Το κρατικό θέατρο της Στουτγάρδης αφαίρεσε από τη γνωστή και πολυβραβευμένη Βρετανίδα θεατρική συγγραφέα Κάριλ Τσέρτσιλ το βραβείο ευρωπαϊκού δράματος που της είχε απονεμηθεί τον Απρίλη. Η Τσέρτσιλ κατηγορείται από την επιτροπή που δίνει τα συγκεκριμένα βραβεία για αντισημιτισμό. Συγκεκριμένα στην ανακοίνωση της επιτροπής αναφέρεται πως η υποστήριξη της συγγραφέα στο κίνημα BDS, το κίνημα που ζητά το μποϊκοτάζ, τη μη πραγματοποίηση επενδύσεων και την επιβολή κυρώσεων εις βάρος του Ισραήλ λόγω της κατοχικής πολιτικής του στα παλαιστινιακά εδάφη, συνιστά επί της ουσίας αντισημιτισμό. Ταυτόχρονα, ανασύρει η επιτροπή το έργο ‘Seven jewish children’ από το 2009 και ξαναδιαβάζοντάς το, το κρίνει επίσης αντισημιτικό.
Στο έργο αυτό παρουσιάζονται μονόλογοι Ισραηλινών σχετικά με το τραύμα που κουβαλάνε και που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Υλικό είναι η βία στην ιστορία και το παρόν του εβραϊσμού και από το 1948 του κράτους του Ισραήλ και φτιάχνει με αυτό μονολόγους. Οι χαρακτήρες του έργου είναι γονείς και διαπραγματεύονται την ιστορία τους, εθνοτική/εθνική και οικογενειακή/προσωπική, τους διωγμούς και το Ολοκαύτωμα στην Ευρώπη, τη μετάβαση στην Παλαιστίνη με όση βία αυτό συνεπαγόταν, τους επαναλαμβανόμενους πολέμους και καταλήγουν στο θέμα της Γάζας, της τεράστιας φυλακισμένης πόλης που βομβαρδίζεται από μια ισχυρότατη πολεμική μηχανή. Πώς να μιλήσουν στα παιδιά τους; Τι να πουν και τι να κρύψουν; Το έργο φωτίζει άβολες αλήθειες: ο καταπιεσμένος μπορεί να μετατραπεί σε καταπιεστή. Τα τραύματα δεν θεραπεύονται πάντα και ούτε οδηγούν σώνει και καλά σε κάποια καλύτερη συνείδηση ενώ οι συνέπειες τους είναι περίπλοκες και παράδοξες.
Η Τσέρτσιλ «είναι μία από τις σπουδαιότερες συγγραφείς του μεταπολεμικού βρετανικού θεάτρου. Το πολυποίκιλο έργο της, μακριά από τις συμβάσεις της ρεαλιστικής δραματουργίας, έχει σαν άξονα την κριτική των αξιών στις σύγχρονες κοινωνίες, τις καταχρήσεις της εξουσίας, τη θέση των γυναικών σ’ έναν κόσμο που κυριαρχείται από τους άντρες. […]θεωρείται μεγάλη αμφισβητίας[…]. Κάθε έργο της αποτελεί και μία πρόταση […], ανοίγοντας νέους δρόμους για τη θεατρική έκφραση» σύμφωνα με το Εθνικό Θέατρο στην Αθήνα το 2020.
Στο κείμενο της επιτροπής όπου ανακοινώνεται η αφαίρεση του βραβείου δεν αναφέρονται ακριβώς τα σημεία του έργου που εντέλει «θα μπορούσαν να θεωρηθούν αντισημιτικά». Αυτό που αναφέρεται σαφώς είναι πως μετά την απονομή του βραβείου η επιτροπή πληροφορήθηκε σχετικά με υπογραφές της Τσέρτσιλ σε κείμενα υποστήριξης του κινήματος BDS.
Αντισημιτισμός 2.0;
Το να αφαιρείται ένα βραβείο από μια τέτοια δημιουργό για μια τοποθέτηση σε ένα πολιτικό θέμα, πέρα από ένδειξη λογοκρισίας και ενός νέου μακαρθισμού σύμφωνα με πλείστους ανθρώπους του θεάτρου και των γραμμάτων που διαμαρτυρήθηκαν δημόσια, είναι και ένδειξη της σύγχρονης μορφής ενός δομικού-κρατικού γερμανικού ρατσισμού, σχολιάζει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζόναθαν Κουκ. «Το Ολοκαύτωμα λειτουργεί ως άλλοθι για τους Ευρωπαίους ώστε να παρουσιάζονται ως ηθικά ανώτεροι», γράφει χαρακτηριστικά. Όμως το να παρουσιάζεται ένας πολιτισμός ως ανώτερος προϋποθέτει τη σύγκριση και ιεράρχησή του σε σχέση με άλλους οι οποίοι αυτομάτως λογαριάζονται για κατώτεροι. Αυτή είναι επιγραμματικά η έννοια του ρατσισμού.
