«Στον καιρό της Λιλιπούπολης» λέγεται το καινούριο βιβλίο του δημοσιογράφου, συγγραφέα, ραδιοφωνικού παραγωγού, ακάματου ερευνητή κ.λπ. Γιώργου Ι. Αλλαμανή, που με όχημα μια θρυλική ραδιοφωνική εκπομπή «για παιδιά από 7 έως 77 ετών» αναλύει το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό και, κυρίως, πολιτισμικό κλίμα μιας εποχής που συνδέετει άρρηκτα με τον Μάνο Χατζιδάκι και το Τρίτο Πρόγραμμα. Αλλά και με τις προοπτικές που θα μπορούσε ν’ ανοίξει η μεταπολίτευση. Τι σημασία έχει όμως; Μια παιδική ραδιοφωνική εκπομπή ήταν η «Λιλιπούπολη». Που έθρεψε όμως –και εξακολουθεί να τρέφει – το παιδί μέσα μας!
Ο Γιώργος Αλλαμανής δεν είναι ένας απλός δημοσιογράφος ερευνητής. Πρόκειται για πραγματικό μαμούνι: μαζεύει τα πάντα που έχουν σχέση με το θέμα του, δεν αφήνει τίποτα πίσω και τίποτα να πέσει κάτω – μόνο που το σκέφτομαι… κουράζομαι! Και μετά τα βάζει όλα σε μια σειρά, σε μια τάξη και μέσα από το κείμενό του ζωντανεύει και ένας άνθρωπος, και περισσότεροι άνθρωποι, και μια ολόκληρη εποχή. Έτσι έγινε πριν από δυο δεκαετίες, όταν έβγαλε το βιβλίο «Δίχως καβάντζα καμιά» όπου, μαζεύοντας κάθε δυνατή πληροφορία και συγκεντρώνοντας πληθώρα δεδομένων, μας σύστησε τον Νικόλα Άσιμο, έναν άνθρωπο που όλοι μπορούσαμε να συναντήσουμε μέρα παρά μέρα έξω από το Πολυτεχνείο, να αγοράσουμε τις κασέτες του, να μιλήσουμε μαζί του – και πάλι να μην κάνουμε τον κόπο ούτε την προσπάθεια να τον γνωρίσουμε, ακόμα και να τον μυθοποιήσουμε. Ο Γιώργος το έκανε αυτό – και το έκανε τόσο καλά που σήμερα μπορούμε να έχουμε μιαν άλφα ή βήτα ιδέα για τον Νικόλα Άσιμο.
Το ίδιο κάνει και με το βιβλίο «Στον καιρό της Λιλιπούπολης» (εκδόσεις Τόπος). Ένα βιβλίο μεγάλο, ογκώδες, πλούσιο, γεμάτο με αφηγήσεις, πληροφορίες και ντοκουμέντα για μιαν εποχή που άλλοι έχουμε ζήσει, άλλοι έχουμε νιώσει αμυδρά κάπως, άλλοι έχουμε ακούσει γι αυτήν λόγω μουσικής και τραγουδιών και άλλοι δεν ξέρουμε ούτε θα μάθουμε ποτέ τίποτα γι αυτήν. Προσωπικά, η ηλικία μου με τοποθετεί στην πρώτη ομάδα, των ανθρώπων που βίωσαν έντονα αυτή την περίοδο – το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 – και τα ευρύτερα ενδιαφέροντά μου με βάζουν μέσα στον πυρήνα όλων αυτών που πραγματεύεται στο βιβλίο του ο Αλλαμανής. Όμως, παρόλο που βιώνω έντονα την μεταπολίτευση τόσο στις πολιτικές της όσο και, κυρίως, στις πολιτισμικές / κοινωνικές της διαστάσεις, όσο κι αν νιώθω την θεμελιακή και άκρως ευεργετική παρουσία του Μάνου Χατζιδάκι αρχικά σαν διευθυντή ραδιοφωνίας και στη συνέχεια σαν διευθυντή του «ρηξικέλευθου» Τρίτου, και έχοντας βιώσει ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος της «Λιλιπούπολης», το βιβλίο αυτό μου δίνει την ευκαιρία να μάθω και να ξεκαθαρίσω πολλά πράγματα.
Σε ό,τι αφορά στην ίδια την εκπομπή, πρέπει να πως δεν την είδα ποτέ ως παιδική. Ήμουν φοιτητής εκείνη την περίοδο και η «Λιλιπούπολη» που έφτιαξαν η Ρεγγίνα Καπετανάκη, η Μαριανίνα Κριεζή και η Ελένη Βλάχου ήταν μια από τις αγαπημένες μας φοιτητικές συνήθειες – όπως το διάβασμα της «Ελευθεροτυπίας», ο ζεστός νες ή ο φραπέ ανάλογα με την εποχή, το κάπνισμα συνήθως άφιλτρων, το τακτικό σινεμά, ακόμα και η από καιρού εις καιρόν ενασχόληση με το άθλημα της πόκας.
