Οι μαρτυρίες από την πρώτη μέρα του πολέμου του ‘40 και τα γεγονότα που συνεχίστηκαν για τέσσερα ολόκληρα βασανιστικά για τον ελληνικό λαό χρόνια, πάντα ηχούν στα αυτιά μας συνταρακτικά, ιδίως όταν τα εξομολογούνται άνθρωποι που τα έζησαν από πρώτο χέρι. Κι αν τώρα οδεύουμε προς το 2023, υπάρχουν ακόμα, λιγοστά βέβαια, άτομα που έζησαν όλη τη βιαιότητα είτε κατά τον ελληνοϊταλικό είτε κατά τον ελληνογερμανικό πόλεμο.
Ο πρωταγωνιστής μας είναι ο Πόντιος Κορίνθιος Πέτρος Ορκόπουλος, ένας γλυκύτατος 90χρονος δραστήριος έως και σήμερα κύριος, ο οποίος την πρώτη μέρα του πολέμου του ‘40 ήταν μόλις 8 ετών και τα θυμάται όλα μέχρι και σήμερα με κάθε λεπτομέρεια. Τον επισκέφθηκα αργά το απόγευμα στο όμορφο και ζεστό του σπίτι, στον Συνοικισμό της Κορίνθου. Μου άνοιξε την πόρτα η καλοσυνάτη και γελαστή σύζυγός του, προσφέροντάς μου σε έναν όμορφο δίσκο, κουραμπιέδες, ελληνικό καφέ και νερό. Ο κ. Πέτρος με περίμενε στην καρέκλα του και αμέσως με συνόδεψε στο γραφείο του, για να μου εξομολογηθεί όλα τα γεγονότα από την αρχή.
«Το όνομά του είναι Πέτρος Ορκόπουλος του Παύλου. Γεννήθηκα το 1932 στον Πόντο. Οι γονείς μου μετά τον διωγμό των Τούρκων (σημ. 1914-1923) κατέφυγαν στον Καύκασο και μετά από δύσκολα χρόνια έφτασαν τον Δεκέμβριο του 1939 στην Κόρινθο. Στην Κόρινθο μέναμε όλη η οικογένεια σε ένα δωμάτιο και όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος του ‘40 μέναμε στον Συνοικισμό της Κορίνθου απέναντι από τη μεγάλη πλατεία. Μας είχε δώσει η Πρόνοια σπίτι, αλλά μετά από λίγο καιρό βρέθηκε ξαφνικά κάποιος, δηλώνοντας ότι είναι δικό του το σπίτι και έτσι του πληρώναμε ενοίκιο».
Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος ήμουν 8 χρόνων
«Θυμάμαι έντονα την ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος. Χτύπησαν αμέσως οι σειρήνες του σχολείου και της πόλης και βγήκαμε όλοι έξω φωνάζοντας μεταξύ μας: ‘Τι έγινε;; Πόλεμος, Πόλεμος!!’ Τι ήταν όμως πόλεμος, δεν το ξέραμε εμείς. Ειδικά τα μικρά παιδιά δεν γνωρίζαμε τι σημαίνει πόλεμος. Αμέσως μετά, θυμάμαι ένα βομβαρδιστικό αεροπλάνο που ήρθε πάνω από την Κόρινθο».
Οι Ιταλοί στην Κόρινθο
«Οι Ιταλοί ήρθαν πρώτα στην Κόρινθο. Είχαν επιτάξει το σχολείο μας (4ο Δημοτικό Σχολείο Κορίνθου) και το είχαν κάνει στρατώνα, ενώ στις τάξεις είχαν βάλει κρεβάτια, για να κοιμούνται. Οι σχέσεις μας με τους Ιταλούς ήταν καλύτερες με εκείνες με τους Γερμανούς λίγο αργότερα. Θυμάμαι, όταν έτρωγαν οι Ιταλοί το μεσημέρι στο σχολείο, πηγαίναμε εμείς τα μικρά παιδιά απέξω στα κάγκελα, κρατώντας κουτιά από κονσέρβες και χτυπούσαμε με αυτά τα κάγκελα, για να μας δώσουν κάτι να φάμε, φωνάζοντας δυνατά ‘Signori pocopane, Signori pocopane (κύριοι λίγο ψωμί)’ και μας έδιναν από τα αποφάγιά τους. Οι Ιταλοί, τουλάχιστον, κάτι μας έδιναν να φάμε!! Επίσης, κάτω από το σχολείο υπήρχε ένα ρέμα, οπού εκεί πετούσαν τα σκουπίδιά τους και πηγαίναμε εμείς και μαζεύαμε τα αποφάγιά τους. Τρώγαμε φλούδες και ο,τιδήποτε φαγώσιμο. Λόγω της πείνας πηγαίναμε και στα χωράφια που βρίσκονταν κοντά στην εκκλησία και τρώγαμε μανιτάρια ή καμία ρώγα σταφύλι».