Ο Κουκ βλέπει τις γερμανικές ελίτ, το κράτος, τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης να διολισθαίνουν συστηματικά σε έναν νέο αντισημιτισμό με θύμα αυτή τη φορά τους Παλαιστινίους με τη στενή έννοια και τον αραβικό κόσμο με την ευρεία. Είναι αλήθεια πως για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας η υπεράσπιση του κράτους του Ισραήλ αποτελεί βασική δομική κρατική αρχή (Staatsräson). Φυσιολογικό, για το κράτος που διαδέχθηκε, με βάση το διεθνές δίκαιο, το Γερμανικό Ράιχ και την εφιαλτική μορφή που πήρε αυτό υπό την ηγεσία του ναζιστικού κόμματος.
Η Γερμανία όμως φαίνεται να ξεπερνά συστηματικά ένα όριο και αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που γίνεται κριτική στο Ισραήλ σε σχέση με τη διαχρονική πολιτική του απέναντι στους Παλαιστινίους. Ενώ διακηρυγμένα είναι επιτρεπτή η άσκηση κριτικής στην πολιτική της εκάστοτε κυβέρνηση του Ισραήλ, επί της ουσίας κάθε κριτική που συνοδεύεται με έκκληση για λήψη μέτρων πίεσης προς το Τελ Αβίβ χαρακτηρίζεται ως αντισημιτική. Δεν έχει σημασία αν το Ισραήλ άρπαξε γη με τη βία, καταπάτησε κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γκρεμίζει σπίτια, ξεπατώνει αιωνόβιες ελιές, άρα στερεί το λάδι από φτωχούς ανθρώπους, σκοτώνει αμάχους και ανάμεσά τους πολλά παιδιά ακόμα και αναπήρους ή δημοσιογράφους, βομβαρδίζει κατοικημένες περιοχές, αφήνει ανενόχλητους σύγχρονους εθνοκοινοτιστές, συχνά και θρησκευτικές αντιλήψεις που παραπέμπουν στα τρίσβαθα του ανθρώπινου παρελθόντος, να δολοφονούν και να υποβάλλουν σε μαρτύρια νέους και νέες, παιδιά και γριές. Όλα αυτά δεν έχουν σημασία. Άπαξ και τα στηλιτεύσει κανείς του αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του αντισημίτη.
Τι κι αν στις καταγγελίες της μοναδικής για την ανθρώπινη ιστορία δράσης του Τελ Αβίβ για εξαφάνιση κάθε δικαιώματος των Παλαιστινίων αντιδρούν παγκοσμίως εκατομμύρια Εβραίοι με προεξάρχοντες αυτούς των ΗΠΑ, από αριστερούς μέχρι θρησκευόμενους; Το ότι είναι Εβραίοι δεν σταματά τη Γερμανία από το να τους χαρακτηρίζει συλλήβδην αντισημίτες. Άρα ικανούς, για να τραβήξουμε την έννοια του αντισημιτισμού στην απώτατη συνέπειά της, από ραβίνους από τη Νέα Υόρκη μέχρι τους μαχητικούς αντιφασίστες αντιιμπεριαλιστές αυτής της ίδιας πόλης να ξαναστήσουν υπό προϋποθέσεις νέα Άουσβιτς. Παραλογισμός.
Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος και έχει να κάνει με την βαθιά ριζωμένη ρατσιστική αντίληψη που αφορά την Δυτική και Βόρεια Ευρώπη και τη σχέση της με τον κόσμο. Το 1948 το αρχικό σχέδιο του ευρωπαϊκού αντισημιτισμού είχε υλοποιηθεί: οι Εβραίοι της Ευρώπης είχαν αποδεκατιστεί με φρικτό τρόπο από τους Ναζί, με συνεργασία πολλών σε όλη την Ευρώπη, «άριων» και μη, με τη βοήθεια της Γαλλικής χωροφυλακής και της ολλανδικής αστυνομίας, με τη δράση των Ρουμάνων φασιστών και της ελληνικής χωροφυλακής, για να αναφερθούμε και στις, κατά τους ευρωπαίους ρατσιστές, “κατώτερες φυλές” που κατοικούν τον ευρωπαϊκό χώρο. Και το όνειρο των αντισημιτών είχε υλοποιηθεί αφού οι Εβραίοι έστησαν κράτος εκτός Ευρώπης. Μπορεί να μην ήταν η Ουγκάντα ή η Μαδαγασκάρη όπως ονειρεύονταν αλλά έστω και στη Μέση Ανατολή, το εθνικό κέντρο του Ισραήλ και το σημείο αναφοράς βρέθηκε εκτός Ευρώπης. Ο Χίτλερ ίσως να έλεγε: «Να, κάτι καταφέραμε!»
