Χαρακτηριστικά κρίσης φαίνεται να λαμβάνουν οι διμερείς σχέσεις Ρωσίας-Αρμενίας, έπειτα από την άρνηση της τελευταίας να φιλοξενήσει κοινή στρατιωτική άσκηση που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο του Οργανισμού του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας (ΟΣΣΑ). Το φιτίλι άναψε ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Αρμενίας, Νικόλ Πασινιάν, όταν σε πρόσφατη συνέντευξη τύπου δήλωσε πως η χώρα του δεν θα δεχτεί την πραγματοποίηση των κοινών ασκήσεων στο έδαφος της, ενώ εξαπέλυσε κατηγορίες και προς τα ρωσικά στρατεύματα στην ευρύτερη περιοχή. Όπως ανέφερε ο Πασινιάν, οι ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί στον Διάδρομο του Λατσίν τα τελευταία χρόνια έπειτα από τη λήξη του πολέμου του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, προκαλούν υποψίες ως προς τους σκοπούς και τις κινήσεις τους. Μάλιστα, όπως υποστήριξε ο πρωθυπουργός της Αρμενίας, εφόσον οι στρατιωτικές δυνάμεις δεν επιτελούν το βασικό λόγο ύπαρξης τους, που αφορά την προστασία των Αρμενίων της de facto Δημοκρατίας του Αρτσάχ και της ασφαλούς μετακίνησης τους από και προς την Αρμενία, θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από μία διεθνή ειρηνευτική δύναμη.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις βρίσκονται τοποθετημένες και εντός του αρμενικού εδάφους και πιο συγκεκριμένα στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αρμενίας, το Γκιουμρί, όπου λειτουργεί η 102η ρωσική στρατιωτική βάση. Παρόλο που οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις βρίσκονται στην Αρμενία για δεκαετίες, πολύ πριν την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Πασινιάν δεν δίστασε να εξαπολύσει κατηγορίες και προς αυτές. Όπως ανέφερε ο Πασινιάν, η ρωσική στρατιωτική παρουσία στην Αρμενία δημιουργεί περισσότερες απειλές παρά ασφάλεια στη χώρα του.
Η Ρωσία με τη σειρά της προτίμησε να περιοριστεί σε μία τυπική ανακοίνωση, λέγοντας δια στόματος του εκπροσώπου του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ, πως η Αρμενία παραμένει ένας στενός σύμμαχος με τον οποίο θα συνεχιστεί ο διάλογος, ώστε να ξεκαθαριστούν οι θέσεις της. Μία πιο σκληρή απάντηση επέλεξε να δώσει η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα, η οποία ξεκαθάρισε πως οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις έχουν συνεισφέρει στην ασφάλεια της Αρμενίας για δεκαετίες, συμπληρώνοντας πως όποιοι επιθυμούν να δείξουν τους δείξουν την εξώπορτα αγνοούν τις συνέπειες ενός τέτοιου βήματος.
Το χρονικό της όξυνσης
Παραδοσιακά η Αρμενία αποτελούσε μία από τις πιο πιστές συμμαχικές δυνάμεις της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου. Ακόμα και η εκλογή του φιλοδυτικού Πασινιάν δεν είχε καταφέρει να κλονίσει αυτές τις σχέσεις, σε εμφανές τουλάχιστον επίπεδο, καθώς η πολιτική κεφαλή του Γερεβάν αντιλαμβανόταν τη βαθιά οικονομική και γεωπολιτική εξάρτηση της Αρμενίας από τη Μόσχα. Μία εξάρτηση, η οποία σφραγίστηκε από την ήττα της αρμενικής πλευράς στον δεύτερο πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όταν και οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις ανέλαβαν την εγγύηση της ασφάλειας στην περιοχή. Ωστόσο, η εκεχειρία που επιτεύχθηκε ύστερα από τη λήξη του πολέμου δεν έχει μετουσιωθεί σε μία συνθήκη ειρήνης και σταθερότητας για τον ευρύτερο νότιο Καύκασο, με το Μπακού και το Γερεβάν να αλληλοκατηγορούνται για τις συχνές παραβιάσεις κατάπαυσης πυρός, ενώ η Ρωσία λειτουργούσε περισσότερο ως μεσάζοντας που προσπαθούσε να εξομαλύνει την κατάσταση.
Βέβαια, ο ρόλος αυτού του μεσάζοντα προσλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο από την κάθε δύναμη στην περιοχή. Για τη Δημοκρατία του Αρτσάχ, η Ρωσία αποτελεί τον βασικό εγγυητή για την βιολογική της επιβίωση απέναντι στις δυνάμεις του Μπακού που συνεχίζουν να πιέζουν προς την κατεύθυνση ανάκτησης πλήρους ελέγχου του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Ως εκ τούτου, η παρουσία της Ρωσίας μοιάζει περισσότερο να αποτελεί πονοκέφαλο για το Αζερμπαϊτζάν. Για την Αρμενία, η Ρωσία και κατ’ επέκταση ο ΟΣΣΑ, αποτελεί βασικό εγγυητή της αμφισβητούμενης εδαφικής ακεραιότητας και ασφάλειας της χώρας. Ωστόσο παρά τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις του Γερεβάν για παροχή στήριξης, ο ΟΣΣΑ, στον οποίο ηγεμονεύει η Ρωσία, δεν έχει δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εμπλακεί ενεργά στα σύνορα της Αρμενίας. Η επιλογή του ΟΣΣΑ να διατηρήσει μία παθητική στάση στα συνοριακά ζητήματα της Αρμενίας, παρά την απογοήτευση και τις τριβές που προκαλεί με το Γερεβάν, είναι μία πολύ κατανοητή θέση. Αρκεί κανείς να σκεφτεί τον ασκό του Αιόλου που θα άνοιγε μία ενεργός στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας και των υπόλοιπών κρατών μελών του ΟΣΣΑ εναντίον του Αζερμπαϊτζάν και κατ’ επέκταση της Τουρκίας. Ας μην ξεχνάμε πως τα δύο τελευταία κράτη έχουν συνάψει μία σειρά συνθηκών κοινής στρατιωτικής άμυνας.
Η τομή της Ουκρανίας
Με τη Ρωσία απορροφημένη στον μέτωπο της Ουκρανίας, δημιουργήθηκε ένα σημαντικό κενό ισχύος στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου. Εκμεταλλευόμενο αυτό το κενό, το Αζερμπαϊτζάν προχώρησε τον Σεπτέμβριο σε μία μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της Αρμενίας. Η τελευταία στράφηκε απεγνωσμένα στον ΟΣΣΑ για υποστήριξη, χωρίς όμως να λάβει την αναγκαία βοήθεια. Τελικά η στήριξη προήλθε από τη Δύση και συγκεκριμένα τις ΗΠΑ, με την τότε πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι να επισκέπτεται την Αρμενία σε μία ένδειξη αλληλεγγύης και καταδίκης της επιθετικότητας του Αζερμπαϊτζάν. Βέβαια η Πελόζι δεν έφτασε ως την Αρμενία για να δηλώσει μονάχα την αλληλεγγύη της, αλλά και να μετατοπίσει την Αρμενία υπέρ των συμφερόντων του αμερικανικού στρατοπέδου. Όπως όλα δείχνουν αυτή είναι και η πιο κατάλληλη στιγμή για να γίνει μία τέτοια μετατόπιση.
