Ένα από τα βασικά μαθήματα της κοινής πείρας (ενός από τα πλέον μοναδικά και πολύτιμα, πλην παραγνωρισμένα, είδη ευφυΐας) συνίσταται στο ότι ιδίως σε μαζική κλίμακα αλλά και ατομικά, ορίζουμε το αδιανόητο με όρους βιωματικούς.
Αν δεν έχουμε βιώσει κάτι, όσο και αν οι αναλύσεις μας, μας ωθούν προς μια ορισμένη κατεύθυνση, απωθούμε αυτήν την κατεύθυνση στη σφαίρα του αδιανόητου και κατόπιν στη σφαίρα του απίθανου. Θα μπορούσαμε να προβούμε σε διάφορες ψυχολογικού χαρακτήρα προσεγγίσεις στο φαινόμενο, αλλά δεν είναι αυτός ο στόχος του παρόντος άρθρου.
Στη Δύση συνηθίζουμε να «καμαρώνουμε» για τις δημοκρατίες μας. Πρόκειται για ένα συνδυασμό απώθησης πραγμάτων που γνωρίζουμε και συμπλέγματος ανωτερότητας.
Σε κάθε δυτικό κράτος, μια χούφτα, ανεξέλεγκτων, λίγων εταιρειών ελέγχουν την πραγματική εξουσία, έχοντας μετατρέψει τα μοντέλα μας σε ολιγαρχίες του πολύ μεγάλου πλούτου. Η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων επίσης αποδιαρθρώνει εσωτερικώς κάθε ίχνος δημοκρατίας. Γνωρίζουμε ελάχιστα (πολύ λιγότερα από όσα οι πολίτες της Ρωσίας και της Κίνας) για τους στρατηγικούς στόχους των κυβερνήσεών μας. Επιβάλλεται ανοιχτή λογοκρισία εναντίον ΜΜΕ κρατών, με τα οποία δεν βρισκόμαστε καν σε πόλεμο, τουλάχιστον όχι επισήμως. Δείχνουμε ελάχιστο σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολύ αδυνάμων και πολύ ενοχλητικών. Οι μυστικές υπηρεσίες κάνουν πάρτι σε ό,τι αφορά τις παρακολουθήσεις, τις παγιδεύσεις και τον έλεγχο της πολιτικής ζωής.
Οι πολιτικές ηγεσίες μας απαρτίζονται από χάρτινους υπαλλήλους συμφερόντων. Τα ΜΜΕ είναι εξόφθαλμα προπαγανδιστικά. Οι πολίτες ψηφίζουν για τα πάντα, πλην των πλέον σημαντικών αποφάσεων, όπως για παράδειγμα ήταν οι καραντίνες και η συμμετοχή στον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας.
Παρόλα αυτά έχουμε την τάση να νιώθουμε ότι ζούμε σε δημοκρατίες και μάλιστα εν γένει (και όχι μόνο σε επιμέρους πτυχές τους) ανώτερες από εκείνες των διεθνοπολιτικών μας αντιπάλων, αποφεύγοντας κάθε δύσκολο ερώτημα. Όπως για παράδειγμα το πόσα έχουν κάνει οι κυβερνήσεις μας προκειμένου να υπονομεύσουν τις δημοκρατίες των αντιπάλων μας.
Δε σκοπεύουμε ωστόσο να σταθούμε στη δυτική υποκρισία αλλά στο πόσο επικίνδυνο είναι το να συμπεριφερόμαστε συμπλεγματικά, σαν να ζούμε σε δημοκρατίες και όχι σε ολιγαρχίες του πολύ μεγάλου πλούτου.
Τα ολιγαρχικά μοντέλα στα οποία ζούμε λοιπόν, έχτισαν συναινέσεις πάνω στην υπόσχεση και ολοένα λιγότερο πραγματικότητα, της έστω μικρής αναδιανομής πλούτου προς τα κάτω αλλά και της ισχυρής επίδρασης (προϊόντος του χρόνου, φαντασιωτικής) του κοινοβουλευτισμού. Φυσικά, όπως κάθε σύστημα, ιδίως όσο φθίνουν οι πυλώνες της ηγεμονίας του, βασίζεται ολοένα περισσότερο στην πολύπλευρη καταστολή: οικονομική, κοινωνική, αστυνομικό-στρατιωτική και τελικά βιοπολιτική.
