ΑΘΗΝΑ
13:14
|
22.11.2024
Θα καταφέρει η Γερμανία να πλεύσει με επιδεξιότητα στα φουρτουνιασμένα νερά; Οι επόμενοι μήνες θα το δείξουν.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η επίσκεψη του Γερμανού καγκελαρίου Όλαφ Σολτς στο Πεκίνο την περασμένη Παρασκευή ολοκληρώθηκε και ακολουθούν ταξίδια του Σοσιαλδημοκράτη ηγέτη στα μέσα του μήνα με προορισμό το Βιετνάμ και τη Σιγκαπούρη. Δεδομένου του όγκου συναλλαγών και γενικότερα του μεγέθους των οικονομικών σχέσεων των δύο κρατών και καθώς η επίσκεψη Σολτς είναι όχι μόνο η πρώτη επίσκεψη Ευρωπαίου ηγέτη μετά τη θριαμβευτική επικράτηση του προέδρου Σι Τζιπίνγκ στο 20ο συνέδριο του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά και η πρώτη επίσκεψη ηγέτη κράτους της G7, η σημασία της είναι πολύ μεγάλη για τις ευρω-κινεζικές σχέσεις και την παγκόσμια πολιτική και οικονομία γενικότερα. Όπως σημειώνει στην ανακοίνωσή του ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ, συναντήθηκαν οι κυβερνήσεις δύο κρατών που μαζί αποτελούν τις «μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου». Ξέρει τι λέει ο Κινέζος πρωθυπουργός και το μήνυμα αυτής της έκφρασης πάει σε όλον τον κόσμο μέχρι και την Ουάσιγκτον.

Οι ΗΠΑ, η μεγαλύτερη οικονομία της υφηλίου, ακολουθεί εδώ και χρόνια ψυχροπολεμική πολιτική ενάντια στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και βρίσκεται σε έναν οικονομικό, εμπορικό πόλεμο εναντίον της. Η δυναμική της κινεζικής οικονομίας και η ακόλουθη αύξηση της παγκόσμιας επιρροής της Κίνας είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που θεωρεί πως αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός των ΗΠΑ. Δασμοί, απαγορεύσεις συναλλαγών, αλλά και πολιτικά ζητήματα, όπως οι κατηγορίες για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου είναι πλέον κανονικότητες, με το ζήτημα της μοίρας της νήσου Ταϊβάν (που κατά το διεθνές δίκαιο αποτελεί τμήμα της κινεζικής επικράτειας) να αποτελεί την κύρια πολιτική έκφραση της αντιπαράθεσης και να εγκυμονεί τον κίνδυνο ακόμα και έκρηξης πολέμου ανάμεσα στις δύο μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις.

Είναι όμως γεγονός πια, πως οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον η μόνη υπερδύναμη – η ανάληψη της εξουσίας από τον Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα με το νέο έτος στη Βραζιλία θα το δείξει αυτό ακόμα πιο ξεκάθαρα, εκτιμούμε. Η κινεζική ηγεσία λοιπόν υπενθυμίζει αυτήν την πραγματικότητα σε όλον τον κόσμο και στους Γερμανούς. «Μαζί μπορούμε γιατί μαζί είμαστε πιο μεγάλοι από τις ΗΠΑ»: κάπως έτσι θα μπορούσαμε να επαναδιατυπώσουμε αυτό που λέει η κυβέρνηση της Κίνας στη Γερμανία.

Στο ενδιαφέρον και καλά εμπεριστατωμένο άρθρο των von der Burchard και Caulcutt  στο Politico σχετικά με την επίσκεψη, και την κριτική απέναντι σε αυτήν, η βάση της γερμανικής στόχευσης λέγεται με συνοπτικό και μεστό τρόπο. «Οι δυο πυλώνες της γερμανικής οικονομικής επιτυχίας – η φτηνή ενέργεια από τη Ρωσία και οι χαμηλές δαπάνες για ασφάλεια -, κατέρρευσαν φέτος.» Μένει να σωθεί ο τρίτος πυλώνας, οι θερμές σχέσεις με την Κίνα.

Προσοχή στην εξάρτηση

Ο Σολτς βρέθηκε στο Πεκίνο με μια οικονομική αντιπροσωπεία μερικών εκ των πιο μεγάλων και πιο εμβληματικών γερμανικών επιχειρήσεων: συμπεριλήφθηκαν η Siemens, οι χημικές βιομηχανίες Merck, Wacker και BASF, η Volkswagen και η BMW, η βιομηχανία βρεφικών τροφών Hipp, η Biontech του Τουρκογερμανού Σαχίν, που έφτιαξε το πρώτο εμβόλιο κατά της νόσου Covid-19, η Bayer και η Deutsche Bank, η Αdidas αλλά και η εταιρία κλιματισμού Geo Clima Design.