Την «Λιλιπούπολη» την παρακολουθούσαμε στην απογευματινή της αναμετάδοση και είχαμε την αίσθηση πως παρακολουθούσαμε την πλέον ουσιώδη πολιτική εκπομπή σε ένα περιβάλλον που δεν ευνοούσε κάτι τέτοιο (μας κυνηγούσαν ακόμα και για τις φοιτητικές αφισοκολλήσεις και η εξακρίβωση στοιχείων από τους ασφαλίτες ήταν σύνηθες φαινόμενο). Τα κείμενα της Μαριανίνας Κριεζή (και της Άννας Παναγιωτοπούλου), τα τραγούδια και οι μουσικές του Νίκου Κυπουργού, της Λένας Πλάτωνος, του Δημήτρη Μαραγκόπουλου, του Νίκου Χριστοδούλου και το εκπληκτικό παίξιμο τόσων σπουδαίων ηθοποιών (ο Αλλαμανής μας δίνει όλα τα στοιχεία γι αυτό το πολυπληθές γκρουπ) μας τραβούσαν σαν μαγνήτης. Αν και δεν έχω ξανακούσει ποτέ κανένα επεισόδιο από τότε, στη μνήμη μου έχουν μείνει έντονα χαραγμένοι κάποιοι διάλογοι, αρκετές χροιές φωνών και, φυσικά, πολλά τραγούδια μια και αυτά είχαμε την ευχέρεια να τα ακούμε κατά βούλησιν έκτοτε.
Φυσικά, νιώθω ντροπή και έχω μετανιώσει που δεν πάτησα ποτέ το rec του φοιτητικού μου κασετοφώνου για να ηχογραφήσω κάποιες από αυτές τις εκπομπές – όπως έκανα, φερ’ ειπείν για το «Court and Spark» της Joni Mitchell ή για κάποιες μουσικές του Astor Piazzolla που είχε μεταδώσει το Τρίτο. Γιατί το Τρίτο Πρόγραμμα, έτσι όπως το διαμόρφωσε ο Μάνος Χατζιδάκις με τους συνεργάτες του, ήταν η ουσία. Καινοτομικό σαν ραδιόφωνο, ρηξικέλευθο αισθητικά, μπορούσε να προκαλεί τόσο την πολιτική εξουσία όσο και κάποιες εκφάνσεις «προοδευτισμού» που πήγαιναν να παγιοποιηθούν μέσα από έναν «εναλλακτικό» μανδύα. Τα λέει ωραία ο Αλλαμανής στο βιβλίο του – εγώ απλώς θυμάμαι την κατ’ επανάληψιν εκπομπή του σαββοπουλικού έπους «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» σε πείσμα του τότε υπουργείου προεδρίας, μιαν αποστροφή του Λεωνίδα Κύρκου για την μπελκάντο απόδοση του εθνικού ύμνου, ή την κλασική εκπομπή του Χατζιδάκι για τον Φλωρινιώτη (με συνοδεία τσέμπαλο).
Πάνω απ’ όλα όμως, το Τρίτο Πρόγραμμα (ή το Τρίιιιτο πρόγραμμα – όπως χαρακτηριστικά το εκφωνούσε η αείμνηστη Μαλκίτα Χάγουελ) μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ακόμα πανεπιστήμιο – για μένα σίγουρα, πέρα από το actual των Πατρών ή το Τζαζ Κλαμπ του Γιώργου Μπαράκου στην Πλάκα – που διαμορφώνει όχι μόνο τον χαρακτήρα μου αλλά και τον επαγγελματικό μου προσανατολισμό. Καλοκαίρι του 1978 ήταν όταν ξεκίνησα να αρθογραφώ, σποραδικά και χομπίστικα στο περιοδικό «Ήχος & HiFi» για την τζαζ – μερικά χρόνια αργότερα ασκούσα την (μουσική) δημοσιογραφία ως επιτηδευματίας πια.