Ενώ μάλιστα τα τελευταία 20 χρόνια η αυταρχικοποίηση είναι παραπάνω από προφανής, το «τάισμα» του φιλοθεάμονος κοινού από τη διάχυτη κοινωνία του θεάματος, με άφθονες δόσεις φόβου και συγκίνησης έχει διαμορφώσει συνθήκες κοινωνικού μιθριδατισμού.
Οι καραντίνες δε, αντικειμενικά λειτούργησαν ως γιγάντια πειράματα. Τα πολιτικά μας συστήματα αποδείχτηκαν απολύτως δεκτικά προς μοντέλα διακυβέρνησης βάσει διαταγμάτων με σαρωτικούς περιορισμούς ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, βάσει γενικών επικλήσεων περί δημοσίου συμφέροντος. Οι κοινωνίες μας αποδείχτηκαν λιγότερο ανθεκτικές σε τέτοιους περιορισμούς, ωστόσο και εκείνες επέδειξαν προσαρμοστικότητα στον αυταρχισμό.
Όλα τα παραπάνω έχουν ήδη διαμορφώσει έναν κρισιακό τρόπο διακυβέρνησης. Τα κοινωνικά, πολιτικά, ακόμα και ατομικά δικαιώματα υπάρχουν μεν, ωστόσο κινούνται σε μια σφαίρα διαρκούς περιορισμού, ανά περίπτωση αναίρεσης, αφαίρεσης περιεχομένου ή και ευθείας κατάργησης για την πλειοψηφία.
Ωστόσο το τέλος δεν είναι αυτό. Τα πλέον βιομηχανικά κράτη της Δύσης και ειδικότερα της Ε.Ε., εισήλθαν ήδη στη διαδικασία ταχείας υποβάθμισης έως και καταστροφής της παραγωγικής τους βάσης, με αιχμή του δόρατος την αυξημένη ενέργεια. Το κόστος του ηλεκτρισμού στη Γερμανία, σε ένα έτος ανέβηκε 500%, χωρίς απαραιτήτως να έχει φτάσει στην κορύφωσή του.
Η απάντηση της Δύσης και ειδικότερα της Ε.Ε. είναι ανάλογη του πειράματος που οδήγησε στην καταστροφή του Τσέρνομπιλ: η συνειδητή μείωση της παραγωγικής, οικονομικής, βιομηχανικής δραστηριότητας. Στη θεωρία ακούγεται σχετικά απλό: θα μειώσουμε τη θέρμανσή μας ως πολίτες, τις μετακινήσεις και τη βιομηχανική παραγωγή, έως ότου έρθει βοήθεια από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, από τη Μέση Ανατολή ή έως ότου τελειώσει ο πόλεμος. Θα έχουμε ύφεση και οικονομικές δυσκολίες, ίσως θα πέσουν και κυβερνήσεις, ωστόσο ο πυρήνας του συστήματος θα μείνει ανέπαφος. Ακόμα «καλύτερα» ίσως, η μειωμένη κατανάλωση της Δύσης θα πλήξει καίρια αναπτυσσόμενες οικονομίες ή και την Κίνα την ίδια, λόγω μείωσης των εξαγωγών τους.
Αυτά, στη θεωρία. Διότι στην πράξη, ο πόλεμος δείχνει να παρατείνεται, με τις πιθανότητες γενίκευσής του να εντείνονται. Η προοπτική μιας πυρηνικής καταστροφής κάποιου είδους επιμένει. Βοήθεια ουσιαστική, υπό την έννοια της προσφοράς ενέργειας αλλά και του κόστους της, δεν φαίνεται στα «κοντά». Ως εκ τούτου, ολοένα περισσότερο φαίνεται να μη μιλούμε για μια ύφεση ακόμα αλλά για την οριστική απώλεια της βιομηχανικής θέσης ιδίως των κρατών- μελών της Ε.Ε.. Οι βιομηχανικές ελίτ της Ευρώπης αναγκάζονται από τις ΗΠΑ να ρισκάρουν την καταστροφή τους.
