Ο ηθοποιός και δημιουργός της ταινίας «tokakis ή What’s My Name» που προβάλλεται την Κυριακή 2 Οκτωβρίου στις «Νύχτες Πρεμιέρας» μιλάει στο Κοσμοδρόμιο για το ελληνικό σινεμά και όχι μόνο.
Βλέποντας το τρέιλερ της ταινίας σκέφτηκα «τι γαμάτη ιδέα να μπορείς να κινηματογραφείς ακομπλεξάριστα τον εαυτό σου». Επομένως η πρώτη ερώτηση είναι: πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα;
Η έμπνευση βασίζεται σε μια σειρά του Ρίκι Ζερβέ που λέγεται «An idiot abroad» και είναι ένα υβριδικό ντοκιμαντέρ πραγματικότητας, όπου ένας τύπος γυρνάει την Αγγλία για να δει διάφορα αξιοθέατα από τη σκοπιά ενός λαϊκού ανθρώπου και τον «βασανίζουν» με διάφορους τρόπους. Και σκέφτηκα την ιδέα να είμαι εγώ και να κάνω κάτι αντίστοιχο στην ελληνική επαρχία. Γενικά μου αρέσουν τέτοιου είδους πράγματα, να εμπνέομαι από ιδέες βασισμένες σε σειρές. Και ξεκίνησε λοιπόν αυτή η σκέψη ως μια πρόταση για τηλεοπτική σειρά, δεν ευοδώθηκε και προσανατολιστήκαμε σε μια ταινία μικρού μήκους.
Θα ρωτήσω το κλασικό. Πόσο εύκολο είναι να βρεθεί άκρη χρηματοδοτικά για την ταινία;
Εγώ ήμουν τυχερός, με την έννοια ότι από όταν κατέθεσα ένα από τα πρώτα draft του σεναρίου πήρα λεφτά από το Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου. Υπήρξε μια επιτροπή, η οποία μόλις κατέθεσα την πρόταση μάλλον επειδή είδε κάτι στην ταινία αποφάσισε να χρηματοδοτήσει το project. Φυσικά τα λεφτά είναι μηδαμινά σε σχέση με τις ανάγκες της ταινίας για αυτό και άργησε να γίνει, μας πήρε 3,5 χρόνια και αλλάξαμε πολλούς παραγωγούς.
Μου φαίνεται και τεχνικά δύσκολο το εγχείρημα ενός road movie, να κινηματογραφείς εν κινήσει. Ή φαίνεται πολύ δύσκολο σε εμάς μόνο;
Το δύσκολο τεχνικά είναι το διαρκές location. Που σημαίνει πολύς χρόνος και χρήμα. Είχαμε γύρω στα 23 location και αυτό ήταν και δύσκολο γιατί είχαμε συγκεκριμένες μέρες για γύρισμα, που σήμαινε πως την 5η ημέρα μας έλειπε ένα καφέ-μπαρ, άρα έπρεπε να βρούμε ένα. Ήταν το πιο απαιτητικό κομμάτι της ταινίας όλο αυτό το παζλ. Αλλά οι παραγωγοί έκαναν ό,τι μπορούσαν, είμαι πολύ ευχαριστημένος από τους συνεργάτες.
Δεν φοβήθηκες την περσόνα του τηλεοπτικού Αχιλλέα. Άλλοι θα φοβόντουσαν ενδεχομένως να το βάλουν ως ιδέα στο παιχνίδι. Ήταν εξαρχής επιλογή ή ήρθε στην πορεία;
Από την αρχή επέλεξα να χρησιμοποιήσω αυτή την περσόνα. Σκέφτηκα: «Ποια η διαφορά στο να λέγομαι Παπαδόπουλος και να παίζω στο συγκεκριμένο σίριαλ;». Έτσι κι αλλιώς αυτό με οδήγησε στο να δώσω ένα βάθος στο σενάριο, να προσπαθήσω να δώσω μια οικουμενικότητα πέρα από το πού βρίσκετε ο ήρωας, ώστε ακόμη και ένας ξένος να καταλαβαίνει τι περνάει ο χαρακτήρας ακόμη κι αν δεν είναι γνωστός. Ο χαρακτήρας της σειράς είναι ένα συν σίγουρα, αλλά είναι σημαντικό όποιος δεν ξέρει τη σειρά ή εμένα, να συμπάσχει με όλο αυτό το πράγμα που περνάει ο ήρωας. Εξάλλου, γιατί να μην αυτοσαρκαστούμε; Ο αυτοσαρκασμός είναι θαυμάσιο πράγμα στη ζωή και στο σινεμά, γιατί να κρύβομαι πίσω από το δάκτυλό μου;
Κάποιος -δεν θυμάμαι ποιος- είχε πει ότι «οι ηθοποιοί είναι και οι ρόλοι που παίζουν μοιραία». Γιατί στην τελική να προσπαθήσεις να αποτινάξεις κάτι από πάνω σου που είναι κομμάτι σου σε δημιουργικό επίπεδο;
Φυσικά. Το ζήτημα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι οι ηθοποιοί έχουμε ένα κόμπλεξ ακριβώς επειδή παλεύεις μια ζωή να κάνεις πράγματα εξωτηλεοπτικά και αισθάνεσαι μια αδικία του στυλ «έχω κάνει τόσα πράγματα και με έμαθαν από αυτό». Από ένα σημείο και μετά βέβαια είναι πως το χρησιμοποιείς εσύ, αν μεταχειρίζεσαι την αναγνωρισιμότητα ως μια ευκαιρία να αναδείξεις τη δουλειά σου παραπέρα.
