Οι ειδήσεις από τη Μέση Ανατολή και την ανατολική Μεσόγειο, καθώς η περιοχή κινείται σε ρυθμούς παγκοσμίου πολέμου, δεν σταματούν. Ενώ ζούμε στην εθνική μας φαντασίωση περί διαρκώς ενισχυόμενης Ελλάδας, τουλάχιστον κατά το ντόπιο κατεστημένο, οι εξελίξεις στέλνουν μηνύματα ότι η ελληνική πολιτική καθίσταται ολοένα πιο παρωχημένη.
Το Ισραήλ, με επικεφαλής τον αγαπημένο σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, Μπίμπι Νετανιάχου ετοιμάζεται να αγκαλιάσει ολόθερμα την αναβάθμιση του καθεστώτος απαρτχάιντ σε πολιτική εθνοκάθαρσης των Παλαιστινίων. Φήμες θέλουν την κυβέρνηση των ΗΠΑ να μη χαίρεται με την υπουργοποίηση της ακόμα πιο ακραίας δεξιάς από αυτή του Νετανιάχου, ωστόσο κάτι μας λέει ότι τελικά, το modus vivendi θα βρεθεί, τόσο με τις ΗΠΑ, όσο και με την Ε.Ε. Οι νεοσυντηρητικοί των ΗΠΑ, οι οποίοι ονειρεύονται εδώ και δεκαετίες την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν, έχουν πια αρκετή ισχύ στο αμερικανικό κατεστημένο, ώστε σε συνδυασμό με την ανάγκη για το άνοιγμα ενός δευτέρου μετώπου εναντίον εμμέσως της Ρωσίας να μπορούν να «πουλήσουν» την επιλογή της κυβέρνησης Νετανιάχου-Μπεν Γκβιρ.
Η νέα κυβέρνηση του Ισραήλ θα δώσει ορισμένες εξετάσεις, βεβαίως. Οι ΗΠΑ δεν θέλουν να δουν τη συμφωνία Ισραήλ-Λιβάνου να «χαλάει», ιδίως με δεδομένο ότι αποτελεί πρότυπο για μελλοντικές πιθανές συμφωνίες, όπως για παράδειγμα μεταξύ Τουρκίας, Ελλάδας και Αιγύπτου.
Την ίδια στιγμή, οι πολύ περίεργες φήμες περί επικείμενης επίθεσης του Ιράν εναντίον της Σαουδικής Αραβίας, οι οποίες διακινήθηκαν από τη Washington Post, φαίνεται ότι μάλλον ξεκίνησαν από μυστικές υπηρεσίες δυτικών κρατών. Η πολύ αργά εξελισσόμενη αλλά υπαρκτή, όπως αντιλαμβανόμαστε από διάφορες ενδείξεις, προσπάθεια επικοινωνίας Ιράν-Σαουδικής Αραβίας, όπως και η συμπαράταξη της τελευταίας με τη Ρωσία στο ζήτημα της παραγωγής πετρελαίου, προφανώς δεν ακούγονται καθόλου ευχάριστα ούτε στο Τελ Αβίβ, ούτε στην Ουάσιγκτον. Μια αναζωπύρωση της απειλής ή «απειλής» του Ιράν προς τη Σαουδική Αραβία αποτελεί αδήριτη αναγκαιότητα και για τις δύο πρωτεύουσες. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει άλλωστε ότι η όποια σύμπτωση Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας αφορά τις ΗΠΑ, όχι μόνο για τους προφανείς ενεργειακούς και οικονομικούς λόγους αλλά και επειδή διαταράσσει την περιφερειακή ασφάλεια του Ισραήλ και αφαιρεί ένα βασικό χρηματοδότη των ομάδων που πολεμούν εναντίον του «άξονα της αντίστασης» και κατά των συμφερόντων της Ρωσίας.
Παραλλήλως, η Ρωσία, η οποία πιέζεται και από την τουρκική και αζερική ενίσχυση στον Καύκασο προσπαθεί να πετύχει όσο το δυνατόν γρηγορότερα μια συνθήκη ειρήνης μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Το τυχοδιωκτικό παιχνίδι του πρωθυπουργού της Αρμενίας εις βάρος του Αρτσάχ, του εξασφάλισε μια επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι και μερικά θερμά λόγια, αλλά τίποτα περισσότερο. Η Ρωσία πιέζεται και πιέζει προς μια συνθήκης ειρήνευσης, ακόμα και αν αυτή τελικώς αποδειχτεί βραχύβια, προκειμένου κατά το δυνατόν να αποτρέψει ένα νέο μέτωπο στον Καύκασο, το οποίο θα δυσκολέψει το μέτωπο στην Ουκρανία ακόμα περισσότερο.
Και ίσως η πιο σημαντική εξέλιξη από όλες, τουλάχιστον σε ό,τι μας αφορά: η Τουρκία αναδεικνύεται στον κύριο παράγοντα εξασφάλισης της εκ νέου προσχώρησης της Ρωσίας στη διεθνή συμφωνία για τη διακίνηση σιτηρών. Μια σειρά ευρωπαϊκών δυνάμεων που λαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος και φυσικά και η Ουκρανία, ρητά ή υπόρρητα αναγκάζονται να αναγνωρίσουν ότι ο μεγάλος παίχτης στην ευρύτερη περιφέρειά μας είναι η Τουρκία. Η Τουρκία, η οποία μιλά με όλους, αντί να είναι ο υποτακτικός της Ουάσιγκτον, όπως είναι η Ελλάδα και η Κύπρος.
Με άλλα λόγια: όλες οι περιφερειακές εξελίξεις υπακούν στις αναγκαιότητες του παγκοσμίου πολέμου. Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, η ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται και επιπλέον σπεύδει να αναγνωρίσει εμμέσως πλην σαφώς τον κυρίαρχο ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή. Από την ανακοίνωση δια του πρωθυπουργού, της έναρξης της μερικής αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου, έως την πρόσκληση Σολτς να πάμε για κάθε ζήτημα με την Τουρκία στο τραπέζι του διαλόγου, Ελλάδα και Κύπρος ζουν «στη σκιά των μεγάλων» της περιοχής, εξαιτίας άβουλων, μοιραίων, διεφθαρμένων και αμερικανοκρατούμενων ηγεσιών. Ο Ελληνισμός μικραίνει, ενώ η Τουρκία μεγαλώνει.
Αυτή η ανισορροπία θα πληρωθεί στο μέλλον με πολύ άσχημο τρόπο.