Ο πρόεδρος της Βραζιλίας Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα απέπεμψε τον αρχηγό του στρατού της χώρας στρατηγό Χούλιο Σέζαρ ντε Αρούντα μετά την εισβολή σε πολλά κυβερνητικά κτίρια από τους υποστηρικτές του πρώην προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρου.
Ο στρατηγός Αρούντα είχε αναλάβει το αξίωμα αυτό προσωρινά στις 30 Δεκεμβρίου, δύο ημέρες πριν από τη λήξη της θητείας του ακροδεξιού προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρου και η νέα κυβέρνηση του Λούλα τον κρατούσε έως σήμερα στη θέση του.
Ο Αρούντα είχε παρευρεθεί σε μια συνάντηση με τον Λούλα την Παρασκευή, συνοδευόμενος από τους διοικητές του ναυτικού, Μάρκος Σαμπάιο Όλσεν, και της πολεμικής αεροπορίας, Μαρσέλο Κανίτς Νταμαστσένο.
Ο υπουργός Άμυνας Χοσέ Μούτσιο Μοντέιρο είπε στους δημοσιογράφους μετά τη συνάντηση ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας δεν είχαν άμεση ανάμειξη στις ταραχές, αλλά πρόσθεσε ότι όποιος από το στρατιωτικό προσωπικό εμπλέκεται θα πρέπει να «απαντήσει από τη θέση του ως πολίτης».
Τη θέση του αποπεμφθέντος ανέλαβε ο 62χρονος στρατηγός Τόμας Μιγκέλ Ριμπέιρο Πάιβα, ο οποίος είχε διατελέσει αρχηγός της Νοτιοανατολικής Στρατιωτικής Διοίκησης και ήταν δεύτερος στη λίστα των στρατηγών που θα μπορούσαν να αναλάβουν το αξίωμα.
Ο Τομάς Ριμπέιρο Πάιβα δήλωσε σε δημόσια ομιλία την Τετάρτη ότι ο στρατός θα συνεχίσει «να εγγυάται τη δημοκρατία». «Είναι η κυβέρνηση του λαού, της εναλλαγής στην εξουσία. Είναι η ψήφος. Και όταν ψηφίζουμε, οφείλουμε να σεβόμαστε τα αποτελέσματα της κάλπης», ανέφερε.
Η κίνηση έρχεται εβδομάδες αφότου οι υποστηρικτές του Μπολσονάρου εισέβαλαν στο Εθνικό Κογκρέσο, το προεδρικό παλάτι και το Ανώτατο Δικαστήριο στη Μπραζίλια στις 8 Ιανουαρίου, ζητώντας από τον στρατό να παρέμβει για να ανατρέψει την ήττα του Μπολσονάρου από τον Λούλα στις προεδρικές εκλογές.
Αμέσως μετά τις ταραχές, ο Λούλα είχε δηλώσει πως υποπτευόταν συμπαιγνία «ανθρώπων στις ένοπλες δυνάμεις». Ακολούθησαν δηλώσεις του ότι θα εκκαθαρίσει τις δυνάμεις ασφαλείας της χώρας από τους σκληροπυρηνικούς πιστούς του Μπολσονάρου και η αποπομπή 53 στρατιωτικών, 13 από τους οποίους ήταν μέλη του Γραφείου Θεσμικής Ασφάλειας (GSI), ενός κυβερνητικού φορέα υπεύθυνου να βοηθά τον αρχηγό του κράτους στην πολιτική του που αφορά την εθνική ασφάλεια και άμυνα.