Του Κώστα Ράπτη, αναδημοσίευση από τον ιστότοπο Capital.gr
Όταν ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Δ’ Μεταξάκης (ο πρώτος στα χρονικά που ανέλαβε καθήκοντα δίχως σουλτανικό διάταγμα) συγκάλεσε πανορθόδοξο συνέδριο το 1923 στο Φανάρι για την εξέταση θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, μεταξύ των οποίων και αυτό του εορτολογίου, η Ρωσική Εκκλησία βίωνε ήδη τις περιπέτειες που έφερε η Οκτωβριανή Επανάσταση και δεν εκπροσωπήθηκε.
Εξ ου και η αντικατάσταση του Ιουλιανού Ημερολογίου από νέο διορθωμένο εορτολόγιο, με μετάθεση των μη κινητών εορτών κατά 13 ημέρες, καίτοι υιοθετήθηκε συν τω χρόνω από τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, τις Εκκλησίες της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Κύπρου, της Ελλάδος και της Αλβανίας, δεν ίσχυσε ποτέ στα εδάφη της άλλοτε Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ούτε στη ρωσική διασπορά.
Τα Χριστούγεννα εξακολουθούν να εορτάζονται από τους πιστούς της Ρωσικής Εκκλησίας (αλλά και εκείνους των Ιεροσολύμων, της Σερβίας και της Γεωργίας) στις 7 Ιανουαρίου, σύμφωνα με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο.
Ιστορική ειρωνεία: η επιμονή στο παλαιό εορτολόγιο αποτέλεσε μια μορφή αντίστασης στα μέτρα εκσυγχρονισμού/εκδυτικισμού που επέφερε η σοβιετική εξουσία, όπως η εισαγωγή στις κοσμικές υποθέσεις του Γρηγοριανού Ημερολογίου (με το παράδοξο αποτέλεσμα λ.χ. η «Οκτωβριανή» Επανάσταση να τιμάται κατά μήνα Νοέμβριο) ή η υιοθέτηση σε πρώτο στάδιο του λατινικού αλφαβήτου για την απόδοση μειονοτικών γλωσσών που δεν είχαν ήδη δική τους γραπτή παράδοση.
Στις μέρες μας, τα πράγματα δείχνουν να έχουν αντιστραφεί. Εξ ου και η συζήτηση που διεξάγεται στην Ουκρανία εν μέσω πολέμου για μεταφορά του εορτασμού των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου, κατά το «δυτικό πρότυπο».
Οι θρησκευόμενοι Ουκρανοί ακολουθούν στην συντριπτική τους πλειοψηφία το ορθόδοξο δόγμα (ή είναι Ελληνοκαθολικοί, δηλ. τηρούν το βυζαντινό τυπικό, καίτοι βρίσκονται σε ένωση με τη Ρώμη). Τους τελευταίους αιώνες η πολιτική υπαγωγή της Ουκρανίας στη Μόσχα ήταν και εκκλησιαστική. Συνεπώς τα “Ουκρανικά Χριστούγεννα” εορτάζονται τον Ιανουάριο. Όμως η συζήτηση για μεταφορά της ημερομηνίας κρατά καιρό.
Το 2017 (ήτοι τρία χρόνια μετά το «Μαϊντάν» που έφερε στην εξουσία τις φιλοδυτικές εθνικιστικές δυνάμεις) η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε ως κρατική αργία. Και φέτος, στον απόηχο της ρωσικής εισβολής που εκτυλίσσεται από τον Φεβρουάριο, η ιδέα της μεταφοράς της εορτής βρήκε και εκκλησιαστική στήριξη.
Με απόφαση της συνόδου της, η αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, επέτρεψε την τέλεση χριστουγεννιάτικης λειτουργίας στις 25 Δεκεμβρίου, από όσες ενορίες το επιθυμούν. Η κίνηση αυτή θα λειτουργήσει και ως ενός είδους «δημοσκόπηση», ώστε να φανεί σε ποιο βαθμό θα έχει απήχηση η αλλαγή.
Κατά τον τρόπο αυτό οι ομόδοξοι Ρώσοι και Ουκρανοί θα βρεθούν να εορτάζουν σε διαφορετικές ημερομηνίες. Συνεπώς απομακρύνεται ακόμη περισσότερο η ιδέα, που καλλιεργούνταν ιδίως στο Βατικανό, να θεσπιστεί χριστουγεννιάτικη παύση των εχθροπραξιών. Αλλά, ούτως ή άλλως, ο μεσολαβητικός ειρηνευτικός ρόλος που φιλοδοξεί να αναλάβει η Ρώμη έχει ακυρωθεί, ίσως τελειωτικά μετά τις δηλώσεις του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ ότι τα όσα είπε προσφάτως ο Πάπας περί της ωμότητας των Τσετσένων και Μπουριατών στρατιωτών της Ρωσικής Ομοσπονδίας είναι «παράδοξα», «μη Χριστιανικά» και «πλήττουν την αξιοπιστία του».