Οι Εβραίοι της Ευρώπης που βρέθηκαν στην Παλαιστίνη και έστησαν το κράτος τους με τους τρόπους που το έκαναν έφεραν πάνω τους τα ευρωπαϊκά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ακόμα και τα φυλετικά εν πολλοίς. Ήταν Ευρωπαίοι κατεξοχήν, να τολμήσουμε να πούμε. Ταυτόχρονα, όχι μόνοι τους οι Ισραηλινοί πλέον, αλλά μαζί με τους Βρετανούς και τους Γάλλους είχαν κοινό αντίπαλο: τον αραβικό κόσμο. Με λύσσα πολέμησαν οι Γάλλοι τους Άραβες στην Αλγερία για να διατηρήσουν την αποικία, την κατεκτημένη χώρα. Πόλεμο έκαναν μαζί με τους Βρετανούς ώστε να μην πάρει η Αίγυπτος τον έλεγχο της Διώρυγας του Σουέζ. Ο δυτικός κόσμος πολέμησε για να διατηρήσει την κυριαρχία του με τελευταίες και πιο πρόσφατες εκδοχές τους πολέμους στο Ιράκ, τη Συρία και τη Λιβύη. Ηττήθηκε όμως. Ή βρίσκεται στη διαδικασία να ηττηθεί.
Έτσι δημιουργήθηκε ο νέος «άλλος» που δεν είναι πια ο Εβραίος αλλά ο Άραβας. Και η Γερμανία μπορεί να μη συμμετείχε με τανκς και κανόνια σε αυτούς τους πολέμους, υποστήριξε όμως ήδη με το να είναι μέρος της αντιαραβικής συμμαχίας. Και καθώς ο αραβικός κόσμος αποτελεί μέρος του ισλαμικού ο άλλος δεν είναι πια μόνο ο Άραβας, αλλά γενικά η μουσουλμάνα και ο μουσουλμάνος.
Ισλαμοφοβία λοιπόν. Που παίρνει συγκεκριμένα φονικά χαρακτηριστικά όπως στο μουσουλμανικό Αφγανιστάν, όπου ο γερμανικός στρατός σκότωσε με βομβαρδισμό πάνω από εκατό ανθρώπους, αμάχους, την ώρα που προμηθεύονταν καύσιμα. Ο υπεύθυνος αξιωματικός ελέγχθηκε και βρέθηκε από τη γερμανική και ευρωπαϊκή δικαιοσύνη αθώος.
Φρίττουν τα γερμανικά ΜΜΕ και τμήματα της κοινής γνώμης για το ότι μεγάλο μέρος των μουσουλμάνων γυναικών καλύπτει τα μαλλιά του, την ίδια στιγμή που η Γερμανία αποτελεί τη χώρα Νο 1 της Ευρώπης στο θέμα των γυναικών σκλάβων του σεξ για να ικανοποιούνται οι ορέξεις των αντρών της. Καταγγέλλει η Γερμανία τον ισλαμικό κόσμο για υποδεέστερη τοποθέτηση της γυναίκας κοινωνικά την ώρα που οι μισθολογικές διαφορές στη χώρα αυτή φτάνουν μέχρι και το 30% για ίδια εργασία και για τον ίδιο χρόνο, σε αυτή τη χώρα όπου οι πιο φτωχοί άνθρωποι είναι κατά κανόνα γυναίκες που μεγαλώνουν μόνες τους τα παιδιά τους ή που αντιμετωπίζουν κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας.
Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχίσει αλλά ας κλείσουμε εδώ. Ο Κουκ καταλήγει στο συμπέρασμα πως η Γερμανία ως σύστημα χρειάζεται να ορίζει κάποιον πληθυσμό, κάποιον πολιτισμό ως «άλλο» ως σημείο αναφοράς για να δείξει που διαφοροποιείται και με ποιους τρόπους ο πολιτισμός της είναι ανώτερος. Το Ισραήλ είναι η μαχόμενη Ευρώπη μέσα στους απολίτιστους, χοντρικά. Εξ αυτού δε γλυτώνει ούτε ο πολιτισμός. Οπότε, ναι, αφαιρέθηκε το βραβείο από την Τσέρτσιλ γιατί αυτή ζήτησε να μην εξευτελίζονται μελαχρινές γιαγιάδες από ξανθούς εθνοφυλετιστές τραμπούκους, γιατί υπέγραψε να μη βομβαρδίζονται άμαχοι, να μη στερούνται οι Παλαιστίνιοι των δικαιωμάτων τους.
Είναι όμως όλη η Γερμανία έτσι; Και βέβαια όχι! Μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού κατακρίνουν την ισραηλινή πολιτική στις κουβέντες, λιγότεροι στους δρόμους, κυρίως από το μεγάλο χώρο της Αριστεράς αλλά και της σοσιαλδημοκρατίας, από τους χώρους δηλαδή που μάτωσαν και για την υποστήριξη των Εβραίων στα εφιαλτικά χρόνια του ναζισμού. Όμως αυτοί οι άνθρωποι, ακόμα και αν είχαν παππού, πατέρα ή γιαγιά κρατούμενους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης χαρακτηρίζονται ως αυτό που δεν είναι: αντισημίτες.