«Αργότερα, μέσα στην Κατοχή ο μεγαλύτερος αδερφός μου έκανε τον λούστρο στους Ιταλούς στρατιώτες και εκείνοι του έδιναν λίγο μπανιότα (σημ. ομοίωμα μαύρου ψωμιού από ασπορδίλλους και άχυρο), δεν του έδιναν λεφτά. Άλλωστε τι να τα κάναμε τα λεφτά; Είχαμε και πληθωρισμό, ένα ψωμί κόστιζε 1 εκατομμύριο. Υπήρχε φυσικά και η μαύρη αγορά και για να πάρεις λίγα φασόλια έδινες τα πάντα!! Πολλοί βέβαια από τον Συνοικισμό πήγαιναν στα γύρω χωρία της Κορινθίας, στα Εξαμίλια, στο Σοφικό, στον Σολομό, στη Βόχα, που είχαν χωράφια και λίγα φαγώσιμα και ζητούσαν από τους μαυραγορίτες λίγο ψωμί, φασόλια ή οτιδήποτε φαγώσιμο».
Οι σχέσεις μας με τους Ιταλούς ήταν καλύτερες με εκείνες των Γερμανών
«Θυμάμαι την πρώτη μέρα που ήρθαν οι Γερμανοί στον Συνοικισμό. Τους βλέπαμε να έρχονται από τον δρόμο της Ποσειδωνίας και εμείς καθισμένοι ψηλά στην αλάνα, εκεί που είναι τώρα το Νοσοκομείο της Κορίνθου, τους παρατηρούσαμε που έφθαναν με αυστηρό βηματισμό. Σχεδόν αμέσως, όλοι μας τρέξαμε και κρυφτήκαμε στο καταφύγιο, που βρισκόταν κάτω από τη μεγάλη πλατεία και το είχε φτιάξει ο Βαμβακίδης. Είχε 10 μέτρα βάθος από την επιφάνεια της γης και κατέβαινες κάτω με σκαλοπάτια. Το είχαν σκάψει κυκλικά από τη μια πλευρά και αντίστοιχα από την άλλη και αυτό στο τέλος ενωνόταν, ενώ στην ένωση των δυο τούνελ είχαν σκάψει πηγάδι. Οι Γερμανοί όμως ανακάλυψαν αμέσως το καταφύγιό μας και μας βρήκαν. Με τη βοήθεια διερμηνέα, μας είπαν να βγούμε όλοι έξω και ο Βαμβακίδης πήγε προς το μέρος των Αξιωματικών Γερμανών και τους κέρασε κρασί, ίσως για να τους καλοπιάσει, ποιος ξέρει;!. Μας πήραν όλους, 40 άτομα, και μας πήγαν σε μια μεγάλη αλάνα. Αμέσως, οι Γερμανοί Αξιωματικοί άπλωσαν στο έδαφος τη γερμανική σημαία, ώστε σε περίπτωση που πετούσε γερμανικό βομβαρδιστικό να μην ρίξει σε εκείνο το μέρος. Μας κράτησαν σε εκείνη την αλάνα μέχρι τις 2 το μεσημέρι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής μας σε εκείνο το μέρος, βλέπαμε να βγαίνουν αέρια και δακρυγόνα από το καταφύγιο. Μετά μάθαμε, ότι τα είχαν ρίξει οι Γερμανοί, σε περίπτωση που κρύβονταν και άλλοι Έλληνες μέσα, για να αναγκαστούν να βγουν.
Οι Γερμανοί δεν μιλιόντουσαν σε σχέση με τους Ιταλούς. Είχαν επιτάξει το σπίτι ενός φίλου στον Συνοικισμό και είχαν στήσει εκεί το Διοικητήριό τους. Ο πατέρας μου ήταν τεχνίτης και τον φώναζαν πού και πού οι Γερμανοί, για να φτιάξει ή να διορθώσει διάφορα πράγματα, καμία πόρτα, κανένα σίδερο».
Η «κλούβα», οι νεκροί ταξιδιώτες και τα αντίποινα
«Οι Γερμανοί μας έκαναν πολλά. Ένα από αυτά ήταν και η λεγόμενη ‘κλούβα’. Οι Γερμανοί Αξιωματικοί και στρατιώτες ταξίδευαν με τα τρένα μας και η Κόρινθος είχε τρένα και γραμμές. Μάζευαν λοιπόν, κάθε φορά που ήθελαν να ταξιδέψουν με τα τρένα κάμποσους Κορίνθιους, μεταξύ των οποίων και δύο φίλους μου από τον Συνοικισμό και τους στοίβαζαν στο μπροστινό βαγόνι του τρένου, στην ‘κλούβα’. Αυτό το έκαναν, ώστε σε περίπτωση που είχαν τοποθετήσει οι Έλληνες βόμβες στις ράγες των τρένων, να ανατιναχθεί μόνο το πρώτο βαγόνι, η ‘κλούβα’, που είχε τους Έλληνες μέσα και όχι οι Γερμανοί στα πίσω βαγόνια. Με αυτόν τον τραγικό τρόπο ανάγκαζαν οι Γερμανοί τους Έλληνες να μην τοποθετούν βόμβες στα τρένα.
