 15-64 είναι το χαμηλότερο στην Ε.Ε. φτάνοντας το 57,2%, ενώ «[τ]ον Απρίλιο του 2022 η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού ήταν ίση με 18%…» και από τότε επιδεινώνεται, ενόψει ενός καταστροφικού χειμώνα.
Όλα αυτά όμως αποτελούν εν πολλοίς απλώς συμπτώματα μιας οικονομίας η οποία στην πραγματικότητα αποτυγχάνει να κινητοποιήσει το ανθρώπινο δυναμικό της σε επαρκή βαθμό τόσο εν γένει, όσο και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την παραγωγή. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως προκύπτει από την ίδια έκθεση, «οι επενδύσεις της Ευρωζώνης αντιστοιχούσαν στο 23,5% του ΑΕΠ το δ’ τρίμηνο του 2019 και στο 22,3% το δ’ τρίμηνο του 2021, όταν στην Ελλάδα τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν μόλις 10,5% και 13,2%». Εξίσου δραματικό ότι «… οι επιχειρήσεις απώλεσαν μέσα σε μία δεκαετία το ένα τρίτο του παραγωγικού τους δυναμικού, το οποίο μεταφράζεται σε απώλεια ύψους 24,2 δισ. ευρώ».
Μιλούμε για μια οικονομία η οποία μεγεθύνεται ονομαστικώς, ουσιαστικώς μόνο με το να καταναλώνει κατά βάση εισαγόμενα προϊόντα. Πώς μπορεί να καταναλώνει; Στα υψηλότερα στρώματα εν πολλοίς χάρη στις προνομιακές σχέσεις με το κράτος, χάρη στον παρασιτισμό, στο μαύρο χρήμα και φυσικά χάρη στον πάμφθηνο δανεισμό που εξασφάλιζε η ΕΚΤ και τον οποίο το πολύ μεγάλο κεφάλαιο μετέτρεπε σε κερδοσκοπικά, μη παραγωγικά παιχνίδια. Στα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα, όπου απουσιάζει το μαύρο χρήμα, τα υπερδεκαετή μνημόνια, η πανδημία και πλέον ο πληθωρισμός (ο οποίος για αυτά τα στρώματα τρέχει με πολύ πάνω από 20%) εγγυώνται ότι η καταναλωτική ισχύς βυθίζεται διαρκώς.
Το μοντέλο μας ξύνει τον πάτο εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Ο συναγωνισμός για το ποιο κόμμα θα επιδοτήσει περισσότερο τη φτώχεια ως κυβέρνηση και θα αναστείλει πρόσκαιρα κάποιες πληρωμές ιδιωτικού χρέους απλώς επικυρώνει ότι δεν υπάρχει ούτε σχέδιο, ούτε διάθεση από τους υπηρέτες της ξενοκρατίας και της εγχώριας ολιγαρχίας (παραδοσιακούς και σώγαμπρους) να αλλάξουν οτιδήποτε θα μπορούσε να απελευθερώσει παραγωγικές δυνάμεις και επομένως να πλήξει την κυριαρχία του παρασιτισμού, ο οποίος πατάει στους δύο παραπάνω πυλώνες.
Η μη πρόκληση επαναστατικών κατ’ ουσίαν διεργασιών επιτυγχάνεται με το συνδυασμό μαζικής μετανάστευσης, επιδότησης της φτώχειας, νάρκωσης και αποπροσανατολισμού των συνειδήσεων σε μαζική κλίμακα και πολύπτυχης καταστολής.
Δεν μπορεί να υπάρξει επομένως σχέδιο ανάπτυξης για την πατρίδα μας και ακόμα περισσότερο το τόσο αναγκαίο, σοσιαλιστικό, μεταβατικό, κυβερνητικό πρόγραμμα, χωρίς κινητοποίηση, ανάπτυξη, αξιοποίηση και επαναπατρισμού του ανθρωπίνου δυναμικού μας. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν διατάσσεται διοικητικώ τω τρόπω, ούτε πριμοδοτείται, ούτε επιτυγχάνεται με απο-επενδύσεις, όπως είναι οι ιδιωτικοποιήσεις.
Πρώτον, προϋποθέτει ότι έχεις εργαλεία άσκησης πολιτικής και μάλιστα σε διαφορετικούς τομείς: εθνικοποιημένους-κοινωνικοποιημένους τους βασικούς κλάδους και τις στρατηγικές επιχειρήσεις της οικονομίας, ώστε να ασκείς πολιτική, αντί να παρακαλάς τον ιδιώτη να την ασκήσει στη θέση σου.
Δεύτερον, όπως γράφαμε στο προηγούμενο άρθρο, χρειάζεσαι αποκαπιταλιστικοποιημένους τομείς της οικονομίας. Τομείς του κράτους ευημερίας και της κοινής ωφέλειας.
