Δύο συναυλίες του Stavros Lantsias Quartet με μουσικές Morricone και ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο που εκδόθηκε στα ελληνικά πριν από μερικούς μήνες είναι η αφορμή για μιαν ακόμα αναφορά στον μεγάλο συνθέτη.
Ήταν γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 που ο Ennio Morricone, ένας διάσημος συνθέτης με τεράστιο έργο τόσο στην κινηματογραφική όσο και στην σύγχρονη μουσική, αποφάσισε να βγει οργανωμένα στον κόσμο των συναυλιών και με την δική του επιμέλεια και φροντίδα άρχισε να παρουσιάζει την μουσική του. Με γενικό τίτλο «Io, Ennio Morricone», η μουσική του – μέρος αυτής, φυσικά, ταξίδευε στον κόσμο και παρουσιαζόταν ζωντανά σε μεγάλα συναυλιακά spots, όπου ο Morricone ήταν στην πραγματικότητα Μαέστρος διευθύνοντας την Συμφωνιέτα της Ρώμης ως επί το πλείστον και έχοντας μαζί του την σοπράνο Susana Rigacci.
Συναυλίες
Με θυμάμαι να γράφω (στο δικό μου, στο Jazz & Τζαζ, γιατί αλλού θα το είχαν κόψει!) «Τόσα Μέγαρα, τόσα Ηρώδεια, δεν σκέφτηκε κανείς μαλάκας να φέρει για συναυλία τον Ennio Morricone!». Οι ζητούμενοι «μαλάκες» στην πορεία ευτυχώς βρέθηκαν και έτσι είχαμε την ευτυχία (δυο φορές, το 2005 και το 2008) να έχουμε τον Morricone εδώ, στο Ηρώδειο, και να ζήσουμε σπουδαίες στιγμές. Επίσης, σε μια ενδιάμεση φάση (το 2007) ψηνόταν να έρθει στο Καλλιμάρμαρο αλλά δεν έκατσε ενώ εγώ, προσωπικά, σε δυο συναντήσεις με τον τότε πρόεδρο του Μεγάρου, τον Γιάννη Μάνο, προσπάθηασα να τον πείσω να τον φέρουν και να διευθύνει μια δικιά μας καλή ορχήστρα (την των Χρωμάτων, φερ’ ειπείν) όμως τα ώτα δεν ήσαν ευήκοα!
Τέλος πάντων, ο Ennio Morricone έκανε τα σπουδαία live του ανά τον κόσμο για δυο δεκαετίες, υπάρχουν ουκ ολίγα σχετικά μαγνητοσκοπημένα ή ηχογραφημένα ντοκουμέντα, ώσπου μας άφησε στις 6 Ιουλίου του 2020. Έκτοτε μένει η μουσική του και αυτή είναι που μας ενδιαφέρει. Ο γιος του, Andrea, ανέλαβε να συνεχίσει τα live ενώ, παράλληλα, γίνονται πλήθος αφιερώματα, συναυλιακά ή δισκογραφικά, στο πλούσιο έργο του. Στην Ελλάδα, ο πιανίστας / συνθέτης Σταύρος Λάντσιας ήταν από τους πρώτους που έσκυψε σοβαρά πάνω στη μουσική του Ennio Morricone και το πρόγραμμά του αυτό, με τίτλο «Ο δικός μου Ennio Morricone», παρουσιάζει στις 4 και 5 Φεβρουαρίου στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός.
Ο Λάντσιας, έμπειρος και ευαίσθητος τζάζμαν, προσεγγίζει το έργο του Ennio Morricone έτσι όπως πρέπει, στην ουσία του. Κατανοεί τις διαστάσεις του, μελετάει σε βάθος την κάθε σύνθεση και μέσα από το δικό του δημιουργικό πρίσμα – και τις ικανότητες των φίλων του που συναπαρτίζουν το κουαρτέτο του (Ανδρέας Πολυζωγόπουλος τρομπέτα και φλούγκελχορν, Μιχάλης Καλκάνης κοντραμπάσο, Μιχάλης Καπηλίδης ντραμς) – φέρνει τη μουσική εκεί που πρέπει ώστε να δημιουργηθεί ένα φανταστικό φιλμ για την καρδιά και τα αυτιά που, χωρίς την εικόνα, μας οδηγεί σε παρόμοιες – ή και καλύτερες – συγκινήσεις. Οι μουσικοί δεν ξεφεύγουν από το πνεύμα της σύνθεσης, “τζαζοποιούν” και σουινγκάρουν εκεί που πρέπει, και δίνουν τον δικό τους τόνο σε μουσικές που είναι τόσο άρτιες και εύγλωττες που δεν χρειάζονται παρά μόνο γνώση και feeling για να μας αγγίξουν όλους, μουσικούς και ακροατές.
Το πρόγραμμα αποτελείται από γνωστά κομμάτια από ταινίες όπως «Λολίτα», «Κάποτε στη Δύση», «Love Affair», «Κάποτε στην Αμερική», «Συμμορία των Σικελών», ο «Θρύλος του 1900», «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», «Σινεμά ο Παράδεισος», «Η Αποστολή» κ.ά. και καθώς πρόκειται για work in progress – δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά! – πάντα εμπλουτίζεται με νέα κομμάτια. Στο τέλος ο ακροατής φέυγει πάντα ικανοποιημένος έχοντας νοιώσει όχι μόνο τη συγκίνηση που εγγενώς εμπεριέχουν οι μουσικές του Ennio αλλά και το επιπρόσθετο πάθος που προκύπτει από τις δημιουργικές ποιότητες των μουσικών που, αντικειμενικά, είναι ένας κι ένας!
Ο Σταύρος Λάντσιας και οι φίλοι του μας έδωσαν μια πρώτη γεύση αυτής της προσέγγισής τους στις «Νύχτες Πρεμιέρας» (1/10/22) «προλογίζοντας» έτσι την πρώτη προβολή της ταινίας «Ennio» του Giuseppe Tornatore. Μια μέρα πιο πριν, είχε γίνει η παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου «ENNIO MORRICONE: inseguendo quel suono – la mia musica, la mia vita», μιας μουσικής αυτοβιογραφίας που συνέγραψε ο συνθέτης /συγγραφέας Alessandro De Rosa σε συνεργασία με τον Morricone μέσα από μια σειρά συνεντεύξεων που έγιναν σε διάρκεια τεσσάρων χρόνων.
Βιβλίο
Την πρώτη φορά που ήρθε εδώ ο Morricone (το 2005) δεν υπήρχαν βιβλία γι αυτόν – εκτός ίσως από ένα δύο ειδικά, όπως το «The Good, the Bad, and the Ugly» του Charles Leinberger ή το «Compore per il cinema» του Ennio σε συνεργασία με τον Sergio Miceli. Το 2008 που ξανάρθε είχε κυκλοφορήσει το πολυτελές βιβλίο «ENNIO MORRICONE: Cinema e oltre» με τον εύγλωττο υπότιτλο «Una vita tra musica assoluta e musica applicata» και το 2016 το «Life Notes», με τη συμμετοχή του ίδιου του Morricone. Όμως την ίδια χρονιά απο τις εκδόσεις Mondatori βγήκε αυτή η definitive μουσική αυτοβιογραφία, μέσα από εκτενείς συζητήσεις με τον Alessandro De Rosa. Φρόντισα να την αποκτήσω αμέσως και την μελέτησα επισταμένα με όσα ιταλικά ξέρω – όμως τρία χρόνια μετά, το 2019, βγήκε η αγγλική έκδοση και η μελέτη μου ολοκληρώθηκε. Είναι ένα βιβλίο του στιλ «όσα θα θέλατε να ξέρετε για τον Ennio Morricone… θα τα βρείτε εδώ!»
Η ελληνική έκδοση και η εξαιρετική μετάφραση κάνουν το βιβλίο ακόμα πιο πολύτιμο για εμάς τους Έλληνες, τους φίλους του Ennio Morricone και τους μουσικόφιλους γενικότερα. Προέκυψε από μια σειρά συζητήσεων με τον νέο αλλά φιλομαθή συνθέτη Alessandro De Rosa, που ξεκίνησαν από το 2010 και στην ολοκλήρωσή τους έδωσαν αυτό το βιβλίο που εκτείνεται σε 450 σελίδες και πέρα από το ψαχνό περιέχει παραρτήματα με μαρτυρίες άλλων, εργογραφία απόλυτης και εφαρμοσμένης – δηλαδή κλασικοσύγχρονης και κινηματογραφικοθεατρικής – μουσικής και ευρετήριο ονομάτων, ταινιών κ.λπ.
Ο Alessandro De Rosa ξεκινάει τη συζήτησή του με τον Ennio Morricone με μια κάπως «άβολη» γι’ αυτόν – καθώς είναι άσχετος με το παιχνίδι – ερώτηση για το σκάκι (στο οποίο ο Morricone είναι μετρ – αν όχι γκραν μετρ!). Έτσι, μας μπάζει στον μαγικό κόσμο της σύνθεσης, που είναι ο χώρος στον οποίο ο Ennio διέπρεψε για πάνω από έξι δεκαετίες. Από εκεί και πέρα ο αναγνώστης μπαίνει σε ένα θαυμαστό κόσμο κάνοντας ένα ταξίδι και ακολουθώντας τον δρόμο που ακολούθησε και ο Ennio, από τις popular όψεις της μουσικής στον μυθικό κόσμο του σινεμά, που αποτέλεσε και το πιο βασικό εκφραστικό του όχημα. Μπορεί να δει κανείς σε βάθος τη σχέση του Morricone με σκηνοθέτες όπως οι Luciano Salce, Sergio Leone, Pier Paolo Pasolini, Gillo Pontecorvo, Bernardo Bertolucci, Elio Petri και να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της συνεισφοράς του όχι μόνο στη μουσική αλλά στον σύγχρονο πολιτισμό συνολικά. Η ουσία της τέχνης του Ennio ως εφαρμοσμένης (για το σινεμά, κυρίως) αναλύεται ακόμα παραπέρα με αφορμή τα έργα του De Palma, του Malick και, φυσικά, του Tornatore, που υπήρξε ο πιο στενός του φίλος κατά την τελευταία περίοδο.
[Ο αφηγηματικός χαρακτήρας του βιβλίου – αν και θεωρείται κάπως εξειδικευμένος – προσλαμβάνεται ως ολότητα από τον προσεκτικό αναγνώστη που, σε αντίθεση με εμάς που περάσαμε μια ζωή συλλέγοντας δίσκους και διαβάζοντας διάσπαρτες πληροφορίες, έχει μπροστά του όλη την εξέλιξη του συνθέτη και της τέχνης του, έχοντας παράλληλα και την δυνατότητα για easy reference στις streaming πλατφόρμες. Τεράστιο πλεονέκτημα!]
Πέρα, λοιπόν, από την σχέση – πολλές φορές επεισοδιακή ή και τραυματική – του Ennio Morricone με νεώτερους συνθέτες ή τον μυστηριακό χαρακτήρα της μουσικής του, για μένα σημαντικό είναι το τελευταίο μέρος που έχει να κάνει με την απόλυτη μουσική – την σύγχρονη «κλασική» ή και την αυτοσχεδιαστική [είναι πολύ χαριτωμένη η απόδοση του Gruppo di Improvizzatione Nuova Consonanza ως «Ομάδα Αυτοσχεδιασμού Νέα Συνήχηση» από την πανάξια μεταφράστρια!]. Είναι ο χώρος ο λιγότερο δημοφιλής από το συνολικό έργο του Ennio Morricone και ο τομέας στον οποίο οι σοβαροί μορρικονολόγοι θα σκύψουμε περισσότερο τα χρόνια που έρχονται.
Συνολικά, το βιβλίο «ENNIO MORRICONE: Αναζητώντας εκείνον τον ήχο|η μουσική μου, η ζωή μου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος σε μετάφραση της Άννας Νούση (μετά από πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου Φίλων Μουσικής Ennio Morricone) αποτελεί ένα must όπως κι αν το δει κανείς.