Η πολιτική κεφαλή της Αρμενίας αποτελείται από μία κυβέρνηση με φιλοδυτικά στοιχεία, απογοητευμένη από τη ρωσική αδράνεια και σε αναζήτηση νέων συμμάχων, ενώ και τα συναισθήματα των Αρμενίων ως προς τη Ρωσία μοιάζουν να είναι ανάμεικτα. Παράλληλα, η χώρα έχει υποδεχτεί τους μεγαλύτερους αριθμούς Ρώσων μεταναστών, έπειτα από την έναρξη του πολέμου, οι περισσότεροι από τους οποίους τρέφουν αρνητικά συναισθήματα απέναντι στην κυβέρνηση Πούτιν, είτε επειδή τους επηρεάζουν οι οικονομικές κυρώσεις της Δύσης είτε λόγω πολιτικών θέσεων. Με αυτήν την συνθήκη να επικρατεί εντός Αρμενίας, δεν είναι τυχαία και η αύξηση των αντιρωσικών διαδηλώσεων στη χώρα, οι οποίες φτάνουν μέχρι και τη ρωσική βάση στο Γκιουμρί, με τους διαδηλωτές να κρατάνε συχνά και σημαίες της Ουκρανίας. Πολλές από τις διαδηλώσεις καθοδηγούνται από ακροδεξιά φιλοδυτικά κόμματα.
Δεν είναι όμως μονάχα η Αρμενία, η οποία ταλανίζεται από καθοδηγούμενες διαδηλώσεις. Εδώ και περίπου ένα μήνα, διαδηλωτές από το Αζερμπαϊτζάν έχουν αποκλείσει τον Διάδρομο του Λατσίν, με πρόσχημα την καταδίκη των πολιτικών της Αρμενίας ενάντια στο περιβάλλον. Το αποτέλεσμα του αποκλεισμού του διαδρόμου, είναι πως η Δημοκρατία του Αρτσάχ έχει χάσει κάθε επαφή με την Αρμενία, με εμφανή τον κίνδυνο μίας ανθρωπιστικής κρίσης. Μοναδική ελπίδα για τους Αρμενίους του Αρτσάχ αυτή τη στιγμή είναι οι ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις, οι οποίες ωστόσο δεν έχουν καταφέρει να ανοίξουν ξανά τον Διάδρομο του Λατσίν. Ενδιαφέρον προκαλεί η σχετική αδιαφορία της Αρμενίας για τον αποκλεισμό, η οποία πετάει το μπαλάκι στις ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις, υποστηρίζοντας πως αυτές είναι υπεύθυνες για την ασφάλεια των κατοίκων του Αρτσάχ και όχι η Αρμενία.
Ο Καύκασος χωρίς τη Ρωσία;
Η Αρμενία γνωρίζει πάρα πολύ καλά το βάθος της εξάρτησης της από τη Ρωσία, επομένως η έντονη μετατόπιση της ακόμα και σε επίπεδο δημοσίου λόγου εναντίον της Μόσχας, δεμ θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς να υπάρξουν οι απαραίτητες εγγυήσεις από όσους θα κέρδιζαν από μία υποχώρηση της Ρωσίας από τον Καύκασο. Μία υποχώρηση, την οποία φαίνεται να επιθυμούν και η Τουρκία με το Αζερμπαϊτζάν, πέραν της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. Από την άλλη, τόσο το Ιράν όσο και η Δημοκρατία του Αρτσάχ δεν επιθυμούν καμία αλλαγή στο status quo του Καυκάσου.
Η Ρωσία πάντως παραμένει σιωπηρή ακόμα και απέναντι στην Αρμενία, η οποία συνεχίζει να ρίχνει σπίθες στις διμερείς σχέσεις. Το μέλλον των σχέσεων Γερεβάν-Μόσχας παραμένει θολό, ωστόσο δύο αλληλοσυνδεόμενα στοιχεία είναι δεδομένα. Αρχικά η Αρμενία παραμένει βαθιά εξαρτημένη, σε επίπεδο επιβίωσης, από τη Ρωσία, ενώ η παρουσία και η επιρροή της τελευταίας στην περιοχή του Καυκάσου μετράει αιώνες. Επομένως η υποχώρηση της δεν θα είναι μία απλή διαδικασία, όπως πολλοί θα ονειρεύονταν.