Αν δε, για κάποια υψηλά και υψηλό- μεσαία στρώματα, το πείραμα «Τσέρνομπιλ» στην οικονομία, με χαμηλότερους μισθούς και συντριπτικά υψηλότερο κόστος ζωής είναι σχετικώς ανεκτό, για τα χαμηλότερα και χαμηλό-μεσαία (θα) αποδειχτεί εντελώς καταστροφικό. Μετά μάλιστα από μια δεκαετία κατά την οποία είτε η κρίση εμμένει σε κάποιες οικονομίες, είτε παράγει αποτελέσματα κοινωνικής περιθωριοποίησης, σε άλλες, τα εργαλεία εξασφάλισης συναίνεσης από πλευράς των ολιγαρχών και των οργάνων τους, στενεύουν.
Θα δούμε λοιπόν μέσα στον επερχόμενο χειμώνα, μια διπλή κατάσταση κρίσης: κρίση κάθετη, λόγω της οργής των από κάτω. Κρίση οριζόντια, λόγω των εσωτερικών συγκρούσεων, μέσα στις ολιγαρχίες, τόσο ενδοκρατικά, όσο και διακρατικά. Βιομήχανοι, εναντίον ραντιέρηδων. Βιομήχανοι του ενός κράτους, εναντίον των εφοπλιστών ενός άλλου. Γερμανία (κεκαλυμμένα) εναντίον Πολωνίας. Οι ΗΠΑ να κανιβαλίζουν την Ε.Ε..
Η απώλεια της δυνατότητας επίτευξης συναινέσεων οδηγεί σε ολοένα εντονότερο αυταρχισμό. Η κορύφωση του αυταρχισμού, αν οι κοινωνικές συγκρούσεις δεν παγώνουν, είναι κάποια μορφή δικτατορίας της αστικής τάξης.
Εδώ όμως ανοίγει το δεύτερο, οριζόντιο μέτωπο. Το κατεστημένο θα διχάζεται εσωτερικώς εξ ου και θα βλέπουμε «αίμα να ρέει» στα παρασκήνια της εξουσίας, με κυβερνήσεις που πέφτουν να αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου.
Θα δούμε όμως και κάτι ακόμα δομικότερο: οι ολιγάρχες οι οποίοι προέρχονται από τη βιομηχανία κυρίως και οι οποίοι χρειάζονται παντοιοτρόπως τη Ρωσία, την Κίνα και τον αναπτυσσόμενο κόσμο θα αρχίσουν να αμφισβητούν την Ε.Ε. και ειδικότερα την αμερικανοκρατία επί αυτής. Θα τους δούμε να υποστηρίζουν τη συστημική ακροδεξιά, η οποία λόγω του ευρωσκεπτικισμού της, καμώνεται την αντισυστημική.
Οι υπόλοιποι, όπως και το διακριτό σώμα των γραφειοκρατών της Ε.Ε., θα ταχθούν στο πλευρό της κεκαλυμμένης, ευρωλάγνας (ακρό-) δεξιάς και των ακρό-κεντρώων. Αυτή η σύγκρουση, η οποία θα λάβει και εθνικά χαρακτηριστικά, ναι μεν δεν θα αμφισβητεί την ουσία του εκμεταλλευτικού συστήματος, θα ωθεί δε, σε ένα σπιράλ προς ολοένα αυταρχικότερες μορφές διακυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή κατά την οποία τα δυτικά κράτη θα κουνάνε το δάχτυλο στα υπόλοιπα για τις «δημοκρατίες» τους, θα κυλούν προς δικτατορικές μορφές διακυβέρνησης. Δηλαδή προς πολιτειακά μοντέλα με θεσμικές και παραθεσμικές αναιρέσεις, τμήματος του αστικού φιλελευθερισμού.
Η εσωτερική σύγκρουση, μέσα στις ολιγαρχίες, βεβαίως θα οξύνει την ευαλωτότητα του σημερινού, φαινομενικά πανίσχυρου κοινωνικού και πολιτικού μοντέλου. Όπως οι παγκόσμιοι πόλεμοι συχνά κάνουν, έτσι και ο τωρινός, θα διευρύνει τη δυνατότητα μετάβασης προς ένα άλλο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο. Όσο δε, η προοπτική αυτή από απομακρυσμένη θα καθίσταται εγγύτερη, η προοπτική αστικών δικτατοριών κάποιου τύπου θα εντείνεται.