Το βιβλίο του Γιώργου Ι. Αλλαμανή «Στον καιρό της Λιλιπούπολης» υποτιτλοφορείται «η βιογραφία μιας ραδιοφωνικής εκπομπής», όμως υπερβαίνει κατά πολύ τον μύθο αυτό και γίνεται μια ωραία ακτινογραφία και ανάλυση μιας εποχής που κάποιους, κυριολεκτικά, μας σημάδεψε ανεξίτηλα και ποικιλοτρόπως. 350 μεγάλες πυκνογραμμένες σελίδες με εξαιρετική αφήγηση, πλήρεις με φωτογραφίες, εικόνες, σχέδια, πίνακες κ.λπ. που καλύπτουν τόσο την ίδια την εκπομπή σε όλες τις φάσεις της και την εξέλιξή της (1977-1980) από δυνητικά παιδική εκπομπή σε πλήρες radio play για νέους που ωριμάζουν και ενηλικιώνονται με μεγάλες ταχύτητες αλλά δεν χάνουν εντελώς την παιδική τους τρυφερότητα. Στο κάδρο είναι η μεταπολίτευση και όλη η περίοδος των προσμονών που ακολουθήθηκε από το ραντεβού με την ιστορία που έφερε η δεκαετία του ’80. Ανάμεσά τους στέκει η Λιλιπούπολη και όλος ο θίασος των ηρώων της που δεν αποτελεί παρά μιαν ακριβή αποτύπωση της κοινωνίας μας μέσα στα όρια της ελευθερίας – ή της ψευδαίσθησής της – που προσφέρει το δικό μας «γαλατικό χωριό», το Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι. Δεν πρόκειται για μυθοποίηση – ούτε όμως και για απομυθοποίηση. Το Τρίτο εξακολούθησε να λειτουργεί εξίσου καλά και μετά την αποχώρηση (παρά εκδίωξη!) του Μάνου, δεν στάθηκε όμως δυνατόν –και αρκετό – για να αποτρέψει την βαθμιαία μετατροπή της κοινωνίας μας σε σκυλάδικη, πράγμα που ήδη είχε δρομολογήσει το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα κυρίως από τη δεύτερη τετραετία του και μετά.
Το βιβλίο «Στον καιρό της Λιλιπούπολης» του Γιώργου Ι. Αλλαμανή σε πρώτη φάση το ρούφηξα κυριολεκτικά – κυρίως γιατί ίσως ήθελα να καθαρίσω γρήγορα με τις μνήμες και τα κενά που κουβαλούσα. Στη συνέχεια άρχισα να το μελετώ, να μπαίνω στα appendixes, στις εικόνες, στις αποδελτιώσεις και στα ντοκουμέντα του που είναι τόσο όμορφα και καίρια τοποθετημένα χάρη στη σελιδοποίηση της Μάγδας Διαλεκτού, που μοιράζεται με τον Αλλαμανή ένα μεγάλο μέρος της δημιουργίας του βιβλίου που περιγράφεται και ως «ντοκυμαντέρ σε χαρτί. Μέσα από τις σελίδες του γνώρισα ακόμα πιο βαθιά και όλους τους ήρωες μιας εποχής και μιας εκπομπής που έζησα έντονα. Ακόμα και τον φάκελο του Μάνου Χατζιδάκι είδα! Και όχι, δεν ένιωσα καμιά νοσταλγία, δεν θέλησα να βρω και να ακούσω κανένα επεισόδιο από τότε και καλώς έκανα που δεν πάτησα ποτέ το rec του φοιτητικού μου κασετοφώνου εκεί στο διαμερισματάκι της Πάτρας – ενώ το «Court and Spark» της Joni Mitchell πρέπει να είναι ακόμα καταχωνιασμένο σε κάποιο συρτάρι της παλιάς μου βιβλιοθήκης μαζί με άλλες κασέτες.
Έχω κόψει το τσιγάρο εδώ και 14 χρόνια και ο νες έχει αντικατασταθεί οριστικά από espresso ristretto από τότε που απολύθηκα από τον στρατό, αρχές του 1986! Όμως θυμάμαι έντονα τα «πρόσωπα» του Δυστροπόπιγκα, του δήμαρχου Χαρχούδα, του δρος Δρακατώρ, του δημοσιογράφου Μπρίνη και των άλλων που μοιάζουν να είναι κολλημένα για πάντα εκεί, να μιλούν στα 20χρονα και 25χρονα παιδιά εκείνης της μακρινής εποχής που ζωντανεύει εδώ με τρόπο αριστοτεχνικό ο Γιώργος Αλλαμανής, ένας σεμνός πρωταθλητής της ερευνητικής δημοσιογραφίας, απόλυτα δοσμένος πάντα στο έργο του – που εδώ μεταφράζεται σε μια πενταετία τουλάχιστον ακούραστου ψαξίματος, συνεντεύξεων, τεκμηριώσεων κ.λπ. Μπράβο, ρε Γιωργάρα!