Η παγίδα νομίζω για τον δημιουργό είναι να σκέφτεται εμμονικά σε τέτοιες περιπτώσεις.
Ακριβώς:. Βλέπεις τι δεν πρέπει να κάνεις και όχι τι πρέπει να κάνεις, βλέπεις ένα πρόβλημα όχι μια διέξοδο, βλέπεις μη-δράση, όχι δράση.
Βλέπουμε μια νέα γενιά δημιουργών που παίζουν σε όλα τα επίπεδα, σινεμά, θέατρο, τηλεόραση. Το θεωρείς θετικό ή νομίζεις ότι απλώνονται πολλοί άνθρωποι του χώρου σε όλα τα πεδία, με αποτέλεσμα να μην αποκτά βάθος σε κάτι συγκεκριμένο; Υπάρχει κι αυτή η κριτική.
Υπήρχε στη δική μου γενιά η λογική ότι «δεν μπορούμε να είμαστε καλοί σε όλα». Το ενστερνίζομαι αυτό με έναν τρόπο, γιατί αν έχεις μια αυτοεπίγνωση ξέρεις τι να διορθώσεις και πόσο να ασχοληθείς με σένα υποκριτικά. Πχ. εγώ ξέρω για τον εαυτό μου ότι δεν έχω τη δέουσα τεχνική για να παίξω σε μεγάλο θέατρο. Αυτή η τεχνική με κάνει να προσπαθήσω περισσότερο σε περίπτωση που παίξω σε ένα μεγάλο θέατρο να ξέρω τι να κάνω σωστά.
Από εκεί και πέρα το ότι άνοιξε την τελευταία τετραετία το τηλεοπτικό τοπίο, με αρκετές νέες παραγωγές είναι πολύ καλό για τα οικονομικά των ηθοποιών. Αν είναι καλό ή όχι γενικότερα, δεν το αντιμετώπιζα ποτέ ως καλό ή κακό, γιατί είναι μια εξέλιξη που ούτως ή άλλως θα λάβει χώρα, εκεί μας οδηγεί η εποχή. Ως προς το κομμάτι που ακούμε συχνά ότι «παίζουν τηλεοπτικοί στην Επίδαυρο», το ζήτημα δεν είναι γιατί παίζουν τηλεοπτικοί στην Επίδαυρο, το θέμα στην εποχή μας είναι ότι υπάρχει αδικία στο να πρέπει να είσαι τηλεοπτικός για να παίξεις Επίδαυρο.
Αυτή όμως η συνθήκη, ότι γίνονται επιλογές με όρους αποκλειστικά δημοφιλίας δεν είναι και θέμα του τι θέλουν οι παραγωγοί ή οι σκηνοθέτες για την παράστασή τους;
Είναι ευρύτερα θέμα αντίληψης του θεατή, θέμα σκηνοθετών, παραγωγών, καλλιτεχνικών διευθυντών όσων συγκροτούν ένα κύκλο και δυστυχώς διαμορφώνεται μια τάση που λέει «πρέπει να έχεις παίξει τηλεόραση για να παίξεις Επίδαυρο». Αυτό για μένα είναι άδικο.
Ναι, καταλαβαίνω λες ότι πήγαμε στο άλλο άκρο. Από τα «παράσημα» που χρειάζονταν για να παίξεις Επίδαυρο τώρα πια αρκεί ως εισιτήριο η τηλεοπτική επιτυχία.
Ακριβώς, γιατί υπολογίζεται ότι αυτό το πράγμα θα πάει περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, άρα πρέπει να βγάλει και τα λεφτά της η παραγωγή. Δυστυχώς υπάρχει πια λοιπόν ως απόρροια αυτής της λογικής το σκεπτικό που λέει «εδώ πέρα πρέπει να φέρουμε κάποιον γνωστό να παίξει».
Ένα κακό που μπορώ να εντοπίσω σε αυτό το τηλεοπτικό κύμα επιτυχιών είναι η επιστροφή σε μια νοσταλγία με την κακή της έννοια. Το αντιλαμβάνομαι ως πισωγύρισμα να μην μπορούμε να παράξουμε κάτι άλλο από σειρές εποχής. Θα ήθελα τη γνώμη σου.
Έχει να κάνει με ένα κοινωνικό ζήτημα. Έχουμε χάσει λίγο τα αυγά και τα πασχάλια να το πω απλά τα τελευταία χρόνια και ο άνθρωπος για να βρεί κάτι να πιαστεί νιώθει ψυχολογικά την ανάγκη να επιστρέψει στο παρελθόν του. Να βρεις μια βάση, ένα comfort zone, ένα comfort tv εν προκειμένω.
Επιστρέφω στα του κινηματογράφου. Μπορεί το ελληνικό σινεμά να βγάλει κάτι τόσο εκτυφλωτικό και ποιητικό όσο το ευρωπαϊκό; Μπορεί να βγάλει μεγάλο και μαζικό σινεμά ή βαδίζει μοιραία εντός Ελλάδας ποντάροντας στα μικρά στοιχήματα;
Δεν το πιστεύω αυτό καθόλου, έχουμε εξαιρετικούς δημιουργούς στην Ελλάδα, έχουμε την πρώτη ύλη. Υπάρχουν μάλιστα ταινίες ελληνικές που άλλαξαν το ρου του ευρωπαϊκού σινεμά, πχ το «Σπιρτόκουτο» του Οικονομίδη είναι μια τέτοια ταινία.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης; Ότι στην περίπτωση της Ιταλίας έχουμε 75 συνεχή χρόνια καλού σινεμά, από τον Β΄ΠΠ και μετά σχηματικά θα λέγαμε. Και όλο αυτό στηρίζεται από τον κόσμο, τα μεγάλα στούντιο τους δημιουργούς, το κράτος, υπάρχει ένα όχημα το οποίο βρίσκεται εν κινήσει. Στην Ελλάδα υπήρξε το παλιό σινεμά που όλοι γνωρίζουμε και αγαπάμε αλλά δεν υπήρξε ένα τέτοιο όχημα ικανό να φέρει μια τεχνογνωσία ώστε να φτάσουμε στο σημείο να έχουμε σταθερή παραγωγή αρκετών ταινιών, για αυτό βλέπουμε εκλάμψεις.
Πχ το κορεάτικο σινεμά -για να ξεφύγουμε και λίγο από τα ευρωπαϊκά υποδείγματα- που έχουμε ως αναφορά μιλώντας για τα «Παράσιτα» κρύβει από πίσω του ένα βάρος και δημιουργικό και τεχνικό από τη δεκαετία του 70. Για αυτό και αυτό που έχει πει ο Οικονομίδης ότι και όλα λεφτά του κόσμου να είχαμε τέτοια ταινία δεν θα βγάζαμε γιατί δεν έχουμε ιστορία. Και δεν έχουμε ένα σύσσωμο πράγμα να μας τραβήξει μπροστά
Διαπιστώνεις λοιπόν ότι υπάρχει ταλέντο και ευστροφία αλλά δεν υπάρχει το όχημα να στηρίξει πχ 100 δουλειές.
Ναι, να κινηθεί ένα πράγμα από όλους μαζί, τους θεατές, τους δημιουργούς, και να παραχθεί ένα αποτέλεσμα σωρευτικά θετικό.
Άρα επανερχόμαστε πάλι στην ανάγκη της οικονομικής στήριξης από την πολιτεία.
Δεν το συζητώ ότι ένα κράτος πρέπει να στηρίζει το εγχώριο σινεμά. Όχι μόνο οι ευρωπαϊκές χώρες αλλά και χώρες όπως η Τουρκία να σου πω ότι δίνουν μεγάλο μέρος του budget τους στο σινεμά, πράγμα που σημαίνει πάρα πολλές ταινόιες. Στη δε Ελλάδα δεν έχουμε καλο mainstream σινεμά. Σε όλες τις άλλες χώρες υπάρχει ένα τέτοιου τύπου σινεμά που βγάζει ταινίες όπως η πχ «Ευτυχία» μια καλή ταινία που την είδε πολύς κόσμος, το οποίο στηρίζει το πιο art house και avant garde σινεμά. Στην Ελλάδα το μέσο κοινό το έχουμε αφήσει ή στο πολύ εμπορικό σινεμά ή το πολύ φεστιβαλικό. Ε, αυτό το κομμάτι στην Ελλάδα το αποφεύγουμε. Αυτό ήθελα να κάνω με την ταινία, ένα είδος σκεπτόμενης κωμωδίας.