ΑΘΗΝΑ
08:12
|
08.11.2024
Η μανούρα πουλάει, γνωστό αυτό.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος συχνά πυκνά ρίχνει άδεια για να πιάσει γεμάτα στα θολά νερά της cancel culture, ενώ ταυτοχρόνως την μισοκαταγγέλλει κάπως πονηρά. Είναι ο τρόπος του να βγάζει μεροκάματο ως trendsetter, δηλαδή ως μεταπράτης του τελευταίου εκάστοτε αμερικανισμού.

Προ μηνών το επιχείρησε με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και το φωτογραφικό του έργο σε έναν αχταρμά οκτώ σύντομων παραγράφων υπό τον τίτλο «Καμία παιδοφιλία δεν είναι καλή».

Η μανούρα πουλάει, γνωστό αυτό. Και δεν έχει ανάγκη ούτε από λεπτές διακρίσεις ανάμεσα στην τέχνη και τον βίο, ανάμεσα στην πράξη και τη φαντασίωση, ανάμεσα στην δήλωση και το ειρωνικό παιχνίδι, ανάμεσα στην σεξουαλική υποκειμενικότητα των ανηλίκων και την αντικειμενοποίησή τους. Ούτε καν από ακριβή πραγματολογικά δεδομένα, λ.χ. ότι κανένα παιδί ποτέ δεν πόζαρε σε στούντιο για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ο οποίος παρόλα αυτά παρουσιάζεται στο εν λόγω άρθρο ως ποινικός εγκληματίας.

Ατυχώς για τον ίδιο τον Τσαγκαρουσιάνο η συζήτηση αυτή δεν βρήκε συνέχεια, αφού τον έκλασαν, ορθώς ποιούντες, όσοι θα μπορούσαν να εμπλακούν, πλην δεν τσίμπησαν στο δόλωμα. Διότι, πράγματι, τέτοιες συζητήσεις καλό είναι να μην τις τροφοδοτεί κανείς ούτε δια της αντικρούσεως.

Κατόπιν ο ίδιος αποφάσισε να μας ανοίξει τα μάτια σε σχέση με το κακοποιητικό, σεξιστικό και ομοφοβικό χιούμορ του μακαρίτη του Μποστ, επικρίνοντας τη γενιά η οποία «προτιμάει να νοσταλγεί μια κουλτούρα κακοποίησης που έριχνε φάπες στις γυναίκες και γλυκοέκραζε τους θηλυπρεπείς Άγγλους σταυροφόρους, αντί να αποδεχτεί τη νέα κουλτούρα της Ορθότητας που αστυνομεύει την παραβατικότητα, και δοκιμάζει νέες ελευθερίες στη ρευστότητα, τον αυτοπροσδιορισμό και την συμπερίληψη».

Και λοιπά, bons pour Lifo. Το σκληρό στρείδι της αστυνόμευσης ανοίγεται για να μας παρουσιάσει σε όλη του τη λάμψη το μαργαριτάρι των νέων ελευθεριών.

Αλλά αυτή τη φορά το εγχείρημα Τσαγκαρουσιάνου δεν έμεινε χωρίς ανταπόκριση. Διότι ελήφθη πρόνοια να δοθεί συνέχεια στη συζήτηση από συνεργάτιδα της ίδιας της Lifo.

Αναρωτιέται με αφορμή το πρόσφατo ανέβασμα της «Μήδειας» του Μποστ η Λουίζα Αρκουμανέα: «Γιατί το Εθνικό Θέατρο της χώρας, που τόσο έχει προσφάτως ταλαιπωρηθεί και διασυρθεί από τη γνωστή ιστορία του πρώην διευθυντή του, επέλεξε να μας παρουσιάσει (στην Επίδαυρο και σε όλη τη χώρα) ένα έργο που επιδίδεται σε τόσο ύπουλο και ανατριχιαστικό victim blaming;».

Ο λόγος για το γεγονός ότι στη «Μήδεια» του Μποστ η φερώνυμη ηρωϊδα δεν σφάζει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον Ιάσονα, αλλά για να τα τιμωρήσει επειδή αποπλανήθηκαν από καλόγερο.

«Η σατιρική γραφή» συνεχίζει η κ. Αρκουμανέα «μπορεί να καυτηριάζει τα ελαττώματα, τις έξεις, τις καταχρήσεις των ανθρώπων ή τις παθογένειες ενός λαού, δεν δύναται όμως να στρέφει τα βέλη της στα θύματα μιας κακοποιητικής πράξης, και μάλιστα με τέτοιον τρόπο, αναπαράγοντας βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις που έχουν καταστρέψει ζωές και ψυχισμούς.

Όλοι εδώ ζούμε και γνωρίζουμε πόσο έχουμε πασχίσει ως κοινωνία τα τελευταία χρόνια (ειδικότερα μετά το ξέσπασμα του #MeToo) να απαλλάξουμε τους κακοποιημένους από το στίγμα της ντροπής, της ατίμωσης, από τη σκοταδιστική, ενοχοποιητική αντίληψη ότι «τα ήθελαν και τα ‘παθαν», ότι έχουν μερίδιο ευθύνης για την τραυματική εμπειρία τους.

Πώς μπορεί, λοιπόν, το Εθνικό, σε αυτή τη συγκυρία, να ανεβάζει ένα τέτοιο έργο, χωρίς μάλιστα να ασκεί την ελάχιστη κριτική εναντίον του ή, έστω, πλαισιώνοντάς το, μέσω του προγράμματος της παράστασης, με κείμενα που τολμούν να θέσουν τον δάχτυλον επί τον τύπον των ήλων, ανοίγοντας μια δημόσια συζήτηση για ένα θέμα που μας βασανίζει;».

Το κείμενο διανθίζεται ευτυχώς από άφθονα τερπνά παραθέματα του Μποστ («Οι μαθηταί εις το σχολειό οφείλουν να πηγαίνουν / κι όσοι πηδούν και τους πηδούν, είδατε τι παθαίνουν»), που λειτουργούν αλληλοενισχυτικά προς το συγκείμενό τους, αν και με τρόπους, φοβούμαι, πολύ πέρα από τις προθέσεις της αρθρογράφου.

Δεν είμαι φίλος της ιατρικοποιήσεως, ώστε να αναρωτηθώ μήπως βρισκόμαστε ενώπιον κάποιας εξ εκείνων των παθήσεων (νομίζω νευρολογικών) στις οποίες χάνεται η πρόσβαση στην ειρωνεία και τη μεταφορά και το υποκείμενο μένει εγκλωβισμένο στην πιο αδιέξοδη κυριολεξία.

Θα προτιμήσω πολιτισμικές εξηγήσεις, με βάσει τις οποίες θα μιλούσαμε λ.χ. για υποστροφή της κουλτούρας της «τραυματολογίας», που ενσαρκώνει το συγκεκριμένο άρθρο, στην παλαιά μονοεπίπεδη αισθητική του «τι μας λέει εδώ ο ποιητής» και στην ηθικολογία της «προβολής εποικοδομητικών προτύπων».

Η ενσυναίσθηση είναι αρετή – ποιός αντιλέγει; Άλλωστε κάθε πουριτανισμός ευδοκιμεί στην βάση αυτών με τα οποία «δεν αντιλέγει κανείς». Όμως μεγάλη αρετή, ιδίως για την ενάσκηση της θεατρικής κριτικής, είναι επίσης μια ορισμένη αντιληπτική ικανότητα λ.χ. ως προς την παρωδία, που μπορεί να είναι και δεύτερου και τρίτου βαθμού, με κατεξοχήν αντικείμενό της στην περίπτωση του Μποστ την ίδια τη Μήδειά του.

Αλλά φαίνεται ότι αξίζει όλοι μας να αυτοακρωτηριασθούμε (μήπως διολισθαίνω στην αναπηροφοβία;) και αντιληπτικά και πολιτικά, αντικαθιστώντας την ελευθερία του γέλιου με την «ευαισθητοποιημένη» συνοφρύωση – για χάρη των «παιδιών» και των «θυμάτων» βεβαίως.

Ευτυχώς για τους θεατές, που επιμένουν να γελούν απρεπώς, ο «κόσμος εκεί έξω» απέχει πολύ από το παιχνίδι της σκηνής – περισσότερο απ’ ό,τι για την κ. Αρκουμανέα, που παρασέρνεται να μιλά από ένα σημείο και μετά για τα παιδιά της «Μήδειας» σαν να είναι real life θύματα.

Αλλά τελικά για την αρθρογράφο το πρόβλημα μάλλον βρίσκεται αλλού. Προτού εξαντλήσει το οπλοστάσιό της παραδεχόμενη ότι «δεν θα μπορούσ[ε]να το π[ει]καλύτερα από τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο», παίρνει τις αποστάσεις της από την cancel culture, όπως αυτή ισοπεδώνει (πήγα να πω: «θυματοποιεί») μεγάλα μεγέθη της Δυτικής κουλτούρας, για να αποφανθεί ότι οπωσδήποτε ο Μποστ δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία, διότι «δεν αντέχουν όλα τα έργα στον χρόνο».

Και με τον αστυφύλαξ της «ενσυναίσθησης» και με τον χωροφύλαξ του ανθεκτικού στον χρόνο Δυτικού Κανόνα. Διότι ποιος είναι ο Μποστ; Ένας αθεράπευτος Ανατολίτης, απέναντι στον οποίο (όπως και απέναντι στους φίλους της γραφής του) μπορούμε να υψώνουμε ενοχοποιητικά το δάχτυλο από την προνομιακά «ενήμερη» πλευρά μας.

Εκτιμώ ότι σε επόμενα ανεβάσματα της παράστασης, η κατάλληλη πλαισίωση μπορεί να επιτευχθεί με την κυρία Αρκουμανέα να προλογίζει αυτοπροσώπως, προειδοποιώντας το κοινό για τον τοξικό πυρήνα του έργου. Θα είναι μια μεταθανάτια δικαίωση για τα θύματα της μποστικής Μήδειας. Και θα είναι μια απογείωση του κωμικού αποτελέσματος, ασφαλώς.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Το τραγούδι της ημέρας

Στο Πεκίνο, οι ελληνικές αμέτρητες όψεις του Ωραίου

Παρουσίαση του δίσκου «Επίλογος» του Αλέξανδρου Γουργουλιού την Τρίτη 6 Νοεμβρίου

Το τραγούδι της ημέρας

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα