Η Κριστίν Λάμπρεχτ, μέχρι πρότινος υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 16 Ιανουαρίου, ύστερα από μια θυελλώδη μονοετή θητεία. Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά της, τον Δεκέμβριο του 2021, βρισκόταν σε μια ζηλευτή θέση, σε σχέση με πολλούς από τους συναδέλφους της. Το χαρτοφυλάκιο της Άμυνας, προσέφερε κύρος, πολιτικό κεφάλαιο εντός και εκτός Γερμανίας, προοπτικές μελλοντικής αναβάθμισης, βόλτες με ελικόπτερα και κυρίως ασφάλεια, καθώς οι ευθύνες ήταν λίγες και οι πολιτικές προστριβές ανύπαρκτες. Έτσι, μπορούμε να φανταστούμε την Κριστίν Λάμπρεχτ να αποδέχεται τη θέση με ενθουσιασμό, σίγουρη πως θα έχει προσωπικά μιαν εύκολη θητεία. Μια εκτίμηση βασισμένη στην πραγματικότητα του 2021, πραγματικότητα όμως η οποία άλλαξε άρδην με την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Και η κυρία Λάμπρεχτ ξαφνικά, βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όχι μόνο της χώρας της, αλλά παγκοσμίως. Γιατί η Δύση χτυπάει τύμπανα πολέμου και η Γερμανία, σε μια νύχτα, μετετράπη στον πιο αδύναμο κρίκο.
Ένα Υπουργείο της σκόνης, της μούχλας και της αράχνης
Όταν κάποιος σκέφτεται τον γερμανικό στρατό, πιθανά το μυαλό να ταξιδεύει σε εικόνες μιας καλοκουρδισμένης μηχανής θανάτου και στο βηματισμό της χήνας υπό τους ήχους του «Έρικα». Ο θρύλος της Πρωσίας συνοδεύει ακόμη και σήμερα την Bundeswehr, ενισχυμένος από την αντοχή την οποία επέδειξε η Γερμανία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και από την εξωφρενική ταχύτητα με την οποία οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι εικόνες αυτές όμως είναι ασπρόμαυρες. Η Πρωσία πλέον δεν υπάρχει, ούτε και οι αποτελεσματικές χιτλερικές στρατιές (οι οποίες δεν ήταν ποτέ καλοκουρδισμένες, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση). Η εικόνα των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων στο σήμερα, δεν θυμίζει σε τίποτα αυτό το οποίο μπορεί να υπάρχει στο φαντασιακό μας.
Μετά την ήττα το 1945, κανένας δεν έβλεπε με καλό μάτι έναν επανεξοπλισμό της χώρας, η οποία αιματοκύλησε τον κόσμο. Η ανάγκη όμως είναι μητέρα της Ιστορίας. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν άφησε κανένα περιθώριο εκατέρωθεν του Σιδηρού Παραπετάσματος και στα μέσα της δεκαετίας του 1950 δημιουργείται η Bundeswehr στη Δυτική Γερμανία (η οποία και μας ενδιαφέρει ως πολιτικός πρόγονος της σημερινής χώρας). Με καθαρά αμυντικό προσανατολισμό, οι ένοπλες δυνάμεις στελεχώθηκαν κυρίως από παλιούς στρατιώτες και αξιωματικούς του Τρίτου Ράιχ (ακόμη και με παλαιά μέλη των SS). Η Δυτική Γερμανία προσχωρεί στο ΝΑΤΟ την ίδια περίοδο, αν και ακολουθεί αυστηρή πολιτική ως προς την αποστολή στρατευμάτων εκτός της επικράτειάς της. Σε κάθε περίπτωση, η βασική συνεισφορά της δεν ήταν το αξιόμαχο του υποστελεχωμένου στρατού της, αλλά η προσφορά βάσεων στους νατοϊκούς συμμάχους της καθώς και η ισχυρή πολεμική της βιομηχανία, η οποία και έκανε κυριολεκτικά χρυσές δουλειές.
Με την επανένωση των δύο Γερμανιών, ο στρατός της Ανατολικής Γερμανίας διαλύεται με ένα μικρό τμήμα του (20.000 προσωπικού) να ενώνεται με την Bundeswehr. Με τον Ψυχρό Πόλεμο να έχει τελειώσει, το «Τέλος της Ιστορίας» να είναι το κυρίαρχο αφήγημα στη γεμάτη αυτοπεποίθηση Δύση και την Ουάσιγκτον να συνεχίζει να παίζει το ρόλο του προστάτη της Γηραιάς Ηπείρου, η Γερμανία δεν βρήκε κανένα λόγο να αναπτύξει τις ένοπλες δυνάμεις της. Έχοντας ως κυρίαρχη στρατηγική την οικονομική ανάπτυξη, με προσανατολισμό στις εξαγωγές, μείωσε περαιτέρω τον ήδη ισχνό προϋπολογισμό στον τομέα της άμυνας και επένδυσε τα χρήματα σε έργα υποδομών. Ενωμένη και ισχυρή πια, καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να αρκεστεί στο ρόλο του παρατηρητή των διεθνών εξελίξεων και αποστέλλει στρατεύματα, για πρώτη φορά μετά το 1945, στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας το 1999. Η στήριξη των νατοϊκών στρατευμάτων έγινε μετά από πίεση και των Πρασίνων, αν και στο Βερολίνο όλοι συνέχιζαν να βλέπουν την οικονομική ενίσχυση της Bundeswehr ως σπατάλη χρημάτων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η θέση του υπουργού Άμυνας ήταν για δεκαετίες μια εύκολη δουλειά. Ο εκάστοτε υπουργός δεν είχε να διαχειριστεί κανέναν προϋπολογισμό άξιο λόγου, αλλά ταυτόχρονα διατηρούσε απόσταση από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις του Βερολίνου. Η κύρια αποστολή του ήταν η διαμεσολάβηση ανάμεσα στην πολεμική βιομηχανία της Γερμανίας και τις ξένες χώρες, αποστολή επωφελής τόσο για τη γερμανική οικονομία όσο και για το προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο του υπουργού. Η μόνη πίεση την οποία συμπεριλάμβανε η δουλειά ήταν, κατά κύριο λόγο, στις διασκέψεις του ΝΑΤΟ, όπου οι σύμμαχοι και κυρίως οι ΗΠΑ, ασκούσαν πιέσεις για αύξηση των αμυντικών δαπανών. Καθώς όμως η Γερμανία δεν είναι κάποια περιφερειακή χώρα των Βαλκανίων, οι πιέσεις αυτές για δεκαετίες από το ένα αυτί έμπαιναν και από το άλλο έβγαιναν. Το «Τέλος της Ιστορίας» όμως δεν έχει έρθει και σύντομα η πραγματικότητα άρχισε να πιέζει.
Η ρωσική αρκούδα ξύπνησε
Ή τουλάχιστον αυτό ισχυριζόταν ο ευρωπαϊκός τύπος μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Η πραγματικότητα βέβαια, όπως πάντα, είναι ελαφρώς διαφορετική. Η Γερμανία μαζί με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, έκανε ό,τι μπορούσε για να οξυνθούν οι αντιπαραθέσεις στην περιοχή και να «ξυπνήσει η ρωσική αρκούδα». Το παράδοξο της υπόθεσης είναι πως δεν έκανε καμία προετοιμασία για το χειρότερο σενάριο και οι Γερμανοί ούτε ενίσχυσαν τη στρατιωτική τους ετοιμότητα στα πλαίσια ενός επικίνδυνου παιχνιδιού στην Ουκρανία, ούτε προσπάθησαν να απαγκιστρωθούν ενεργειακά από τη Μόσχα. Δεν ξέρουμε αν αυτό οφειλόταν σε μια τρομακτική υπερτίμηση των δυνάμεων της Δύσης ή μια τρομακτική υποτίμηση της ρωσικής αντίδρασης. Πιθανότατα ένας συνδυασμός των δύο.
Γεγονός είναι πάντως πως, υπό την Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, ξεκίνησε μια δειλή αύξηση των αμυντικών δαπανών. Στην κατεύθυνση αυτή έπαιξαν ρόλο και οι πιέσεις της Ουάσινγκτον. Η τότε καγκελάριος Μέρκελ υπέκυψε στις πιέσεις, παρουσιάζοντας όμως την απόφαση, σε μια δεξιοτεχνική πολιτική κίνηση, ως αναγκαιότητα καθώς «δεν μπορούμε να βασιζόμαστε πλέον στις ΗΠΑ». Έτσι, διατήρησε την εικόνα της «σιδηράς κυρίας» στο εσωτερικό της χώρας, αλλά ταυτόχρονα έλαβε την έγκριση του γερμανικού λαού για αύξηση των αμυντικών δαπανών, η οποία πάντως δεν έφτασε το 2% του ΑΕΠ, όπως και ζητούσε ο Τραμπ.
Με τον αμυντικό προϋπολογισμό να κινείται γύρω στα 45 δισεκατομμύρια ευρώ, απόλυτο νούμερο υψηλό, αλλά αμελητέο σε σχέση με τις δυνατότητες της Γερμανίας, τα χρόνια της Φον Ντερ Λάιεν ήταν σχετικά ήρεμα, με μόνη ανησυχία τα σκάνδαλα παρείσφρησης νεοναζιστικών στοιχείων στο στράτευμα. Την περίοδο εκείνη, στους σταθμούς του Βερολίνου, οι επιβάτες αντίκριζαν μεγάλες διαφημίσεις του Υπουργείου Άμυνας, το οποίο αναζητούσε βοηθητικό προσωπικό, στρατιώτες, ιατρούς κλπ. Παρά τις αξιοπρεπείς αποδοχές, όμως, αν κρίνει κανείς από τη μακρά διάρκεια της συγκεκριμένης διαφημιστικής εκστρατείας, οι Γερμανοί μάλλον δεν ανταποκρίθηκαν ένθερμα.
Η θητεία της Φον Ντερ Λάιεν τελειώνει, με την ίδια να εξαργυρώνει την άοσμη παρουσία της στο αξίωμα, με τη θέση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την οποία υπηρετεί με τον ίδιο άοσμο τρόπο. Τη θέση της αναλαμβάνει μια ακόμη αδιάφορη πολιτική φιγούρα, η Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, η οποία υποτίθεται θα αντικαθιστούσε την Μέρκελ στην καγκελαρία, αλλά ακόμη και το ήσυχο Υπουργείο Άμυνας, δεν κατάφερε να την προφυλάξει από τον εαυτό της και σύντομα βρέθηκε στα αζήτητα.
Ο πόλεμος και μια θυσία για την ομάδα
Άνθρωποι των παραδόσεων οι Γερμανοί, παρέδωσαν για ακόμη μια φορά την άμυνα της χώρας τους σε μια άχρωμη προσωπικότητα του κυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, την Κριστίν Λάμπρεχτ. Μόνο που σε αντίθεση με τη νέα υπουργό, το 2022 μόνο άχρωμο δεν ήταν. Ένα μήνα ηρεμίας είχε η κυρία Λάμπρεχτ στο καινούργιο της γραφείο. Ο Φεβρουάριος του 2022 και η εισβολή στην Ουκρανία άλλαξε το job description της δραματικά.
Με την έναρξη του πολέμου, ο αντιστράτηγος και επιθεωρητής Mais ειδοποίησε για την ανεπάρκεια του γερμανικού στρατού. Συναγερμός σήμανε στο Βερολίνο. Χρόνια υποχρηματοδότησης σε συνδυασμό με κακοδιαχείριση, δεν επέτρεπαν στη Γερμανία όχι απλά να σταθεί στρατιωτικά απέναντι στη Ρωσία, αλλά ούτε και στηρίξει ουσιωδώς την Ουκρανία χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δική της άμυνα. Αν βάλει κάποιος στην εξίσωση την πάγια δυσφορία εμπλοκής σε εμπόλεμες ζώνες, το Βερολίνο κυριολεκτικά παρέλυσε το πρώτο διάστημα του πολέμου και μας χάρισε απολαυστικές στιγμές, όπως τα 5.000 κράνη που δωρήθηκαν στην Ουκρανία, σε μία αποστολή την οποία βάφτισε «στρατιωτική στήριξη». Τελικά η ομοσπονδιακή κυβέρνηση λύγισε στις πιέσεις και σταδιακά ξεκίνησε την αποστολή ολοένα και βαρύτερου οπλισμού, τον οποίο πρέπει να αντικαταστήσει με παχυλές παραγγελίες στη γερμανική πολεμική βιομηχανία, που βλέπει τα κέρδη της να εκτινάσσονται.
Σε αυτό το φόντο, η γερμανική Βουλή αποφάσισε ενίσχυση της Bundeswehr με ένα ειδικό κονδύλι ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, σε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης, η οποία όμως, όπως αναλυτές σημειώνουν, δεν απαιτεί μόνο αύξηση χρηματοδότησης, αλλά και χρηστή διαχείρισή της, με το Βερολίνο μέχρι τώρα να μην έχει να επιδείξει καλά αποτελέσματα, καθώς έχει ιδιωτικοποιήσει μια σειρά υπηρεσιών που σχετίζονται με το στράτευμα. Το μόνο βέβαιο είναι, πως το Υπουργείο Άμυνας δεν είναι πλέον το σκονισμένο, ήρεμο μέρος που ήταν πριν από ένα χρόνο.
Η Κριστίν Λάμπρεχτ είναι γνωστή στο γερμανικό κοινό, κατά κύριο λόγο, για τις γκάφες της. Οικογενειακά ταξίδια με πολεμικά ελικόπτερα, αδυναμία εκμετάλλευσης του μποναμά των 100 δισ., πομπώδεις εκφράσεις εκτός τόπου και χρόνου στις επίσημες επισκέψεις της και ως αποκορύφωμα, ένα ανεκδιήγητο βίντεο το οποίο και πόσταρε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Με φόντο τα πυροτεχνήματα στο Βερολίνο, αναφέρθηκε στον πόλεμο στην Ουκρανία και δήλωσε πόσες ωραίες εμπειρίες είχε και πόσους ενδιαφέροντες ανθρώπους γνώρισε στα πλαίσια των καθηκόντων της το 2022. Απρεπές τουλάχιστον. Αν μιλάμε για Υπουργό Άμυνας, πράγματι, αποτελεί δείγμα λανθασμένου επαγγελματικού προσανατολισμού. Και η τέλεια ευκαιρία να προσωποποιηθεί ό,τι πήγε λάθος στους υπολογισμούς του Βερολίνου, θα προσθέταμε.
Η Λάμπρεχτ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 16 Ιανουαρίου, πληρώνοντας το τίμημα όχι μόνο της δικής ανεπάρκειας αλλά και όλων των προκατόχων της. Ο διεθνής διασυρμός των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων δεν άφηνε άλλα περιθώρια στην κυβέρνηση, η οποία έσυρε τη χώρα της (και την υπόλοιπη ήπειρο) σε ανταγωνισμούς για τους οποίους δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη. Η κυρία Λάμπρεχτ λοιπόν έπρεπε να θυσιαστεί για την ομάδα, ώστε η γενικευμένη ανικανότητα του Βερολίνου να διαχειριστεί την κατάσταση, να μην αποκαλυφθεί. Με σκακιστικούς όρους, είναι το πιόνι το οποίο θυσιάζεται για τη βασίλισσα. Μένει να δούμε το πολιτικό μέλλον του διαδόχου της, Μπόρις Πιστόριους, ο οποίος είναι γνωστός για την απαγόρευση του νεοναζιστικού NPD στο κρατίδιο από το οποίο προέρχεται, την Κάτω Σαξονία, και τη μετέπειτα προσπάθειά του να επεκτείνει την απαγόρευση αυτή σε «ακροαριστερές βίαιες αντιφασιστικές ομάδες» (πληροφορία χρήσιμη για τον πολιτικό διάλογο στην Ελλάδα, γύρω από την προσπάθεια απαγόρευσης συμμετοχής στις επικείμενες εκλογές του κόμματος του Ηλία Κασιδιάρη).
Μπορεί σε ένα πρώτο επίπεδο να μην μας αφορά απόλυτα η κατάσταση των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, η οποία παραμένει οικτρή και σήμερα. Η υπόθεση όμως είναι, αφενός, χαρακτηριστική της επιπολαιότητας της Δύσης, η οποία οδηγεί τους λαούς της σε ανταγωνισμούς τους οποίους δεν μπορεί, με ρεαλιστικούς όρους, να κερδίσει χωρίς υψηλό τίμημα. Αφετέρου, ο επανεξοπλισμός δυνάμεων όπως η Γερμανία δεν προμηνύει τίποτα το θετικό και μπορεί να αποτελεί και δείγμα του τι ακολουθεί. Διότι, αν δεν είναι μόνο η ρωσική αρκούδα αυτή που ξύπνησε, αλλά αρχίζει και ανασκουμπώνεται και ο γερμανικός αετός, μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως αυτό δεν θα έχει καλή κατάληξη. Αν μας έχει μάθει κάτι η Ιστορία είναι, πως καμία δύναμη δεν αποχωρεί από το προσκήνιο χωρίς έκρηξη βίας και ο 21ος αιώνας προσφέρει στην ανθρωπότητα αναρίθμητες επιλογές μαζικής καταστροφής.