Ωστόσο, η αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (που αποτελεί πρόσφατο δημιούργημα, κατόπιν απόφασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 2018) δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο, ούτε καν την πλειοψηφία των πιστών της χώρας, οι οποίοι παραμένουν προσκολλημένοι στην αυτόνομη (υπό τη δικαιοδοσία της Μόσχας) Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία. Σύμφωνα με τον Guardian, από τους 7.000 ναούς της χώρας, στην αυτοκέφαλη εκκλησία υπάγονται οι 1.600.
Το ουκρανικό κράτος δεν κρύβει τις προτιμήσεις του στα εκκλησιαστικά θέματα. Επί προεδρίας του Πέτρο Ποροσένκο, προκατόχου του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, επιχειρήθηκε η δια νόμου μετονομασία της υπό τη Μόσχα δικαιοδοσίας σε «Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία». Το μέτρο ακυρώθηκε με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, μετά από προσφυγή του κόμματος «Μπλοκ της Αντιπολίτευσης», που είχε την εκλογική του βάση στα ανατολικά της χώρας.
Τώρα, όμως, το «Μπλοκ της Αντιπολίτευσης» έχει τεθεί εκτός νόμου, όπως και τόσα άλλα αντιπολιτευόμενα κόμματα της Ουκρανίας. Και σειρά παίρνει πλέον η ίδια η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Με διάγγελμά του ο πρόεδρος Ζελένσκι τόνισε: «Πρέπει να δημιουργήσουμε συνθήκες όπου κανένας παράγοντας εξαρτώμενος από το κράτος των επιτιθεμένων δεν θα έχει τη δυνατότητα να χειραγωγεί τους Ουκρανούς και να αποδυναμώνει την Ουκρανία από τα μέσα. Δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν να οικοδομήσει μιαν αυτοκρατορία μέσα στην ουκρανική ψυχή».
Τα λόγια συνοδεύθηκαν από αντίστοιχες πράξεις. Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, έχουν πραγματοποιηθεί επιδρομές σε τουλάχιστον πέντε ενορίες που θεωρείται ότι «δέχονται εντολές από τη Μόσχα», ενώ το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας και Άμυνας της Ουκρανίας ζήτησε από την κυβέρνηση να νομοθετήσει την πλήρη αποκοπή της Εκκλησίας από τη Ρωσική Εκκλησία και να συνεχίσει τις έρευνες εναντίον προσώπων που «προβαίνουν σε υπονομευτικές ενέργειες για λογαριασμό των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών στο θρησκευτικό περιβάλλον της Ουκρανίας».
Πρόκειται προφανώς για κατάφωρη ανάμιξη του κράτους στα θέματα της θρησκευτικής ελευθερίας και για κήρυξη διωγμού εναντίον του μεγαλύτερου εκκλησιαστικού οργανισμού της χώρας, όπως είχε συμβεί προηγουμένως σε βάρος της πολιτικής αντιπολίτευσης. Το ότι όλα αυτά συμβαίνουν εν μέσω πολέμου, μερική μόνο δικαιολόγηση μπορεί να προσφέρει, διότι η καρδιά του «ουκρανικού ζητήματος» συνίσταται ακριβώς στην επιδίωξη της βίαιης ομογενοποίησης μιας «πολύχρωμης» κοινωνίας, προς επίτευξη μιας φαντασιακής «ουκρανικότητας», πέρα από τις πραγματικότητες που διαμόρφωσε η Ιστορία. Αν αυτό είναι βήμα πλησιάσματος προς τη “Δύση” και τις διακηρυσσόμενες πολιτικές της αξίες, αποτελεί μιαν άλλη μεγάλη συζήτηση.
Η δε τραγωδία της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας συνίσταται στο ότι βρέθηκε μεταξύ σφύρας και άκμονος, καθώς από τη μια αντιμετωπίζεται από το κράτος ως εσωτερικός εχθρός, ενώ από την άλλη η πνευματική της κεφαλή, δηλαδή ο Μόσχας Κύριλλος επευλογεί την πολεμική επιχείρηση την οποία υφίσταται ο ουκρανικός λαός, εξ ού και από τον Μάιο η «ρωσική δικαιοδοσία» στην Ουκρανία πήρε αποστάσεις και στις μισές ενορίες έπαυσε η μνημόνευσή του Πατριάρχη.
Η άλλη πλευρά, βέβαια, επίσης συμπεριφέρεται αντίστοιχα. Ήδη εκφράζεται ανησυχία για την τύχη δύο Ελληνοκαθολικών ιερωμένων, οι οποίοι συνελήφθησαν από τα ρωσικά στρατεύματα στην περιοχή του Ντονέτσκ, με την κατηγορία ότι συγκέντρωναν πυρομαχικά για πράξεις σαμποτάζ. Ο δε πρώην πρόεδρος της Ρωσίας και νυν αντιπρόεδρος του πανίσχυρου Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ πλειοδοτεί σε αποκαλυψιακή ρητορική, χαρακτηρίζοντας τους ιθύνοντες του Κιέβου ως «σατανιστές» και «εχθρούς του Χριστού και της Ορθόδοξης Εκκλησίας».
Η εργαλειοποίηση της θρησκείας δελεάζει αρκετούς – αλλά βλάπτει πολύ περισσότερους, ξεκινώντας από τη θρησκεία την ίδια.