Αλλά έκαναν και άλλα άσχημα οι Γερμανοί. Θυμάμαι την ημέρα που ανατίναξαν τον σταθμό των τρένων της Κορίνθου. Αυτό έγινε κατά τον πρώτο καιρό που ήταν στην Κόρινθο οι Γερμανοί. Είχαν πάρει, ως φαίνεται, πληροφορίες ότι μέσα στον σταθμό κρύβονταν Έλληνες στρατιώτες και τον ανατίναξαν, ενώ τελικά μέσα στον σταθμό υπήρχαν μόνο ταξιδιώτες. Η έκρηξη ήταν τόσο μεγάλη, που βλέπαμε τους καπνούς από το σπίτι μου. Αμέσως, τρέξαμε όσοι ήμασταν πιο κοντά. Πήγα και εγώ να δω τι συνέβη και ακόμα θυμάμαι, όταν αντίκρισα στον δρόμο κομμάτια από ανθρώπινα μέλη.
Έτσι σκότωναν οι Γερμανοί. Κάπως έτσι σκότωσαν και γύρω στους 50 Κορίνθιους για αντίποινα, ανάμεσά τους και ένα παιδί από τον Συνοικισμό. Τους έβαλαν στη σειρά και τους σκότωσαν. Μετά την απελευθέρωση βέβαια, οι γονείς αυτών των παιδιών τα ξέθαψαν και πήραν τα κόκκαλά τους, για να τα κηδέψουν. Εκείνη τη μέρα ήμουν και εγώ εκεί και βοήθησα.
Αλλά ο μεγαλύτερος μου πόνος, ήταν ο θάνατος του φίλου μου του Ανέστη. Ένα πολύ γερό και καλό παιδί, που σκότωσαν αυτοί οι Γερμανοί χωρίς καμία αιτία».
Ρούκα για την πείνα και πίτες για το κρύο
«Έπεσε πείνα στην Κατοχή, μεγάλη πείνα! Πάνω από έναν μήνα τρώγαμε μόνο χόρτα-ρούκα, τα οποία μαζεύαμε από τις αλάνες και τα τρώγαμε, φυσικά, χωρίς λάδι και αλάτι, αφού δεν είχαμε τέτοια πολυτέλεια. Τρώγαμε σκέτο χορτάρι! Σε πολλούς πρήζονταν τα πόδια, ενώ εγώ είχα βγάλει μια φορά σπυριά στα χέρια. Τα έτριβα τόσο πολύ, που είχαν ματώσει και αφού δεν είχαμε αλοιφές να βάλουμε στις πληγές, βάζαμε θειάφι. Έπειτα, λόγω της βοήθειας του Ερυθρού Σταυρού τρώγαμε από τα συσσίτια της περιοχής, 2-3 κουτάλες, τι φαγητό; Νεροζούμι ήταν, φασόλια με νερό και ελάχιστο ψωμί, αλλά κάτι ήταν και αυτό γιατί διαφορετικά θα πεθαίναμε.
Οι κρύοι χειμώνες του πολέμου ήταν οι χειρότεροι. Πρώτα από όλα, δεν είχαμε ρεύμα και τις λάμπες που είχαμε δεν τις ανάβαμε, γιατί φοβόμασταν τους Γερμανούς και κλείναμε και τα παράθυρα, για να μην μας βλέπουν μέσα. Επίσης, φοβόμασταν να ανάψουμε τις λάμπες μήπως μας έβλεπαν τα μαχητικά των Γερμανών και μας έριχναν βόμβες. Ως προς την αντιμετώπιση του κρύου, γνωρίζαμε που πετούσαν τα τρένα το καμένο κάρβουνο, τη στάχτη δηλαδή όταν καιγόταν το κάρβουνο, τη μαζεύαμε και τη ζυμώναμε με ασπρόχωμα και φτιάχναμε πίτες, ήταν σαν ψωμί. Έπειτα, τις αφήναμε στον ήλιο να ξεραθούν και μετά παίρναμε τη φουφού, στο κάτω μέρος βάζαμε λίγα ξύλα με φωτιά και στο πάνω μέρος, στη σχάρα, κόβαμε ένα μικρό κομμάτι από τις πίτες και έπαιρναν αμέσως φωτιά. Έτσι ζεσταινόμασταν κάπως, έκαναν καλή φωτιά. Μετά την κατοχή είχαμε τις γκαζιέρες».
Σχολείο στο καφενείο
«Λίγα γράμματα μάθαμε στο καφενείο απέναντι από την εκκλησία, αφού δεν πηγαίναμε σχολείο στα χρόνια του πολέμου καθώς το είχαν επιτάξει οι Ιταλοί και οι Γερμανοί. Μαζευόμασταν εκεί 50-100 παιδιά και μαθαίναμε λίγα γράμματα. Εγώ γράμματα έμαθα μετά την απελευθέρωση, μετά το 1944, στην αίθουσα του Χριστιανικού Συλλόγου που ήταν κοντά στο σχολείο. Θυμάμαι τον δάσκαλό μου, τον Παπαβενετίου, που μου είχε δώσει έναν ΑΤΛΑ. Με ένα τετράδιο ήμασταν, δεν είχαμε βιβλία και γράφαμε με πένες. Το μελάνι το φτιάχναμε μόνοι μας, ξύναμε μελανί μολύβι, το κάναμε σκόνη και το ανακατεύαμε με νερό και έτσι γινόταν μελάνι.
Αλλά και μετά τον πόλεμο ήταν δύσκολο να συνεχίσουμε στο Γυμνάσιο, καθώς έπρεπε να δώσουμε εξετάσεις και μας ζητούσαν 200 δραχμές. Πολλά λεφτά για εκείνη την εποχή και από τα 20 παιδιά που ήμασταν συνέχισαν μόνο τα δύο.
Εμένα μετά τον πόλεμο, με πήρε ένας γείτονας στο κουρείο του, αρχικά για να ξεσκονίζω τους πελάτες και για να βγάζω και ένα χαρτζιλίκι. Θυμάμαι έντονα, που περνούσε έξω από το κουρείο ο δάσκαλός μου και μου έλεγε να φύγω από το κουρείο, να μην γίνω κουρέας και να συνεχίσω τα γράμματα, γιατί ήμουν καλός μαθητής ‘Εσύ είσαι για γράμματα, φύγε από εδώ’. Αναγκαστικά έμεινα στο κουρείο λόγω των άσχημων οικονομικών της οικογένειας. Και έγινα κουρέας. Μου άρεσαν όμως τα γράμματα και έπαιρνα πολλά περιοδικά να διαβάζω. Θυμάμαι αγόραζα κάθε εβδομάδα το περιοδικό ‘Ελληνόπουλο’, ήταν μορφωτικό περιοδικό και ωφελήθηκα πολύ από αυτό, αφού διάβαζα μέσα κείμενα λογοτεχνίας από σημαντικούς συγγραφείς.
Επίσης, κάθε εβδομάδα αγόραζα τα τεύχη από την εγκυκλοπαίδεια ‘Ο ΗΛΙΟΣ’, τις μάζευα και τις διάβαζα. Τις έχω μέχρι και σήμερα, 18 τόμους. Μου άρεσε πολύ και ο κινηματογράφος και ασχολήθηκα με το γράψιμο του θεάτρου. Είχαμε μια θεατρική ομάδα στον Συνοικισμό μετά την κατοχή, αυτοσχεδιάζαμε και παίζαμε σε κοινό. Έτσι, ξεκίνησα και το γράψιμο. Έγραψα κωμωδίες, εγκυκλοπαιδικά, κοινωνικά και άλλα. Το πρώτο καλό μου θεατρικό έργο ήταν ‘Η παραβολή του Ασώτου Υιού’ το έγραψα το 1958, το οποίο παίχτηκε αρκετές φορές στα θέατρα της Κορίνθου. Ήμουν σεναριογράφος και σκηνοθέτης και ήμουν και απαιτητικός, κάναμε πολλές πρόβες πριν παρουσιάσουμε κάποιο έργο στο κοινό».
Ο κ. Πέτρος Ορκοπουλος έγραψε και συνεχίζει να γράφει πολλά θεατρικά και άλλα έργα, μερικά από τα οποία είναι:
«Το Θαύμα του εκ γενετή Τυφλού», θεατρικό έργο
Ο Άσωτος υιός, η παραβολή του Κυρίου σε θεατρικό έργο»
«Σπιτικό Φαγητό», θεατρικό έργο
«Τοκογλύφος και Πτωχός», θεατρικό έργο
«Ντόκτορας, Νευρολόγος-Ψυχίατρος», μονόπρακτη θεατρική κωμωδία«Παραμύθι», θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις
«Τροχαίο», θεατρικό έργο σε πέντε πράξεις
«Εγκυκλοπαιδικά, πολλά και διάφορα σε ερωτήσεις και απαντήσεις»
«Απίστευτες Αλήθειες», θεατρικό έργο
«Δράμα Μικρασίας», θεατρικό έργο