Εξεμάνη μια μουρλοκακομοίρα του διαδικτύου που το αρβανίτικο «Τατόι» έχει εκτοπίσει το αρχαιοελληνικό «Δεκέλεια». Διότι το πένθος της για τον Άνακτα δεν καταπνίγει παρά ταύτα την αγωνία της για τον ευτελισμό της γλώσσης.
Στον καιρό μου, πάντως, τα αρχαιοελληνικά τοπωνύμια της Αττικής έχαιραν άκρας υγείας, τουλάχιστον αν κρίνω από τους σιδηροδρομικούς που φώναζαν από βαγόνι σε βαγόνι «Αφίδναι θα κατέβει κανείς;», «Από Αχαρναί κανείς;».
Αντιθέτως, από την πλευρά μου δεν μπορώ παρά να εκφράσω τη θλίψη μου για την σημερινή αδαή νεολαία, που δεν ξέρει να ταυτίσει τις Κουκουβάουνες, το Κακοσάλεσι, τη Μαγκουφάνα, το Λιόπεσι, τη Μπάλα, το Μάζι, το Μπογιάτι και βεβαίως τα Κιούρκα.
Τους Δεκελείς δεν είναι να τους έχουμε περί πολλού, διότι στην αρχαιότητα τους συνόδευε η φήμη ρουφιάνων. Αυτοί κάρφωσαν στον Κάστορα και τον Πολυδεύκη πού είχε κρύψει ο Θησέας την Ωραία Ελένη, για αυτό και οι Σπαρτιάτες πάντα την φρόντιζαν τη Δεκέλεια – και πριν τον Δεκελεικό Πόλεμο.
Οι Αρβανίτες, πάλι, ήταν άνθρωποι των οικογενειακών αξιών. Τα τοπωνύμια που άφησαν στην «λεπτόγεω» Αττική προέρχονται από τους επικεφαλής της κάθε φάρας: από τον Σπάτα, τον Λιόση, τον Τατόη (αρβανιτόβλαχος, λέει, αυτός), τον Βαρυμπόπα και τον Μπούα (όρα Μπογιάτι).
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο οικογενειακό κτήμα στο Μπογιάτι, εξ ού και γνώριζε αρβανίτικα. Στην τολστοϊκή του εφηβεία ονειρευόταν να οργανώσει εκεί μιαν αγροτική κολλεκτίβα. Η τερπνή μνήμη του τόπου τον οδήγησε να γράψει το πρώτο μοντερνιστικό του ποίημα «Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου» (το οποίο γνωρίζαμε μόνο από τις αναφορές του Ελύτη, μέχρι που βρέθηκε και εκδόθηκε στις μέρες μας), όπου με ελεύθερο συνειρμό περιγραφές από γαμήσια της Λαίδης Τσάτερλι διαπλέκονται και κορυφώνονται με έναν ύμνο στην «επική μας ΕΣΣΔ / από την οποία σήμερα εκπορεύονται το φως και οι εντολές του Κομιντέρν».
Η έλευση των Αρβανιτών στην Αττική στα τέλη του 14ου αιώνα θα πρέπει να ιδωθεί ως άλλος ένας τρόπος για να «γίνουμε Ευρώπη», αφού προέκυψε από πρόσκληση των Καταλανών κυριάρχων των Αθηνών, που είχαν ανάγκη μισθοφόρων. Κατόπιν υπήρξαν μέχρι τον 18ο αιώνα και άλλα κύματα Αρβανιτών, με αποτέλεσμα να σημειώνονται τοπικές διαφοροποιήσεις.
Κατά τον Μπίρη, οι Αρβανίτες που ζούσαν στο Μενίδι και τις Κουκουβάουνες είχαν το ίδιο γλωσσικό ιδίωμα με τους προνομιούχους Γκάγκαρους που κατοικούσαν στην Πλάκα και είχαν τα κτήματά τους εκτός πόλης. Αντίθετα, οι Αρβανίτες του Μαρουσιού και του Χαλανδρίου προέρχονταν κυρίως από την Άνδρο. Τους Γκάγκαρους έφεραν στην Αττική οι Οθωμανοί, προκειμένου να τους απομακρύνουν από την Πελοπόννησο, όπου είχαν την κακή συνήθεια να συνεργάζονται με τους Ενετούς.
Όσοι από τους Πελοποννήσιους Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν μετά την άλωση της Μεθώνης από τους Οθωμανούς στη Σικελία, για την ακρίβεια στην Piana dei Greci (Κοιλάδα των θρησκευτικώς Ελληνορύθμων), την οποία ο Μουσολίνι μετονόμασε σε Piana degli Albanesi, διατηρούν ακόμη τη μνήμη της παλαιάς πατρίδας, τραγουδώντας συγκινημένοι το υπέροχο «Moj e Bukura More».
Υπενθυμίζω ότι και το τοπωνύμιο «Πλάκα» προέρχεται από το αρβανίτικο “pljakë” που σημαίνει “παλαιά”. Επικαλούμαι ως πρόσθετη επιβεβαίωση το ότι το Λεξικό Μπαμπινιώτη αποκρούει μετά βδελυγμίας αυτή την αντεθνική ετυμολόγηση.
Περιττόν τυγχάνει να υπενθυμίσω ότι οι Αρβανίτες υπήρξαν στυλοβάτες της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους, είτε στην βασιλευόμενη ήταν στην αβασίλευτη εκδοχή. Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, έδινε στα αρβανίτικα τις οδηγίες προς τα πληρώματα κατά τη Ναυμαχία της Έλλης (1912).
«Τα τόπια δεξιά. Βρας! / Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!» έψαλλε ο έτερος των μεγάλων Ελλήνων υπερρεαλιστών Εγγονόπουλος.
Πάντως οι Αρβανίτες του υπολοίπου Αττικής υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό βασιλόφρονες, όπως φάνηκε και από το δημοψήφισμα του 1974. Για τον ίδιο λόγο είναι σε μεγάλο βαθμό και Παλαιοημερολογίτες, εφόσον η αλλαγή του ημερολογίου το 1924 συνέπεσε με την κήρυξη της Αβασιλεύτου και αμέσως πολιτικοποιήθηκε.
Δύο χρόνια νωρίτερα, ενώ το Μικρασιατικό Μέτωπο είχε καταρρεύσει και στα νησιά είχε εκδηλωθεί το κίνημα του Πλαστήρα, οι υπέρμαχοι του Κωνσταντινισμού σκέφτηκαν να καλέσουν προς υπεράσπιση των Αθηνών τους Αρβανίτες των Μεσογείων. Αλλά αυτοί ήσαν απασχολημένοι στον τρύγο. «Πείτε του κουμπάρου ότι θα έρθουμε μετά» ήταν η απάντησή τους. Ο Κωνσταντίνος είχε συμβολικά κουμπαριάσει με όλο τον Στρατό, καθιστώντας τον ανάδοχο στην βάπτιση της κόρης του Αικατερίνης. Η μετέπειτα λαίδη Μπράντραμ είναι και αυτή θαμμένη στο Τατόι.