Τρίτον, απαιτείται περισσότερο από κάθε τι άλλο, κεντρικός δημοκρατικός σχεδιασμός. Σχεδιασμός σημαίνει να μπορείς να προσανατολίσεις το εκπαιδευτικό σύστημα από το δεύτερο βαθμό έως τα πανεπιστήμιά σου, τις μεγάλες μονάδες παραγωγής, την άμυνα, την αυτοδιοίκηση και τα συνδικάτα προς μια κοινή προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Σχεδιασμός επίσης σημαίνει πραγματική δημοκρατία, διότι στη θέση της μιας,
κατευθυνόμενης ψήφου τίθεται η δημοκρατική συν-απόφαση για την εθνική οικονομία και τον προσανατολισμό της, δηλαδή η διαρκής παρουσία του λαού.
Είναι θεμελιώδες από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ακόμα, να προσανατολίσεις ένα μεγάλο μέρος του μαθητικού σου δυναμικού προς την τεχνική εκπαίδευση, η οποία προφανώς δεν θα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί το δυσφημισμένο παραπαίδι του παρακμάζοντος ούτως ή άλλως, γενικού λυκείου. Η τεχνική εκπαίδευση στο λύκειο πρέπει να είναι πρότυπη, να έχει υψηλότατο επίπεδο και μέσα από την τριτοβάθμια εκπαίδευση να εξασφαλίζει συμμετοχή σε σταθερές, καλά αμειβόμενες δουλειές στο πλαίσιο της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Με τη σειρά του όμως, αυτός ο μετασχηματισμός προϋποθέτει ότι για παράδειγμα, η εθνική αμυντική βιομηχανία θα αξιοποιεί στο έπακρο και θα βασίζεται στο επιστημονικό μας δυναμικό και στα πανεπιστήμιά μας, αντί για τις εισαγωγές, και ότι το ίδιο θα συμβαίνει με όλες τις μεγάλες μονάδες. Οι δράσεις της αυτοδιοίκησης, του κεντρικού κρατικού μηχανισμού θα πρέπει να κάνουν το ίδιο.
Μέσα από συνέργειες οι οποίες θα ξεκινούν από την εκπαίδευση και στο πλαίσιο μακρόχρονων πλάνων παραγωγικής ανασυγκρότησης θα πρέπει ο νέος άνθρωπος να γνωρίζει ότι έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε σταθερή, καλά αμειβόμενη εργασία. Όταν αυτή η προοπτική πλαισιωθεί με πολλαπλές επιλογές, τότε στη θέση των παραγωγικών δυνάμεων που καταστρέφονται και των προσωπικοτήτων που πνίγονται θα έχουμε μια ακμαία εθνική οικονομία και ελεύθερους ανθρώπους.
Αυτές οι συνέργειες εκπαίδευσης και οικονομίας, οι οποίες θα απλώνονται στην παραγωγή και στη διοίκηση μπορούν να μετατρέψουν σημερινά μειονεκτήματα ή λιμνάζοντα, εν δυνάμει πλεονεκτήματα, στα ισχυρά μας εργαλεία.
Οι αμυντικές δαπάνες αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό, αλλά όχι το μοναδικό παράδειγμα. Η ναυτιλία, η ενέργεια και οι έρευνες για φυσικούς πόρους σε ξηρά και θάλασσα αποτελούν επίσης χαρακτηριστικούς τέτοιους τομείς. Στην πραγματικότητα, στους περισσοτέρους τομείς της οικονομικής μας δραστηριότητας, στους οποίους κατεξοχήν θεμελιώνεται η εξάρτηση της χώρας, θα εντοπίσουμε και τις πλέον καταπιεσμένες, ακυρωμένες παραγωγικές δυνάμεις του τόπου.
Σε ένα διεθνές οικονομικό μοντέλο, το οποίο κατεξοχήν κερδοφορεί από χρηματοπιστωτικές προσόδους, ιδίως στο δυτικό κόσμο, δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους επαρκής ιδιωτική παραγωγική επένδυση για τέτοιους μακροχρόνιους σχεδιασμούς. Χρειάζονται δημόσιες επενδύσεις.
Φυσικά, η στροφή σε παραγωγικές επενδύσεις με κινητοποίηση των ανθρωπίνων πόρων του έθνους και με δημοκρατικό σχεδιασμό θα προκαλέσει την αντιπαράθεση με όλο το οικοδόμημα του παρασιτισμού και της εξάρτησης. Ωστόσο, αυτό είναι το αναγκαίο τίμημα για όποιον θέλει μια άλλη πολιτική.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχει κανένας εύκολος τρόπος προκειμένου να αλλάξει πολιτική η χώρα μας. Κάθε τι το οποίο θα ανατρέπει την σημερινή παρακμή θα αντιμετωπίζεται με εχθρότητα. Αυτό όμως θα μας δείχνει και πότε βρισκόμαστε σε καλό δρόμο.