Ο Χένρι Τρικς του Economist κριτικάρει ακριβώς αυτή την επιτελικού τύπου αντιπροσωπεία και σημαίνει συναγερμό μπροστά στον κίνδυνο η γερμανική οικονομία να επαναλάβει με την Κίνα το «λάθος της Μέρκελ» με τη Ρωσία. Την ισχυρή εξάρτηση δηλαδή. Τη γνώμη του συμμερίζονται πολλοί και πολλές τόσο στη Γερμανία, όσο και στην Ευρώπη και στο δυτικό κόσμο γενικότερα. Γνωρίζοντας πως ο εν λόγω αρθρογράφος είναι από τη Βρετανία και έχοντας μια υποψία για το ποιος έδωσε μια δυναμική λύση στο ζήτημα των στενών ενεργειακών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας με την ανατίναξη των αγωγών φυσικού αερίου, ελπίζουμε να μην έχουμε κάποια έκρηξη, σε κάποιο χημικό εργοστάσιο της BASF λ.χ., στο επόμενο διάστημα από τους γνωστούς-αγνώστους «Τζέιμς Μποντ».

Ο Σολτς είχε αποφασιστική συμβολή στο να προχωρήσει η παραχώρηση στην Cosco μέρους του ενός από τους τέσσερις τερματικούς σταθμούς εμπορευματοκιβωτίων του λιμανιού του Αμβούργου, κάτι που εκλαμβάνεται και ως «δώρο» εν όψει της επίσκεψης. Ταυτόχρονα έστειλε μηνύματα σε διάφορες κατευθύνσεις. Στο εσωτερικό ήταν σαφής η διαφοροποίηση σε σχέση με τους Πράσινους και την υπουργό Εξωτερικών Ανναλένα Μπέρμποκ.

Οι Πράσινοι, που πλειοδοτούν σε σκληρή γλώσσα και πολιτικές αποφασιστικού ξεκόμματος από την Κίνα, σε πλήρη συμφωνία με τις στοχεύσεις του αγγλοσαξονικού πλέγματος ΗΠΑ-Βρετανίας-Καναδά, θα προτιμούσαν να γυρίσει η Γερμανία την πλάτη στην Κίνα, τόσο σε σχέση με την Ταϊβάν όσο και για τον τρόπο που η Κίνα αντιμετωπίζει την ισλαμιστική τρομοκρατία και τις προσπάθειες ίδρυσης κάποιου σκοταδιστικού τουρκο-ισλαμιστικού κράτους στις βορειοδυτικές της περιφέρειες. Αυτό όμως είναι εφικτό;

Αν η Κίνα είναι ο τρίτος πυλώνας ανάπτυξης για πολλές γερμανικές επιχειρήσεις, κάτι τέτοιο θα ήταν ένας επιβαρυντικός παράγοντας στην ήδη ασθμαίνουσα γερμανική οικονομία. Δεν είναι όμως λίγοι τόσο στην οικονομία και στην κοινωνία αλλά όχι και τόσοι πολλοί στην πολιτική (με εξαίρεση την αριστερή πολιτικό Ζάρα Βάγκενκνεχτ, τον Όσκαρ Λαφοντέν και μεγάλα κομμάτια του ακροδεξιού κόμματος AfD) που κατηγορούν συνολικά την κυβέρνηση και ειδικά τους Πράσινους πως ακολουθούν μια γραμμή, η οποία ουσιαστικά οδηγεί στην αποβιομηχάνιση και πως μια τέτοια πολιτική στην πραγματικότητα δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Γερμανίας, αλλά των ΗΠΑ με τη νέα στάση σε θέματα διεθνούς οικονομίας που σηματοδότησε το «Πρώτα η Αμερική» του Ντόναλντ Τραμπ και που συνεχίζεται από τον Μπάιντεν.

Ήδη το ζήτημα των τιμών του αερίου που έρχεται στην Ευρώπη από τις ΗΠΑ δείχνει το ποιος κερδίζει από την ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη και στη Γερμανία ειδικότερα.

Όποιος καεί με το χυλό…

Το ερώτημα που μπήκε στον Σολτς από διάφορες πλευρές ήταν αυτό: μην κάνει το ίδιο σφάλμα με τη Μέρκελ και οδηγήσει την οικονομία σε τέτοιο βαθμό εξάρτησης από την Κίνα, τόσο ως αγορά όσο και ως τόπο παραγωγής. Το αν ήταν βέβαια σφάλμα το είδος των αμοιβαία επωφελών σχέσεων Ευρώπης-Ρωσίας μέχρι τον περασμένο Φεβρουάριο ή αν το σφάλμα ξεκίνησε το 2013-2014, όταν η Ευρώπη ξαφνικά ορέχτηκε τη Ουκρανία. Είναι θέμα συζήτησης, που δε γίνεται με ψυχραιμία και με αντικειμενικότητα, τουλάχιστον στη γερμανική υψηλή πολιτική και στην πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης.

Τι δίνει η Κίνα

Η Κίνα και ο Σι προσωπικά ήδη από τον Ιανουάριο του 2017 στο Νταβός της Ελβετίας, αμέσως μετά την ανάληψη καθηκόντων από τον Τραμπ και τη διαφαινόμενη αλλαγή στην παγκοσμιοποίηση, είχε κάνει μια συγκεκριμένη πρόταση προς την Ευρώπη και τη Γερμανία συγκεκριμένα. Με την αποχώρηση των ΗΠΑ από το σύστημα της παγκοσμιοποίησης, η Ε.Ε. και η Κίνα μπορούσαν να συνεχίσουν το σχέδιο με στόχους τη συνέχιση του διεθνούς εμπορίου και της ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων, την από κοινού αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, την από κοινού καταπολέμηση της παγκόσμιας φτώχειας και το πρόταγμα της περαιτέρω κατοχύρωσης και διεύρυνσης κοινωνικών δικαιωμάτων για τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις.

Το Πεκίνο προβάλλει αυτή τη στιγμή ως ένα παράγοντας σταθερότητας. Έχει τηρήσει πολύ προσεκτική στάση στο ζήτημα της Ουκρανίας εκφράζοντας τη φωνή της λογικής, δηλαδή ζητώντας να βρεθεί λύση με διαπραγματεύσεις, ενώ στέλνει μηνύματα και με αφορμή την επίσκεψη Σολτς τόσο στη Δύση όσο και στη Μόσχα να μη μιλάνε για πυρηνικά όπλα. Δείχνει να αντιμετωπίζει με ψυχραιμία τις επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης στην οικονομία, διακηρύσσοντας ακόμα και την αναγκαιότητα χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης τόσο για αν γίνει δυνατή η αναδιανομή εισοδήματος που θα αμβλύνει κοινωνικά προβλήματα, αλλά και σε σχέση με την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Όλοι γνωρίζουν πως και σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες, η Κίνα μπορεί να αναπτύσσεται οικονομικά στο βαθμό που ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού της αλλά και παίζοντας σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του παγκόσμιου Νότου. Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα της κινέζικης οικονομίας που δεν είναι σωστό να παραβλέπεται.

Να μην είμαστε εχθροί

Από την Ελβετία, που έχει ιδιαίτερη θέση στην ευρωπαϊκή και διεθνή σκηνή, και όπου η συζήτηση για τα γερμανικά θέματα γίνεται πιο άνετα καθώς αυτά την αφορούν μεν λόγω των στενότατων και περίπλοκων σχέσεων, αλλά χωρίς η συζήτηση να υπόκειται υπόκειται στις αναγκαιότητες και τους περιορισμούς της εσωτερικής γερμανικής πολιτικής σκηνής, έρχεται με σαφήνεια δια της εφημερίδας Neue Zürcher Zeitung και του αρχισυντάκτη της Eric Grujer η άποψη για το πώς πρέπει να σταθεί η Ευρώπη απέναντι στην Κίνα. Δεν είναι έξυπνο, λέει ο Ελβετός, να αντιμετωπίζεται η Κίνα ως εχθρός.

Η Ευρώπη δεν πρέπει μεν να επαναλάβει τα ίδια λάθη που έκανε με τη Ρωσία, δεν πρέπει όμως και να ακολουθήσει τις ΗΠΑ στην αντιπαράθεσή τους με την Κίνα. Υπενθυμίζει και αυτός το εύρος και τη σημασία των ευρω-κινεζικών σχέσεων, καταδεικνύει όμως τα οφέλη για την Ευρώπη. Οφέλη που σε συνθήκες όπως οι σημερινές είναι αναγκαιότητες, αν θέλουν η Ευρώπη και η Γερμανία να σταθούν στα πόδια τους και να μην καταρρεύσουν εντελώς. Και αυτό προσπαθεί να πετύχει ο Σολτς και η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, σε κόντρα κυρίως με τους Πράσινους και βέβαια με τις ΗΠΑ. Θα καταφέρει η Γερμανία να πλεύσει με επιδεξιότητα στα φουρτουνιασμένα νερά; Οι επόμενοι μήνες θα το δείξουν. Η Κίνα πάντως δεν της ταράζει τη ρότα και της τείνει χέρι συνεργασίας. Ή σωτηρίας.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Κουτσούμπας: Να σταματήσει η Ελλάδα να ενισχύει το καθεστώς Ζελένσκι

Η Κίνα ζητά αυτοσυγκράτηση μετά την ανταλλαγή επιθέσεων Ρωσίας-Ουκρανίας

Μήνυση Λινού κατά Πολάκη εν μέσω εκλογών στον ΣΥΡΙΖΑ

Συμπαράσταση της ΟΚΔΕ στον Νίκο Ρωμανό: Να σταματήσει η «στημένη» δίωξη

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα